Έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης 2020

Έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης 2020

ΚΥΠΡΟΣ

1. Βασικοί δείκτες

Εικόνα 1 – Επισκόπηση βασικών δεικτών
Κύπρος EE-27
2009 2019 2009 2019
Σημεία αναφοράς εκπαίδευσης και κατάρτισης για το 2020
Άτομα που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και κατάρτιση (ηλικίας 18-24 ετών) 11.7% 9.2% 14.0% 10.2%
Ολοκλήρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ηλικίας 30-34 ετών) 45.0% 58.8% 31.1% 40.3%
Προσχολική εκπαίδευση
(από την ηλικία των 4 ετών μέχρι την ηλικία έναρξης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης)
84.7% 95.3%18 90.3% 94.8%18
Ποσοστό ατόμων ηλικίας 15 ετών με χαμηλές επιδόσεις σε: Ανάγνωση 32.8%12 43.7%18 19.3% 22.5%18
Μαθηματικά 42.0%12 36.9%18 22.2% 22.9%18
Θετικές επιστήμες 38.0%12 39.0%18 17.8% 22.3%18
Ποσοστό απασχόλησης σπουδαστών που έχουν αποφοιτήσει πρόσφατα κατά επίπεδο ολοκλήρωσης εκπαίδευσης (ηλικίας 20-34 ετών που έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευση 1-3 έτη πριν από το έτος αναφοράς) ISCED 3-8 (σύνολο) 81.1% 81.7% 78.0% 80.9%
Συμμετοχή ενηλίκων στη μάθηση (ηλικίας 25-64 ετών) ISCED 0-8 (σύνολο) 8.3% 5.9% 7.9% 10.8%b
Μαθησιακή κινητικότητα Πτυχιούχοι με πτυχίο από το εξωτερικό (ISCED 5-8) : 35.2%18 : 4.3%18
Πτυχιούχοι με ακαδημαϊκές μονάδες από το εξωτερικό (ISCED 5-8) : 2.2%18 : 9.1%18
Άλλοι συναφείς δείκτες
Επενδύσεις στην εκπαίδευση Δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση ως ποσοστό του ΑΕΠ 6.4% 5.2%18 5.1% 4.6%18
Δαπάνες για δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα ανά σπουδαστή σε ευρώ ΜΑΔ ISCED 1-2 €8 79312 €9 13417 €6 072d, 12 €6 240d, 16
ISCED 3-4 €10 120d, 12 €11 93717 :12 €7 757d, 16
ISCED 5-8 €9 92612 €9 85417 €9 679d, 12 €9 977d, 16
Άτομα που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και κατάρτιση (ηλικίας 18-24 ετών) Γηγενείς 7.8% 4.8% 12.6% 8.9%
Γεννημένοι στο εξωτερικό 23.0% 23.3% 29.3% 22.2%
Ολοκλήρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ηλικίας 30-34 ετών) Γηγενείς 49.4% 66.2% 32.0% 41.3%
Γεννημένοι στο εξωτερικό 36.5% 43.2% 25.1% 35.3%
Ποσοστό απασχόλησης σπουδαστών που έχουν αποφοιτήσει πρόσφατα κατά επίπεδο ολοκλήρωσης εκπαίδευσης (ηλικίας 20-34 ετών που έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευση 1-3 έτη πριν από το έτος αναφοράς) ISCED 3-4 73.8% 72.3% 72.2% 75.9%
ISCED 5-8 82.9% 83.9% 83.7% 85.0%

Πηγές: της Eurostat· ΟΟΣΑ (PISA)· Τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τη μαθησιακή κινητικότητα υπολογίζονται από τη ΓΔ Εκπαίδευσης, Νεολαίας, Αθλητισμού και Πολιτισμού, βάσει στοιχείων UOE για το 2018. Περισσότερες πληροφορίες διατίθενται στο παράρτημα I και στον τόμο 1 (ec.europa.eu/education/monitor). Σημειώσεις: Ο μέσος όρος της ΕΕ για τις επιδόσεις στην ανάγνωση το 2018 με βάση το PISA δεν περιλαμβάνει την Ισπανία· b = διακοπή στη χρονολογική σειρά, d = ο ορισμός διαφέρει, : = μη διαθέσιμο, 12 = 2012, 16 = 2016, 17 = 2017, 18 = 2018.

Εικόνα 2 - Θέση σε σχέση με τις υψηλότερες και τις χαμηλότερες επιδόσεις

Πηγή: ΓΔ Εκπαίδευσης, Νεολαίας, Αθλητισμού και Πολιτισμού, βάσει στοιχείων της Eurostat (LFS 2019, UOE 2018) και του ΟΟΣΑ (PISA 2018).

2. Κύρια σημεία

  • Η πολιτική εστιάζει σαφώς στην ψηφιακή εκπαίδευση, όμως χρειάζεται βελτίωση της εφαρμογής της. Στην εξ αποστάσεως μάθηση επισημάνθηκαν αρκετά κενά.
  • Η αντιμετώπιση των χαμηλών επιδόσεων και η έμφαση στην ευημερία των μαθητών έχουν καίρια σημασία για τη βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων.
  • Αρκετές πρωτοβουλίες στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (ΕΕΚ) στοχεύουν στη βελτίωση της σύνδεσης με την αγορά εργασίας, ωστόσο η συμμετοχή στην ανώτερη δευτεροβάθμια ΕΕΚ παραμένει χαμηλή.
  • Η απασχολησιμότητα των νέων απόφοιτων αυξήθηκε το 2019, όμως οι απόφοιτοι των τομέων της υγείας και των φυσικών επιστημών, της τεχνολογίας, της μηχανικής και των μαθηματικών (STEM) παραμένουν λίγοι.

3. Έμφαση στην ψηφιακή εκπαίδευση

Από την έρευνα προκύπτει μεικτή εικόνα όσον αφορά τη χρήση των τεχνολογιών των πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ) στην εκπαίδευση. Η ψηφιακή εκπαίδευση είναι περισσότερο διαδεδομένη στην κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου οι ΤΠΕ αποτελούν υποχρεωτικό μάθημα, στο οποίο αφιερώνεται ένα από τα υψηλότερα σύνολα ωρών ετησίως (135) στην Ευρώπη. Η έρευνα του ΟΟΣΑ για τους εκπαιδευτικούς («TALIS») δείχνει ότι, σε σύγκριση με άλλες συμμετέχουσες χώρες της ΕΕ, η Κύπρος έχει υψηλό ποσοστό εκπαιδευτικών κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (54,2 %) που επιτρέπουν στους μαθητές να χρησιμοποιούν τις ΤΠΕ για τις εργασίες τους εντός και εκτός της τάξης. Ωστόσο, από το 2013, αυτό το ποσοστό έχει αυξηθεί πολύ λιγότερο από ό,τι σε άλλα κράτη μέλη (ΟΟΣΑ, 2019δ). Έρευνα που διεξήχθη σε όλα τα σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης αποκάλυψε ότι οι εκπαιδευτικοί συχνά χρησιμοποιούν τις ΤΠΕ για τη δική τους προετοιμασία, αλλά σπάνια εντάσσουν τις ΤΠΕ στην τάξη. Οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι το βαρύ από πλευράς περιεχομένου και περιοριστικό από πλευράς χρόνου πρόγραμμα σπουδών είναι το κύριο εμπόδιο που αποτρέπει τη χρήση ΤΠΕ (Vrasidas, 2015). Στο πρόγραμμα διεθνούς αξιολόγησης μαθητών (PISA) 2018 του ΟΟΣΑ, η πλειονότητα των διευθυντών ανέφεραν έλλειψη κινήτρων για τους εκπαιδευτικούς ώστε να εντάξουν ψηφιακές συσκευές στη διδασκαλία τους (Reimers & Schleicher, 2020).

Οι νέες μορφές ψηφιακής μάθησης απαιτούν σύγχρονο εξοπλισμό στα σχολεία. Οι εκπαιδευτικοί πιστεύουν ότι τα σχολεία είναι καλά εξοπλισμένα με ψηφιακές υποδομές τόσο στην πρωτοβάθμια (Vrasidas, 2015) όσο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ΟΟΣΑ, 2019δ). Ωστόσο, σύμφωνα με μια συγκριτική μελέτη σε επίπεδο ΕΕ, το ποσοστό των σχολείων με υψηλό βαθμό εφοδιασμού σε ψηφιακό εξοπλισμό (φορητοί υπολογιστές, επιτραπέζιοι υπολογιστές, κάμερες, διαδραστικοί πίνακες) ανά μαθητή και με υψηλή ευρυζωνική ταχύτητα είναι πολύ χαμηλό στην πρωτοβάθμια (2 % έναντι 35 % κατά μέσο όρο στην ΕΕ) και στην κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (0 % έναντι 55 %), και μέτριο στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (55 % έναντι 72 %) (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2019α)1. Η αναβάθμιση των υποδομών είναι σε εξέλιξη: από το 2018, έχουν αποκτηθεί 405 ρομπότ για δευτεροβάθμια σχολεία, προκειμένου να υποστηρίξουν τα μαθήματα ρομποτικής (Κυβέρνηση της Κύπρου, 2020). Το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου άνοιξε το 2019 ένα εργαστήριο εξοπλισμένο με τις τελευταίες τεχνολογίες (π.χ. ανθρωποειδή ρομπότ, τρισδιάστατη εικονική και επαυξημένη πραγματικότητα, τρισδιάστατη εκτύπωση και προσομοιώσεις), που μπορούν να χρησιμοποιούν τόσο οι εκπαιδευτικοί όσο και οι μαθητές για πρακτικές δραστηριότητες.

Υπάρχει χάσμα μεταξύ του πώς αντιλαμβάνονται οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές τις ψηφιακές τους δεξιότητες. Στην πλειονότητά τους, οι εκπαιδευτικοί (61,8 %) αισθάνονται καλά ή πολύ καλά προετοιμασμένοι για να χρησιμοποιούν τις ΤΠΕ στη διδασκαλία (μέσος όρος της ΕΕ: 37,5 %) και μόνο το 10,8 % αναφέρουν μεγάλη ανάγκη επαγγελματικής εξέλιξης σε αυτόν τον τομέα (μέσος όρος της ΕΕ: 18 %) (ΟΟΣΑ, 2019δ). Ελαφρώς περισσότεροι από τους μισούς εκπαιδευτικούς που συμμετείχαν σε προγράμματα συνεχούς επαγγελματικής εξέλιξης επικεντρώθηκαν στις δεξιότητες ΤΠΕ για τη διδασκαλία. Ωστόσο, δεδομένης της ταχέως μεταβαλλόμενης φύσης του τομέα των ΤΠΕ, προβληματίζει το γεγονός ότι αυτό το ποσοστό έχει παραμείνει αμετάβλητο από το 2013. Όσον αφορά τους μαθητές, το 19 % των ατόμων ηλικίας 16-19 ετών θεωρούσαν ότι έχουν χαμηλές ψηφιακές δεξιότητες το 20192 — ποσοστό ανώτερο του μέσου όρου της ΕΕ (15 %) και πρακτικά αμετάβλητο από το 2015. Γενικές ψηφιακές δεξιότητες άνω του βασικού επιπέδου αναφέρει το 36 % των μαθητών — σημαντική αύξηση κατά 16 εκατοστιαίες μονάδες από το 2015, αλλά ακόμη πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (57 %). Οι υψηλές ψηφιακές ικανότητες συνδέονται θετικά με την αυτοαποτελεσματικότητα στη χρήση των ΤΠΕ για τη μάθηση και έχουν επίσης πιθανά οφέλη και πέραν της μάθησης που συνδέεται με τις ΤΠΕ (Hooft Graafland, 2018).

Η μετάβαση στην εξ αποστάσεως μάθηση ανέδειξε ορισμένα κενά στην ψηφιακή συμμετοχή των μαθητών. Η εκπαίδευση εξ αποστάσεως πραγματοποιείται μέσω ενός συνδυασμού ασύγχρονης (ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ιστότοποι), σύγχρονης (διαδικτυακή μετάδοση ροής) και τηλεοπτικής παροχής εκπαιδευτικού περιεχομένου. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι μειονεκτούντες μαθητές χωρίς πρόσβαση σε εξοπλισμό ΤΠΕ δεν θα μείνουν πίσω, το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας διένειμε 7 431 υπολογιστές ταμπλέτες σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν δωρεά από ΜΚΟ και από την Τράπεζα Κύπρου. Σε περίπου 1 800 νοικοκυριά παρασχέθηκε σύνδεση στο διαδίκτυο. Το περιορισμένο κατάλληλο ψηφιακό μαθησιακό υλικό στην ελληνική γλώσσα και η ανάγκη των εκπαιδευτικών να εξοικειωθούν με τη διαδικτυακή διδασκαλία αποτελούν περαιτέρω προκλήσεις σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης. Έως τον Μάιο, 3 000 εκπαιδευτικοί είχαν λάβει κατάρτιση για τη χρήση των πλατφορμών. Προκειμένου να ενταχθούν καλύτερα οι ΤΠΕ στην εκπαίδευση και να προετοιμαστεί το έδαφος για μεικτές μορφές μάθησης, η κατάρτιση θα πρέπει ενδεχομένως να εστιάσει επίσης στις παιδαγωγικές πτυχές της ψηφιακής εκπαίδευσης. Το ψυχολογικό πλαίσιο για την εξ αποστάσεως μάθηση και η ενεργός στήριξη μέσω σχολικών συμβούλων βοήθησε να μεγιστοποιηθεί η επιτυχία της διαδικτυακής συνεργασίας εκπαιδευτικών και μαθητών.

Η υποστήριξη των εκπαιδευτικών έχει καίρια σημασία για τη διασφάλιση της επωφελούς δράσης της ψηφιακής εκπαίδευσης. Οι ερευνητές συμφωνούν ότι η διαθεσιμότητα και η ένταξη των ΤΠΕ στην εκπαίδευση δεν είναι από μόνες τους ωφέλιμες για τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα (Comi 2016· Bulman, 2016): η παιδαγωγική και ο σχεδιασμός της μάθησης είναι καθοριστικοί παράγοντες για την αξιοποίηση του θετικού δυναμικού τους. Ωστόσο, συγκριτικά λίγα σχολεία παρέχουν ισχυρή ψηφιακή υποστήριξη μέσω σχολικών στρατηγικών για τη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών στη διδασκαλία και τη μάθηση, και ισχυρή προώθηση της συνεχούς επαγγελματικής εξέλιξης: 21 % στην πρωτοβάθμια, 40 % στην κατώτερη δευτεροβάθμια και 59 % στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ΕΕ-28: 32 %, 54 % και 84 %) (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2019α). Δεδομένου ότι η συνεχής επαγγελματική εξέλιξη για τους εκπαιδευτικούς όσον αφορά τις ΤΠΕ είναι αποτελεσματικότερη όταν πραγματοποιείται στο σχολείο (ΟΟΣΑ, 2019ε), είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου έχει επεκτείνει την παροχή συνεχούς επαγγελματικής εξέλιξης στον χώρο του σχολείου τα τελευταία έτη.

4. Επενδύσεις στην εκπαίδευση και την κατάρτιση

Οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση στην Κύπρο παραμένουν γενικά υψηλές, με εξαίρεση την προσχολική εκπαίδευση. Η Κύπρος αύξησε ελαφρώς τις δημόσιες δαπάνες της για την εκπαίδευση (+2,5 % σε πραγματική αξία) μεταξύ των ετών 2017 και 2018. Ωστόσο, σε σχέση με το ΑΕΠ, οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν από 5,3 % σε 5,2 % και, ως ποσοστό των συνολικών κρατικών δαπανών, από 14,4 % σε 12 %. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση διατίθεται το 18,1 % του προϋπολογισμού για την εκπαίδευση, υπερβαίνοντας ελαφρώς τον μέσο όρο της ΕΕ (16,4 %), ενώ τα ποσοστά για την προσχολική και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση (30,7 %) και για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (35,4 %) είναι κάτω από τους αντίστοιχους μέσους όρους της ΕΕ. Όσον αφορά την προσχολική εκπαίδευση, οι δημόσιες δαπάνες ανά μαθητή3 συγκαταλέγονται μεταξύ των χαμηλότερων της ΕΕ4. Παρά το μεγάλο ποσοστό τους στον συνολικό προϋπολογισμό για την εκπαίδευση, οι δημόσιες δαπάνες ανά σπουδαστή είναι επίσης συγκριτικά χαμηλές για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, αντικατοπτρίζοντας την υψηλή συμμετοχή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

5. Εκσυγχρονισμός της προσχολικής και σχολικής εκπαίδευσης

Η συμμετοχή στην προσχολική εκπαίδευση αυξάνεται σταθερά. Το 2018 το 95,3 % των παιδιών ηλικίας 4-6 ετών φοίτησαν στην προσχολική εκπαίδευση έναντι 85,4 % το 2010. Επιπλέον, καθώς το 31,4 % των παιδιών ηλικίας κάτω των τριών ετών φοιτούσαν σε δομές βρεφονηπιακής φροντίδας το 2018, η Κύπρος έχει πλησιάσει περισσότερο τον στόχο της ΕΕ, που είναι της τάξης του 33 %. Σχεδόν τα δύο τρίτα αυτών των παιδιών φοιτούν σε δομές βρεφονηπιακής φροντίδας για 30 - ή περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως, και το ένα τρίτο για έως και 29 ώρες. Η περαιτέρω αύξηση της συμμετοχής θα ήταν καλή επένδυση, καθώς η υψηλής ποιότητας προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα συνδέεται με μακροπρόθεσμα δυνητικά οφέλη, όπως βελτιωμένο μορφωτικό επίπεδο και κοινωνική ένταξη, υψηλότερες απολαβές και καλύτερη υγεία (EENEE, 2018).

Η εξάρτηση από την άτυπη φροντίδα και τα ιδιωτικά ιδρύματα προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας παραμένει υψηλή, ειδικά για τα μικρότερα παιδιά. Το ένα τρίτο όλων των νηπιαγωγείων είναι ιδιωτικά (176/522)5, όπως και περισσότερα από τα δύο τρίτα (153/223) των βρεφονηπιακών σταθμών6. Η πρόσβαση σε ιδιωτικές εγκαταστάσεις συνδέεται στενά με την οικονομική προσιτότητα. Για τα παιδιά ηλικίας κάτω των 3 ετών, το 27,9 % των γονέων βασίζονται στην πλήρους ωραρίου (άνω των 30 ωρών εβδομαδιαίως) παιδική φροντίδα από παππούδες και γιαγιάδες, άλλα μέλη του νοικοκυριού, άλλους συγγενείς, φίλους ή γείτονες — το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό άτυπων διευθετήσεων μετά την Ελλάδα. Εκτός των άτυπων διευθετήσεων, υπάρχει επίσης ρυθμιζόμενη παιδική φροντίδα κατ’ οίκον. Οι παιδοκόμοι μπορούν να αναλάβουν έως έξι παιδιά (έως τρία, εάν είναι κάτω των 2 ετών), χωρίς όμως να απαιτούνται ελάχιστα προσόντα ή ειδική κατάρτιση (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2019δ).

Η παροχή προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας για τα παιδιά ηλικίας κάτω των 3 ετών στις αγροτικές περιοχές είναι ανεπαρκής. Οι εγκαταστάσεις προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας στις αγροτικές περιοχές, εάν υπάρχουν καν, είναι κυρίως ιδιωτικές. Αυτό οδηγεί σε μετεγκατάσταση ατόμων στις πόλεις ή επιτείνει την ανισότητα για τις οικογένειες σε αυτές τις περιοχές. Προς το παρόν δεν έχουν χαρτογραφηθεί οι ανάγκες προσφοράς/ζήτησης προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας. Η επένδυση στην αναβάθμιση των υποδομών είναι ανεπαρκής, ιδίως σε μικρά χωριά και σε κοινωνικά μειονεκτούσες περιοχές. Η αυξανόμενη ευαισθητοποίηση για το πρόβλημα καταδεικνύεται στην πρόσφατη πρόταση για αναζωογόνηση της ορεινής περιφέρειας Τροόδους, που περιλαμβάνει σχέδια για εγκαταστάσεις προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας.

Η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου σημειώνει άνοδο. Μεταξύ των νέων ηλικίας 18-24 ετών, το 9,2 % είχαν εγκαταλείψει πρόωρα το σχολείο το 2019, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το 7,8 % το 2018, και λίγο χαμηλότερο από τον εθνικό στόχο στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» (10 %). Μολονότι οι τιμές της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου στην Κύπρο είναι σχετικά ασταθείς λόγω του μικρού μεγέθους του δείγματος, φαίνεται να υπάρχει ανοδική τάση από το 2015, οπότε η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου ήταν στο χαμηλότερο επίπεδό της, δηλαδή στο 5,2 %. Αυτό οφείλεται κυρίως στη μεγάλη αύξηση που σημειώθηκε στους μαθητές που είναι γεννημένοι στο εξωτερικό, των οποίων το ποσοστό πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου αυξήθηκε κατά 9,4 εκατοστιαίες μονάδες στο 23,3 % από το 2018 έως το 2019, ενώ το ποσοστό στους γηγενείς μειώθηκε στο 4,8 % (-1,4 εκατοστιαίες μονάδες). Από το 2016 η μετανάστευση προς την Κύπρο έχει αυξηθεί ξανά, ιδίως ο αριθμός των αιτούντων άσυλο. Μεταξύ των διαρθρωτικών παραγόντων που συντελούν στην πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου φαίνεται να περιλαμβάνεται η ελλιπής ευελιξία και διεισδυτικότητα στα προγράμματα εκπαίδευσης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2019β). Οι εξατομικευμένοι διαγνωστικοί έλεγχοι για την καλύτερη υποστήριξη των μειονεκτούντων μαθητών θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην πρόληψη της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου (ό.π.). Οι αδικαιολόγητες απουσίες στην Κύπρο είναι επίσης υψηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ. Στο πρόγραμμα PISA 2018, το ένα τρίτο των μαθητών ανέφεραν ότι είχαν απουσιάσει μία ολόκληρη ημέρα, το 43 % είχαν λείψει από ορισμένα μαθήματα και το 68 % είχαν φτάσει καθυστερημένα στη διάρκεια των 2 εβδομάδων πριν από το τεστ PISA (ΟΟΣΑ, 2019γ).

Πλαίσιο 1: Τα ταμεία της ΕΕ υποστηρίζουν προγράμματα πρόληψης της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου

Την περίοδο 2014-2020, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) στήριξε το πρόγραμμα «Δράσεις σχολικής και κοινωνικής ένταξης» (ΔΡΑ.Σ.Ε.), το οποίο βοήθησε να μειωθεί η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου, να βελτιωθούν τα μαθησιακά αποτελέσματα και να αντιμετωπιστεί η παραβατικότητα των μειονεκτούντων παιδιών, συμπεριλαμβανομένων των προσφάτως αφιχθέντων μεταναστών.

Το ΔΡΑ.Σ.Ε. είναι ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα που περιλαμβάνει πρωινές και απογευματινές δραστηριότητες, καθώς και μαθήματα εκτός σχολικού ωραρίου για ενίσχυση σε διάφορα γνωστικά αντικείμενα (ελληνική γλώσσα, μαθηματικά, φυσική, χημεία, πληροφορική, οικονομικά κ.λπ.). Το ΔΡΑ.Σ.Ε. προσφέρει επίσης προγράμματα για προσωπική ανάπτυξη και βοηθά τους μαθητές να αναπτύξουν κοινωνικές δεξιότητες μέσω του θεάτρου, των εικαστικών τεχνών, του αθλητισμού, του χορού και της μουσικής. Προσφέρεται επίσης ψυχολογική υποστήριξη στους μαθητές και τους γονείς. Επί του παρόντος, περίπου 15 % του μαθητικού πληθυσμού συμμετέχει σε 96 σχολεία προσχολικής, πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Ο συνολικός προϋπολογισμός του προγράμματος είναι 29 εκατ. EUR, από τα οποία το 85 % καλύπτεται από συνεισφορά του ΕΚΤ.

Άλλα μέτρα για τη στήριξη των μειονεκτούντων παιδιών περιλαμβάνουν ένα πρόγραμμα παροχής δωρεάν πρωινού (επίσης συγχρηματοδοτούμενο από το ΕΚΤ), προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι πλέον ευάλωτοι μαθητές λαμβάνουν καθημερινά ένα θρεπτικό πρωινό.

Στο πλαίσιο της διαρθρωτικής μεταρρύθμισης και του προγράμματος στήριξης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Κύπρος υλοποιεί επίσης επί του παρόντος ένα έργο για την αντιμετώπιση της αποστασιοποίησης των μαθητών και της εγκατάλειψης της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το οποίο πρόκειται να ολοκληρωθεί έως τον Απρίλιο του 2021.

https://www.structuralfunds.org.cy/Drase

Τα επίπεδα βασικών δεξιοτήτων των μαθητών της Κύπρου υστερούν σε σχέση με αυτά των άλλων χωρών της ΕΕ. Οι επιδόσεις των 15χρονων στην Κύπρο, όπως μετρήθηκαν από το πρόγραμμα PISA 2018, παραμένουν πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Από το 2015 η Κύπρος έχει καταφέρει να μειώσει το ποσοστό των μαθητών με χαμηλές επιδόσεις τόσο στα μαθηματικά (-5,7 εκατοστιαίες μονάδες) όσο και στις φυσικές επιστήμες (-3,2 εκατοστιαίες μονάδες) σε 36,9 % και 39 % αντίστοιχα. Παρά τη θετική αυτή τάση, η Κύπρος υστερεί σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες (μέσος όρος μαθητών με χαμηλές επιδόσεις στην ΕΕ-27 = 22,9 % και 22,3 % αντίστοιχα). Το ποσοστό των μαθητών με χαμηλές επιδόσεις στην ανάγνωση έχει αυξηθεί κατά 8,1 εκατοστιαίες μονάδες από το 2015, η μεγαλύτερη αύξηση στην ΕΕ. Περίπου 43,7 % των μαθητών είχαν δυσκολίες σε κείμενα μεσαίου μεγέθους και μέτριας πολυπλοκότητας ή με άγνωστο περιεχόμενο. Το ποσοστό των μαθητών με κορυφαίες επιδόσεις έχει επίσης μειωθεί. Οι μαθητές στα προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης επίσης υστερούν σημαντικά σε σχέση με τους μαθητές στα προγράμματα γενικής εκπαίδευσης. Οι επιδόσεις τους στην ανάγνωση είναι χαμηλότερες κατά 109 μονάδες, που αντιστοιχούν περίπου σε 3 έτη σχολικής φοίτησης. Το μεγάλο χάσμα μεταξύ των φύλων στην ανάγνωση αποτελεί επίσης πηγή ανησυχίας: Τα κορίτσια σημειώνουν καλύτερες επιδόσεις από τα αγόρια, κατά μέσο όρο, με διαφορά 47 μονάδων, που αντιστοιχούν σε περισσότερο από ένα έτος σχολικής φοίτησης (μέσος όρος της ΕΕ-27: 28 μονάδες). Περισσότερα από τα μισά αγόρια έχουν χαμηλές επιδόσεις στην ανάγνωση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στα κορίτσια είναι 1 στα 3 — το μεγαλύτερο χάσμα στην ΕΕ.

Εικόνα 3 - Μαθητές με χαμηλές και κορυφαίες επιδόσεις στην ανάγνωση, στα μαθηματικά, στις φυσικές επιστήμες μεταξύ 2012 και 2018

Πηγή: ΟΟΣΑ (2019), PISA 2018. Σημείωση: Οι μέσοι όροι της ΕΕ-27 για την ανάγνωση δεν περιλαμβάνουν αποτελέσματα της Ισπανίας.

Η αντιμετώπιση των χαμηλών επιδόσεων σε όλα τα επίπεδα έχει κρίσιμη σημασία. Σχεδόν δύο στους τρεις μαθητές (58,9 %) από το χαμηλότερο κοινωνικοοικονομικό τεταρτημόριο έχουν χαμηλές επιδόσεις στην ανάγνωση (μέσος όρος της ΕΕ: 36,4 %). Στο ανώτατο κοινωνικοοικονομικό τεταρτημόριο, το 29,7 % των μαθητών έχουν χαμηλές επιδόσεις, το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ (όπου ο μέσος όρος είναι 9,5 %). Αυτά τα ευρήματα υπογραμμίζουν την ανάγκη για πολιτικές που θα έχουν ως σκοπό την αντιμετώπιση των χαμηλών επιδόσεων σε όλο το κοινωνικοοικονομικό φάσμα, ενώ παράλληλα θα διατηρούν και θα ενισχύουν την ειδική στήριξη για τις μειονεκτούσες ομάδες.

Η βελτίωση της ευημερίας των μαθητών θα μπορούσε να ενισχύσει τα μαθησιακά αποτελέσματα. Ένας στους τρεις μαθητές ανέφερε ότι υφίσταται εκφοβισμό τουλάχιστον μερικές φορές τον μήνα και φοιτά σε σχολείο όπου επικρατεί ο εκφοβισμός. Οι μαθητές με χαμηλές επιδόσεις είναι πολύ περισσότερο εκτεθειμένοι σε συχνό εκφοβισμό από αυτούς με υψηλές επιδόσεις (54,6 % v 21,1 %). Η κοινωνικοοικονομική κατάσταση ή το μεταναστευτικό υπόβαθρο δεν φαίνεται να είναι σημαντικοί παράγοντες που πυροδοτούν τον εκφοβισμό, σε αντίθεση με το φύλο: πολύ υψηλότερο ποσοστό αγοριών (40,9 %) από ό,τι κοριτσιών (27,2 %) αναφέρουν ότι υφίστανται συχνά εκφοβισμό. Τα αγόρια επίσης φαίνονται περισσότερο ανεκτικά ως προς τον εκφοβισμό. Δεδομένου του σημαντικού χάσματος μεταξύ των φύλων στις επιδόσεις στην ανάγνωση, όπως επισημαίνεται ανωτέρω, αξίζει να σημειωθεί ότι, εάν ένας μαθητής υφίσταται εκφοβισμό τουλάχιστον μερικές φορές τον μήνα, είναι πιθανό να έχει χαμηλότερες επιδόσεις στην ανάγνωση — ισοδύναμες με πάνω από 1 έτος σχολικής φοίτησης7. Η Κύπρος εφαρμόζει πλαίσιο πολιτικής κατά της βίας και του ρατσισμού στο σχολείο, αλλά οι εκπαιδευτικοί μερικές φορές δεν είναι ενημερωμένοι για το τι συνιστά βίαιη συμπεριφορά.

Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις έχουν επιβραδυνθεί. Προκειμένου να επιτύχει καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα, η Κύπρος έχει υιοθετήσει ολοκληρωμένη προσέγγιση για τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού της συστήματος. Το 2017 θεσπίστηκε νέα διαδικασία για τον διορισμό των εκπαιδευτικών κατόπιν διαγωνισμού. Ένα ενοποιημένο σύστημα αξιολόγησης των μαθητών παρέχει περισσότερη διαμορφωτική αξιολόγηση των μαθητών, και οι εξαμηνιαίες εξετάσεις στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχουν αντικαταστήσει τις ετήσιες εξετάσεις, ώστε να υπάρχει δυνατότητα πιο έγκαιρης επανορθωτικής παρέμβασης, εάν κριθεί απαραίτητο. Η εισαγωγή συχνότερων εξετάσεων συνάντησε την αντίδραση εκπαιδευτικών και μαθητών, που φοβούνται αύξηση του φόρτου εργασίας, και η εφαρμογή τους έχει ανασταλεί λόγω της πανδημίας. Στις αρχές του 2019 υποβλήθηκε πρόταση για αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αλλά έκτοτε οι συζητήσεις των ενδιαφερόμενων μερών έχουν ανασταλεί. Από το 2016 τα προγράμματα σπουδών σε όλα τα επίπεδα έχουν αναθεωρηθεί, ώστε να αντικατοπτρίζουν καλύτερα τα επιδιωκόμενα μαθησιακά αποτελέσματα. Ωστόσο, στο πλαίσιο αξιολόγησης διαπιστώθηκε αναντιστοιχία μεταξύ του περιεχομένου και του καθορισμένου χρόνου διδασκαλίας για ορισμένα γνωστικά αντικείμενα, συμπεριλαμβανομένων των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών. Παράλληλα με το σταθερά υπερφορτωμένο περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών, η κεντρικοποιημένη συνεχής επαγγελματική εξέλιξη των εκπαιδευτικών δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στις ατομικές ανάγκες των εκπαιδευτικών να τελειοποιήσουν τις γνώσεις τους σχετικά με το νέο πρόγραμμα σπουδών (Xenofontos, 2019). Συνεπώς, θα πρέπει να ενισχυθούν τα πιλοτικά προγράμματα από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου για την εφαρμογή συνεχούς επαγγελματικής εξέλιξης στον χώρο του σχολείου.

Πλαίσιο 1: Έρευνα ρίχνει φως στη σχολική νοοτροπία στην Κύπρο

Σύμφωνα με περαιτέρω ποιοτικά στοιχεία από τη διεθνή έρευνα του ΟΟΣΑ για τη διδασκαλία και τη μάθηση του 2018 (TALIS), τα σχολεία στην Κύπρο έχουν συγκριτικά χαμηλό βαθμό παιδαγωγικής αυτονομίας. Στο κεντρικοποιημένο εκπαιδευτικό σύστημα της Κύπρου, σχεδόν καμία διοικητική απόφαση στα δημόσια σχολεία, όπως ο διορισμός ή η θέση σε διαθεσιμότητα εκπαιδευτικών, ο καθορισμός των μισθών ή η κατανομή του προϋπολογισμού, δεν λαμβάνεται από τους διευθυντές των σχολείων (ΟΟΣΑ, 2019δ). Όσον αφορά την παιδαγωγική αυτονομία, η έρευνα TALIS δείχνει ότι, στο πλαίσιο του αναμενόμενου περιθωρίου αυτονομίας που ακόμη και ένα κεντρικοποιημένο σύστημα προσφέρει, η Κύπρος σημειώνει επίσης πολύ χαμηλή βαθμολογία. Το ποσοστό των διευθυντών σχολείων που αναφέρουν αυτόνομες αποφάσεις σχετικά με το εκπαιδευτικό υλικό, το περιεχόμενο και την προσφορά μαθημάτων είναι το χαμηλότερο από τις 22 χώρες που συμμετέχουν στην έρευνα TALIS (ΟΟΣΑ, 2019δ). Ωστόσο, οι εκπαιδευτικοί αντιλαμβάνονται την παιδαγωγική αυτονομία τους ως αντίστοιχη με αυτή των αποκεντρωμένων συστημάτων, υποδηλώνοντας ικανοποίηση με το περιθώριο κινήσεων που διαθέτουν. Η έρευνα δείχνει ότι η αυξημένη αυτονομία όσον αφορά το ακαδημαϊκό περιεχόμενο επηρεάζει θετικά τις επιδόσεις των μαθητών, ενώ η αυτονομία ως προς το προσωπικό και τον προϋπολογισμό παράγει μικρότερα αποτελέσματα (Hanushek et al., 2013).

Η συνεργατική διδασκαλία επίσης δεν συνηθίζεται. Μόνο το 6,4 % των εκπαιδευτικών αναφέρουν ότι διδάσκουν στο πλαίσιο ομάδας τουλάχιστον μία φορά τον μήνα, σε σύγκριση με το 28,2 % στην ΕΕ-22 (ΟΟΣΑ, 2019δ). Η συμμετοχή σε κοινές δραστηριότητες μεταξύ τάξεων ή η παρατήρηση άλλων εκπαιδευτικών στην τάξη και η παροχή ανατροφοδότησης είναι επίσης σπάνιες. Ωστόσο, η συνεργασία είναι περισσότερο διαδεδομένη από ό,τι στις περισσότερες χώρες της ΕΕ που συμμετέχουν στην έρευνα TALIS όσον αφορά την ανταλλαγή διδακτικού υλικού, τη συζήτηση σχετικά με την πρόοδο και την αξιολόγηση των μαθητών, καθώς και τη συμμετοχή σε ομαδικές διασκέψεις. Το ποσοστό συμμετοχής σε συνεργατική επαγγελματική επιμόρφωση είναι εξίσου χαμηλό (12,9 %) με το αντίστοιχο σε άλλες χώρες της ΕΕ. Η έρευνα δείχνει ότι η συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών, ιδίως στη διδασκαλία και την κατάρτιση, είναι μία από τις αποτελεσματικότερες πρακτικές για τη βελτίωση της ποιότητας της διδασκαλίας και των μαθησιακών αποτελεσμάτων (ΟΟΣΑ, 2019ε).

Απαιτούνται συνεχείς προσπάθειες για την ένταξη των μαθητών με μεταναστευτικό υπόβαθρο. Τα τελευταία τρία έτη η Κύπρος έχει αναχθεί σε μία από τις μεσογειακές χώρες προορισμού των αιτούντων άσυλο. Το 2019 υποβλήθηκαν 12 724 νέες αιτήσεις ασύλου, αυξημένες κατά 65 % σε σχέση με το 2018. Οι 10 κυριότερες χώρες καταγωγής είναι η Συρία, η Γεωργία, η Ινδία, το Μπανγκλαντές, το Καμερούν, το Πακιστάν, η Αίγυπτος, το Βιετνάμ, η Νιγηρία και η Σρι Λάνκα (UNHCR, 2019β). Από το 2016 έχουν υποβάλει αίτηση ασύλου 1 249 ασυνόδευτα παιδιά, και 549 το 2019 (UNHCR, 2019α). Δημιουργήθηκαν προπαρασκευαστικές απογευματινές τάξεις για ασυνόδευτους ανηλίκους σε τρία κρατικά ινστιτούτα επιμόρφωσης στη Λεμεσό και τη Λάρνακα. Έχουν ξεκινήσει εργασίες σε σχέση με διάφορες συστάσεις που προέκυψαν από την παροχή συμβουλών από ομοτίμους με την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την ένταξη των μαθητών με μεταναστευτικό υπόβαθρο, όμως η υποδοχή, η διδασκαλία γλωσσών και ο καθορισμός του προγράμματος σπουδών παρουσιάζουν καθυστερήσεις λόγω της πανδημίας. Η παροχή στήριξης σε μαθητές με μεταναστευτικό υπόβαθρο έχει αποδειχθεί δυσχερής κατά τη διάρκεια του κλεισίματος των σχολείων λόγω της COVID-19. Οι εκπαιδευτικοί ανέφεραν δυσκολίες στην προσέγγιση των μαθητών που δεν μιλούν ελληνικά (FRA, 2020). Η εντατικοποίηση των προσπαθειών ένταξης μετά την επιστροφή στο σχολείο θα μπορούσε να βοηθήσει να μετριαστεί ο κίνδυνος διεύρυνσης του χάσματος με τους γηγενείς μαθητές.

Οι ικανότητες που αφορούν την περιβαλλοντική βιωσιμότητα αποτελούν μέρος της σχολικής εκπαίδευσης.Στην προσχολική, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τα σχολεία καλύπτουν περιβαλλοντικά και κοινωνικά θέματα. Τα περιβαλλοντικά προγράμματα περιλαμβάνουν διδασκαλία για την υπερθέρμανση του πλανήτη, την κλιματική αλλαγή, την ενέργεια, την αστική ανάπτυξη, καθώς και τα μέσα μεταφοράς. Από το 2007 το εθνικό στρατηγικό σχέδιο για την περιβαλλοντική εκπαίδευση παρακολουθείται και αναβαθμίζεται κάθε χρόνο. Τα σχολεία μπορούν επίσης να ενταχθούν στο Δίκτυο Κέντρων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης — τον φορέα που συντονίζει την περιβαλλοντική εκπαίδευση και τη βιώσιμη ανάπτυξη στα τυπικά και μη τυπικά προγράμματα σπουδών. Υπό τη διαχείριση του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας, το εν λόγω δίκτυο συνεργάζεται με κυβερνητικές υπηρεσίες, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και ΜΚΟ για να συμβάλει στην ένταξη των περιβαλλοντικών ζητημάτων στα σχολικά προγράμματα σπουδών, στην εκπαίδευση και κατάρτιση των εκπαιδευτικών και των διοικητικών στελεχών της εκπαίδευσης, καθώς και στην έρευνα πεδίου.

6. Εκσυγχρονισμός της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης

Τα μέτρα για τη βελτίωση της ελκυστικότητας της ΕΕΚ έχουν αυξήσει τον αριθμό των σπουδαστών τα τελευταία έτη, όμως η συμμετοχή στην ανώτερη δευτεροβάθμια ΕΕΚ παραμένει χαμηλή. Το 2018 το 16,7 % των σπουδαστών της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ήταν εγγεγραμμένοι σε προγράμματα ΕΕΚ, το χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ και πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (48,4 %). Οι σπουδαστές είχαν περιορισμένες ευκαιρίες μάθησης στον χώρο εργασίας. Η συμμετοχή των εργοδοτών στην ΕΕΚ έχει αυξηθεί και έχουν ληφθεί μέτρα για την εξασφάλιση της συνάφειας των δεξιοτήτων στον τομέα, όπως παρακολούθηση των αποφοίτων σε προγράμματα τοποθέτησης και συνεργασία με τον κλάδο για την ανάπτυξη των προγραμμάτων σπουδών.

Πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της σύνδεσης με την αγορά εργασίας είναι σε εξέλιξη. Για τη δημιουργία εθνικού συστήματος παρακολούθησης των αποφοίτων της αρχικής και συνεχιζόμενης ΕΕΚ, εφαρμόζεται πιλοτικά επί του παρόντος μια πλατφόρμα για τους αποφοίτους αρχικής ΕΕΚ. Σκοπός της είναι να διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ αρχικών αποφοίτων δευτεροβάθμιας ΕΕΚ και μεταδευτεροβάθμιων, ανώτερων ινστιτούτων ΕΕΚ και πιθανών εργοδοτών (Cedefop, 2020β). Το 2019 το Συμβούλιο Νεολαίας της Κύπρου δημιούργησε μια υπηρεσία επαγγελματικού προσανατολισμού που προσφέρει: i) εξατομικευμένο επαγγελματικό προσανατολισμό· ii) τεστ δεξιοτήτων (εργαλείο που βοηθά τους μαθητές της κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να αποφασίσουν για την περαιτέρω εκπαίδευσή τους). iii) εργαστήρια για την ανάπτυξη μη τεχνικών δεξιοτήτων· και iv) διήμερες «Ακαδημίες καριέρας», δηλαδή διαλέξεις και εργαστήρια σχετικά με την επιλογή σταδιοδρομίας, την αναζήτηση εργασίας, την ανάπτυξη της σταδιοδρομίας και άλλα εξειδικευμένα θέματα (Cedefop, 2020α).

Προσαρμογή της ΕΕΚ στους περιορισμούς της κινητικότητας λόγω της COVID-19. Οι τελικές εξετάσεις ΕΕΚ ακυρώθηκαν. Η Αρχή Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού επικαιροποίησε τον οδηγό πολιτικής και διαδικασιών για την εξ αποστάσεως μάθηση («Αξιοποίηση μεθόδων εξ αποστάσεως ηλεκτρονικής μάθησης στα προγράμματα κατάρτισης»), που άρχισε να ισχύει τον Μάρτιο του 2020. Εκτός του ότι ανταποκρίνεται στην απειλή της COVID-19, ο οδηγός προωθεί την ταχύτερη υιοθέτηση των ΤΠΕ στην ΕΕΚ (Cedefop, 2020γ).

7. Εκσυγχρονισμός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης

Η ολοκλήρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι υψηλή και αυξήθηκε περαιτέρω. Το 2019 το 58,8 % των ατόμων ηλικίας 30-34 ετών στην Κύπρο είχαν αποκτήσει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ (41,6 %). Η Κύπρος περιλαμβάνει επίσης στους σπουδαστές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης όσους παρακολουθούν προγράμματα ΕΕΚ — περίπου το ένα τρίτο του συνόλου των εγγεγραμμένων σπουδαστών. Υπάρχει μεγάλο χάσμα 23 εκατοστιαίων μονάδων όσον αφορά την ολοκλήρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μεταξύ των γηγενών και των γεννημένων στο εξωτερικό, των οποίων το ποσοστό ολοκλήρωσης είναι πάντως υψηλό (43,2 %). Όπως και στα επίπεδα βασικών δεξιοτήτων, υπάρχει σημαντικό χάσμα μεταξύ των φύλων στην ολοκλήρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης: 68,2 % των γυναικών έχουν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έναντι 49 % των ανδρών.

Η απασχολησιμότητα των νέων αποφοίτων αυξήθηκε το 2019, αλλά είναι πιθανό να επηρεαστεί από την κρίση της COVID-19. Το επίπεδο απασχόλησης των ατόμων ηλικίας 20-34 ετών με τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν 83,9 % το 2019, μόλις ελαφρώς χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ που ήταν 85,3 %. Μολονότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση προσφέρει σαφώς τις βέλτιστες ευκαιρίες απασχόλησης στην Κύπρο, οι νέοι με δευτεροβάθμια εκπαίδευση τα πηγαίνουν συγκριτικά καλά, καθώς σε ποσοστό 72,3 % έχουν εργασία, έναντι του μέσου όρου της ΕΕ που είναι 76,4 %. Καθώς η οικονομία της Κύπρου βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό και στις υπηρεσίες, το προσωρινό κλείσιμο επιχειρήσεων στη διάρκεια της πανδημίας είναι πιθανό να επηρεάσει συνολικά τα επίπεδα απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων επιπέδων των πρόσφατων αποφοίτων που έχουν τη μικρότερη εργασιακή εμπειρία.

Η Κύπρος παράγει λιγότερους αποφοίτους στον τομέα της υγείας και των φυσικών επιστημών, της τεχνολογίας, της μηχανικής και των μαθηματικών (STEM) από τις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Με 6,2 % η Κύπρος είχε το 2018 το χαμηλότερο ποσοστό αποφοίτων του τομέα της υγείας στην ΕΕ, ενώ 19,6 % ήταν απόφοιτοι του τομέα της εκπαίδευσης και 39 % του τομέα των επιχειρήσεων, της διοίκησης και των νομικών επιστημών. Μέχρι στιγμής, η Υπηρεσία Συμβουλευτικής και Επαγγελματικής Αγωγής υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας δεν έχει προωθήσει συγκεκριμένα την ιατρική εκπαίδευση. Το ποσοστό των αποφοίτων STEM ήταν 15 %, επίσης πολύ χαμηλό σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ (25 %) το 2018. Μόνο 2,7 % των αποφοίτων έλαβαν πτυχίο στις ΤΠΕ (μέσος όρος της ΕΕ: 3,6 %). Νέες πράσινες θέσεις εργασίας αναμένεται να δημιουργηθούν κυρίως στους τομείς της μεταποίησης, των κατασκευών, των υπηρεσιών, της διαχείρισης αποβλήτων και της βιώσιμης χρηματοδότησης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2020). Η ανάγκη για ψηφιακές δεξιότητες και λύσεις, που επισημάνθηκε στη διάρκεια των περιορισμών κινητικότητας λόγω της COVID-19, παράλληλα με τον οικολογικό προσανατολισμό της οικονομίας, απαιτούν μεγαλύτερη εστίαση στα προφίλ STEM.

Η βελτίωση της συλλογής πληροφοριών σχετικά με τη χρήση των δεξιοτήτων μπορεί να μειώσει τις αναντιστοιχίες δεξιοτήτων. Η απόκλιση μεταξύ των αναγκών της αγοράς εργασίας και των επιλογών σπουδών των νέων θα μπορούσε να μειωθεί με ολοκληρωμένη παρακολούθηση των αποφοίτων. Ωστόσο, επί του παρόντος αυτή η παρακολούθηση ελλείπει τόσο σε επίπεδο συστήματος όσο και παρόχων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, που παράγει τους περισσότερους αποφοίτους στην Κύπρο. Έχουν πραγματοποιηθεί κάποια αρχικά βήματα για την παρακολούθηση των αποφοίτων αρχικής ΕΕΚ και υλοποιείται πιλοτικό πρόγραμμα με τα δύο μεγαλύτερα δημόσια πανεπιστήμια για την παρακολούθηση των αποφοίτων των πέντε προηγούμενων ετών. Ωστόσο, η συλλογή πληροφοριών σχετικά με τη χρήση των δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας και τα ποσοστά τοποθέτησης για τη χάραξη πολιτικής και τον επαγγελματικό προσανατολισμό πρέπει να επεκταθεί και να συστηματοποιηθεί περαιτέρω. Το 2020 η Κύπρος έλαβε ειδική προς τη χώρα σύσταση να βελτιώσει τη συνάφεια της εκπαίδευσης και της κατάρτισης με την αγορά εργασίας (Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2020).

Εικόνα 4 - Κατανομή αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ανά τομέα εκπαίδευσης, 2018

Πηγή: Eurostat, UOE: educ_uoe_grad03.

8. Προώθηση της εκπαίδευσης ενηλίκων

Η βελτίωση της ανάπτυξης δεξιοτήτων στους ενήλικες είναι αργή. Η συμμετοχή στην εκπαίδευση ενηλίκων (25-64 ετών) παραμένει χαμηλή με μόνο 5,9 % το 2019, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 10,8 %, και έχει μειωθεί περαιτέρω σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (6,7 %). Αυτό οφείλεται εν μέρει στη χαμηλή ελκυστικότητα του μαθησιακού περιβάλλοντος. Οι περισσότεροι πάροχοι απαιτούν τη φυσική παρουσία των εκπαιδευόμενων και χρησιμοποιούν προκαθορισμένα προγράμματα με ελάχιστο περιθώριο προσαρμογών για την κάλυψη των ατομικών αναγκών των εκπαιδευόμενων. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν εργαλεία επικύρωσης και πιστοποίησης της προηγούμενης μάθησης.

Η εκπαιδευτική υποστήριξη και παρακολούθηση στην εκπαίδευση ενηλίκων δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένη. Τον Σεπτέμβριο του 2019 καθιερώθηκε νέο μοντέλο νυχτερινών δευτεροβάθμιων σχολείων και νυχτερινών τεχνικών σχολών με σκοπό να αυξήσει την ελκυστικότητα των δύο προγραμμάτων και να φέρει περισσότερους ενήλικες εκπαιδευόμενους χαμηλής ειδίκευσης στην εκπαίδευση. Ωστόσο, η Κύπρος υστερεί σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ στη συμβουλευτική στον τομέα της διά βίου μάθησης και στους μηχανισμούς παρακολούθησης της επαγγελματικής και εκπαιδευτικής σταδιοδρομίας των εκπαιδευόμενων, ειδικά όσων ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες. Αυτό ισχύει σε όλους τους τύπους εκπαίδευσης ενηλίκων (βασικές δεξιότητες, δεύτερη ευκαιρία και ΕΕΚ). Επιπλέον, οι ευκαιρίες διαδικτυακής εκπαίδευσης ενηλίκων είναι μέχρι στιγμής περιορισμένες.

Παρά τις πολλές πρωτοβουλίες για τη βελτίωση του ψηφιακού γραμματισμού των ενηλίκων, οι ψηφιακές δεξιότητες παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Τα προγράμματα διά βίου μάθησης ΕΕΚ παρέχουν προγράμματα ανάπτυξης ψηφιακών δεξιοτήτων καθώς επίσης και προγράμματα μαθημάτων σχετικών με την εργασία. Η Αρχή Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού προσφέρει κατάρτιση στον ψηφιακό γραμματισμό για τους ανέργους και τους εργοδότες στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα (Cedefop, 2020α). Το Κέντρο Παραγωγικότητας της Κύπρου προσφέρει μαθήματα σχετικά με τα συστήματα ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες, ενώ η Κυπριακή Ακαδημία Δημόσιας Διοίκησης εκπαιδεύει προσωπικό των δημόσιων υπηρεσιών για τη μετάβαση στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Ωστόσο, το 2019 μόνο 45 % των ενηλίκων 16-74 ετών δήλωσαν ότι διαθέτουν βασικές ή ανώτερες από τις βασικές γενικές ψηφιακές δεξιότητες (μέσος όρος της ΕΕ-27: 56 %).

9. Παραπομπές

Bulman, George; Fairlie, Robert W. (2016), Technology and Education: Computers, Software, and the Internet (Τεχνολογία και Εκπαίδευση: Υπολογιστές, Λογισμικό και Διαδίκτυο). NBER Working Paper No. 22237. https://www.nber.org/papers/w22237

Comi, Simona Lorena et al. (2016), Is it the way they use it? Teachers, ICT and student achievement. (Είναι ο τρόπος που τις χρησιμοποιούν; Εκπαιδευτικοί, ΤΠΕ και επιδόσεις μαθητών). In: Economics of Education Review (56) 2017, 24-39. http://dx.doi.org/10.1016/j.econedurev.2016.11.007

Cedefop (2019), Αρχή Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού της Κύπρου. Vocational education and training in Europe: Cyprus (Επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση στην Ευρώπη: Κύπρος) [Από Cedefop; ReferNet. Vocational education and training in Europe database (Βάση δεδομένων για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση στην Ευρώπη)]. https://www.cedefop.europa.eu/en/tools/vet-in-europe/systems/cyprus

Cedefop (2020α), ReferNet, Cyprus: 2020 update of VET policy developments in the deliverables agreed in the 2015 Riga conclusions (Κύπρος: ενημέρωση 2020 για τις εξελίξεις της πολιτικής ΕΕΚ στα παραδοτέα που συμφωνήθηκαν στα συμπεράσματα της Ρίγας το 2015). Unpublished

Cedefop (2020β), ReferNet Cyprus. Cyprus: E-platform for data collection and employability (Κύπρος: Ηλεκτρονική πλατφόρμα για τη συλλογή δεδομένων και την απασχολησιμότητα). https://www.cedefop.europa.eu/en/news-and-press/news/cyprus-e-platform-data-collection-and-employability

Cedefop (2020γ), ReferNet Cyprus. Cyprus: changing e-learning procedures in CVET (Κύπρος: αλλαγή των διαδικασιών ηλεκτρονικής μάθησης στη συνεχιζόμενη ΕΕΚ). https://www.cedefop.europa.eu/en/news-and-press/news/cyprus-changing-e-learning-procedures-cvet

Cedefop (υπό έκδοση). Key competences in initial VET: digital, multilingual and literacy (Βασικές ικανότητες στην αρχική ΕΕΚ: ψηφιοποίηση, πολυγλωσσία και γραμματισμός).

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2020), Σύσταση για σύσταση του Συμβουλίου σχετικά με το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Κύπρου του 2020 και τη διατύπωση γνώμης του Συμβουλίου σχετικά με το πρόγραμμα σταθερότητας της Κύπρου του 2020. https://data.consilium.europa.eu/doc/document/ST-8432-2020-INIT/en/pdf

Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA) (2020), Coronavirus pandemic in the EU ― Fundamental rights implications (Η πανδημία του κορονοϊού στην ΕΕ ― Επιπτώσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα). https://fra.europa.eu/sites/default/files/fra_uploads/fra-2020-coronavirus-pandemic-eu-bulletin_en.pdf

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2020), Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής. Έκθεση χώρας - Κύπρος 2020. https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/PDF/?uri=CELEX:52020SC0512&from=EN

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2019α), 2nd survey of schools. ICT in education: Cyprus country report (Δεύτερη έρευνα για τα σχολεία – Οι ΤΠΕ στην εκπαίδευση – Έκθεση χώρας για την Κύπρο). https://publications.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/092c1496-46d6-11e9-a8ed-01aa75ed71a1/language-en/format-PDF/source-99674504

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2019β), Assessment of the Implementation of the 2011 Council Recommendation on Policies to Reduce Early School Leaving (Αξιολόγηση της εφαρμογής της σύστασης του Συμβουλίου του 2011 σχετικά με πολιτικές για τη μείωση της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου). https://op.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/72f0303e-cf8e-11e9-b4bf-01aa75ed71a1

Ευρωπαϊκή Επιτροπή/EACEA/Eurydice (2019β), Digital Education at School in Europe (Η ψηφιακή εκπαίδευση στο σχολείο στην Ευρώπη). Έκθεση Eurydice. https://op.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/d7834ad0-ddac-11e9-9c4e-01aa75ed71a1/language-en/format-PDF/source-105790537

Ευρωπαϊκή Επιτροπή/EACEA/Eurydice, (2019δ), Key Data on Early Childhood Education and Care in Europe – 2019 Edition (Βασικά δεδομένα για την προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα στην Ευρώπη – έκδοση 2019). https://op.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/fd227cc1-ddac-11e9-9c4e-01aa75ed71a1/language-en/format-PDF/source-105534509

European Expert Network on Economics of Education (EENEE) [Ευρωπαϊκό Δίκτυο Εμπειρογνωμόνων για τα Οικονομικά της Εκπαίδευσης (EENEE)] (2018), αναλυτική έκθεση αριθ. 32. Benefits of Early Childhood Education and Care and the Conditions for Obtaining Them (Οφέλη της προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας και οι προϋποθέσεις για την αποκόμισή τους). https://op.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/14194adc-fc04-11e7-b8f5-01aa75ed71a1

Κυβέρνηση της Κύπρου (2020), EUROPE 2020. Cyprus National Reform Programme (ΕΥΡΩΠΗ 2020, Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων της Κύπρου). https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/2020-european-semester-national-reform-programme-cyprus_en_0.pdf

Hanushek, E. A. Link, S. & Woessmann, L. (2013). Does school autonomy make sense everywhere? Panel estimates from PISA. (Η αυτονομία των σχολείων έχει νόημα παντού; Εκτιμήσεις πάνελ από το PISA). Journal of Development Economics(Περιοδικό Οικονομικών της Ανάπτυξης), τόμος 104, σ. 212–232. http://hanushek.stanford.edu/sites/default/files/publications/Hanushek%2BLink%2BWoessmann%202013%20JDevEcon%20104_0.pdf

Hooft Graafland, Julie (2018), New technologies and 21st century children: Recent trends and outcomes. OECD Education Working Paper (Έγγραφο εργασίας του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση), αριθ. 179. https://doi.org/10.1787/e071a505-en

ΟΟΣΑ (2019α), PISA 2018 Results (Volume I): What Students Know and Can Do [Αποτελέσματα PISA 2018 (τόμος I): Τι γνωρίζουν και τι μπορούν να κάνουν οι μαθητές], PISA, εκδόσεις ΟΟΣΑ, Παρίσι, https://doi.org/10.1787/5f07c754-en

OΟΣΑ (2019β), PISA 2018 Results (Volume II): Where All Students Can Succeed (τόμος II): Πού μπορούν να πετύχουν όλοι οι μαθητές], εκδόσεις ΟΟΣΑ, Παρίσι, https://doi.org/10.1787/b5fd1b8f-en

OΟΣΑ (2019γ), PISA 2018 Results (Volume III): What School Life Means for Students’ Lives [Αποτελέσματα PISA 2018 (τόμος III): Τι σημαίνει η σχολική ζωή για τη ζωή των μαθητών], PISA, εκδόσεις ΟΟΣΑ, Παρίσι, https://doi.org/10.1787/acd78851-en

ΟΟΣΑ (2019δ), TALIS 2018 Results (Volume I): Teachers and School Leaders as Lifelong Learners [Αποτελέσματα της έρευνας TALIS για το 2018 (τόμος I): Οι εκπαιδευτικοί και οι διευθυντές σχολείων ως διά βίου εκπαιδευόμενοι], TALIS. https://doi.org/10.1787/1d0bc92a-en

ΟΟΣΑ (2019ε), Working and Learning Together: Rethinking Human Resource Policies for Schools (Εργαζόμαστε και μαθαίνουμε μαζί: Επανασχεδιασμός των πολιτικών ανθρώπινων πόρων για τα σχολεία), OECD Reviews of School Resources, (Αξιολογήσεις των πόρων των σχολείων από τον ΟΟΣΑ), εκδόσεις ΟΟΣΑ, Παρίσι, https://doi.org/10.1787/b7aaf050-en

Reimers F. M., Schleicher, A. (2020). A framework to guide an education response to the COVID-19 Pandemic of 2020(Πλαίσιο για την καθοδήγηση μιας εκπαιδευτικής αντιμετώπισης της πανδημίας COVID-19 του 2020). https://read.oecd-ilibrary.org/view/?ref=126_126988-t63lxosohs&title=A-framework-to-guide-an-education-response-to-the-Covid-19-Pandemic-of-2020

Theocharous, A. (υπό έκδοση) Vocational education and training for the future of work: Cyprus (Θεοχάρους Α., Επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση για το μέλλον της εργασίας: Κύπρος) σειρά θεματικών προοπτικών Cedefop ReferNet. http://libserver.cedefop.europa.eu/vetelib/2020/vocational_education_training_future_work_Cyprus_Cedefop_ReferNet.pdf

UNHCR (2019α), ενημερωτικό δελτίο για την Κύπρο. https://www.unhcr.org/cy/wp-content/uploads/sites/41/2020/02/Cyprus_Fact_Sheet_DEC_2019.pdf

UNHCR (2019β), Cyprus. Integration Capacity (Κύπρος – Ικανότητα Ένταξης). https://www.unhcr.org/cy/wp-content/uploads/sites/41/2020/02/Thematic_Factsheet_Integration_DEC_2019.pdf

Vrasidas, Charalambos (2015), The rhetoric of reform and teachers' use of ICT [Βρασίδας Χαράλαμπος (2015), Η ρητορική της μεταρρύθμισης και η χρήση των ΤΠΕ από τους εκπαιδευτικούς]. In: British Journal for Educational Technology (Βρετανικό Περιοδικό Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας) 46(2), 370–380. https://www.deepdyve.com/lp/wiley/the-rhetoric-of-reform-and-teachers-use-of-ict-7QBB0ydJSU

Xenofontos, Constantinos (2019), Primary teachers’ perspectives on mathematics during curriculum reform: A collective case study from Cyprus [Ξενοφώντος Κωνσταντίνος (2019), Οι απόψεις των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για τα μαθηματικά κατά τη μεταρρύθμιση του προγράμματος σπουδών: Μια συλλογική περιπτωσιολογική μελέτη από την Κύπρο]. Issues in Educational Research (Θέματα Εκπαιδευτικής Έρευνας), 29(3), 979-996. http://www.iier.org.au/iier29/xenofontos.pdf

Παράρτημα I: Πηγές βασικών δεικτών

Δείκτης Κωδικός διαδικτυακών δεδομένων της Eurostat
Άτομα που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και κατάρτιση edat_lfse_14 + edat_lfse_02
Ολοκλήρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης edat_lfse_03 + edat_lfs_9912
Προσχολική εκπαίδευση educ_uoe_enra10
Χαμηλές επιδόσεις στην ανάγνωση, στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες ΟΟΣΑ (PISA)
Ποσοστό απασχόλησης πρόσφατων αποφοίτων edat_lfse_24
Συμμετοχή ενηλίκων στη μάθηση trng_lfse_03
Δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση ως ποσοστό του ΑΕΠ gov_10a_exp
Δαπάνες για δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα ανά σπουδαστή educ_uoe_fini04
Μαθησιακή κινητικότητα:
- Κινητικότητα αποφοίτων με πτυχίο
- Κινητικότητα αποφοίτων με πιστωτικές μονάδες
Ο υπολογισμός της ΓΔ EAC βασίζεται σε δεδομένα των Eurostat/UIS/ΟΟΣΑ

Παράρτημα II: Διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος

Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή/EACEA/Eurydice, 2020. The Structure of the European Education Systems 2019/2020: Schematic Diagrams (Η διάρθρωση των ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών συστημάτων 2019/2020 – Σχηματικά διαγράμματα), Eurydice Facts and Figures, Λουξεμβούργο: Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Παρατηρήσεις και ερωτήσεις σχετικά με την παρούσα έκθεση είναι ευπρόσδεκτες και μπορούν να υποβληθούν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στην ακόλουθη διεύθυνση:

Ulrike PISIOTIS

Ulrike.PISIOTIS@ec.europa.eu
ή
EAC-UNITE-A2@ec.europa.eu

Παραπομπές

1 Overall, high-speed broadband uptake has so far been low in Cyprus.

2 Eurostat data.

3 In PPS.

4 Most recent values for 2017.

5 Cystat data for 2017/2018.

6 Nurseries are the Ministry of Labour’s responsibility and open to children under 3 whereas kindergartens are the Ministry of Education’s responsibility and cater to 3-6 year-olds.

7 Difference of 48 score points after accounting for socio-economic background.