Το αλφάβητο του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η καθιερωθείσα από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έννομη τάξη έχει καταστεί αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής και κοινωνικής μας πραγματικότητας. Βάσει των Συνθηκών της ΕΕ, λαμβάνονται κάθε χρόνο χιλιάδες αποφάσεις που επηρεάζουν σημαντικά τα κράτη μέλη της ΕΕ και τη ζωή των πολιτών τους. Το άτομο έχει πάψει από καιρό να είναι μόνο πολίτης της χώρας, του δήμου ή της περιφέρειάς του· είναι επίσης πολίτης της Ένωσης. Ως εκ τούτου, είναι εξαιρετικά σημαντικό να γνωρίζουν οι πολίτες της Ένωσης το δίκαιο που διέπει και επηρεάζει και τη δική τους καθημερινότητα. Ωστόσο, δεν είναι εύκολο για τον πολίτη να κατανοήσει τη συνολική δομή της ΕΕ και του δικαιικού της συστήματος. Αυτό οφείλεται εν μέρει στα ίδια τα κείμενα των Συνθηκών, τα οποία συχνά έχουν πολύπλοκη δομή και δεν είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τη σημασία τους. Επίσης, πολλοί όροι που χρησιμοποιούν οι συντάκτες των Συνθηκών προκειμένου να αποδώσουν το νόημα νέων καταστάσεων είναι ασυνήθιστοι. Σκοπός του παρόντος εγχειριδίου είναι να δώσει στους ενδιαφερόμενους πολίτες μία πρώτη εικόνα της δομής της ΕΕ, καθώς και των βασικών πυλώνων της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Παρότι η βασική δομή της ΕΕ —και η έννομη τάξη της, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εν προκειμένω— είναι πολύ σταθερή, υφίσταται ωστόσο αμέτρητες αλλαγές σε μεγαλύτερη ή μικρότερη κλίμακα, όπως για παράδειγμα τις συνέπειες της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου. Η παρούσα έκδοση, με τίτλο Το αλφάβητο του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καλύπτει όλες τις βασικές εξελίξεις στην έννομη τάξη της ΕΕ έως το 2023.

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ

ΑΚΕ Αφρική, Καραϊβική και Ειρηνικός
Βουλευτής του ΕΚ Βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
∆ΣΣ ∆ιαδικασία σταθεροποίησης και σύνδεσης
ΕΕ Ευρωπαϊκή Ένωση
ΕΚ Ευρωπαϊκή Κοινότητα
ΕΚΑΧ Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα
ΕΚΤ Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
ΕΜΣ Ευρωπαϊκός Μηχανισµός Σταθερότητας
ΕΟΚ Ευρωπαϊκή Οικονοµική Κοινότητα
ΕΟΚΕ Ευρωπαϊκή Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή
ΕΣ∆Α Σύµβαση για την Προάσπιση των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών (Ευρωπαϊκή Σύµβαση ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου)
Ευρατόµ Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατοµικής Ενέργειας
ΝΑΤΟ Οργανισµός Βορειοατλαντικού Συµφώνου
ΟΑΣΕ Οργανισµός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη
ΟΕΟΣ Οργανισµός Ευρωπαϊκής Οικονοµικής Συνεργασίας
ΟΟΣΑ Οργανισµός Οικονοµικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης
ΣΛΕΕ Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Συλλογή Συλλογή Νοµολογίας του ∆ικαστηρίου και του Γενικού ∆ικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 
Συνθήκη ΕΕ / ΣΕΕ Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση
Συνθήκη ΕΚ Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
EPPO Ευρωπαϊκή Εισαγγελία

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

26 Ιουνίου 1945: Υπογραφή του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών στο Σαν Φρανσίσκο

9 Σεπτεμβρίου 1946: Ομιλία του Winston Churchill στη Ζυρίχη σχετικά με τα οφέλη των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης

17 Μαρτίου 1948: Υπογραφή της Συνθήκης για την ίδρυση της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες

4 Απριλίου 1949: Υπογραφή της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού για την ίδρυση του ΝΑΤΟ στην Ουάσινγκτον

16 Απριλίου 1949: Ίδρυση του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας στο Παρίσι

5 Μαΐου 1949: Υπογραφή της Συνθήκης για την ίδρυση του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο

9 Μαΐου 1950: Διακήρυξη του Robert Schuman σχετικά με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα ως πρώτο στάδιο για την ίδρυση μιας Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας

4 Νοεμβρίου 1950: Υπογραφή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών στη Ρώμη

18 Απριλίου 1951: Υπογραφή της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (Συνθήκη ΕΚΑΧ) στο Παρίσι από το Βέλγιο, τη Δυτική Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες —για 50 έτη

23 Ιουλίου 1952: Έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ

1 Ιουνίου 1955: Διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών στη Μεσσήνη για την προετοιμασία της Συνθήκης ΕΟΚ

25 Μαρτίου 1957: Υπογραφή των Συνθηκών για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (Συνθήκη ΕΟΚ) και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (Συνθήκη ΕΚΑΕ / Συνθήκη Ευρατόμ) στη Ρώμη από το Βέλγιο, τη Δυτική Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες (Συνθήκες της Ρώμης)

1 Ιανουαρίου 1958: Έναρξη ισχύος των Συνθηκών της Ρώμης

4 Ιανουαρίου 1960: Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών στη Στοκχόλμη από την Αυστρία, τη Δανία, την Ελβετία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Νορβηγία, την Πορτογαλία και τη Σουηδία

14 Δεκεμβρίου 1960: Υπογραφή της Σύμβασης για τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης στο Παρίσι

8 Απριλίου 1965: Υπογραφή της Συνθήκης για την ίδρυση ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Συνθήκη συγχώνευσης)

1 Ιουλίου 1967: Έναρξη ισχύος της Συνθήκης συγχώνευσης

1 Ιανουαρίου 1973: Η Δανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία προσχωρούν στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες

1 Αυγούστου 1975: Υπογραφή της Τελικής Πράξης της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη στο Ελσίνκι

18 Δεκεμβρίου 1978: Εγκαθίδρυση του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος

7-10 Ιουνίου 1979: Πρώτες άμεσες εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

1 Ιανουαρίου 1981: Προσχώρηση της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες

1 Ιανουαρίου 1985: Αποχώρηση της Γροιλανδίας από την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα

14 Ιουνίου 1985: Συμφωνία του Σένγκεν μεταξύ του Βελγίου, της Δυτικής Γερμανίας, της Γαλλίας, του Λουξεμβούργου και των Κάτω Χωρών σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα

1 Ιανουαρίου 1986: Προσχώρηση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες

1 Ιουλίου 1987: Έναρξη ισχύος της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης

3 Οκτωβρίου 1990: Προσχώρηση της Ανατολικής Γερμανίας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες

7 Φεβρουαρίου 1992: Υπογραφή της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Συνθήκη του Μάαστριχτ) στο Μάαστριχτ

2 Μαΐου 1992: Υπογραφή της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Συμφωνία για τον ΕΟΧ) στο Πόρτο

1 Ιανουαρίου 1993: Έναρξη λειτουργίας της ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς

1 Νοεμβρίου 1993: Έναρξη ισχύος της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Συνθήκη του Μάαστριχτ)

1 Ιανουαρίου 1994: Έναρξη ισχύος της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ

1 Ιανουαρίου 1995: Προσχώρηση της Αυστρίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

1 Μαρτίου 1995: Έναρξη ισχύος της Σύμβασης του Σένγκεν (πρόσθετα μέλη έως τον Μάρτιο του 2001: Δανία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Αυστρία, Πορτογαλία, Φινλανδία και Σουηδία)

16 Ιουλίου 1997: Δημοσίευση του προγράμματος δράσης 2000 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με στόχο τη διεύρυνση της ΕΕ

2 Οκτωβρίου 1997: Υπογραφή της Συνθήκης του Άμστερνταμ

12 Δεκεμβρίου 1997: Έναρξη της διαδικασίας διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Λουξεμβούργο

1 Οκτωβρίου 1998: Έναρξη ισχύος της Σύμβασης Ευρωπόλ (αστυνομική συνεργασία στην ΕΕ)

1 Ιανουαρίου 1999: Εισαγωγή του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, του «ευρώ»

1 Μαΐου 1999: : Έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ

24 Μαρτίου 2000: Έγκριση της στρατηγικής της Λισαβόνας για την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική ανανέωση της ΕΕ

8 Δεκεμβρίου 2000: Πανηγυρική διακήρυξη του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

26 Φεβρουαρίου 2001: Υπογραφή της Συνθήκης της Νίκαιας

1 Ιανουαρίου 2002: Εισαγωγή τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ ως μέσου πληρωμής

28 Φεβρουαρίου 2002: Ίδρυση της Eurojust (από το 2019, Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Ποινικής Δικαιοσύνης)

1 Φεβρουαρίου 2003: Έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Νίκαιας

1 Μαΐου 2004: Προσχώρηση της Τσεχίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας στην ΕΕ

29 Οκτωβρίου 2004: Υπογραφή της Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης

Μάιος/Ιούνιος 2005: Απόρριψη της Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης σε δημοψηφίσματα στη Γαλλία (το 54,7 % ψηφίζει «όχι») και στις Κάτω Χώρες (το 61,7 % ψηφίζει «όχι»)

1 Ιανουαρίου 2007: Προσχώρηση της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην ΕΕ

1 Ιανουαρίου 2007: Εισαγωγή του ευρώ στη Σλοβενία

1 Μαρτίου 2007: Ίδρυση του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

12 Δεκεμβρίου 2007: Πανηγυρική διακήρυξη του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Στρασβούργο

13 Δεκεμβρίου 2007: Υπογραφή της Συνθήκης της Λισαβόνας

21 Δεκεμβρίου 2007: Προσχώρηση της Τσεχίας, της Εσθονίας, της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας στον χώρο Σένγκεν

1 Ιανουαρίου 2008: Εισαγωγή του ευρώ στην Κύπρο και τη Μάλτα

12 Ιουνίου 2008: Πρώτο δημοψήφισμα στην Ιρλανδία για τη Συνθήκη της Λισαβόνας (το 53,4 % ψηφίζει «όχι»)

12 Δεκεμβρίου 2008: Προσχώρηση της Ελβετίας στον χώρο Σένγκεν

1 Ιανουαρίου 2009: Εισαγωγή του ευρώ στη Σλοβακία

2 Οκτωβρίου 2009: Δεύτερο δημοψήφισμα στην Ιρλανδία για τη Συνθήκη της Λισαβόνας (το 67,1 % ψηφίζει «ναι»)

1 Δεκεμβρίου 2009: Έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας

1 Δεκεμβρίου 2009: Πρώτος πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Herman Van Rompuy)· πρώτη ύπατη εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας (βαρόνη Catherine Ashton)

21 Ιουνίου 2010: Δημιουργία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης

1 Ιανουαρίου 2011: Εισαγωγή του ευρώ στην Εσθονία

1 Ιανουαρίου 2011: Έναρξη λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Αρχής Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας

25 Μαρτίου 2011: Έγκριση του συμφώνου για το ευρώ+ για τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής στην οικονομική και νομισματική ένωση

19 Δεκεμβρίου 2011: Προσχώρηση του Λιχτενστάιν στον χώρο Σένγκεν

30 Ιανουαρίου 2012: Συμφωνία 25 κρατών μελών σχετικά με μια Συνθήκη για τη σταθερότητα, τον συντονισμό και τη διακυβέρνηση στην οικονομική και νομισματική ένωση

2 Φεβρουαρίου 2012: Υπογραφή της Συνθήκης για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας

1 Ιουλίου 2013: Προσχώρηση της Κροατίας στην ΕΕ

1 Ιανουαρίου 2014: Εισαγωγή του ευρώ στη Λετονία

18 Σεπτεμβρίου 2014: Δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας: το 55,3 % ψηφίζει «όχι», το 44,7 % ψηφίζει «ναι»

1 Ιανουαρίου 2015: Εισαγωγή του ευρώ στη Λιθουανία

12 Μαρτίου 2015: Επίσημη απόσυρση της αίτησης προσχώρησης της Ισλανδίας στην ΕΕ

23 Ιουνίου 2016: Δημοψήφισμα αποχώρησης στο Ηνωμένο Βασίλειο (το 51,9 % ψηφίζει υπέρ της αποχώρησης)

30 Δεκεμβρίου 2016: Έναρξη ισχύος της συμφωνίας του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή από την ΕΕ μετά την επικύρωσή της από τα κράτη μέλη

29 Μαρτίου 2017: Επίσημη γνωστοποίηση της πρωθυπουργού κ. Theresa May σχετικά με την πρόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την ΕΕ

31 Ιανουαρίου 2020: Αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ μετά από 47 έτη συμμετοχής

9 Μαΐου 2020: 70ή επέτειος της Διακήρυξης Schuman

1 Ιανουαρίου 2021: Το Ηνωμένο Βασίλειο αποχωρεί από την εσωτερική αγορά και την τελωνειακή ένωση της ΕΕ και από όλες τις ενωσιακές πολιτικές και τις εμπορικές συμφωνίες μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου. Αυτές αντικαθίστανται από τη συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας μεταξύ της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου

10 Μαρτίου 2021: Υπογραφή της κοινής δήλωσης του ΕΚ, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τη Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης

28 Ιουνίου 2021: Η ΕΕ θεσπίζει το πρώτο της νομοθέτημα για το κλίμα

1η Ιανουαρίου 2023: Εισαγωγή του ευρώ στην Κροατία (20ό μέλος της ζώνης του ευρώ)

1η Ιανουαρίου 2023: Προσχώρηση της Κροατίας στον χώρο Σένγκεν

ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΗ ΛΙΣΑΒΟΝΑ ΜΕΣΩ ΡΩΜΗΣ, ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ, ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ ΚΑΙ ΝΙΚΑΙΑΣ

Ακόμα και λίγο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η πολιτειακή και η πολιτική μας ζωή εξελίσσονταν σχεδόν αποκλειστικά βάσει των εθνικών συνταγμάτων και νόμων. Αυτοί υπαγόρευαν στις δημοκρατίες μας τους κανόνες συμπεριφοράς που ίσχυαν για τους πολίτες, τα κόμματα, αλλά και για το κράτος και τα όργανά του. Μετά όμως την πλήρη κατάρρευση της Ευρώπης και την οικονομική και πολιτική παρακμή της δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για ένα νέο ξεκίνημα και αναδύθηκε η ιδέα μιας νέας ευρωπαϊκής τάξης.

Γενικά, οι προσπάθειες για την ενοποίηση της Ευρώπης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα συνονθύλευμα πολύπλοκων οργανισμών, που προκαλούσαν σύγχυση στους πολίτες. Για παράδειγμα, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου (NATO), το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Ευρωπαϊκή Ένωση συνυπάρχουν χωρίς να συνδέονται με πραγματικούς δεσμούς.

Αυτή η πληθώρα οργανισμών αποκτά λογική δομή μόνον αν εξετάσει κανείς τους συγκεκριμένους στόχους τους. Διακρίνονται τρεις κύριες ομάδες οργανισμών.

Πρώτη ομάδα: ευρωατλαντικοί οργανισμοί

Οι ευρωατλαντικοί οργανισμοί προέκυψαν από τη συμμαχία που δημιουργήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης. Δεν ήταν τυχαίο ότι ο πρώτος ευρωπαϊκός οργανισμός της μεταπολεμικής περιόδου, ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (ΟΕΟΣ), ο οποίος ιδρύθηκε το 1948, δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ George Marshall κάλεσε το 1947 τις χώρες της Ευρώπης να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να ανοικοδομήσουν τις οικονομίες τους, υποσχόμενος υποστήριξη εκ μέρους των ΗΠΑ. Η υπόσχεση αυτή εκπληρώθηκε διαμέσου του «σχεδίου Marshall», το οποίο αποτέλεσε τη βάση για τη γρήγορη ανοικοδόμηση της Δυτικής Ευρώπης. Κύρια μέριμνα του ΟΕΟΣ ήταν αρχικά η απελευθέρωση του εμπορίου μεταξύ των κρατών. Το 1960, όταν ο Καναδάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν μέλη, προστέθηκε ένας ακόμη στόχος, δηλαδή η προώθηση της οικονομικής προόδου στον τρίτο κόσμο μέσω της αναπτυξιακής βοήθειας. Στη συνέχεια ο ΟΕΟΣ μετεξελίχθηκε στον ΟΟΣΑ, ο οποίος αριθμεί πλέον 38 μέλη.

Ο Paul-Henri Spaak, καθιστός στο τραπέζι, υπογράφει τη συνθήκη· περιστοιχίζεται από πολλούς αντιπροσώπους οι οποίοι σκύβουν πάνω από το τραπέζι, ενώ δύο κάθονται δίπλα του.

Ο Paul-Henri Spaak, υπουργός Εξωτερικών του Βελγίου, υπογράφει τη συνθήκη για τη συγχώνευση των εκτελεστικών οργάνων των τριών Κοινοτήτων (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ), Βρυξέλλες, Βέλγιο, 8 Απριλίου 1965. Με την εν λόγω συνθήκη θεσπίστηκε ενιαίο Συμβούλιο και ενιαία Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Το 1949 ιδρύθηκε το ΝΑΤΟ ως στρατιωτική συμμαχία με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Σκοπός του ΝΑΤΟ είναι η συλλογική άμυνα καθώς και η συλλογική αρωγή. Σχεδιασμένο αρχικά για να αποτελέσει τμήμα μιας παγκόσμιας ζώνης ασφάλειας με στόχο την αντιμετώπιση της σοβιετικής επιρροής, μετά την πτώση του «Σιδηρού Παραπετάσματος» το 1989 και την εν συνεχεία διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης μετατράπηκε περισσότερο σε οργανισμό αντιμετώπισης κρίσεων και προώθησης της σταθερότητας. Το ΝΑΤΟ αριθμεί 31 χώρες μέλη, και απαρτίζεται από 22 κράτη μέλη της ΕΕ (μη συμπεριλαμβανομένων της Ιρλανδίας, της Κύπρου, της Μάλτας, της Αυστρίας και της Σουηδίας) και την Αλβανία, τη Βόρεια Μακεδονία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ισλανδία, τον Καναδά, το Μαυροβούνιο, τη Νορβηγία και την Τουρκία. Το 1954 ιδρύθηκε η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ) με σκοπό την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών στον τομέα της πολιτικής ασφάλειας. Η ΔΕΕ σήμανε την αρχή της ανάπτυξης μιας ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Εντούτοις, ο ρόλος της παρέμεινε περιορισμένος και οι περισσότερες αρμοδιότητές της μεταβιβάστηκαν σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, ιδίως στο ΝΑΤΟ, στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στην ΕΕ. Αυτό είχε ως συνέπεια τη διάλυση της ΔΕΕ στις 30 Ιουνίου 2011.

Δεύτερη ομάδα: Συμβούλιο της Ευρώπης και Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη

Κοινό γνώρισμα των ευρωπαϊκών οργανισμών της δεύτερης ομάδας είναι ότι η δομή τους διευκολύνει τη συμμετοχή όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού χωρών. Συγχρόνως, ελήφθη υπόψη ότι οι οργανισμοί αυτοί δεν θα υπερέβαιναν τα όρια της παραδοσιακής διεθνούς συνεργασίας.

Ο Robert Schuman, όρθιος στο κέντρο μιας επιβλητικής αίθουσας, μπροστά σε ένα περίτεχνα διακοσμημένο τζάκι, απευθύνεται σε αντιπροσώπους που κάθονται απέναντί του ή στέκονται γύρω από το τραπέζι.

Η Διακήρυξη Schuman υπογράφηκε την 9η Μαΐου 1950 στην Αίθουσα των Ρολογιών του Υπουργείου Εξωτερικών της Γαλλίας, στο Quai d’Orsay στο Παρίσι: ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Robert Schuman πρότεινε την από κοινού διαχείριση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας άνθρακα και χάλυβα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα. Το σκεπτικό ήταν ότι με τον τρόπο αυτόν ο πόλεμος μεταξύ των συμμετεχουσών χωρών θα ήταν όχι μόνον αδιανόητος, αλλά και υλικά αδύνατος.

Μεταξύ των εν λόγω οργανισμών συγκαταλέγεται το Συμβούλιο της Ευρώπης, που ιδρύθηκε στις 5 Μαΐου 1949 ως πολιτικός οργανισμός και σήμερα αριθμεί 46 μέλη, στα οποία συγκαταλέγονται και όλα τα κράτη που είναι σήμερα μέλη της ΕΕ. Στο καταστατικό του δεν συναντάται καμία αναφορά σχετικά με την επιδίωξη δημιουργίας συνομοσπονδίας ή ένωσης, ούτε προβλέπεται η μεταβίβαση ή ο συγκερασμός τμημάτων της εθνικής κυριαρχίας. Οι αποφάσεις για όλα τα σημαντικά ζητήματα απαιτούν ομοφωνία, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε χώρα έχει δικαίωμα αρνησικυρίας. Έτσι, το Συμβούλιο της Ευρώπης παραμένει ως προς τη δομή του ένα όργανο διεθνούς συνεργασίας.

Στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν συναφθεί πολυάριθμες συμβάσεις στους τομείς της οικονομίας, του πολιτισμού, της κοινωνικής πολιτικής και του δικαίου. Η σημαντικότερη —και πλέον γνωστή— από αυτές είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου — ΕΣΔΑ) της 4ης Νοεμβρίου 1950· και τα 46 μέλη του Συμβουλίου είναι πλέον συμβαλλόμενα μέρη της. Η ΕΣΔΑ όχι μόνο επέτρεψε την καθιέρωση ενός ελάχιστου επιπέδου διασφάλισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων για τις χώρες μέλη, αλλά θέσπισε και ένα σύστημα νομικής προστασίας που επιτρέπει στα ιδρυθέντα διά της σύμβασης όργανα (στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), που εδρεύουν στο Στρασβούργο, να καταδικάζουν τις παραβιάσεις δικαιωμάτων του ανθρώπου που σημειώνονται στις χώρες μέλη.

Αυτή η ομάδα οργανισμών περιλαμβάνει επίσης τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), ο οποίος ιδρύθηκε το 1994 ως διάδοχος της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη. Ο ΟΑΣΕ, ο οποίος αριθμεί σήμερα 57 συμμετέχοντα κράτη, δεσμεύεται από τις αρχές και τους στόχους που καθορίζονται στην Τελική Πράξη του Ελσίνκι του 1975 και στη Χάρτα των Παρισίων για μια Νέα Ευρώπη του 1990. Σε αυτούς περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η προώθηση μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και η ανάπτυξη ενός «δικτύου ασφάλειας» με σκοπό την επίλυση διαφορών με ειρηνικά μέσα.

Τρίτη ομάδα: Ευρωπαϊκή Ένωση

Την τρίτη ομάδα των ευρωπαϊκών οργανισμών αποτελεί η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Το εντελώς καινοτόμο χαρακτηριστικό που διακρίνει την ΕΕ από τις συνήθεις μορφές διεθνών ενώσεων κρατών είναι ότι τα κράτη μέλη έχουν εκχωρήσει μέρος των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων στην ΕΕ και της έχουν αναθέσει εξουσίες ούτως ώστε να ενεργεί ανεξάρτητα. Κατά την άσκηση των εξουσιών αυτών, η ΕΕ δύναται να εκδίδει ευρωπαϊκή νομοθεσία που έχει την ίδια ισχύ με την εθνική νομοθεσία στα επιμέρους κράτη.

Τα θεμέλια για τη δημιουργία της ΕΕ έθεσε ο τότε Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Robert Schuman, στη Διακήρυξη της 9ης Μαΐου 1950, στην οποία παρουσίασε το σχέδιο ενοποίησης των ευρωπαϊκών βιομηχανιών άνθρακα και χάλυβα στο πλαίσιο μιας Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), την οποία είχαν οραματιστεί ο ίδιος και ο Jean Monnet. Το σχέδιο φιλοδοξούσε να αποτελέσει συγχρόνως μια ιστορική πρωτοβουλία για «μία οργανωμένη και δημιουργική Ευρώπη», η οποία είναι «απαραίτητη για τον πολιτισμό» και χωρίς την οποία «δεν μπορεί να διαφυλαχθεί η παγκόσμια ειρήνη».

Το «σχέδιο Schuman» έλαβε σάρκα και οστά με την υπογραφή της ιδρυτικής Συνθήκης της ΕΚΑΧ από τα έξι ιδρυτικά κράτη (Βέλγιο, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο και Κάτω Χώρες) στις 18 Απριλίου 1951 στο Παρίσι (Συνθήκη των Παρισίων), και την έναρξη ισχύος της στις 23 Ιουλίου 1952. Η ΕΚΑΧ συστάθηκε για περίοδο 50 ετών και «ενσωματώθηκε» στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα μετά τη λήξη της ιδρυτικής της Συνθήκης (στις 23 Ιουλίου 2002). Μερικά χρόνια αργότερα σημειώθηκε περαιτέρω εξέλιξη με τις Συνθήκες της Ρώμης της 25ης Μαρτίου 1957, με τις οποίες ιδρύθηκαν η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ)· οι εν λόγω κοινότητες άρχισαν να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους όταν τέθηκαν σε ισχύ οι Συνθήκες, την 1η Ιανουαρίου 1958.

Η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ σηματοδότησε ένα ακόμη βήμα στην πορεία προς την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Μολονότι η Συνθήκη υπογράφηκε στο Μάαστριχτ στις 7 Φεβρουαρίου 1992, ορισμένα εμπόδια στη διαδικασία επικύρωσης (έγκριση από τους πολίτες της Δανίας μόνο μετά από δεύτερο δημοψήφισμα· προσφυγή στη δικαιοσύνη στη Γερμανία για να κηρυχθεί αντισυνταγματική η έγκριση της Συνθήκης από το γερμανικό κοινοβούλιο) είχαν ως αποτέλεσμα η Συνθήκη να αρχίσει να ισχύει μόλις την 1η Νοεμβρίου 1993. Στην ίδια τη Συνθήκη αναφερόταν ότι αποτελεί «νέα φάση στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης». Περιλάμβανε δε την ιδρυτική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρότι δεν ολοκλήρωσε τη διαδικασία αυτή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αντικατέστησε τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, αλλά τις ενέταξε σε ένα κοινό πλαίσιο μαζί με νέες πολιτικές και μορφές συνεργασίας. Εξ ου και οι «τρεις πυλώνες» στους οποίους θεμελιώνεται η ΕΕ. Τον πρώτο πυλώνα αποτέλεσαν οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες: ΕΟΚ (μετονομασθείσα σε ΕΚ), ΕΚΑΧ (έως το 2002) και Ευρατόμ. Ο δεύτερος πυλώνας συνίστατο στη συνεργασία των κρατών μελών στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Ο τρίτος πυλώνας αφορούσε τη συνεργασία των κρατών μελών στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων.

Περαιτέρω εξέλιξη επήλθε με τις Συνθήκες του Άμστερνταμ και της Νίκαιας, που τέθηκαν σε ισχύ την 1η Μαΐου 1999 και την 1η Φεβρουαρίου 2003, αντίστοιχα. Σκοπός των μεταρρυθμίσεων αυτών ήταν να διατηρηθεί η ικανότητα αποτελεσματικής δράσης ακόμα και σε μια διευρυμένη ΕΕ με σημαντικό αριθμό νέων μελών. Ως εκ τούτου, οι δύο Συνθήκες επικεντρώθηκαν σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Σε σχέση με προηγούμενους κύκλους μεταρρυθμίσεων, η πολιτική βούληση για εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υπήρξε μάλλον ασθενής.

Η κριτική που προκάλεσε το γεγονός αυτό αποτέλεσε το έναυσμα για την έναρξη ενός διαλόγου για το μέλλον της ΕΕ και τη θεσμική της διάρθρωση. Κατά συνέπεια, στις 5 Δεκεμβρίου 2001 στο Λάκεν (Βέλγιο) οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων εξέδωσαν δήλωση για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία η ΕΕ δεσμεύτηκε να καταστεί πιο δημοκρατική, διαφανής και αποτελεσματική και να ανοίξει τον δρόμο προς ένα σύνταγμα. Ως πρώτο βήμα για την υλοποίηση του σκοπού αυτού, αποφασίστηκε η σύγκληση μιας Ευρωπαϊκής Συνέλευσης υπό τον πρώην πρόεδρο της Γαλλίας Valéry Giscard d’Estaing, στην οποία ανατέθηκε η κατάρτιση ευρωπαϊκού συντάγματος. Το σχέδιο της Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης που καταρτίστηκε από τη Συνέλευση υποβλήθηκε επισήμως στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 18 Ιουλίου 2003 και εγκρίθηκε, με διάφορες τροποποιήσεις, από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων στις 17 και 18 Ιουλίου 2004 στις Βρυξέλλες.

Με το σύνταγμα η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα μετεξελίσσονταν σε μια νέα, ενιαία Ευρωπαϊκή Ένωση, βασιζόμενη σε μία και μοναδική συνταγματική συνθήκη. Αυτοτελώς θα εξακολουθούσε να υφίσταται μόνο η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, η οποία ωστόσο θα συνέχιζε να συνδέεται στενά με τη νέα Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως αυτή η απόπειρα θέσπισης συντάγματος απέτυχε, καθώς δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία επικύρωσης από τα κράτη μέλη. Μετά την αρχική αποδοχή της από τα 13 εκ των 25 τότε κρατών μελών, η συνθήκη απορρίφθηκε σε δημοψηφίσματα στη Γαλλία (54,7 % αρνητικές ψήφοι επί ποσοστού συμμετοχής 69,34 %) και στις Κάτω Χώρες (61,7 % αρνητικές ψήφοι επί ποσοστού συμμετοχής 63 %).

Έπειτα από μια περίοδο προβληματισμού σχεδόν 2 ετών, το πρώτο εξάμηνο του 2007 δρομολογήθηκε νέα δέσμη μεταρρυθμίσεων. Με αυτή εγκαταλείφθηκε επισήμως η ιδέα του ευρωπαϊκού συντάγματος σύμφωνα με την οποία όλες οι υφιστάμενες συνθήκες θα έπρεπε να καταργηθούν και να αντικατασταθούν από ενιαίο κείμενο με την ονομασία «Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης». Αντ’ αυτού καταρτίστηκε νέα μεταρρυθμιστική συνθήκη η οποία, κατά το πρότυπο των Συνθηκών του Μάαστριχτ, του Άμστερνταμ και της Νίκαιας, επέφερε θεμελιώδους σημασίας αλλαγές στις υφιστάμενες Συνθήκες της ΕΕ, προκειμένου να ενισχυθούν η ικανότητα δράσης της ΕΕ εντός και εκτός της Ένωσης, η δημοκρατική της νομιμοποίηση και η αποτελεσματικότητα της δράσης της συνολικά. Όπως το επιβάλλει η παράδοση, και αυτή η μεταρρυθμιστική Συνθήκη ονομάστηκε με βάση τον τόπο υπογραφής της: Συνθήκη της Λισαβόνας. Οι εργασίες κατάρτισης της Συνθήκης προχώρησαν με ασυνήθιστα ταχείς ρυθμούς, κυρίως διότι οι ίδιοι οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων καθόρισαν λεπτομερώς στα συμπεράσματα της συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 21ης και 22ας Ιουνίου 2007 στις Βρυξέλλες ποιες από τις τροποποιήσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεων για τη μεταρρυθμιστική συνθήκη θα ενσωματώνονταν στις υφιστάμενες συνθήκες και σε ποιον βαθμό. Παρεκκλίνοντας από την παραδοσιακή διαδικασία, δεν περιορίστηκαν στη διατύπωση γενικών κατευθυντήριων γραμμών προς υποβολή στη διακυβερνητική διάσκεψη, αλλά προχώρησαν οι ίδιοι στην κατάρτιση της δομής και του περιεχομένου των σχεδιαζόμενων τροποποιήσεων, διατυπώνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις και το ακριβές λεκτικό διατάξεων.

Διαφωνίες υπήρξαν ιδίως στα θέματα της οριοθέτησης των αρμοδιοτήτων μεταξύ ΕΕ και κρατών μελών, της μελλοντικής εξέλιξης της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, του νέου ρόλου των εθνικών κοινοβουλίων στο πλαίσιο της διαδικασίας ολοκλήρωσης, της ενσωμάτωσης του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο δίκαιο της Ένωσης και των δυνατοτήτων ανάπτυξης της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Κατόπιν αυτού, η διακυβερνητική διάσκεψη που συγκλήθηκε το 2007 δεν είχε πολλά περιθώρια ελιγμών αλλά μόνο την εντολή να διεκπεραιώσει τεχνικά τις απαιτούμενες αλλαγές. Οι εργασίες της διάσκεψης ολοκληρώθηκαν στις 18 και 19 Οκτωβρίου 2007 και έλαβαν την πολιτική έγκριση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το οποίο συνήλθε ανεπίσημα στη Λισαβόνα το ίδιο διάστημα.

Εντέλει η Συνθήκη υπογράφηκε επίσημα από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων των τότε 27 κρατών μελών της ΕΕ (η Κροατία προσχώρησε στην ΕΕ μόλις το 2013) στις 13 Δεκεμβρίου 2007 στη Λισαβόνα. Ωστόσο, η διαδικασία επικύρωσης και αυτής της Συνθήκης αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολη. Παρότι η Συνθήκη της Λισαβόνας, σε αντίθεση με τη Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, επικυρώθηκε στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες, απορρίφθηκε αρχικά στο πρώτο δημοψήφισμα στην Ιρλανδία στις 12 Ιουνίου 2008 (με 53,4 % αρνητικές ψήφους επί ποσοστού συμμετοχής 53,1 %). Ύστερα από νομικές διαβεβαιώσεις ως προς την (περιορισμένη) εμβέλεια της νέας συνθήκης, οι πολίτες της Ιρλανδίας κλήθηκαν τον Οκτώβριο του 2009 σε δεύτερο δημοψήφισμα. Αυτή τη φορά η Συνθήκη έτυχε ευρείας αποδοχής από τον ιρλανδικό λαό (67,1 % υπέρ, επί ποσοστού συμμετοχής 59 %). Η επιτυχής έκβαση του δημοψηφίσματος στην Ιρλανδία άνοιξε επίσης τον δρόμο για την επικύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας στην Πολωνία και στην Τσεχία. Στην Πολωνία, ο πρόεδρος κ. Kaczyński είχε εξαρτήσει την υπογραφή του εγγράφου επικύρωσης από τη θετική έκβαση του δημοψηφίσματος στην Ιρλανδία. Ο Τσέχος πρόεδρος κ. Václav Klaus επιθυμούσε επίσης αρχικά να περιμένει το ιρλανδικό δημοψήφισμα, αλλά στη συνέχεια έθεσε επιπλέον ως προϋπόθεση για την υπογραφή του εγγράφου επικύρωσης να υπάρξει εγγύηση ότι οι διατάξεις της Συνθήκης της Λισαβόνας, και ειδικότερα ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που ενσωματώθηκε στη Συνθήκη ΕΕ, δεν θα έθιγαν τα λεγόμενα «Διατάγματα Beneš» του 1945, με τα οποία είχε αποκλειστεί η διεκδίκηση πρώην γερμανικών εδαφών που ανήκαν στην επικράτεια της Τσεχίας. Αφού βρέθηκε λύση για την ικανοποίηση της απαίτησης αυτής, ο κ. Klaus υπέγραψε το έγγραφο επικύρωσης στις 3 Νοεμβρίου 2009. Με τον τρόπο αυτόν ολοκληρώθηκε επιτυχώς η διαδικασία επικύρωσης και η Συνθήκη της Λισαβόνας άρχισε να ισχύει την 1η Δεκεμβρίου 2009.

Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα συγχωνεύτηκαν σε μία ενιαία Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο όρος «Κοινότητα» αντικαταστάθηκε σε όλο το κείμενο από τον όρο «Ένωση». Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντικατέστησε και διαδέχθηκε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Ωστόσο, το δίκαιο της Ένωσης εξακολουθεί να διαμορφώνεται από τις ακόλουθες τρεις Συνθήκες:

Συνθήκες της ΕΕ σε ισχύ

Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Συνθήκη ΕΕ / ΣΕΕ) υποδιαιρείται στους εξής έξι τίτλους: I) Κοινές διατάξεις, II) Διατάξεις περί δημοκρατικών αρχών, III) Διατάξεις περί των θεσμικών οργάνων, IV) Διατάξεις περί των ενισχυμένων συνεργασιών, V) Γενικές διατάξεις για την εξωτερική δράση της Ένωσης και ειδικές διατάξεις σχετικά με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και VI) Τελικές διατάξεις.

Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) διαδέχθηκε τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Συνθήκη ΕΚ). Η ΣΛΕΕ ακολουθεί εν γένει τη δομή της Συνθήκης ΕΚ. Οι βασικές αλλαγές αφορούν την εξωτερική δράση της ΕΕ και την εισαγωγή νέων κεφαλαίων, ιδίως σχετικά με την πολιτική στον τομέα της ενέργειας, την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, την πολιτική διαστήματος, καθώς και τον αθλητισμό και τον τουρισμό.

Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας

Η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (Συνθήκη Ευρατόμ) τροποποιήθηκε σε διάφορα στάδια. Σε κάθε περίπτωση, οι συγκεκριμένες τροποποιήσεις επήλθαν με πρωτόκολλα τα οποία προσαρτήθηκαν στη Συνθήκη της Λισαβόνας.

Η Συνθήκη ΕΕ και η ΣΛΕΕ έχουν το ίδιο νομικό κύρος, χωρίς να τελούν μεταξύ τους σε σχέση υπεροχής ή υπαγωγής. Αυτή η ρητή νομική αποσαφήνιση είναι απαραίτητη, καθώς τα επίπεδα κανονιστικής ρύθμισης στις δύο Συνθήκες και ο νέος τίτλος της πρώην Συνθήκης ΕΚ (Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) δημιουργούν την εντύπωση ότι η Συνθήκη ΕΕ αποτελεί ένα είδος συντάγματος ή θεμελιώδους συνθήκης, ενώ η ΣΛΕΕ έχει περισσότερο τη μορφή εκτελεστικής συνθήκης. Όμως ούτε η Συνθήκη ΕΕ ούτε η ΣΛΕΕ έχουν τυπικό χαρακτήρα συντάγματος. Οι όροι που χρησιμοποιούνται στις Συνθήκες αποτυπώνουν συνολικά αυτή την αλλαγή προσέγγισης σε σχέση με το προηγούμενο σχέδιο συντάγματος: ο όρος «σύνταγμα» δεν χρησιμοποιείται πλέον· ο «υπουργός Εξωτερικών της ΕΕ» αναφέρεται ως «ύπατος/-η εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας»· και οι ορισμοί του «νόμου» και του «νόμου-πλαισίου» έχουν εγκαταλειφθεί. Επίσης, οι τροποποιημένες Συνθήκες δεν περιλαμβάνουν άρθρα για σύμβολα της ΕΕ, όπως σημαία ή ύμνος. Η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης δεν καθιερώνεται ρητά σε κάποια Συνθήκη, αλλά εξακολουθεί να προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία παραπέμπει σχετική δήλωση.

 

Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας εγκαταλείφθηκε εξάλλου και το μοντέλο των «τριών πυλώνων» της ΕΕ. Διατηρούνται ωστόσο οι ειδικές διαδικασίες στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της ευρωπαϊκής άμυνας, καθώς στη Συνθήκη προσαρτώνται δηλώσεις της διακυβερνητικής διάσκεψης στις οποίες υπογραμμίζονται ο ιδιαίτερος χαρακτήρας και οι ιδιαίτερες ευθύνες και αρμοδιότητες των κρατών μελών στον εν λόγω τομέα.

Μέλη της ΕΕ

Μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η ΕΕ αριθμεί επί του παρόντος 27 κράτη μέλη. Αυτά περιλαμβάνουν, καταρχάς, τα έξι ιδρυτικά μέλη της ΕΟΚ, δηλαδή το Βέλγιο, τη Γερμανία (η οποία μετά την επανένωση των δύο γερμανικών κρατών στις 3 Οκτωβρίου 1990 περιλαμβάνει και το έδαφος της πρώην Ανατολικής Γερμανίας), τη Γαλλία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες. Την 1η Ιανουαρίου 1973 η Δανία (εξαιρουμένης πλέον της Γροιλανδίας, η οποία σε δημοψήφισμα τον Φεβρουάριο του 1982 αποφάσισε με μικρή πλειοψηφία να μην παραμείνει στην ΕΚ), η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο (που αποχώρησε από την ΕΕ στις 31 Ιανουαρίου 2020) προσχώρησαν στην Κοινότητα· η σχεδιαζόμενη προσχώρηση της Νορβηγίας απορρίφθηκε με δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του 1972 (με ποσοστό 53,5 % κατά της προσχώρησης στην ΕΚ).

Η λεγόμενη «νότια διεύρυνση» της ΕΕ ξεκίνησε με την προσχώρηση της Ελλάδας την 1η Ιανουαρίου 1981 και ολοκληρώθηκε με την προσχώρηση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας την 1η Ιανουαρίου 1986. Η επόμενη διεύρυνση πραγματοποιήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1995, με την προσχώρηση της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας στην ΕΕ. Εκτός ΕΕ παρέμεινε η Νορβηγία αφού και πάλι, όπως είχε συμβεί και πριν από 22 χρόνια, οι Νορβηγοί αντιτάχθηκαν με οριακή πλειοψηφία 52,4 % στην προσχώρηση της χώρας τους στην ΕΕ. Την 1η Μαΐου 2004 προσχώρησαν στην ΕΕ οι χώρες της Βαλτικής ―Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία―, οι Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβενία και Σλοβακία από τις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, καθώς και δύο νησιά της Μεσογείου, η Κύπρος και η Μάλτα. Δυόμισι χρόνια αργότερα, την 1η Ιανουαρίου 2007, η διεύρυνση προς ανατολάς συνεχίστηκε με την προσχώρηση της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας.

Το νεότερο μέλος της ΕΕ είναι από την 1η Ιουλίου 2013 η Κροατία. Ο πληθυσμός της Ένωσης έχει αυξηθεί σε 447 εκατομμύρια σήμερα. Αυτή η ιστορική διεύρυνση της ΕΕ αποτελεί την κορύφωση μιας μακροχρόνιας διαδικασίας μέσω της οποίας κατέστη εφικτή η επανένωση των λαών της Ευρώπης, τους οποίους για περισσότερο από μισό αιώνα χώριζε το Σιδηρούν Παραπέτασμα και ο Ψυχρός Πόλεμος. Κατά συνέπεια, μέσα από τις συνεχείς διευρύνσεις της ΕΕ, εκφράζεται πρωτίστως η βούληση για διασφάλιση της ειρήνης, της σταθερότητας και της οικονομικής ευημερίας σε μια ενωμένη ευρωπαϊκή ήπειρο.

Η ΕΕ είναι ανοιχτή στην προσχώρηση και άλλων χωρών, εφόσον πληρούν τα κριτήρια προσχώρησης που καθορίστηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης το 1993.

  • Πολιτικά κριτήρια. Σταθερότητα των θεσμών, δημοκρατία, κράτος δικαίου, διασφάλιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και σεβασμός και προστασία των μειονοτήτων.
  • Οικονομικά κριτήρια. Λειτουργική οικονομία της αγοράς με αντοχή σε ανταγωνιστικές πιέσεις και στις δυνάμεις της αγοράς στο πλαίσιο της ΕΕ.
  • Νομικά κριτήρια. Ικανότητα ανάληψης των υποχρεώσεων που συνδέονται με την ιδιότητα του μέλους της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της αποδοχής των στόχων της πολιτικής, οικονομικής και νομισματικής ένωσης.

Η διαδικασία προσχώρησης αποτελείται από τρία στάδια, στα οποία απαιτείται η έγκριση από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ:

  1. ανοίγει για μια χώρα η προοπτική προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση·
  2. το καθεστώς υποψήφιας χώρας αναγνωρίζεται επισήμως εφόσον η χώρα πληροί τις προϋποθέσεις προσχώρησης, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι δρομολογούνται επίσημες διαπραγματεύσεις·
  3. διεξάγονται επίσημες διαπραγματεύσεις προσχώρησης με την υποψήφια χώρα, κατά τις οποίες συμφωνούνται οι ρυθμίσεις και οι διαδικασίες για την υιοθέτηση της ισχύουσας νομοθεσίας της ΕΕ.

Αφού ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις και οι συνοδευτικές μεταρρυθμίσεις κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις δύο πλευρές, οι διαπιστώσεις και οι όροι προσχώρησης αποτυπώνονται σε μία συνθήκη προσχώρησης. Η εν λόγω συνθήκη εγκρίνεται καταρχάς από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με απόλυτη πλειοψηφία των μελών του. Στη συνέχεια πρέπει να εγκριθεί και από το Συμβούλιο, και μάλιστα ομόφωνα. Κατόπιν τούτου, η υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης εναπόκειται στους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών μελών της ΕΕ και της χώρας που προσχωρεί. Κάθε συνθήκη προσχώρησης πρέπει στη συνέχεια να επικυρωθεί από τα κράτη μέλη της ΕΕ και τη χώρα που προσχωρεί, σύμφωνα με τις αντίστοιχες συνταγματικές τους διατάξεις. Η διαδικασία προσχώρησης ολοκληρώνεται με την κατάθεση των εγγράφων επικύρωσης, οπότε τίθεται σε ισχύ και η συνθήκη προσχώρησης. Η χώρα που προσχωρεί αποκτά έτσι την ιδιότητα του κράτους μέλους.

Επί του παρόντος, διαπραγματεύσεις προσχώρησης διεξάγονται με την Τουρκία (από το 2005), το Μαυροβούνιο (από το 2012), τη Σερβία (από το 2014), καθώς και με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία (από το 2022).

Η Τουρκία υπέβαλε αίτηση προσχώρησης στις 14 Απριλίου 1987. Βέβαια, οι σχέσεις μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας χρονολογούνται από πολύ παλαιότερα. Ήδη το 1963 συνάφθηκε μεταξύ της Τουρκίας και της ΕΟΚ συμφωνία σύνδεσης στην οποία γινόταν αναφορά στην προοπτική ένταξης. Το 1995 εγκαθιδρύθηκε τελωνειακή ένωση, ενώ στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999 η Τουρκία αναγορεύτηκε επισήμως υποψήφια προς ένταξη χώρα. Αυτό αποτέλεσε έκφραση της πεποίθησης ότι η χώρα διέθετε τα βασικά χαρακτηριστικά που απαιτεί ένα δημοκρατικό σύστημα, παρότι εξακολουθούσε να παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις όσον αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου και την προστασία των μειονοτήτων. Τον Δεκέμβριο του 2004, βάσει της σύστασης της Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έδωσε τελικά το πράσινο φως για την έναρξη διαπραγματεύσεων προσχώρησης με την Τουρκία. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 2005, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζουν προβλήματα. Αυτό οφείλεται εν μέρει στις κακές επιδόσεις της χώρας όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου, την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και την καταπολέμηση της διαφθοράς. Το γεγονός ότι οκτώ κεφάλαια δεν μπορούν να ανοίξουν για διαπραγμάτευση παρά μόνον όταν η Τουρκία επικυρώσει το πρόσθετο πρωτόκολλο για την Κύπρο το οποίο προσαρτάται στη συμφωνία της Άγκυρας, καθώς και το ότι το προσωρινό κλείσιμο των ήδη εξετασθέντων κεφαλαίων βασίζεται στο ίδιο γεγονός, αποτελεί ένα επιπλέον εμπόδιο. Απώτερος στόχος των διαπραγματεύσεων αυτών είναι η προσχώρηση, αλλά δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ο στόχος θα επιτευχθεί.

Η Ισλανδία υπέβαλε αίτηση προσχώρησης στις 17 Ιουλίου 2009. Οι διαπραγματεύσεις προσχώρησης άρχισαν επισήμως το 2010·. αρχικά σημείωναν ικανοποιητική πρόοδο, ωστόσο μετά την αλλαγή της κυβέρνησης επιβραδύνθηκαν, έως ότου σταμάτησαν εντελώς, αφού η Ισλανδία απέσυρε την αίτησή της για προσχώρηση στις 12 Μαρτίου 2015.

Το 2022 η ΕΕ χορήγησε καθεστώς υποψήφιας χώρας στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, στη Μολδαβία και στην Ουκρανία.

Επιπλέον, έχει ανοίξει η προοπτική μελλοντικής προσχώρησης για το Κόσοβο1 και τη Γεωργία.

Πρόνοια λαμβάνεται και για την αποχώρηση από την ΕΕ: στη Συνθήκη ΕΕ έχει συμπεριληφθεί ρήτρα αποχώρησης (άρθρο 50), η οποία επιτρέπει σε οποιοδήποτε κράτος μέλος να αποχωρήσει. Η εν λόγω αποχώρηση από την ΕΕ δεν συναρτάται με κανέναν όρο· το μόνο που απαιτείται είναι συμφωνία μεταξύ της ΕΕ και του οικείου κράτους μέλους σχετικά με τις ρυθμίσεις για την αποχώρησή του. Εάν δεν είναι δυνατή η επίτευξη τέτοιας συμφωνίας, η αποχώρηση αρχίζει να ισχύει χωρίς συμφωνία 2 έτη μετά τη γνωστοποίηση της πρόθεσης αποχώρησης. Αντιθέτως, αποβολή κράτους μέλους από την ΕΕ παρά την αντίθετη εκφρασθείσα βούλησή του δεν προβλέπεται, ούτε καν σε περίπτωση σοβαρών και διαρκών παραβάσεων των Συνθηκών.

Χρήση της δυνατότητας αποχώρησης έγινε πολύ συντομότερα απ’ όσο θα περίμενε κανείς. Στις 23 Ιουνίου 2016, σε δημοψήφισμα σχετικά με τη συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ, το 51,9 % των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου (επί ποσοστού συμμετοχής που ανήλθε στο 72,2 %) ψήφισαν κατά της παραμονής. Αυτό οδήγησε στις 29 Μαρτίου 2017 στην επίσημη υποβολή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της γνωστοποίησης της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας. Τρία έτη μετά το δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο και ύστερα από δύσκολες διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία αποχώρησης, στις 31 Ιανουαρίου 2020 επισφραγίστηκε τελικά η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, έπειτα από 47 έτη συμμετοχής. Με τη λήξη της μεταβατικής περιόδου στις 31 Δεκεμβρίου 2020, το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε πλήρως από την ΕΕ την 1η Ιανουαρίου 2021 και, ειδικότερα, εξήλθε από την εσωτερική αγορά της ΕΕ, την τελωνειακή ένωση, τις πολιτικές της ΕΕ και τις εμπορικές συμφωνίες της. Οι μελλοντικές σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου ως τρίτης χώρας καθορίζονται στη διμερή συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας, η οποία, από κοινού με τη συμφωνία αποχώρησης, η οποία διέπει τους όρους της διαδικασίας εξόδου, και την πολιτική διακήρυξη, με την οποία καθορίζεται το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τη μελλοντική σχέση μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί βασικό στοιχείο της αποχώρησης.

Δύο πτυχές της συμφωνίας αποχώρησης χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής.

  • Το πρόβλημα των ιρλανδικών συνόρων

Προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία σκληρών συνόρων μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Ιρλανδίας, η ΕΕ απαίτησε την εφαρμογή μηχανισμού «ασφάλειας», κάτι που ωστόσο θα υποχρέωνε πρακτικά ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο να συνάψει τελωνειακή ένωση με την ΕΕ. Το ενδεχόμενο αυτό ενείχε τον κίνδυνο να καταστήσει αδύνατη οποιαδήποτε συμφωνία, αλλά την τελευταία στιγμή αποφασίστηκε μια ρύθμιση αποδεκτή και από τις δύο πλευρές. Πρωτόκολλο της συμφωνίας αποχώρησης ορίζει σαφώς ότι η Βόρεια Ιρλανδία αποτελεί τμήμα του τελωνειακού εδάφους του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι εμπορικές συμφωνίες τις οποίες είναι σε θέση να συνάψει το Ηνωμένο Βασίλειο μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου και η αποχώρηση από την τελωνειακή ένωση της ΕΕ θα ισχύουν επίσης χωρίς περιορισμούς στη Βόρεια Ιρλανδία. Ως εκ τούτου, η Βόρεια Ιρλανδία θα έχει σύνορα με την Ιρλανδία και, επομένως, με την εσωτερική αγορά και την τελωνειακή ένωση της ΕΕ, στοιχείο το οποίο θα επέβαλλε θεωρητικά τη διενέργεια ελέγχων στα εμπορεύματα στα εν λόγω σύνορα. Ωστόσο, αυτό θα ερχόταν σε σύγκρουση με τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής (Συμφωνία του Μπέλφαστ) του 1998, η οποία είχε υπογραφεί μετά από 30 χρόνια βίας στη Βόρεια Ιρλανδία, περίοδος η οποία είναι γνωστή ως «the Troubles» (Ταραχές). Για τον λόγο αυτό, με τη συμφωνία αποχώρησης ορίστηκε η μετακίνηση των τελωνειακών συνόρων μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ στη θάλασσα μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Βόρειας Ιρλανδίας. Βάσει της ρύθμισης αυτής, η Βόρεια Ιρλανδία εξακολουθεί να υπόκειται σε όλους τους σχετικούς ενωσιακούς κανόνες για τα τελωνεία και την αγορά, ιδίως στους κανόνες για την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, τα υγειονομικά πρότυπα, τα πρότυπα παραγωγής, τις ρυθμίσεις πώλησης γεωργικών προϊόντων, τους κανονισμούς για τον φόρο προστιθέμενης αξίας και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, καθώς και στους κανόνες για τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων. Τα προϊόντα που κατασκευάζονται στη Βόρεια Ιρλανδία μπορούν να εισάγονται στην Ιρλανδία (και να μεταφέρονται από εκεί οπουδήποτε στην ΕΕ) χωρίς συνοριακούς ελέγχους. Όλα τα άλλα εμπορεύματα και προϊόντα που εισάγονται στη Βόρεια Ιρλανδία θα ελέγχονται από τις τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στους λιμένες ή στους αερολιμένες. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει πρωτίστως να διακριβώνεται αν τα εν λόγω εμπορεύματα και προϊόντα προορίζονται αποκλειστικά για μία από τις αγορές του Ηνωμένου Βασιλείου ή αν υφίσταται «κίνδυνος» εισαγωγής τους στην αγορά της ΕΕ μέσω της Ιρλανδίας. Μια μεικτή επιτροπή θα αναλάβει να οριοθετήσει τον εν λόγω «κίνδυνο» με βάση συγκεκριμένα κριτήρια (φύση και αξία του προϊόντος, άμεση κατανάλωση ή περαιτέρω μεταποίηση, πιθανότητα κατάχρησης κ.λπ.) και να προβλέψει εξαιρέσεις. Στη συνέχεια η τελωνειακή μεταχείριση θα καθορίζεται με βάση την κατανομή στο σχετικό τελωνειακό έδαφος: εάν τα εμπορεύματα προορίζονται για την αγορά της Βόρειας Ιρλανδίας, θα εφαρμόζονται πλήρως οι τελωνειακοί κανονισμοί του Ηνωμένου Βασιλείου· εάν, από την άλλη πλευρά, υπάρχει «κίνδυνος» επανεμφάνισης των εν λόγω εμπορευμάτων στην εσωτερική αγορά της ΕΕ, θα εφαρμόζονται οι τελωνειακοί κανονισμοί της ΕΕ. Μετά τη μεταβατική περίοδο το κοινοβούλιο της Βόρειας Ιρλανδίας μπορεί να αποφασίζει με απλή πλειοψηφία κάθε 4 έτη αν επιθυμεί τη συνέχιση της εφαρμογής των κανόνων της ΕΕ. Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης, οι κανονισμοί της ΕΕ θα παύσουν να ισχύουν μετά από 2 επιπλέον έτη και στη Βόρεια Ιρλανδία. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει εντός 2 ετών να βρεθεί άλλη λύση για να αποφευχθεί η δημιουργία φυσικών συνόρων μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Ιρλανδίας.

  • Αμοιβαία δικαιώματα των πολιτών

Δεδομένου ότι διαμένουν στο Ηνωμένο Βασίλειο 3,2 εκατομμύρια πολίτες της Ένωσης και ότι 1,2 εκατομμύρια υπήκοοι του Ηνωμένου Βασιλείου ζουν στην ΕΕ, η αμοιβαία προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα. Με τη συμφωνία αποχώρησης, οι πολίτες της Ένωσης και οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου που άσκησαν το δικαίωμα διαμονής τους στο αντίστοιχο έδαφος πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου (31 Δεκεμβρίου 2020) και εξακολουθούν να διαμένουν εκεί και έπειτα από αυτή θα απολαμβάνουν διά βίου όλα τα δικαιώματα που είχαν πριν από το Brexit. Τα δικαιώματα αυτά επεκτείνονται και στα μέλη της οικογένειας των εν λόγω πολιτών. Τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν να συνεχίσουν να ζουν, να εργάζονται ή να σπουδάζουν εκεί και μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου. Ο/Η σύζυγος, τα παιδιά ή τα εγγόνια τους που ζουν σε άλλο κράτος μπορούν να μετεγκατασταθούν ανά πάσα στιγμή στο έδαφος του κράτους όπου ζει το μέλος της οικογένειάς τους. Οι δικαιούχοι διατηρούν επίσης όλα τα δικαιώματά τους σε παροχές υγειονομικής περίθαλψης και άλλες παροχές κοινωνικής ασφάλισης. Διασφαλίζεται η αμοιβαία αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων. Κάθε διάκριση λόγω ιθαγένειας εξακολουθεί να απαγορεύεται, ακόμα και μετά τη μεταβατική περίοδο. Οι πολίτες απολαύουν πλήρως ίσης μεταχείρισης, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα και τις ευκαιρίες πρόσβασης στην απασχόληση και στην εκπαίδευση. Ωστόσο, τα δικαιώματα αυτά δεν ισχύουν πλέον αυτομάτως. Οι πολίτες της Ένωσης, για παράδειγμα, έπρεπε να αποδείξουν έως τον Ιούνιο του 2021 το καθεστώς τους ως διαμενόντων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σε περίπτωση μη τήρησης της προθεσμίας, το καθεστώς αυτό μπορεί να αποκτηθεί μόνο αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι για την εκπρόθεσμη υποβολή της αίτησης.

Η συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας υπογράφηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2020. Εφαρμόστηκε προσωρινά από την 1η Ιανουαρίου 2021 και άρχισε να ισχύει οριστικά την 1η Μαΐου 2021.

Μεταξύ άλλων, η συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας εγκαθιδρύει μια συνολική εμπορική εταιρική σχέση. Αυτή η εταιρική σχέση βασίζεται ουσιαστικά σε μια συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών που δεν προβλέπει ούτε δασμούς ούτε ποσοστώσεις και, ως εκ τούτου, αποτρέπει σημαντικούς περιορισμούς στο εμπόριο. Πλην όμως μια τέτοια εταιρική σχέση απαιτεί επίσης δίκαιους όρους πλαισίου, και για τον λόγο αυτόν και οι δύο πλευρές έχουν συμφωνήσει ευρείες κανονιστικές ρυθμίσεις με στόχο τη διασφάλιση θεμιτού ανταγωνισμού. Αυτό ισχύει για τις κρατικές ενισχύσεις και για τα πρότυπα όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών, την προστασία των εργαζομένων, το περιβάλλον και το κλίμα. Ωστόσο, δεν θα μπορούσε να υπάρχει πραγματική οικονομική εταιρική σχέση εάν η μελλοντική σχέση δεν έβαινε πέραν των εμπορικών ζητημάτων. Ως εκ τούτου, η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο συμφώνησαν επίσης το πλαίσιο της μελλοντικής συνεργασίας τους και σε πολλούς άλλους τομείς: υπηρεσίες· επαγγελματικά προσόντα· δημόσιες συμβάσεις· περιβαλλοντικά και ενεργειακά ζητήματα· αεροπορικές, θαλάσσιες και σιδηροδρομικές εμπορευματικές μεταφορές· και διατάξεις σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση και την έρευνα και ανάπτυξη. Η συμφωνία θα χρησιμεύσει επίσης ως βάση για τη συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου σε ορισμένα προγράμματα της ΕΕ στο μέλλον. Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της στενής αλληλεξάρτησης και της γεωγραφικής εγγύτητας μεταξύ της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου, η συμφωνία θεσπίζει επίσης στενή εταιρική σχέση στον τομέα της ασφάλειας με στόχο τη διευκόλυνση της συνεργασίας στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων. Συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει ότι οι δύο πλευρές θα συνεχίσουν να συνεργάζονται στενά για την καταπολέμηση του εγκλήματος, για παράδειγμα υπό την αιγίδα της Ευρωπόλ (του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου), και να συντονίζουν τις προσπάθειές τους για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, του διακρατικού εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Περαιτέρω, η συμφωνία ρυθμίζει επίσης τις αμοιβαίες ανταλλαγές δεδομένων, όπως δεδομένων καταστάσεων ονομάτων επιβατών ή ποινικού μητρώου. Αντιθέτως, παρά τη σχετική επιθυμία της ΕΕ, η συμφωνία δεν περιέχει διατάξεις για συνεργασία στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας. Η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο θα παραμείνουν βασικοί εταίροι στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, του ΟΑΣΕ και των Ηνωμένων Εθνών.

ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΞΙΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Άρθρο 2 της ΣΕΕ (αξίες της Ένωσης)

Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών.

Άρθρο 3 της ΣΕΕ (σκοποί της Ένωσης)

  1. Η Ένωση έχει σκοπό να προάγει την ειρήνη, τις αξίες της και την ευημερία των λαών της.
  2. Η Ένωση παρέχει στους πολίτες της χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα όσον αφορά τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, το άσυλο, τη μετανάστευση και την πρόληψη και καταστολή της εγκληματικότητας.
  3. Η Ένωση εγκαθιδρύει εσωτερική αγορά. Εργάζεται για την αειφόρο ανάπτυξη της Ευρώπης με γνώμονα την ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη και τη σταθερότητα των τιμών, την κοινωνική οικονομία της αγοράς με υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας, με στόχο την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο, και το υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος. Προάγει την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο.

    Η Ένωση καταπολεμά τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις διακρίσεις και προωθεί την κοινωνική δικαιοσύνη και προστασία, την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών και την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού.

    Η Ένωση προάγει την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών.

    Η Ένωση σέβεται τον πλούτο της πολιτιστικής και γλωσσικής της πολυμορφίας και μεριμνά για την προστασία και ανάπτυξη της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς.

  4. Η Ένωση εγκαθιδρύει οικονομική και νομισματική ένωση, της οποίας το νόμισμα είναι το ευρώ.
  5. Στις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο, η Ένωση προβάλλει και προωθεί τις αξίες της και τα συμφέροντά της και συμβάλλει στην προστασία των πολιτών της. Συμβάλλει στην ειρήνη, την ασφάλεια, την αειφόρο ανάπτυξη του πλανήτη, την αλληλεγγύη και τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ των λαών, το ελεύθερο και δίκαιο εμπόριο, την εξάλειψη της φτώχειας και την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ιδίως των δικαιωμάτων του παιδιού, καθώς και στην αυστηρή τήρηση και ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου και, ιδίως, στον σεβασμό των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

Οι βάσεις μιας ενωμένης Ευρώπης αποτελούνται από θεμελιώδεις ιδέες και αξίες τις οποίες προσυπέγραψαν τα κράτη μέλη στο άρθρο 2 της ΣΕΕ και των οποίων η πραγμάτωση ανατέθηκε στα εκτελεστικά θεσμικά όργανα της ΕΕ. Αυτές οι θεμελιώδεις αξίες περιλαμβάνουν τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την ισότητα, την ελευθερία και την αλληλεγγύη. Οι δεδηλωμένοι στόχοι της ΕΕ είναι η διαφύλαξη των κοινών για όλα τα κράτη μέλη αρχών της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, καθώς και η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Οι αξίες αυτές δεν αποτελούν απλώς κατευθυντήριες γραμμές για τις χώρες που επιθυμούν να προσχωρήσουν στην ΕΕ στο μέλλον· οι σοβαρές και διαρκείς παραβιάσεις των εν λόγω αξιών και αρχών από ένα κράτος μέλος μπορούν επίσης να τιμωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 7 της ΣΕΕ. Προς τούτο απαιτείται καταρχήν η ομόφωνη διαπίστωση από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ότι πρόκειται για σοβαρή και διαρκή παραβίαση των αξιών και βασικών αρχών της ΕΕ. Στην εν λόγω διαπίστωση προβαίνουν οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων βάσει πρότασης του ενός τρίτου των κρατών μελών ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και κατόπιν έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται στη συνέχεια να αποφασίσει, με ειδική πλειοψηφία, την αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από τη Συνθήκη ΕΕ και τη ΣΛΕΕ ως προς το εν λόγω κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων ψήφου στο Συμβούλιο. Το εν λόγω κράτος μέλος εξακολουθεί, εντούτοις, να δεσμεύεται από τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει των Συνθηκών. Συναφώς, λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη οι πιθανές συνέπειες στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των πολιτών και των επιχειρήσεων.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως εγγυητής της ειρήνης

Από τα κίνητρα που οδήγησαν στην ευρωπαϊκή ενοποίηση κανένα άλλο δεν ήταν τόσο ισχυρό όσο η επιθυμία για ειρήνη (πρβλ. άρθρο 3 της ΣΕΕ). Τον περασμένο αιώνα η Ευρώπη μετατράπηκε σε θέατρο δύο παγκόσμιων πολέμων που έφεραν αντιμέτωπα κράτη που σήμερα είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τον λόγο αυτόν, ευρωπαϊκή πολιτική σημαίνει συγχρόνως και πολιτική ειρήνης. Με τη δημιουργία της ΕΕ διαμορφώθηκε ταυτόχρονα και ο πυρήνας μιας ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων που θα διασφαλίζει την ειρήνη και θα καθιστά αδύνατο τον πόλεμο μεταξύ των κρατών μελών της. Τα 70 και πλέον χρόνια ειρήνης στην Ευρώπη αποδεικνύουν ότι αυτό είναι εφικτό. Όσο περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη προσχωρούν στην ΕΕ τόσο ενισχύεται η ειρήνη. Υπό την έννοια αυτή, οι τελευταίες διευρύνσεις της ΕΕ αποτέλεσαν σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Το 2012 η ΕΕ τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης για τον ρόλο της στην προώθηση της ειρήνης, της συμφιλίωσης, της δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Ευρώπη.

Ωστόσο, η ειρήνη στην Ευρώπη δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη, όπως δείχνει η απρόκλητη και αδικαιολόγητη στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Αντιθέτως η Ένωση πρέπει να διαδραματίσει ειρηνευτικό ρόλο και πέραν της ζώνης ειρήνης που έχει εγκαθιδρυθεί εντός της. Η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας θα πρέπει να προσφέρει περισσότερες δυνατότητες προς την κατεύθυνση αυτή.

Η ενότητα και η ισότητα ως κατευθυντήριες αρχές

Η ενότητα είναι κατευθυντήρια αρχή. Μόνο εφόσον τα ευρωπαϊκά κράτη συνεργάζονται και ενεργούν από κοινού, διαφυλάσσοντας παράλληλα την ποικιλομορφία τους, θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τα σημαντικά προβλήματα της σύγχρονης εποχής. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η ειρήνη (τόσο στην Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο κόσμο), η δημοκρατία, το κράτος δικαίου και η δικαιοσύνη, η οικονομική ευημερία και η κοινωνική ασφάλεια δεν μπορούν να διατηρηθούν και να διαφυλαχθούν χωρίς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η κλιματική αλλαγή, η ανεργία, η ανεπαρκής ανάπτυξη, η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και η ρύπανση του περιβάλλοντος έχουν πάψει από καιρό να αποτελούν εθνικά μόνο προβλήματα και δεν μπορούν να επιλυθούν σε εθνικό επίπεδο. Μόνο στο πλαίσιο της ΕΕ μπορεί να δημιουργηθεί μια σταθερή οικονομική τάξη, και μόνο μέσω κοινής ευρωπαϊκής προσπάθειας μπορεί να χαραχθεί μια διεθνής οικονομική πολιτική που θα βελτιώσει την αποδοτικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας και, ταυτόχρονα, θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων για το κλίμα και στην εδραίωση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Χωρίς εσωτερική συνοχή, η Ευρώπη δεν μπορεί να διαφυλάξει την πολιτική και οικονομική της ανεξαρτησία απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο ούτε να ανακτήσει τη διεθνή επιρροή της και τον ρόλο της στην παγκόσμια πολιτική σκηνή.

Ενότητα μπορεί να υπάρξει μόνον όπου επικρατεί ισότητα. Κανένας πολίτης της Ένωσης δεν επιτρέπεται να περιέλθει σε μειονεκτική θέση ή να υποστεί διακρίσεις λόγω της ιθαγένειάς του. Πρέπει να καταπολεμηθεί κάθε μορφής διάκριση λόγω φύλου, φυλής, εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού. Όμως ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αρκείται στα παραπάνω: απαγορεύει και τις διακρίσεις λόγω χρώματος, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας ή γέννησης. Επιπλέον, όλοι οι πολίτες της Ένωσης είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Για τα κράτη μέλη, αυτό σημαίνει ότι κανένα κράτος δεν υπερέχει έναντι του άλλου και ότι οι φυσικές διαφορές, όπως το μέγεθος ή ο πληθυσμός μιας χώρας, καθώς και οι διαφορετικές δομές, αντιμετωπίζονται σύμφωνα με την αρχή της ισότητας.

Οι θεμελιώδεις ελευθερίες

Η ελευθερία απορρέει απευθείας από την ειρήνη, την ενότητα και την ισότητα. Η δημιουργία μιας μεγαλύτερης οντότητας με τη σύνδεση 27 κρατών διασφαλίζει συγχρόνως την ελεύθερη κυκλοφορία πέραν των εθνικών συνόρων. Πρόκειται ιδίως για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, την ελευθερία εγκατάστασης, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών καθώς και την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των κεφαλαίων. Οι εν λόγω θεμελιώδεις ελευθερίες εγγυώνται στον επιχειρηματικό κόσμο την ελεύθερη λήψη αποφάσεων, στους εργαζόμενους την ελεύθερη επιλογή θέσης εργασίας και στους καταναλωτές την ελεύθερη επιλογή από τη μεγαλύτερη δυνατή ποικιλία προϊόντων. Ο ελεύθερος ανταγωνισμός επιτρέπει στις επιχειρήσεις να προσφέρουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους σε ασύγκριτα μεγαλύτερο κύκλο υποψήφιων πελατών. Οι εργαζόμενοι μπορούν να αναζητούν απασχόληση και να αλλάζουν θέσεις εργασίας ανάλογα με τις επιθυμίες και τα συμφέροντά τους σε ολόκληρο το έδαφος της ΕΕ. Οι καταναλωτές μπορούν να επιλέγουν το φθηνότερο και καλύτερο προϊόν χάρη στη σημαντικά αυξημένη προσφορά που εγγυάται ο ισχυρότερος ανταγωνισμός.

Ωστόσο, σε περίπτωση προσχώρησης στην ΕΕ, η οικεία συνθήκη συχνά προβλέπει μεταβατικές διατάξεις που αφορούν ιδίως την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και την ελευθερία εγκατάστασης. Οι διατάξεις αυτές επιτρέπουν στα «παλαιά» κράτη μέλη της ΕΕ, για διάστημα έως 7 ετών, να χρησιμοποιούν την εθνική νομοθεσία ή υφιστάμενες διμερείς συμφωνίες για να ρυθμίζουν την άσκηση αυτών των θεμελιωδών ελευθεριών από τους υπηκόους των νέων κρατών μελών.

Η αρχή της αλληλεγγύης

Η αλληλεγγύη είναι το απαραίτητο διορθωτικό μέτρο της ελευθερίας, δεδομένου ότι η ανεξέλεγκτη άσκηση της ελευθερίας αποβαίνει πάντοτε εις βάρος των άλλων. Για τον λόγο αυτόν, για να μπορέσει το πλαίσιο της ΕΕ να έχει διάρκεια, οφείλει να αναγνωρίζει πάντοτε ως θεμελιώδη αρχή την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της και να κατανέμει ισότιμα και δίκαια σε αυτά τόσο τα πλεονεκτήματα, δηλαδή την ευημερία, όσο και τα βάρη.

Σεβασμός της εθνικής ταυτότητας

Η Ένωση σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών. Το ζητούμενο δεν είναι να αφομοιωθούν τα κράτη μέλη από την ΕΕ, αλλά να ενταχθούν σε αυτήν, συνεισφέροντας το καθένα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Από αυτήν ακριβώς την ποικιλομορφία των εθνικών χαρακτηριστικών και ταυτοτήτων αντλεί η ΕΕ την ηθική της ισχύ, την οποία στη συνέχεια θέτει στην υπηρεσία του συνόλου της ΕΕ.

Η ανάγκη ύπαρξης ασφάλειας

Όλες αυτές οι θεμελιώδεις αξίες προϋποθέτουν τελικά την ύπαρξη ασφάλειας. Μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις Ηνωμένες Πολιτείες και τις ολοένα συχνότερες και βιαιότερες τρομοκρατικές επιθέσεις στην Ευρώπη, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος αποτελεί πρωτεύον μέλημα και στην Ευρώπη. Η αστυνομική και δικαστική συνεργασία εξακολουθεί να εδραιώνεται, ενώ συγχρόνως έχει ενισχυθεί η προστασία των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ.

Ωστόσο, στο πλαίσιο της ΕΕ ως ασφάλεια νοείται και η κοινωνική ασφάλεια όλων των πολιτών που κατοικούν σε αυτήν, η ασφάλεια των θέσεων εργασίας αλλά και η ασφάλεια των επιχειρηματικών εγχειρημάτων, που στηρίζονται στην εμπιστοσύνη όσον αφορά τη σταθερότητα του οικονομικού πλαισίου. Ως εκ τούτου, τα όργανα της ΕΕ καλούνται να προστατεύουν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις από αιφνίδιες μεταβολές στο μέλλον και να διασφαλίζουν τη διατήρηση των συνθηκών από τις οποίες εξαρτώνται.

Τα θεμελιώδη δικαιώματα

Στις θεμελιώδεις αξίες και έννοιες που βρίσκονται στον πυρήνα της ΕΕ συγκαταλέγονται και τα θεμελιώδη δικαιώματα των μεμονωμένων πολιτών της. Η ιστορία της Ευρώπης, για περισσότερα από 200 χρόνια, χαρακτηρίζεται από συνεχείς προσπάθειες για ενίσχυση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αρχής γενομένης από τις διακηρύξεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη του 18ου αιώνα, τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες αποτελούν σταθερό τμήμα της συνταγματικής τάξης των περισσότερων πολιτισμένων κρατών. Αυτό ισχύει ιδίως για τα κράτη μέλη της ΕΕ, των οποίων οι έννομες τάξεις έχουν ως βάση το κράτος δικαίου και τον σεβασμό της αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, καθώς και του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης του ατόμου. Υπάρχουν επίσης πολυάριθμες διεθνείς συμβάσεις για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση για την Ευρώπη κατέχει η ΕΣΔΑ.

Ωστόσο, η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων από την ενωσιακή έννομη τάξη επήλθε μόλις το 1969 μέσα από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία επικράτησε σχετικά αργά. Και τούτο διότι παλαιότερα το Δικαστήριο απέρριπτε όλες τις προσφυγές που αφορούσαν βασικά δικαιώματα με την αιτιολογία ότι δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί ζητημάτων εθνικού συνταγματικού δικαίου. Το Δικαστήριο χρειάστηκε να μεταβάλει τη θέση του, κυρίως διότι αποτελούσε αυτό καθαυτό την έκφραση της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και της υπερίσχυσής του έναντι του εθνικού δικαίου· η υπεροχή αυτή μπορεί να εδραιωθεί μόνο εάν το δίκαιο της Ένωσης αρκεί από μόνο του για να διασφαλίσει την προστασία των βασικών δικαιωμάτων με την ίδια νομική ισχύ όπως και στα εθνικά συντάγματα.

Αφετηρία της νομολογίας αυτής αποτέλεσε η απόφαση στην υπόθεση Stauder, στην οποία ένας δικαιούχος επιδόματος κοινωνικής αρωγής για θύματα πολέμου θεώρησε προσβολή της αξιοπρέπειάς του και της αρχής της ισότητας το γεγονός ότι υποχρεούνταν να δηλώσει το όνομά του προκειμένου να αγοράσει βούτυρο σε χαμηλότερη τιμή κατά την περίοδο των Χριστουγέννων. Το Δικαστήριο, παρότι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δήλωση του ονόματος δεν είναι απαραίτητη βάσει της ερμηνείας της σχετικής διάταξης της ενωσιακής νομοθεσίας και συνεπώς παρέλκει η εξέταση του λόγου της τυχόν παραβιάσεως θεμελιωδών δικαιωμάτων, συμπληρωματικά προέβη στη διαπίστωση ότι ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές της έννομης τάξης της ΕΕ τις οποίες οφείλει να διαφυλάττει το Δικαστήριο. Έτσι αναγνώρισε για πρώτη φορά την ύπαρξη συστήματος θεμελιωδών δικαιωμάτων εντός της ΕΕ.

Αρχικά το Δικαστήριο ανέπτυξε τις εγγυήσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων στηριζόμενο σε ορισμένες διατάξεις των Συνθηκών. Τούτο ισχύει προπαντός για τις πολυάριθμες απαγορεύσεις διακρίσεων, οι οποίες, ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις, καλύπτουν ειδικότερες πτυχές της γενικής αρχής της ισότητας. Παραδείγματα αποτελούν, μεταξύ άλλων: η απαγόρευση κάθε διάκρισης λόγω ιθαγένειας (άρθρο 18 της ΣΛΕΕ)· η απαγόρευση της διακριτικής μεταχείρισης ατόμων λόγω φύλου, φυλής, εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού (άρθρο 10 της ΣΛΕΕ)· η ίση μεταχείριση των εμπορευμάτων ή των προσώπων σε σχέση με τις τέσσερις βασικές ελευθερίες —την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (άρθρο 34 της ΣΛΕΕ), την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων (άρθρο 45 της ΣΛΕΕ), το δικαίωμα εγκατάστασης (άρθρο 49 της ΣΛΕΕ) και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρο 57 της ΣΛΕΕ)· η ελευθερία του ανταγωνισμού (άρθρο 101 επ. της ΣΛΕΕ)· και η ισότητα αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών (άρθρο 157 της ΣΛΕΕ). Προβλέπονται επίσης ρητές εγγυήσεις για την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 169 της ΣΛΕΕ), το δικαίωμα αναφοράς (άρθρο 24 της ΣΛΕΕ) και την προστασία του επιχειρηματικού και επαγγελματικού απορρήτου (άρθρο 339 της ΣΛΕΕ).

Το Δικαστήριο στη συνέχεια σταθερά ανέπτυξε και συμπλήρωσε αυτές τις βάσεις του ενωσιακού συστήματος έννομης προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Τούτο συνέβη με την αναγνώριση γενικών αρχών του δικαίου, τις οποίες το Δικαστήριο κατέστησε συγκεκριμένες προσφεύγοντας αφενός στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και αφετέρου στις διεθνείς συμβάσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις οποίες μετέχουν τα κράτη μέλη. Μεταξύ αυτών των τελευταίων πρωτεύουσα θέση έχει η ΕΣΔΑ, η οποία συνέβαλε στη διαμόρφωση του περιεχομένου των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ΕΕ και των μηχανισμών προστασίας τους. Σε αυτή τη βάση, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ορισμένες ελευθερίες ως θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το δίκαιο της Ένωσης: το δικαίωμα ιδιοκτησίας, την ελευθερία άσκησης επαγγέλματος, το απαραβίαστο της κατοικίας, την ελευθερία της γνώμης, το εν γένει δικαίωμα προσωπικότητας, την προστασία της οικογένειας (για παράδειγμα, ως προς το δικαίωμα επανένωσης διακινούμενων εργαζομένων με μέλη της οικογένειάς τους), την οικονομική ελευθερία, τη θρησκευτική ελευθερία και ελευθερία πίστεως, καθώς επίσης μια σειρά θεμελιωδών δικονομικών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα νόμιμης ακροάσεως, την αρχή της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών του δικηγόρου με τον πελάτη του [γνωστή με τον όρο «privileged communications» στις χώρες του κοινοδικαίου (common law)], την απαγόρευση της διπλής ποινής για το ίδιο αδίκημα ή την υποχρέωση αιτιολόγησης των νομικών πράξεων της ΕΕ.

Κοντινό πλάνο σιδηροδρομικής μηχανής δίπλα στην οποία, στη δεξιά αποβάθρα, στέκεται ένας εργάτης του κατασκευαστικού τομέα με εξοπλισμό ασφαλείας, ο οποίος επιβλέπει τη μηχανή.

Η υπόθεση Eugen Schmidberger αφορούσε συγκέντρωση διαμαρτυρίας πολιτών στον αυτοκινητόδρομο του Μπρένερ, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον πλήρη αποκλεισμό της κυκλοφορίας επί 30 ώρες.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η αρχή της ίσης μεταχείρισης, της οποίας γίνεται συχνά επίκληση στο πλαίσιο δικαστικών διαφορών. Υπό την πλέον ευρεία της έννοια, η δικαιική αυτή επιταγή ορίζει ότι συγκρίσιμες πραγματικές καταστάσεις δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο παρά μόνο όταν η διαφοροποίηση μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά. Χάρη στη νομολογία του Δικαστηρίου, η ΕΕ διαθέτει επίσης σημαντικό σύστημα οιονεί συνταγματικού δικαίου. Προέχουσα σημασία στην πράξη έχει εν προκειμένω η αρχή της αναλογικότητας. Περιλαμβάνει την υποχρέωση στάθμισης των διακυβευόμενων αγαθών και συμφερόντων, η οποία από την πλευρά της εμπεριέχει τα στοιχεία της καταλληλότητας και αναγκαιότητας του μέτρου και της απαγόρευσης της υπέρβασης των αναγκαίων ορίων. Μεταξύ των άλλων θεμελιωδών αρχών στις οποίες βασίζεται το δίκαιο της Ένωσης συγκαταλέγονται οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και η έννοια της ορθής διαδικασίας: η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η απαγόρευση της αναδρομικής ισχύος επαχθών πράξεων ή της ανάκλησης ή κατάργησης ευμενών πράξεων, καθώς και το δικαίωμα της «νόμιμης ακροάσεως», το οποίο αναγνωρίζεται τόσο στις διοικητικές διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής όσο και στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά επίσης η απαίτηση για μεγαλύτερη διαφάνεια, η οποία επιβάλλει να λαμβάνονται οι αποφάσεις όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά και σε εγγύτητα με τους πολίτες. Σημαντικό δείγμα αυτής της διαφάνειας είναι ότι κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε νομικό πρόσωπο που εδρεύει σε κράτος μέλος μπορεί να έχει πρόσβαση στα έγγραφα του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Όλες οι επιχορηγήσεις και επιδοτήσεις από τον προϋπολογισμό της ΕΕ πρέπει επίσης να γνωστοποιούνται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα μέσω βάσεων δεδομένων στις οποίες έχει πρόσβαση κάθε πολίτης της Ένωσης.

Η συμβολή του Δικαστηρίου στη διάπλαση άγραφων θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, αυτό το σύστημα της συναγωγής «θεμελιωδών ευρωπαϊκών δικαιωμάτων» ενείχε ένα σοβαρό μειονέκτημα: οι αποφάσεις του Δικαστηρίου περιορίζονταν στην εκάστοτε ατομική περίπτωση, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η ανάπτυξη, μέσα από τις γενικές αρχές του δικαίου, θεμελιωδών δικαιωμάτων για όλους τους τομείς όπου αυτό ήταν αναγκαίο ή επιθυμητό. Επίσης, το Δικαστήριο δεν είχε τη δυνατότητα να προσδιορίσει την έκταση και τα όρια της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων με την αναγκαία γενικότητα και διαφοροποίηση. Έτσι, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν με επαρκή ακρίβεια αν διέτρεχαν ή όχι τον κίνδυνο να προσβάλουν κάποιο θεμελιώδες δικαίωμα. Αντίστοιχα, και ο θιγόμενος πολίτης της Ένωσης δεν ήταν σε θέση να κρίνει άνευ ετέρου αν στην περίπτωσή του παραβιαζόταν κάποιο από τα θεμελιώδη δικαιώματά του.

Για πολύ καιρό θεωρούνταν ότι διέξοδο από αυτή την κατάσταση θα αποτελούσε η προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ. Όμως το Δικαστήριο, στη γνωμοδότησή του 2/94, έκρινε ότι υπό το τότε καθεστώς της η ΕΕ δεν είχε αρμοδιότητα να προσχωρήσει στην ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο σεβασμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων αποτελεί προϋπόθεση για τη νομιμότητα των πράξεων της ΕΕ. Ειδικότερα, η προσχώρηση στη σύμβαση θα συνεπαγόταν ουσιώδη μεταβολή του ισχύοντος ενωσιακού συστήματος προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αφού θα είχε ως επακόλουθο την ένταξη της ΕΕ σε ένα χωριστό διεθνές θεσμικό σύστημα, καθώς και την ενσωμάτωση του συνόλου των διατάξεων της εν λόγω σύμβασης στην έννομη τάξη της ΕΕ. Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, μια τέτοια μεταβολή του συστήματος προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην ΕΕ, λόγω των θεμελιωδών θεσμικών συνεπειών της για την ίδια την ΕΕ αλλά και για τα κράτη μέλη, έχει συνταγματική διάσταση και συνεπώς από τη φύση της υπερβαίνει τα όρια της επικουρικά παρεχόμενης εξουσιοδότησης του άρθρου 352 της ΣΛΕΕ. Το κενό αυτό αντιμετωπίστηκε με τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Η προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ προβλέπεται πλέον ρητά στο άρθρο 6 παράγραφος 2 της ΣΕΕ. Εν συνεχεία, οι διαπραγματεύσεις προσχώρησης ξανάρχισαν χωρίς καθυστέρηση, το 2010. Η συμφωνία επί του σχεδίου της συμφωνίας προσχώρησης επιτεύχθηκε την άνοιξη του 2013. Η Επιτροπή απέστειλε το εν λόγω σχέδιο στο Δικαστήριο και ζήτησε γνωμοδότηση σχετικά με τη συμβατότητά του με το δίκαιο της Ένωσης. Στη γνωμοδότησή του 2/13, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπό την προτεινόμενη μορφή, το σχέδιο συμφωνίας για την προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ δεν ήταν συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης, διότι ενείχε σε διάφορα σημεία τον κίνδυνο να θιγούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και η αυτονομία του δικαίου της Ένωσης.

Η εταιρεία μεταφορών Schmidberger απαίτησε από τη Δημοκρατία της Αυστρίας αποζημίωση για την προκληθείσα σε αυτήν ζημία λόγω του αποκλεισμού, διότι οι αυστριακές αρχές δεν απαγόρευσαν τη συγκέντρωση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η μη απαγόρευση της συγκέντρωσης συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών, η οποία ωστόσο δικαιολογείται αντικειμενικά. Κατά το Δικαστήριο, η απόφαση αυτή ελήφθη με γνώμονα τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των διαδηλωτών, συνιστάμενων στην ελευθερία εκφράσεως και στην ελευθερία του συνέρχεσθαι, τα οποία διασφαλίζονται από το αυστριακό σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ως εκ τούτου, δεν δύναται να αποδοθεί στις αυστριακές αρχές παραβίαση διατάξεων που να θεμελιώνει ευθύνη για αποζημίωση.

Ιδιαίτερο σημείο κριτικής στο πλαίσιο αυτό ήταν το ότι το Δικαστήριο, σε περίπτωση προσχώρησης της ΕΕ στην ΕΣΔΑ, θα έπρεπε να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και ότι και η κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας της Ένωσης θα υπαγόταν επίσης στην εποπτεία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα. Κατά τη γνώμη των δικαστών, τούτο θα ερχόταν σε αντίθεση με τις διαρθρωτικές αρχές της ΕΕ. Μετά την εν λόγω απόφαση η προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΕΣΔΑ εξακολουθεί να είναι δυνατή θεωρητικώς, ωστόσο από πρακτική άποψη αποκλείεται προς το παρόν, δεδομένου ότι πρέπει προηγουμένως να διευθετηθούν μια σειρά τεχνικές λεπτομέρειες στο σχέδιο προσχώρησης.

Ανεξάρτητα από τυχόν προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ, με τη Συνθήκη της Λισαβόνας έγινε ένα ακόμα αποφασιστικό βήμα προς τον προσδιορισμό μιας κοινής συνταγματικής τάξης, καθώς με αυτήν τέθηκε σε νέα βάση η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ΕΕ. Με νέο άρθρο που αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα (άρθρο 6 της ΣΕΕ), οι ενέργειες των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και των κρατών μελών, στο μέτρο που αυτά εφαρμόζουν και εκτελούν κανόνες του δικαίου της Ένωσης, υπάγονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος, διά της παραπομπής σε αυτόν που περιλαμβάνεται στο εν λόγω άρθρο, αποκτά δεσμευτική νομική ισχύ σε επίπεδο ΕΕ. Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων βασίζεται σε σχέδιο που είχε συνταχθεί προηγουμένως από μια συνέλευση, υπό την προεδρία του καθηγητή Roman Herzog, η οποία απαρτιζόταν από 16 αντιπροσώπους των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών μελών και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, 16 μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και 30 βουλευτές εθνικών κοινοβουλίων (δύο από καθένα από τα 15 τότε κράτη μέλη). Το εν λόγω σχέδιο αποτέλεσε τον «Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης», τον οποίο διακήρυξαν πανηγυρικά οι πρόεδροι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά την έναρξη της συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 7ης Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια. Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για ένα ευρωπαϊκό σύνταγμα, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αναθεωρήθηκε και κατέστη αναπόσπαστο μέρος της Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης της 29ης Οκτωβρίου 2004. Μετά την ατυχή κατάληξη της Συνταγματικής Συνθήκης, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων διακηρύχθηκε πανηγυρικά, για μια ακόμα φορά, ως αυτοτελής πράξη, ήτοι ως «Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης», από τους προέδρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις 12 Δεκεμβρίου 2007 στο Στρασβούργο. Σε αυτήν ακριβώς την έκδοση του Χάρτη παραπέμπει πλέον κατά τρόπο δεσμευτικό η Συνθήκη ΕΕ. Έτσι, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων καθίσταται νομικά δεσμευτικός, ενώ επίσης καθορίζεται η δυνατότητα εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει για την Πολωνία, διότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν θέλησε να υπαχθεί στο καθεστώς του Χάρτη, φοβούμενο ότι μέσω της ισχύος των κατοχυρούμενων από αυτόν θεμελιωδών δικαιωμάτων θα απολέσει ή τουλάχιστον θα αναγκαστεί να αναθεωρήσει ορισμένες εθνικές θέσεις του, ιδίως σε θρησκευτικά ζητήματα και ζητήματα πίστης. Ως εκ τούτου, για την Πολωνία η δεσμευτική ισχύς των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν απορρέει από τον Χάρτη αλλά, όπως και πριν, από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση χαρακτηρίζεται από δύο διαφορετικές έννοιες που καθορίζουν τις προσεγγίσεις της σύμπραξης των ευρωπαϊκών χωρών: τη συνεργασία και την ολοκλήρωση. Παράλληλα, ως περαιτέρω μέθοδος, αναπτύχθηκε η ενισχυμένη συνεργασία.

Συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών

Η λογική της συνεργασίας έγκειται στο ότι τα κράτη μέλη είναι μεν πρόθυμα να συνεργαστούν με άλλα κράτη μέλη και να δράσουν και πέραν των εθνικών τους συνόρων, υπό τον όρο ωστόσο της καταρχήν διατήρησης της εθνικής τους κυριαρχίας. Κατά συνέπεια, η προσπάθεια για ενοποίηση που βασίζεται στη συνεργασία δεν επιδιώκει τη δημιουργία ενός νέου ενιαίου κράτους, αλλά περιορίζεται στη σύνδεση κυρίαρχων κρατών σε μια ομοσπονδία, στην οποία οι εθνικές δομές παραμένουν αναλλοίωτες (συνομοσπονδία). Την αρχή της συνεργασίας εκφράζει ο τρόπος λειτουργίας του Συμβουλίου της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ.

Η έννοια της ολοκλήρωσης

Η έννοια της ολοκλήρωσης υπερβαίνει την παραδοσιακή συνύπαρξη των εθνικών κρατών. Η παραδοσιακή αντίληψη περί απαραβίαστης και αδιαίρετης κυριαρχίας των κρατών δίνει τη θέση της στην πεποίθηση ότι η ατελής τάξη που χαρακτηρίζει τη συνύπαρξη ατόμων και κρατών, η εγγενής ανεπάρκεια του εθνικού συστήματος και οι αμέτρητες στην ιστορία της Ευρώπης προσπάθειες ενός κράτους να επιβληθεί επί άλλων (η λεγόμενη «ηγεμονία») μπορούν να ξεπεραστούν μόνον εφόσον οι επιμέρους εθνικές κυριαρχίες συγκεραστούν σε μία κοινή κυριαρχία και συγχωνευτούν, σε υψηλότερο επίπεδο, σε μια υπερεθνική κοινότητα (ομοσπονδία).

Η ΕΕ αποτελεί δημιούργημα της εν λόγω έννοιας της ολοκλήρωσης, χωρίς όμως να καταλήγει σε συγχώνευση των εθνικών κυριαρχιών. Και τούτο διότι τα κράτη μέλη δεν ήταν ακόμη έτοιμα να εγκαταλείψουν τη δομή των εθνικών κρατών ―ανακτηθείσα μόλις μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και προσφάτως παγιωμένη― υπέρ μιας ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας. Οπότε έπρεπε να επιτευχθεί και πάλι κάποιος συμβιβασμός που να υπερβαίνει μεν την απλή συνεργασία μεταξύ κρατών, χωρίς όμως να οδηγεί στην ίδρυση ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας. Η λύση ήταν ένας σταδιακός συγκερασμός της αντίθεσης μεταξύ της διαφύλαξης της εθνικής ανεξαρτησίας και της δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας. Από τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να παραχωρήσουν πλήρως την εθνική κυριαρχία τους, απλώς να εγκαταλείψουν το δόγμα περί του αδιαιρέτου αυτής. Επομένως, ο αρχικός στόχος ήταν να εντοπιστούν οι τομείς στους οποίους τα κράτη μέλη ήταν πρόθυμα να εκχωρήσουν οικειοθελώς ένα μέρος της εθνικής κυριαρχίας τους προς όφελος μιας υπερκείμενης όλων κοινότητας. Το αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών αποτυπώνεται στις τρεις ιδρυτικές Συνθήκες: της ΕΚΑΧ, της Ε(Ο)Κ και της Ευρατόμ.

Σε αυτές, όπως και στις ισχύουσες σήμερα Συνθήκες της ΕΕ, προσδιορίζονται οι τομείς στους οποίους εκχωρούνται στην ΕΕ κυριαρχικά δικαιώματα. Ωστόσο, δεν απονέμεται στην ΕΕ και στα θεσμικά της όργανα γενική εξουσιοδότηση να θεσπίζουν κάθε αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των σκοπών των Συνθηκών, αλλά το είδος και η έκταση της εξουσίας παρέμβασης προκύπτουν από τις οικείες διατάξεις των Συνθηκών (αρχή της δοτής αρμοδιότητας). Με τον τρόπο αυτόν η εκχώρηση των αρμοδιοτήτων τους εξακολουθεί να είναι ευδιάκριτη και ελέγξιμη από τα κράτη μέλη.

Η ενισχυμένη συνεργασία

Με τον θεσμό της ενισχυμένης συνεργασίας τίθεται η βάση επί της οποίας μπορεί να πραγματωθεί η ιδέα της ολοκλήρωσης με διαφορετικές ταχύτητες. Σκοπός είναι να δοθεί και σε μικρότερους κύκλους κρατών μελών η δυνατότητα περαιτέρω ολοκλήρωσης σε συγκεκριμένο τομέα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ΕΕ, χωρίς να εμποδίζονται από κράτη μέλη που διστάζουν ή διάκεινται αρνητικά.

Οι προϋποθέσεις και η διαδικασία χρήσης του εν λόγω θεσμού, που αρχικά (Συνθήκη του Άμστερνταμ) ήταν πολύ αυστηρές, χαλάρωσαν κάπως ενόψει της διεύρυνσης της ΕΕ (Συνθήκη της Νίκαιας). Η Συνθήκη της Λισαβόνας συνδυάζει τις προηγούμενες διατάξεις για την ενισχυμένη συνεργασία στο άρθρο 20 της ΣΕΕ (όροι-πλαίσιο) και στα άρθρα 326 έως 334 της ΣΛΕΕ (συμπληρωματικές προϋποθέσεις, συμμετοχή, διαδικασίες, κανόνες ψηφοφορίας).

Οι κανόνες για την ενισχυμένη συνεργασία μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

  • Ενισχυμένες συνεργασίες μπορούν να υιοθετούνται μόνο στο πλαίσιο των υφιστάμενων αρμοδιοτήτων της ΕΕ και πρέπει να έχουν ως σκοπό να διευκολύνουν την πραγμάτωση των στόχων της Ένωσης και να ενισχύσουν τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (άρθρο 20 της ΣΕΕ). Ως εκ τούτου, δεν είναι ικανές να αντιμετωπίσουν τις αδυναμίες της οικονομικής και νομισματικής ένωσης που ενυπάρχουν στην αρχιτεκτονική των Συνθηκών της ΕΕ. Οι ενισχυμένες συνεργασίες δεν πρέπει να θίγουν την εσωτερική αγορά, ούτε την οικονομική και κοινωνική συνοχή της ΕΕ. Επίσης, δεν πρέπει να συνιστούν διάκριση ή φραγμό στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών ούτε να προκαλούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ τους (άρθρο 326 της ΣΛΕΕ). Οι αρμοδιότητες, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και τα συμφέροντα των κρατών μελών που δεν συμμετέχουν στη συνεργασία πρέπει να γίνονται σεβαστά (άρθρο 327 της ΣΛΕΕ).
  • Οι ενισχυμένες συνεργασίες πρέπει να είναι ανοιχτές σε όλα τα κράτη μέλη. Επιπλέον, πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να συμμετάσχουν στη συνεργασία ανά πάσα στιγμή, υπό τον όρο ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη θα τηρούν τις αποφάσεις που έχουν ήδη εκδοθεί στο πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη πρέπει να φροντίζουν να προωθούν τη συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων κρατών μελών στην ενισχυμένη συνεργασία (άρθρο 328 της ΣΛΕΕ).
  • Ενισχυμένη συνεργασία μπορεί να υπάρξει μόνον ως έσχατη λύση, εφόσον το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι οι επιδιωκόμενοι στόχοι της συνεργασίας αυτής δεν μπορούν να επιτευχθούν σε εύλογο χρόνο μέσω της εφαρμογής των οικείων διατάξεων των Συνθηκών. Το ελάχιστο όριο για την καθιέρωση ενισχυμένης συνεργασίας είναι η συμμετοχή εννέα κρατών μελών (άρθρο 20 παράγραφος 2 της ΣΕΕ).
  • Οι πράξεις που θεσπίζονται στο πλαίσιο ενισχυμένης συνεργασίας δεν θεωρούνται μέρος του κεκτημένου της ΕΕ. Οι εν λόγω πράξεις έχουν άμεση εφαρμογή μόνο στα κράτη μέλη που συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων (άρθρο 20 παράγραφος 4 της ΣΕΕ). Αντίστοιχα, τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στη διαδικασία δεν παρεμποδίζουν την εφαρμογή των εν λόγω πράξεων.
  • Οι δαπάνες που απορρέουν από την ενισχυμένη συνεργασία, πέραν των διοικητικών εξόδων, βαρύνουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, εκτός εάν το Συμβούλιο, με ομοφωνία όλων των μελών του και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αποφασίσει άλλως (άρθρο 332 της ΣΛΕΕ).
  • Το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξασφαλίζουν τη συνοχή των δράσεων που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο ενισχυμένης συνεργασίας με τις λοιπές πολιτικές και δραστηριότητες της Ένωσης (άρθρο 334 της ΣΛΕΕ).

Στην πράξη, ο θεσμός αυτός χρησιμοποιείται όλο και συχνότερα. Η πρώτη φορά στην ιστορία της ΕΕ που τα κράτη μέλη έκαναν χρήση της διαδικασίας της ενισχυμένης συνεργασίας ήταν για να θεσπίσουν ρύθμιση που αφορούσε τη δυνατότητα των συζύγων διαφορετικής ιθαγένειας να επιλέγουν σε περίπτωση διαζυγίου το εφαρμοστέο δίκαιο. Δεδομένου ότι η αντίστοιχη πρόταση που είχε υποβάλει η Επιτροπή το 2006 δεν έτυχε της ομόφωνης έγκρισης του Συμβουλίου, το τελευταίο παρείχε με την από 12 Ιουλίου 2010 απόφασή του εξουσιοδότηση για ενισχυμένη συνεργασία. Με βάση νέα πρόταση της Επιτροπής, 14 κράτη μέλη (Βέλγιο, Βουλγαρία, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λετονία, Λουξεμβούργο, Ουγγαρία, Μάλτα, Αυστρία, Πορτογαλία, Ρουμανία και Σλοβενία) συμφώνησαν αρχικά στη θέσπιση αντίστοιχων διατάξεων που αφορούσαν το διαζύγιο ή τον δικαστικό χωρισμό συζύγων διαφορετικής ιθαγένειας· στη συνέχεια προσχώρησαν η Λιθουανία (2014), η Ελλάδα (2015) και η Εσθονία (2018). Το αποτέλεσμα αποτυπώνεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1259/2010 για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό. Η εν λόγω ενισχυμένη συνεργασία διευρύνθηκε το 2016 με την προσθήκη του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1103 για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας, του εφαρμοστέου δικαίου και της αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων.

Μια πρόσθετη περίπτωση εφαρμογής της ενισχυμένης συνεργασίας αφορά την προστασία των ευρεσιτεχνιών στην Ευρώπη. Χωρίς την Ισπανία και την Κροατία, και με την εκ των υστέρων συμμετοχή της Ιταλίας, 25 συνολικά κράτη μέλη της ΕΕ συμφώνησαν στη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας με σκοπό τη δημιουργία ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1257/2012 για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της δημιουργίας ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1260/2012 όσον αφορά τις εφαρμοστέες μεταφραστικές ρυθμίσεις άρχισαν να ισχύουν στις 20 Ιανουαρίου 2013. Ωστόσο, οι κανονισμοί θα αρχίσουν να εφαρμόζονται μόνον αφού τεθεί σε ισχύ η συμφωνία για την ίδρυση Ενιαίου Δικαστηρίου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας. Για τον σκοπό αυτόν, απαιτείται η επικύρωση της συμφωνίας από τουλάχιστον 13 κράτη μέλη.

Τέλος, προϊόν ενισχυμένης συνεργασίας ήταν και η σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας απονεμήθηκε στην ΕΕ η αρμοδιότητα να συστήσει Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (άρθρο 86 της ΣΛΕΕ), μέσω κανονισμού εκδιδόμενου με ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου κατόπιν έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939 σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, το Συμβούλιο έκανε εντέλει χρήση της εν λόγω αρμοδιότητας στο πλαίσιο ενισχυμένης συνεργασίας, καθώς δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη της απαιτούμενης ομοφωνίας στο Συμβούλιο. Μέχρι σήμερα έχουν προσχωρήσει στην εν λόγω ενισχυμένη συνεργασία 22 κράτη μέλη.

ΤΟ «ΣΥΝΤΑΓΜΑ» ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Κάθε κοινωνική οργάνωση διαθέτει ένα σύνταγμα. Αυτό ορίζει τη δομή κάθε πολιτικού συστήματος, δηλαδή ρυθμίζει τις σχέσεις των μελών μεταξύ τους και με το σύνολο και καθορίζει τους κοινούς στόχους και τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους λαμβάνονται δεσμευτικές αποφάσεις. Το «σύνταγμα» της ΕΕ, ως ένωσης κρατών στην οποία έχουν ανατεθεί συγκεκριμένα καθήκοντα και λειτουργίες, πρέπει για τον λόγο αυτό να είναι σε θέση να απαντά στα ίδια ερωτήματα όπως και το σύνταγμα ενός κράτους.

Οι κρατικοί σχηματισμοί διέπονται από δύο ύψιστες οργανωτικές αρχές: το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία. Επομένως, όλες οι δραστηριότητες της ΕΕ, για να ανταποκρίνονται στις θεμελιώδεις απαιτήσεις για δίκαιο και δημοκρατία, πρέπει να νομιμοποιούνται σύμφωνα με το δίκαιο και τη δημοκρατία: ίδρυση, δομή, αρμοδιότητες, λειτουργία, θέση των κρατών μελών και των θεσμικών τους οργάνων, θέση του πολίτη.

Μετά την ατυχή κατάληξη της Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης της 29ης Οκτωβρίου 2004, το «σύνταγμα» της ΕΕ εξακολουθεί να μην ορίζεται σε ένα περιεκτικό συνταγματικό έγγραφο, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα συντάγματα των κρατών μελών της, αλλά απορρέει από το σύνολο των κανόνων και των θεμελιωδών αξιών από τις οποίες αντιλαμβάνονται ότι δεσμεύονται οι ευρισκόμενοι σε θέσεις εξουσίας. Ένα μέρος των κανόνων αυτών είναι διατυπωμένο στις ευρωπαϊκές Συνθήκες, στις νομικές πράξεις των θεσμικών οργάνων της ΕΕ ή στη νομολογία του Δικαστηρίου, ενώ κάποιοι άλλοι υφίστανται εθιμικά.

Η νομική φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ο καθορισμός της νομικής φύσης της ΕΕ έγκειται στον εν γένει νομικό προσδιορισμό των χαρακτηριστικών ιδιοτήτων της. Αυτό συνέβη στην περίπτωση της άλλοτε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας με δύο θεμελιώδεις αποφάσεις του Δικαστηρίου των ετών 1963 και 1964, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν και για την Ευρωπαϊκή Ένωση στη σημερινή της μορφή.

Η υπόθεση Van Gend & Loos

Στην υπόθεση αυτή η ολλανδική μεταφορική επιχείρηση Van Gend & Loos προσέφυγε κατά της ολλανδικής τελωνειακής αρχής, η οποία για την εισαγωγή ενός χημικού προϊόντος από τη Γερμανία είχε επιβάλει δασμούς αυξημένους σε σχέση με προηγούμενες εισαγωγές. Η επιχείρηση θεώρησε ότι η πρακτική αυτή συνιστούσε παράβαση του τότε άρθρου 12 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (Συνθήκη ΕΟΚ), το οποίο απαγόρευε στα κράτη μέλη τη θέσπιση νέων και την αύξηση των υφιστάμενων δασμών στις μεταξύ τους συναλλαγές. Το δικαστήριο των Κάτω Χωρών ανέστειλε τότε τη διαδικασία και υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο, προκειμένου να διευκρινισθούν το πεδίο εφαρμογής και οι έννομες συνέπειες του προαναφερθέντος άρθρου της Συνθήκης ΕΟΚ.

Η υπόθεση αυτή αποτέλεσε για το Δικαστήριο την αφορμή να προβεί σε ορισμένες θεμελιώδεις διαπιστώσεις σχετικά με τη νομική φύση της ΕΟΚ. Στην απόφασή του, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:

Ο στόχος της Συνθήκης ΕΟΚ, που είναι η θέσπιση μιας κοινής αγοράς, η λειτουργία της οποίας αφορά άμεσα τους πολίτες της Κοινότητας, συνεπάγεται ότι η Συνθήκη αυτή αποτελεί κάτι περισσότερο από μια συμφωνία που δημιουργεί μόνο αμοιβαίες υποχρεώσεις μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από το προοίμιο της Συνθήκης, το οποίο αφορά εκτός από τις κυβερνήσεις και τους λαούς, κατά τρόπο δε πιο συγκεκριμένο με τη δημιουργία οργάνων στα οποία έχουν παρασχεθεί κυριαρχικά δικαιώματα, η άσκηση των οποίων επηρεάζει τόσο τα κράτη μέλη όσο και τους πολίτες τους.

[…]

Από τις προηγούμενες σκέψεις πρέπει να συναχθεί ότι η Κοινότητα αποτελεί νέα έννομη τάξη διεθνούς δικαίου, υπέρ της οποίας τα κράτη περιόρισαν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα, σε περιορισμένους έστω τομείς, και της οποίας υποκείμενα είναι όχι μόνο τα κράτη μέλη, αλλά επίσης και οι υπήκοοί τους».

Η υπόθεση Costa κατά ENEL

Μόλις ένα έτος αργότερα η υπόθεση 6/64, Costa κατά ENEL, έδωσε στο Δικαστήριο την ευκαιρία να εκθέσει αναλυτικότερα τη θέση του. Τα πραγματικά περιστατικά αυτής της υπόθεσης είχαν ως εξής: Το 1962 η Ιταλία κρατικοποίησε την παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας και μεταβίβασε τις εγκαταστάσεις εκμετάλλευσης των εταιρειών ηλεκτρισμού στα εργοστάσια ηλεκτρισμού της ENEL. Ο F. Costa, μέτοχος της ανώνυμης εταιρείας Edison Volta η οποία κρατικοποιήθηκε, στερήθηκε τα μερίσματά του, με συνέπεια να αρνηθεί να εξοφλήσει λογαριασμό ηλεκτρικού ρεύματος ύψους 1 926 ιταλικών λιρών. Ενώπιον του ειρηνοδίκη του Μιλάνου ο F. Costa δικαιολόγησε την άρνησή του ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι ο νόμος για την κρατικοποίηση παραβίαζε μια σειρά διατάξεων της Συνθήκης ΕΟΚ. Προκειμένου να κρίνει το εν λόγω επιχείρημα υπεράσπισης του F. Costa, το ειρηνοδικείο υπέβαλε στο Δικαστήριο διάφορα ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία της Συνθήκης ΕOΚ. Στην απόφασή του το Δικαστήριο αναφέρει τα ακόλουθα για τη νομική φύση της ΕΟΚ:

Αντίθετα προς τις συνήθεις διεθνείς συνθήκες, η Συνθήκη της ΕΟΚ δημιούργησε ιδιαίτερη έννομη τάξη, η οποία ενσωματώθηκε στα νομικά συστήματα των κρατών μελών [...] και δεσμεύει τα δικαστήριά τους.

Ιδρύοντας μία Κοινότητα απεριόριστης διάρκειας, έχουσα δικά της όργανα, νομική προσωπικότητα, ικανότητα δικαίου, ικανότητα διεθνούς εκπροσωπήσεως και ιδίως πραγματικές εξουσίες απορρέουσες από τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων τους και τη μεταβίβαση εξουσιών τους στην Κοινότητα, τα κράτη μέλη περιόρισαν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα και δημιούργησαν έτσι ένα σύστημα δικαίου εφαρμοζόμενο τόσο στους υπηκόους τους όσο και σ’ αυτά τα ίδια».

Το Δικαστήριο συνοψίζει τα συμπεράσματά του μετά από αυτές τις σκέψεις ως εξής:

Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι, εφ’ όσον το δίκαιο που γεννήθηκε από τη Συνθήκη απορρέει από αυτόνομη πηγή δικαίου, δεν είναι δυνατόν, λόγω του ιδιόμορφου πρωτότυπου χαρακτήρα του, να του αντιτάσσεται οποιοδήποτε εσωτερικό νομοθετικό κείμενο, χωρίς να χάνει τον κοινοτικό του χαρακτήρα και χωρίς να διακυβεύεται η νομική βάση της ίδιας της Κοινότητας.

Η εκ μέρους των κρατών μελών μεταβίβαση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις της Συνθήκης από την εσωτερική τους έννομη τάξη στην κοινοτική συνεπάγεται οριστικό περιορισμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους, κατά του οποίου δεν είναι δυνατόν να προβληθεί μεταγενέστερη μονομερής πράξη μη συμβιβαζόμενη προς την έννοια της Κοινότητας».

Με βάση τις παραπάνω θεμελιώδεις αποφάσεις του Δικαστηρίου, τα στοιχεία τα οποία στο σύνολό τους προσδίδουν ιδιαιτερότητα και πρωτοτυπία στη νομική φύση της ΕΕ είναι τα ακόλουθα:

  • η θεσμική δομή, η οποία διασφαλίζει ότι η δράση της ΕΕ θα χαρακτηρίζεται επίσης από το γενικό ευρωπαϊκό συμφέρον, δηλαδή αντικατοπτρίζεται ή επηρεάζεται από τα συμφέροντα της ΕΕ που ορίζονται στους στόχους αυτής·
  • η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων προς τα όργανα της ΕΕ, η οποία είναι ευρύτερη από ό,τι σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, ενώ εκτείνεται και σε τομείς στους οποίους τα κράτη διατηρούν συνήθως τα κυριαρχικά τους δικαιώματα·
  • η εγκαθίδρυση ιδίας έννομης τάξης, ανεξάρτητης από τις έννομες τάξεις των κρατών μελών·
  • η άμεση εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, βάσει της οποίας οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ισχύουν πλήρως και ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη και εκχωρούν δικαιώματα και επιβάλλουν υποχρεώσεις τόσο στα κράτη μέλη όσο και στους πολίτες τους·
  • η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης, βάσει της οποίας το δίκαιο της Ένωσης δεν μπορεί να καταργηθεί ή να τροποποιηθεί από διατάξεις εθνικού δικαίου και σε περίπτωση σύγκρουσης υπερισχύει αυτών.

Επομένως, η ΕΕ αποδεικνύεται αυτοτελής οντότητα με δικά της κυριαρχικά δικαιώματα και έννομη τάξη ανεξάρτητη από τα κράτη μέλη, στην οποία υπόκεινται τόσο τα κράτη μέλη όσο και οι πολίτες τους στους τομείς αρμοδιότητας της ΕΕ.

Από τη φύση της η ΕΕ εμφανίζει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά αλλά και κάποιες διαφορές με τους διεθνείς οργανισμούς παραδοσιακού τύπου, αφενός, και με τα μορφώματα ομοσπονδιακού τύπου, αφετέρου.

Η ίδια η ΕΕ δεν έχει αποκτήσει ακόμη την τελική της μορφή· βρίσκεται σε διαδικασία εξέλιξης, και η μορφή που θα λάβει εντέλει δεν μπορεί ακόμη να προβλεφθεί.

Το μόνο κοινό χαρακτηριστικό που έχει η ΕΕ με τους παραδοσιακούς διεθνείς οργανισμούς είναι ότι έχει δημιουργηθεί και αυτή ως αποτέλεσμα διεθνών συνθηκών. Ωστόσο, η ΕΕ έχει ήδη προχωρήσει πολύ από αυτές τις απαρχές. Οι ιδρυτικές Συνθήκες της έχουν οδηγήσει στη δημιουργία μιας ανεξάρτητης Ένωσης, εξοπλισμένης με δικά της κυριαρχικά δικαιώματα και δικές της αρμοδιότητες. Τα κράτη μέλη έχουν εκχωρήσει ορισμένα κυριαρχικά δικαιώματά τους υπέρ της εν λόγω Ένωσης, και τα έχουν μεταβιβάσει στην ΕΕ με σκοπό την από κοινού άσκησή τους.

Οι διαφορές αυτές με τους παραδοσιακούς διεθνείς οργανισμούς κάνουν την ΕΕ να μοιάζει με κρατική οντότητα. Προπαντός η μερική παραίτηση των κρατών μελών από κυριαρχικά τους δικαιώματα υπέρ της ΕΕ αξιολογήθηκε ως ένδειξη ότι η δομή της ΕΕ προσεγγίζει ήδη τη δομή ομοσπονδιακού κράτους. Ωστόσο, η αντίληψη αυτή δεν λαμβάνει υπόψη ότι οι αρμοδιότητες των οργάνων της ΕΕ είναι μόνο εκείνες που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών και περιορίζονται σε συγκεκριμένους τομείς. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι ελεύθερα να επιλέγουν τους στόχους τους όπως ένα κυρίαρχο κράτος· ούτε είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα τα σύγχρονα κράτη. Η ΕΕ δεν έχει ούτε τη γενική αρμοδιότητα η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό ενός κράτους ούτε την ικανότητα να δημιουργεί νέες αρμοδιότητες (την αποκαλούμενη competence-competence).

Ως εκ τούτου, η ΕΕ δεν είναι ούτε διεθνής οργανισμός υπό τη συνήθη έννοια του όρου ούτε ένωση κρατών, αλλά αυτόνομη οντότητα που κατατάσσεται ανάμεσα σε αυτές τις δύο μορφές. Στον νομικό λόγο έχει παγιωθεί η έννοια «υπερεθνικός οργανισμός» για να περιγράψει την ιδιαίτερη αυτή θέση.

Οι αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ο κατάλογος των αρμοδιοτήτων που έχουν ανατεθεί στην ΕΕ μοιάζει πολύ με κατάλογο αρμοδιοτήτων της συνταγματικής τάξης ενός κράτους. Δεν πρόκειται, όπως συμβαίνει συνήθως με τους διεθνείς οργανισμούς, για σαφώς οριοθετημένες τεχνικές αρμοδιότητες, αλλά για τομείς δραστηριότητας οι οποίοι στο σύνολό τους αποτελούν ουσιώδη στοιχεία υπόστασης του κράτους.

Ο κατάλογος των αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην ΕΕ είναι ευρύτατος και αφορά την οικονομική, κοινωνική και πολιτική δράση.

Οικονομικές αρμοδιότητες

Στο επίκεντρο των οικονομικών αρμοδιοτήτων βρίσκεται η εγκαθίδρυση μιας κοινής αγοράς, στην οποία θα συνενώνονται οι εθνικές αγορές των κρατών μελών και θα μπορούν να προσφέρονται και να πωλούνται όλα τα εμπορεύματα και οι υπηρεσίες όπως σε μια εσωτερική αγορά, και στην οποία όλοι οι πολίτες της Ένωσης θα έχουν ίση, ελεύθερη πρόσβαση. Η ιδέα της δημιουργίας μιας κοινής αγοράς υλοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό μέχρι το 1992 με το πρόγραμμα για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, που είχε σχεδιαστεί από τον τότε πρόεδρο της Επιτροπής κ. Jacques Delors και είχε εγκριθεί από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων, ενώ τα θεσμικά όργανα της ΕΕ κατόρθωσαν να θεσπίσουν ένα νομικό πλαίσιο για την εύρυθμη λειτουργία της ενιαίας αγοράς. Το πλαίσιο αυτό έχει πλέον συγκεκριμενοποιηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό με εθνικά μέτρα μεταφοράς, με αποτέλεσμα η ενιαία αγορά να έχει γίνει πραγματικότητα. Αυτή η ενιαία αγορά γίνεται επίσης αισθητή στην καθημερινή ζωή, ιδίως όταν ταξιδεύει κανείς εντός της ΕΕ, όπου οι έλεγχοι προσώπων και εμπορευμάτων στα εθνικά σύνορα έχουν εκλείψει εδώ και πολύ καιρό.

Δώδεκα τελάρα με μήλα τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο, τα οποία φέρουν την επιγραφή «Europe Quality».

Η εσωτερική αγορά, με τις χαρακτηριστικές γι’ αυτήν τέσσερις ελευθερίες (βλ. άρθρο 26 της ΣΛΕΕ), αποτελεί κεντρικό στοιχείο της ΣΛΕΕ: ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (άρθρο 34), ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων (άρθρα 45 και 49), ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρο 57) και ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (άρθρο 63).

Η εσωτερική αγορά πλαισιώνεται από την οικονομική και νομισματική ένωση. Η αρμοδιότητα της ΕΕ στον τομέα της οικονομικής πολιτικής δεν είναι η καθιέρωση και εφαρμογή μιας ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, αλλά ο συντονισμός των εθνικών οικονομικών πολιτικών κατά τρόπο ώστε οι πολιτικές αποφάσεις ενός ή περισσότερων κρατών μελών να μην επιδρούν αρνητικά στη λειτουργία της ενιαίας αγοράς. Για τον σκοπό αυτόν υπογράφηκε Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο υπαγορεύει στα κράτη μέλη τα λεπτομερή κριτήρια τα οποία πρέπει να πληρούν οι αποφάσεις τους σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική. Σε αντίθετη περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να απευθύνει προειδοποίηση, ενώ σε περίπτωση που το δημοσιονομικό έλλειμμα παραμένει σταθερά υπερβολικό το Συμβούλιο δύναται επίσης να επιβάλει κυρώσεις.

Κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης, η συνεργασία στον τομέα της οικονομικής πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ ενισχύθηκε από το 2010 έως το 2012 περαιτέρω. Ο συντονισμός της οικονομικής πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ συμπληρώθηκε από τον μόνιμο μηχανισμό αντιμετώπισης κρίσεων, ο οποίος περιλαμβάνει ιδίως τα ακόλουθα στοιχεία: ενίσχυση του ρόλου της Επιτροπής, εισαγωγή νέων μηχανισμών αυτόματης διόρθωσης, θεμελίωση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο, συντονισμό μέσω αυστηρότερων υποχρεώσεων αναφοράς των κρατών μελών, ο οποίος αποφασίζεται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, ενίσχυση του ρόλου των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και οικειοθελείς δεσμεύσεις που θεσπίζονται στο εθνικό δίκαιο.

Στο διάγραμμα αυτό παρουσιάζονται τα διάφορα στάδια του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και επισημαίνονται οι αρμοδιότητες και οι ρόλοι των θεσμικών οργάνων στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής.

Ο Νοέμβριος και ο Δεκέμβριος αποτελούν την προπαρασκευαστική φάση, κατά την οποία γίνεται η ανάλυση της κατάστασης και ο απολογισμός του προηγούμενου έτους. Κατά την περίοδο αυτή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διενεργεί ανάλυση των δημοσιονομικών και διαρθρωτικών πολιτικών μέσω της ετήσιας έρευνας για τη βιώσιμη ανάπτυξη, συντάσσει συστάσεις για τη ζώνη του ευρώ και αξιολογεί τις μακροοικονομικές ανισορροπίες στην έκθεση του μηχανισμού επαγρύπνησης. Κατά τη φάση 1, από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο, χαράσσονται οι κατευθύνσεις πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μελετά την ετήσια έρευνα για τη βιώσιμη ανάπτυξη και εκδίδει συμπεράσματα, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωμοδοτεί επί των κατευθυντήριων γραμμών για τον απασχόληση. Στη συνέχεια το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων) δίνει προσανατολισμούς ως προς την πολιτική. Επιπλέον, στην έκθεση του μηχανισμού επαγρύπνησης προσδιορίζονται οι χώρες οι οποίες υπάρχει πιθανότητα να εμφανίσουν μακροοικονομικές ανισορροπίες και απαιτούν ενδελεχή εξέταση. Στη φάση 2, από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο, τα κράτη μέλη παρουσιάζουν συγκεκριμένους στόχους, προτεραιότητες και σχέδια, που αποτελούν τη βάση επί της οποίας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συντάσσει ειδικές ανά χώρα συστάσεις. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταλήγει σε συμφωνία σχετικά με τις οριστικές ανά χώρα συστάσεις, οι οποίες εγκρίνονται στη συνέχεια από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και εκδίδονται από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η φάση 3 είναι η φάση της εφαρμογής. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τις συστάσεις κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων για τον εθνικό προϋπολογισμό του επόμενου έτους. Προς το τέλος του έτους αρχίζει νέος κύκλος, όταν η Επιτροπή

Προς το τέλος του έτους αρχίζει νέος κύκλος, όταν η Επιτροπή παρουσιάζει την επισκόπηση της οικονομικής κατάστασης στην ετήσια έρευνά της για τη βιώσιμη ανάπτυξη για το επόμενο έτος.

Πηγή: https://www.consilium.europa.eu/el/policies/european-semester/

Στο επίκεντρο του νέου αυτού μηχανισμού αντιμετώπισης κρίσεων βρίσκεται το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο. Το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο είναι ένας κύκλος συντονισμού της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών μελών της ΕΕ. Καλύπτει ουσιαστικά τους πρώτους 6 μήνες κάθε έτους, εξ ου και η ονομασία «εξάμηνο». Κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου τα κράτη μέλη ευθυγραμμίζουν τις δημοσιονομικές και οικονομικές τους πολιτικές με τους στόχους και τους κανόνες που έχουν συμφωνηθεί σε επίπεδο ΕΕ. Ως εκ τούτου, στόχος του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου είναι να συμβάλει στη διασφάλιση υγιών δημόσιων οικονομικών, να ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη και να αποτρέψει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες στην ΕΕ.

Στον τομέα της νομισματικής πολιτικής, η αρμοδιότητα της ΕΕ ήταν και παραμένει η εισαγωγή ενιαίου νομίσματος στην ΕΕ και ο κεντρικός χειρισμός των νομισματικών ζητημάτων. Στον τομέα αυτόν έχει ήδη σημειωθεί κάποια επιτυχία. Την 1η Ιανουαρίου 1999 εισήχθη το ευρώ ως ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα στα κράτη μέλη τα οποία είχαν εκπληρώσει ήδη τα κριτήρια σύγκλισης που είχαν καθοριστεί για τον σκοπό αυτόν (ποσοστό πληθωρισμού: 1,5 %, δημοσιονομικό έλλειμμα = ετήσιο νέο χρέος: 3 %, δημόσιο χρέος: 60 %, μακροπρόθεσμα επιτόκια: 2 %). Επρόκειτο συγκεκριμένα για το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ιρλανδία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία, την Πορτογαλία και τη Φινλανδία. Την 1η Ιανουαρίου 2002 τα εθνικά νομίσματα των κρατών αυτών αντικαταστάθηκαν από τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ. Έκτοτε οι καθημερινές πληρωμές και χρηματικές συναλλαγές των χωρών αυτών πραγματοποιούνται αποκλειστικά με ένα νόμισμα —το ευρώ. Κατά τα επόμενα έτη ολοένα και περισσότερα κράτη μέλη εκπλήρωναν τα κριτήρια εισαγωγής στο ευρώ: Ελλάδα (1η Ιανουαρίου 2001), Σλοβενία (1η Ιανουαρίου 2007), Κύπρος (1η Ιανουαρίου 2008), Μάλτα (1η Ιανουαρίου 2008), Σλοβακία (1η Ιανουαρίου 2009), Εσθονία (1η Ιανουαρίου 2011), Λετονία (1η Ιανουαρίου 2014), Λιθουανία (1η Ιανουαρίου 2015) και, τέλος, η Κροατία (1η Ιανουαρίου 2023). Η ζώνη του ευρώ —δηλαδή, το σύνολο των χωρών με επίσημο νόμισμα το ευρώ— περιλαμβάνει πλέον 20 κράτη μέλη.

Καταρχήν, υποχρέωση υιοθέτησης του ευρώ ως εθνικού νομίσματος από τη στιγμή που θα πληρούν τα κριτήρια σύγκλισης έχουν και τα υπόλοιπα κράτη μέλη. Εξαίρεση ισχύει μόνο για τη Δανία, η οποία έθεσε ρήτρα εξαίρεσης που της επιτρέπει να αποφασίσει αν —και πότε— θα αρχίσει η διαδικασία εξέτασης της εκπλήρωσης των κριτηρίων για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος. Ειδική περίπτωση αποτελεί η Σουηδία, η οποία δεν διαθέτει ρήτρα εξαίρεσης. H εισαγωγή του ευρώ στη Σουηδία εξαρτάται από την υποβολή σχετικής σύστασης της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στο Συμβούλιο. Εφόσον υποβληθεί τέτοια σύσταση και εγκριθεί από το Συμβούλιο, η Σουηδία ουσιαστικά δεν έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί την υιοθέτηση του ευρώ.

Παρά τις όποιες επιφυλάξεις, το ευρώ εξελίχθηκε σε ένα ισχυρό και διεθνώς αναγνωρισμένο νόμισμα, αποτελώντας παράλληλα σταθερό συνδετικό κρίκο μεταξύ των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ. Αυτό δεν άλλαξε ούτε λόγω της κρίσης δημόσιου χρέους που ξέσπασε το 2010. Αντιθέτως. Η ΕΕ αντέδρασε στην κρίση αυτή εφαρμόζοντας προσωρινούς μηχανισμούς στήριξης, που το 2013 αντικαταστάθηκαν από τον μόνιμο Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ). Ο ΕΜΣ, ως μόνιμο πλαίσιο αντιμετώπισης κρίσεων των κρατών μελών που ανήκουν στη ζώνη του ευρώ, παρέχει εξωτερική οικονομική βοήθεια, για την οποία διαθέτει δανειοδοτική ικανότητα 500 δισ. ευρώ. Τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ μπορούν να λάβουν την οικονομική αυτή ενίσχυση μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις, οι οποίες στοχεύουν απαρέγκλιτα στη δημοσιονομική εξυγίανση και αποτυπώνονται σε πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης από την Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), σε στενή συνεργασία με την ΕΚΤ. Ο ΕΜΣ παρέχει στην ΕΕ τη δυνατότητα να ενεργεί για την προάσπιση του ευρώ, ακόμα και στις πιο ακραίες δοκιμασίες αντοχής. Πρόκειται για σαφή αντανάκλαση του κοινού συμφέροντος και της αλληλεγγύης εντός της ζώνης του ευρώ, καθώς και της ευθύνης του κάθε κράτους μέλους ενώπιον των υπολοίπων.

Εκτός των πεδίων της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής, η ΕΕ έχει και μία σειρά άλλων αρμοδιοτήτων σε θέματα οικονομικής πολιτικής. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται ιδίως η πολιτική για το κλίμα και την ενέργεια, η γεωργική και η αλιευτική πολιτική, η πολιτική μεταφορών, η πολιτική για τους καταναλωτές, η διαρθρωτική πολιτική και η πολιτική συνοχής, η πολιτική έρευνας και ανάπτυξης, η πολιτική διαστήματος, η περιβαλλοντική πολιτική, η πολιτική για την υγεία, η εμπορική πολιτική και η ενεργειακή πολιτική.

Κοινωνικές αρμοδιότητες

Σε επίπεδο κοινωνικής πολιτικής, η ΕΕ έχει καθήκον να διαμορφώνει την κοινωνική διάσταση της ενιαίας αγοράς και να διασφαλίζει ότι τα πλεονεκτήματα της οικονομικής ολοκλήρωσης δεν θα ωφελούν μόνο τους οικονομικά ενεργούς. Ένα πρώτο σημείο προσέγγισης αποτελεί εν προκειμένω, για παράδειγμα, η θέσπιση συστήματος κοινωνικής ασφάλειας για τους διακινούμενους εργαζομένους. Το σύστημα αυτό διασφαλίζει ότι εργαζόμενος ο οποίος κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του ζωής εργάστηκε σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη και συνεπώς εντάχθηκε σε περισσότερα από ένα συστήματα κοινωνικής ασφάλειας δεν θα βρεθεί σε μειονεκτική θέση όσον αφορά την κοινωνική του εξασφάλιση (σύνταξη γήρατος, σύνταξη αναπηρίας, υγειονομική περίθαλψη, οικογενειακές παροχές, παροχές ανεργίας). Μια άλλη προτεραιότητα στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής αποτελεί η ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση, καθώς η ανεργία εντός της ΕΕ έχει λάβει εδώ και χρόνια ανησυχητικές διαστάσεις. Τα κράτη μέλη και η ΕΕ καλούνται να αναπτύξουν μια στρατηγική για την απασχόληση, και προπαντός να δημιουργήσουν ένα ειδικευμένο, καταρτισμένο και ευπροσάρμοστο εργατικό δυναμικό, και επίσης αγορές εργασίας που προσαρμόζονται στις οικονομικές μεταβολές. Η προώθηση της απασχόλησης θεωρείται θέμα κοινού ενδιαφέροντος και απαιτεί από τα κράτη μέλη να συντονίζουν τα εθνικά τους μέτρα στο πλαίσιο του Συμβουλίου. Η ΕΕ οφείλει να συμβάλλει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και υποστηρίζοντας και, κατά περίπτωση, συμπληρώνοντας τη δράση τους, σεβόμενη πάντα τη δικαιοδοσία των ίδιων των κρατών.

Πολιτικές αρμοδιότητες

Στο καθαυτό πολιτικό πεδίο, η ΕΕ έχει αρμοδιότητες σε σχέση με την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, την ιθαγένεια της ΕΕ, την πολιτική στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας.

Η ΕΕ καταπολεμά την κλιματική αλλαγή μέσω φιλόδοξων πολιτικών στο εσωτερικό της και μέσω στενής συνεργασίας με διεθνείς εταίρους. Η δράση για το κλίμα βρίσκεται στο επίκεντρο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, μιας φιλόδοξης δέσμης μέτρων που περιλαμβάνουν από τη δραστική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως τις επενδύσεις στην έρευνα και την καινοτομία αιχμής, με στόχο τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης. Μεταξύ των πρώτων πρωτοβουλιών της δράσης για το κλίμα στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας συγκαταλέγονται:

Με την ιθαγένεια της ΕΕ προωθήθηκαν περαιτέρω τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των υπηκόων των κρατών μελών εντός της ΕΕ. Οι πολίτες απολαμβάνουν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας εντός της ΕΕ (άρθρο 21 της ΣΛΕΕ), το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις τοπικές εκλογές (άρθρο 22 της ΣΛΕΕ), διπλωματική και προξενική προστασία κάθε κράτους μέλους (άρθρο 23 της ΣΛΕΕ), το δικαίωμα αναφοράς προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (άρθρο 24 της ΣΛΕΕ) και, στο πλαίσιο της γενικής απαγόρευσης των διακρίσεων, το δικαίωμα να έχουν σε κάθε κράτος μέλος την ίδια μεταχείριση που το κράτος αυτό επιφυλάσσει στους πολίτες του (άρθρο 20 παράγραφος 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 18 της ΣΛΕΕ).

Στο πεδίο της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις ο κύριος ρόλος της ΕΕ είναι η ανάληψη δράσεων προς το συμφέρον της Ευρώπης συνολικά. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται ιδίως η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, η πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και η ποινική δίωξη εγκλημάτων. Δεδομένου ότι το οργανωμένο έγκλημα δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά σε εθνικό επίπεδο, απαιτείται κοινή αντιμετώπιση σε επίπεδο ΕΕ. Έχουν γίνει ήδη δύο πολύ σημαντικά βήματα με την οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη δημιουργία της ευρωπαϊκής αστυνομικής αρχής, της Eυρωπόλ, η οποία είναι ενεργή από το 1998 (άρθρο 88 της ΣΛΕΕ). Η Ευρωπόλ είναι οργανισμός της ΕΕ από το 2010 και είναι πλέον γνωστή ως Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου. Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, επιδιώκονται επίσης η διευκόλυνση και επιτάχυνση της συνεργασίας σε δίκες και της εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων, η διευκόλυνση της έκδοσης μεταξύ κρατών μελών, ο καθορισμός ελάχιστων όρων για την αντικειμενική υπόσταση αξιόποινων πράξεων καθώς και για τις ποινές στους τομείς του οργανωμένου εγκλήματος, της τρομοκρατίας, της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης γυναικών και παιδιών, της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και όπλων, της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) και της διαφθοράς (άρθρο 83 της ΣΛΕΕ).

Ένα από τα σημαντικότερα βήματα προόδου στη δικαστική συνεργασία εντός της ΕΕ ήταν η σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία συστάθηκε από το Συμβούλιο, με την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939, στο πλαίσιο ενισχυμένης συνεργασίας στην οποία συμμετέχουν 22 κράτη μέλη. Τον Ιούνιο του 2021, 3 έτη μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ξεκίνησε τις δραστηριότητές της μετά από απόφαση της Επιτροπής βάσει πρότασης του Ευρωπαίου Γενικού Εισαγγελέα. Έδρα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας είναι το Λουξεμβούργο. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία οργανώνεται σε κεντρικό και σε αποκεντρωμένο επίπεδο. Το κεντρικό επίπεδο αποτελείται από την Κεντρική Εισαγγελία, η οποία συγκροτείται από το συλλογικό όργανο, τα μόνιμα τμήματα, τον/την Ευρωπαίο/-α γενικό/-ή εισαγγελέα, τους/τις αναπληρωτές/-ριες Ευρωπαίους/-ες γενικούς/-ές εισαγγελείς, τους/τις Ευρωπαίους/-ες εισαγγελείς και τον/τη διοικητικό/-ή διευθυντή/-ρια. Το αποκεντρωμένο επίπεδο αποτελείται από Ευρωπαίους/-ες εντεταλμένους/-ες εισαγγελείς που εδρεύουν στα κράτη μέλη. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρμόδια για την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών αξιόποινων πράξεων καθώς και των συνεργών σε αξιόποινες πράξεις οι οποίες θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ. Για τον σκοπό αυτόν, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διενεργεί έρευνες, διώκει και ασκεί εισαγγελικά καθήκοντα στα αρμόδια δικαστήρια των κρατών μελών έως την οριστική περάτωση της υπόθεσης. Διασφαλίζει κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της τον σεβασμό των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Δεσμεύεται σε όλες τις δραστηριότητές της από τις αρχές του κράτους δικαίου και της αναλογικότητας. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διεξάγει τις έρευνές της με αμεροληψία και συλλέγει όλα τα συναφή αποδεικτικά στοιχεία, είτε είναι ενοχοποιητικά είτε απαλλακτικά.

Ένα άλλο βήμα έγινε με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, που ισχύει στην ΕΕ από τον Ιανουάριο του 2004. Τέτοιο ένταλμα μπορεί να εκδοθεί για αξιόποινη πράξη η οποία τιμωρείται με ποινή φυλάκισης άνω του 1 έτους. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αντικατέστησε τις προηγούμενες χρονοβόρες διαδικασίες έκδοσης.

Όσον αφορά την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, τα καθήκοντα της ΕΕ είναι ιδίως η διαφύλαξη των κοινών αξιών, των θεμελιωδών συμφερόντων και της ανεξαρτησίας της ΕΕ· η ενίσχυση της ασφάλειας της ΕΕ και των κρατών μελών της· η διαφύλαξη της παγκόσμιας ειρήνης και η ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας· η προώθηση της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και της διεθνούς συνεργασίας· η προάσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· και η δημιουργία κοινής άμυνας.

Δεδομένου ότι η ΕΕ δεν αποτελεί κρατικό μόρφωμα, η υλοποίηση αυτών των στόχων μπορεί να γίνει μόνο σταδιακά. Η εξωτερική πολιτική και προπαντός η πολιτική ασφάλειας αποτελούν παραδοσιακά έναν τομέα στον οποίο τα κράτη μέλη φροντίζουν να διαφυλάσσουν την κυριαρχία τους. Εξάλλου, ο προσδιορισμός κοινών συμφερόντων στον τομέα αυτόν δυσχεραίνεται και από το γεγονός ότι από τις χώρες της ΕΕ μόνο η Γαλλία διαθέτει πυρηνικά όπλα. Πρόσθετο πρόβλημα αποτελεί το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη δεν συμμετέχουν στο ΝΑΤΟ. Ως εκ τούτου, οι περισσότερες αποφάσεις για την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας εξακολουθούν να λαμβάνονται επί του παρόντος επί τη βάσει διακρατικής συνεργασίας. Εν τω μεταξύ, πάντως, αναπτύχθηκε μια αυτόνομη εργαλειοθήκη μέσω της οποίας η διακρατική συνεργασία απέκτησε σαφές νομικό πλαίσιο.

Δεδομένου του μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος ασφάλειας, δρομολογήθηκε με τη συνολική στρατηγική της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας μια διαδικασία στενότερης συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας. Τα κράτη μέλη συμφώνησαν να επεκτείνουν τις δραστηριότητες της ΕΕ στον τομέα αυτόν και αναγνώρισαν ότι, για την επίτευξη του εν λόγω στόχου, σημαντικές προϋποθέσεις αποτελούν ο στενότερος συντονισμός, η αύξηση των επενδύσεων στον τομέα της άμυνας και η συνεργασία κατά την ανάπτυξη αμυντικών ικανοτήτων. Αυτός είναι ο κύριος στόχος της μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας (PESCO) σε θέματα ασφάλειας και άμυνας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 42 παράγραφος 6, στο άρθρο 46 και στο πρωτόκολλο αριθ. 10 της ΣΕΕ. Μέσω της PESCO, τα κράτη μέλη αυξάνουν την αποτελεσματικότητά τους όσον αφορά την αντιμετώπιση των προκλήσεων στον τομέα της ασφάλειας και την προώθηση της περαιτέρω ολοκλήρωσης και ενίσχυσης της αμυντικής συνεργασίας στο πλαίσιο της ΕΕ. Το Συμβούλιο εξέδωσε στις 11 Δεκεμβρίου 2017 την απόφαση για τη σύσταση της PESCO και τον κατάλογο των συμμετεχόντων σε αυτή και ολοκλήρωσε με τον τρόπο αυτόν ένα ιστορικό βήμα προόδου. Συνολικά, 25 κράτη μέλη αποφάσισαν να συμμετάσχουν στην PESCO: Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχία, Γερμανία, Εσθονία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Κροατία, Ιταλία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Ουγγαρία, Κάτω Χώρες, Αυστρία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβενία, Σλοβακία, Φινλανδία και Σουηδία.

Οι εξουσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Οι ιδρυτικές Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν παρέχουν στα θεσμικά της όργανα γενική εξουσιοδότηση να θεσπίζουν κάθε αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των σκοπών των Συνθηκών, αλλά καθορίζουν λεπτομερώς στα εκάστοτε κεφάλαια την έκταση των παρεχόμενων εξουσιών. Η βασική αρχή είναι ότι η ΕΕ και τα θεσμικά της όργανα δεν μπορούν να αποφασίζουν τα ίδια για τις νομικές βάσεις και τις αρμοδιότητές τους, καθώς εξακολουθεί να ισχύει η αρχή της δοτής αρμοδιότητας (άρθρο 2 της ΣΛΕΕ). Τα κράτη μέλη επέλεξαν αυτή τη λύση προκειμένου να είναι ευδιάκριτη και ελέγξιμη η μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων τους.

Το ουσιαστικό εύρος των εκάστοτε εξουσιοδοτήσεων διαφέρει ανάλογα με το είδος των τομέων αρμοδιότητας που ανατίθενται στην ΕΕ. Οι αρμοδιότητες που δεν έχουν μεταβιβαστεί στην ΕΕ παραμένουν στο αποκλειστικό πεδίο ευθύνης των κρατών μελών. Στη Συνθήκη ΕΕ ορίζεται ρητά ότι τα θέματα εθνικής ασφάλειας παραμένουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών.

Βέβαια, τίθεται το θέμα της οριοθέτησης των αρμοδιοτήτων της ΕΕ έναντι αυτών των κρατών μελών. Η οριοθέτηση αυτή γίνεται με βάση τρεις κατηγορίες αρμοδιότητας.

  • Αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ (άρθρο 3 της ΣΛΕΕ) στους τομείς στους οποίους η λήψη μέτρων σε επίπεδο ΕΕ είναι κατά τεκμήριο αποτελεσματικότερη από τη μη συντονισμένη λήψη μέτρων σε ένα οποιοδήποτε κράτος μέλος. Οι τομείς αυτοί ορίζονται επακριβώς και περιλαμβάνουν την τελωνειακή ένωση, τη θέσπιση των κανόνων ανταγωνισμού που είναι αναγκαίοι για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, τη νομισματική πολιτική για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, την κοινή εμπορική πολιτική και ορισμένα τμήματα της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Σε αυτούς τους τομείς πολιτικής, μόνον η Ευρωπαϊκή Ένωση δύναται να νομοθετεί και να εκδίδει νομικά δεσμευτικές πράξεις, ενώ τα κράτη μέλη έχουν την εν λόγω δυνατότητα μόνο εάν εξουσιοδοτούνται προς τούτο από την ΕΕ ή μόνο για να εφαρμόσουν τις πράξεις της ΕΕ (άρθρο 2 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ).
  • Συντρέχουσα αρμοδιότητα της ΕΕ με τα κράτη μέλη (άρθρο 4 της ΣΛΕΕ) σε τομείς στους οποίους η ανάληψη δράσης σε επίπεδο ΕΕ προσδίδει προστιθέμενη αξία σε σχέση με την ανάληψη δράσης από τα κράτη μέλη. Υπάρχει συντρέχουσα αρμοδιότητα για τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς· την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή· τη γεωργία και την αλιεία· το περιβάλλον· τις μεταφορές· τα διευρωπαϊκά δίκτυα· τον ενεργειακό εφοδιασμό· και τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Η συντρέχουσα αρμοδιότητα αφορά επίσης τις κοινές ανησυχίες για την ασφάλεια σε θέματα δημόσιας υγείας· την έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη· το διάστημα· την αναπτυξιακή συνεργασία· και την ανθρωπιστική βοήθεια. Σε όλους τους ανωτέρω τομείς η ΕΕ έχει κατά προτεραιότητα αρμοδιότητα, η οποία όμως περιορίζεται μόνο στα θέματα που ορίζονται στη σχετική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να εκτείνεται σε ολόκληρο τον τομέα πολιτικής. Τα κράτη μέλη ασκούν την αρμοδιότητά τους κατά το μέτρο που η ΕΕ δεν έχει ασκήσει ή αποφάσισε να παύσει να ασκεί τη δική της (άρθρο 2 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ). Η τελευταία αυτή περίπτωση συντρέχει όταν τα αρμόδια θεσμικά όργανα της ΕΕ αποφασίζουν να καταργήσουν μια νομοθετική πράξη, ειδικότερα όταν επιθυμούν να εξασφαλίσουν την τήρηση των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Το Συμβούλιο μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή, με πρωτοβουλία ενός ή περισσότερων από τα μέλη του, να υποβάλει προτάσεις για την κατάργηση νομοθετικής πράξης.
  • Αρμοδιότητα για την ανάληψη υποστηρικτικών δράσεων (άρθρο 6 της ΣΛΕΕ). Η αρμοδιότητα της ΕΕ να αναλαμβάνει υποστηρικτικές δράσεις περιορίζεται στον συντονισμό ή στη συμπλήρωση της δράσης των κρατών μελών· η EE δεν επιτρέπεται να εναρμονίζει τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις στους αντίστοιχους τομείς (άρθρο 2 παράγραφος 5 της ΣΛΕΕ). Η ευθύνη για την κατάρτιση νομοθεσίας παραμένει συνεπώς στα κράτη μέλη, τα οποία εν προκειμένω διαθέτουν σε μεγάλο βαθμό ελευθερία δράσης. Αυτή η κατηγορία αρμοδιότητας της ΕΕ καλύπτει τομείς όπως η προστασία και η βελτίωση της ανθρώπινης υγείας, η βιομηχανία, ο πολιτισμός, ο τουρισμός, η παιδεία, η νεολαία, ο αθλητισμός, η επαγγελματική εκπαίδευση, η πολιτική προστασία και η διοικητική συνεργασία. Στους τομείς της οικονομικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ρητά ότι χρειάζεται να συντονίζουν τα εθνικά μέτρα τους στο πλαίσιο της ΕΕ.

Πέραν των ανωτέρω ειδικών εξουσιοδοτήσεων, οι Συνθήκες της ΕΕ παρέχουν στα θεσμικά της όργανα δυνατότητες δράσης όταν αυτή θεωρείται απαραίτητη για τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς καθώς και της διασφάλισης του ανόθευτου ανταγωνισμού (βλ. άρθρο 352 της ΣΛΕΕεπικουρική αρμοδιότητα ή ρήτρα ελαστικότητας). Ωστόσο, τα άρθρα αυτά δεν απονέμουν στα θεσμικά όργανα γενική αρμοδιότητα που να τους επιτρέπει να ασκούν καθήκοντα που δεν εμπίπτουν στους σκοπούς που καθορίζουν οι Συνθήκες, τα δε θεσμικά όργανα της ΕΕ δεν μπορούν να επεκτείνουν τις αρμοδιότητές τους εις βάρος των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών. Στην πράξη γινόταν παλαιότερα συχνή χρήση της συγκεκριμένης εξουσιοδότησης, καθώς η ΕΕ αποκτούσε με το πέρασμα του χρόνου συνεχώς νέα καθήκοντα τα οποία δεν είχαν προβλεφθεί κατά τη σύναψη των ιδρυτικών Συνθηκών και συνεπώς δεν υπήρχαν αντίστοιχες ειδικές εξουσιοδοτήσεις στις Συνθήκες. Συναφώς, μπορούν να αναφερθούν οι τομείς της προστασίας του περιβάλλοντος και των καταναλωτών ή η ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης, σκοπός του οποίου είναι να συμβάλει στη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των ανεπτυγμένων και των υπανάπτυκτων περιοχών της ΕΕ. Ωστόσο, για τους προαναφερόμενους τομείς έχουν παρασχεθεί εν τω μεταξύ ειδικές εξουσιοδοτήσεις. Λόγω των ρητών αυτών διατάξεων, η σημασία της επικουρικής αρμοδιότητας έχει μειωθεί στην πράξη σημαντικά. Για την άσκηση των εν λόγω εξουσιών απαιτείται η έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Τέλος, υπάρχουν περαιτέρω αρμοδιότητες για τη λήψη των μέτρων που απαιτούνται για την αποτελεσματική και εύλογη άσκηση των εξουσιών οι οποίες έχουν ήδη ρητά παραχωρηθεί (σιωπηρές αρμοδιότητες). Οι αρμοδιότητες αυτές έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία για τη διαχείριση των εξωτερικών σχέσεων. Βάσει αυτών, η ΕΕ μπορεί να αναλάβει υποχρεώσεις έναντι τρίτων χωρών ή άλλων διεθνών οργανισμών σε τομείς που καλύπτονται από τον κατάλογο των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην ΕΕ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση Kramer, η οποία απασχόλησε το Δικαστήριο. Η υπόθεση αφορούσε τη δυνατότητα της ΕΕ να συνεργάζεται με διεθνείς οργανισμούς για τον καθορισμό ποσοστώσεων αλιευμάτων και, ενδεχομένως, να αναλαμβάνει αντίστοιχες υποχρεώσεις δυνάμει του διεθνούς δικαίου. Το Δικαστήριο, καθώς δεν υπήρχε ρητή διάταξη στη Συνθήκη ΕΕ, συνήγαγε την απαιτούμενη εξωτερική αρμοδιότητα της ΕΕ από την εσωτερική της αρμοδιότητα για την πολιτική αλιείας στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής.

Ωστόσο, κατά την άσκηση αυτών των αρμοδιοτήτων, η ΕΕ σέβεται την αρχή της επικουρικότητας, η οποία απορρέει από το ρωμαιοκαθολικό κοινωνικό δόγμα και έχει αποκτήσει ουσιαστικά συνταγματικό καθεστώς μέσω της ενσωμάτωσής της στη Συνθήκη ΕΕ (άρθρο 5 παράγραφος 3 της ΣΕΕ). Αυτή περιλαμβάνει δύο πτυχές: τη θετική δήλωση ότι η ΕΕ πρέπει να ενεργεί όταν οι επιδιωκόμενοι στόχοι μπορούν να επιτευχθούν ευκολότερα στο επίπεδο της Ένωσης, η οποία ενισχύει τις αρμοδιότητές της· και την αρνητική δήλωση ότι δεν πρέπει να ενεργεί όταν οι στόχοι μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη μεμονωμένα, η οποία περιορίζει τις εν λόγω αρμοδιότητες. Στους τομείς αποκλειστικής αρμοδιότητας της ΕΕ θεωρείται αυτομάτως ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της αρχής της επικουρικότητας, με αποτέλεσμα να παρέλκει στους τομείς αυτούς η διενέργεια ελέγχου επικουρικότητας. Για όλους τους άλλους τομείς αρμοδιότητας, ωστόσο, αυτό σημαίνει στην πράξη ότι όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, ιδίως όμως η Επιτροπή, οφείλουν πάντοτε να αποδεικνύουν ότι υπάρχει πραγματική ανάγκη κοινών κανόνων και ανάληψης κοινής δράσης. Παραφράζοντας τον Montesquieu, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε την αρχή αυτή ως εξής: όταν δεν είναι αναγκαίο να αναληφθεί δράση σε επίπεδο ΕΕ, είναι αναγκαίο να μην αναληφθεί δράση. Αν αποδειχθεί αναγκαία η θέσπιση κανόνων σε επίπεδο ΕΕ, τίθεται στη συνέχεια το ερώτημα σχετικά με την ένταση και τη μορφή που θα πρέπει να λάβουν. Η απάντηση απορρέει από την αρχή της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στη Συνθήκη ΕΕ σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί αρμοδιότητας (άρθρο 5 παράγραφος 4 της ΣΕΕ). Αυτό σημαίνει ότι η ανάγκη για τη συγκεκριμένη νομική πράξη πρέπει να αξιολογηθεί διεξοδικά προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχουν λιγότερο περιοριστικά μέσα για την επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος. Αυτό σημαίνει κυρίως ότι πρέπει να δίδεται προτεραιότητα στους κανονισμούς-πλαίσια, στα ελάχιστα πρότυπα και στην αμοιβαία αναγνώριση των υφιστάμενων προτύπων των κρατών μελών και να αποφεύγονται, κατά το δυνατόν, οι υπερβολικά λεπτομερείς νομοθετικές διατάξεις και οι εναρμονιστικοί κανόνες.

Το γράφημα αυτό παρουσιάζει τη σύνθεση βασικών θεσμικών και λοιπών οργάνων της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Επιτροπής των Περιφερειών, της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.

παρουσιάζει την επισκόπηση της οικονομικής κατάστασης στην ετήσια έρευνά της για τη βιώσιμη ανάπτυξη για το επόμενο έτος. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο απαρτίζεται από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων των 27 κρατών μελών της ΕΕ, καθώς και από τον/την πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και τον/την πρόεδρο της Επιτροπής. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελείται από 27 υπουργούς, έναν από κάθε κράτος μέλος. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απαρτίζεται από 705 μέλη. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απαρτίζεται από 27 μέλη, ένα από κάθε κράτος μέλος. Η Επιτροπή των Περιφερειών έχει 329 μέλη. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έχει 326 μέλη. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαρτίζεται από 27 δικαστές όσον αφορά το Δικαστήριο (έναν δικαστή από κάθε κράτος μέλος) και από 54 δικαστές όσον αφορά το Γενικό Δικαστήριο (δύο από κάθε κράτος μέλος). Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο έχει 27 μέλη, ένα από κάθε κράτος μέλος. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποτελείται από 20 διοικητές, που αντιπροσωπεύουν τις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων έχει ένα Συμβούλιο των Διοικητών απαρτιζόμενο από 27 μέλη, ένα από κάθε κράτος μέλος.

Η τήρηση των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας μπορεί να ελέγχεται πλέον και από τα εθνικά κοινοβούλια. Για τον σκοπό αυτόν δημιουργήθηκε ένας μηχανισμός έγκαιρης προειδοποίησης, που επιτρέπει στα εθνικά κοινοβούλια να εκδίδουν εντός 8 εβδομάδων από τη διαβίβαση νομοθετικής πρότασης της ΕΕ αιτιολογημένη γνώμη όπου εκθέτουν τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι η επίμαχη νομοθετική πρόταση δεν τηρεί τις απαιτήσεις της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Εάν η εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη υποστηρίζεται τουλάχιστον από το ένα τρίτο των ψήφων που διαθέτουν τα εθνικά κοινοβούλια (κάθε εθνικό κοινοβούλιο έχει δύο ψήφους, ενώ στην περίπτωση κοινοβουλευτικών συστημάτων με δύο σώματα κάθε σώμα έχει μία ψήφο), η νομοθετική πρόταση πρέπει να επανεξετάζεται από το θεσμικό όργανο που την εξέδωσε (συνήθως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή). Μετά την επανεξέταση αυτή, η πρόταση μπορεί να δια­τηρηθεί, να τροποποιηθεί ή να αποσυρθεί. Στην περίπτωση που η Επιτροπή επιλέξει να διατηρήσει το σχέδιο, οφείλει να εκδώσει αιτιολογημένη γνώμη στην οποία εξηγεί τους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι το σχέδιο συνάδει με την αρχή της επικουρικότητας. Η εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη και οι αιτιολογημένες γνώμες των εθνικών κοινοβουλίων διαβιβάζονται στον νομοθέτη της ΕΕ ώστε να ληφθούν υπόψη κατά τη νομοθετική διαδικασία. Εάν, με πλειοψηφία 55 % των μελών του Συμβουλίου ή πλειοψηφία των ψηφισάντων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο νομοθέτης της ΕΕ κρίνει ότι η πρόταση δεν είναι συμβατή με την αρχή της επικουρικότητας, δεν συνεχίζεται η εξέταση της νομοθετικής πρότασης.

Θεσμικά όργανα και οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Άρθρο 13 της ΣΕΕ (θεσμικό πλαίσιο)

  1. Η Ένωση διαθέτει θεσμικό πλαίσιο που αποσκοπεί στην προώθηση των αξιών της, στην επιδίωξη των στόχων της, στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, των συμφερόντων των πολιτών της και των συμφερόντων των κρατών μελών, καθώς και στη διασφάλιση της συνοχής, της αποτελεσματικότητας και της συνέχειας των πολιτικών και των δράσεών της.

    Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης είναι:

    • το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
    • το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο,
    • το Συμβούλιο,
    • η Ευρωπαϊκή Επιτροπή,
    • το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
    • η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα,
    • το Ελεγκτικό Συνέδριο.
  2. Κάθε θεσμικό όργανο δρα εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται από τις Συνθήκες, σύμφωνα με τις διαδικασίες, τους όρους και τους σκοπούς τους οποίους προβλέπουν. Τα θεσμικά όργανα συνεργάζονται μεταξύ τους καλή τη πίστει.
  3. Οι διατάξεις σχετικά με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς και οι λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με τα άλλα θεσμικά όργανα, περιέχονται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  4. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή επικουρούνται από την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και από την Επιτροπή των Περιφερειών, οι οποίες ασκούν συμβουλευτικά καθήκοντα.

Ένα άλλο ερώτημα που ανακύπτει σε σχέση με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η οργάνωσή της. Ποια είναι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ; Καθώς η ΕΕ ασκεί καθήκοντα που κανονικά ασκούνται μόνο από κράτη, προκύπτει το ερώτημα αν διαθέτει κυβέρνηση, κοινοβούλιο, διοικητικές αρχές και δικαστήρια, όπως τα γνωρίζουμε αυτά από τα κράτη μέλη. Η εκπλήρωση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην ΕΕ και ο χειρισμός της διαδικασίας ολοκλήρωσης σκοπίμως δεν αφέθηκαν αποκλειστικά και μόνο στα κράτη μέλη ή στη διεθνή συνεργασία. Πολλώ δε μάλλον καθόσον η ΕΕ διαθέτει ένα θεσμικό σύστημα το οποίο της επιτρέπει να δίνει νέα ώθηση στην ευρωπαϊκή ενοποίηση θέτοντας παράλληλα νέους στόχους για αυτή και να θεσπίζει διατάξεις εξίσου δεσμευτικές για όλα τα κράτη μέλη στους τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της.

Κυρίαρχους ρόλους στο θεσμικό σύστημα της ΕΕ έχουν τα θεσμικά της όργανα —ήτοι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο. Επικουρικό ρόλο στο θεσμικό σύστημα της ΕΕ έχουν η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών.

Θεσμικά όργανα

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (άρθρο 14 της ΣΕΕ)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκπροσωπεί τους λαούς των κρατών μελών της ΕΕ. Προήλθε από την Κοινή Συνέλευση της ΕΚΑΧ, τη Συνέλευση της ΕΟΚ και τη Συνέλευση της Ευρατόμ, οι οποίες ενώθηκαν σε μια «Συνέλευση» βάσει της Σύμβασης περί ορισμένων κοινών οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του 1957 (πρώτη Συνθήκη συγχώνευσης). Η επίσημη αλλαγή ονομασίας σε «Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο» έγινε με την τροποποίηση της Συνθήκης ΕΚ από τη Συνθήκη ΕΕ (Συνθήκη του Μάαστριχτ)· ωστόσο, η αλλαγή επιβεβαίωσε απλώς την ονομασία που ήδη χρησιμοποιούνταν ευρέως από το 1958, όταν η ίδια η Συνέλευση επέλεξε να μετονομαστεί σε «Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο».

Σύνθεση και εκλογή

Δομή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 2019-2024

  • ΠΡΟΕΔΡΟΣ
  • 14 αντιπρόεδροι
  • 5 κοσμήτορες (συμβουλευτικά καθήκοντα)

Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι αντιπρόεδροι και οι κοσμήτορες (βουλευτές του ΕΚ στους οποίους έχουν ανατεθεί διοικητικά και οικονομικά καθήκοντα) συγκροτούν το Προεδρείο, το οποίο εκλέγεται από το Κοινοβούλιο για θητεία 2,5 ετών. Παράλληλα υπάρχει και η Διάσκεψη των Προέδρων, η οποία απαρτίζεται από τον/την πρόεδρο του Κοινοβουλίου και τους/τις προέδρους των πολιτικών ομάδων. Αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα οργάνωσης του Κοινοβουλίου, καθώς και για τις σχέσεις με τα άλλα θεσμικά όργανα της ΕΕ και με οργανισμούς εκτός της ΕΕ.

Κράτος μέλος Έδρες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Γερµανία 96
Γαλλία 79
Ιταλία 76
Ισπανία 59
Πολωνία 52
Ρουµανία 33
Κάτω Χώρες 29
Βέλγιο 21
Τσεχία 21
Ελλάδα 21
Ουγγαρία 21
Πορτογαλία 21
Σουηδία 21
Αυστρία 19
Βουλγαρία 17
∆ανία 14
Σλοβακία 14
Φινλανδία 14
Ιρλανδία 13
Κροατία 12
Λιθουανία 11
Λετονία 8
Σλοβενία 8
Εσθονία 7
Κύπρος 6
Λουξεµβούργο 6
Μάλτα 6

Έως το 1979 οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ήταν μέλη των εθνικών κοινοβουλίων, από τα οποία επιλέγονταν και διορίζονταν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η προβλεπόμενη ήδη στις Συνθήκες καθολική και άμεση εκλογή των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (βουλευτών του ΕΚ) από τους πολίτες των κρατών μελών, έπειτα από αλλεπάλληλες άκαρπες πρωτοβουλίες, υλοποιήθηκε τελικά για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1979, οπότε διεξήχθησαν οι πρώτες άμεσες εκλογές. Πλέον οι άμεσες εκλογές διεξάγονται ανά 5 έτη, που αντιστοιχούν στη διάρκεια κάθε «κοινοβουλευτικής περιόδου». Ύστερα από προσπάθειες δεκαετιών, θεσπίστηκε εντέλει ενιαία εκλογική διαδικασία με την πράξη περί εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση καθολική ψηφοφορία το 1976, και στη συνέχεια μεταρρυθμίστηκε ριζικά με την πράξη περί άμεσης εκλογής το 2002. Με βάση το σύστημα αυτό, το κάθε κράτος μέλος εξακολουθεί να έχει τη δική του εκλογική διαδικασία, εφαρμόζοντας όμως ομοιόμορφους θεμελιώδεις δημοκρατικούς κανόνες:

  • καθολική και άμεση εκλογή,
  • αναλογική εκπροσώπηση,
  • μυστική και ελεύθερη ψηφοφορία,
  • ελάχιστη ηλικία (για το δικαίωμα ψήφου, η ηλικία αυτή είναι τα 18 έτη σε όλα τα κράτη μέλη εκτός από την Αυστρία και τη Μάλτα, όπου το κατώτατο όριο ηλικίας ψήφου είναι τα 16 έτη, και την Ελλάδα, όπου το κατώτατο όριο είναι τα 17 έτη),
  • ανανεώσιμη πενταετή θητεία,
  • ασυμβίβαστα (οι βουλευτές του ΕΚ δεν μπορούν να κατέχουν ταυτόχρονα δύο αξιώματα, π.χ. το αξίωμα του δικαστή, του εισαγγελέα, του υπουργού· υπόκεινται επίσης στη νομοθεσία της χώρας τους, η οποία μπορεί να περιορίσει περαιτέρω τη δυνατότητά τους να κατέχουν περισσότερες από μία θέσεις ή αξιώματα),
  • ημερομηνία εκλογών,
  • ισότητα ανδρών-γυναικών.

Σε ορισμένα κράτη (Βέλγιο, Λουξεμβούργο και Ελλάδα) η ψήφος είναι υποχρεωτική.

Επιπλέον, το 2009 τέθηκε σε ισχύ ένα ενιαίο καθεστώς για τους βουλευτές του ΕΚ, το οποίο, μεταξύ άλλων, καθιστά διαφανείς τους όρους και τις συνθήκες εργασίας τους και περιλαμβάνει σαφείς κανόνες. Επίσης, προβλέπει τον ίδιο μισθό για όλους τους βουλευτές του ΕΚ, ο οποίος καταβάλλεται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ.

Με την άμεση εκλογή του πλέον, το Κοινοβούλιο απολαύει δημοκρατικής νομιμοποίησης και μπορεί πράγματι να διεκδικεί τον τίτλο του «αντιπροσώπου των πολιτών της Ένωσης». Όμως η ύπαρξη ενός άμεσα εκλεγμένου κοινοβουλίου δεν μπορεί από μόνη της να ικανοποιήσει τη θεμελιώδη απαίτηση κάθε δημοκρατικού συντάγματος, σύμφωνα με την οποία κάθε κρατική εξουσία πρέπει να πηγάζει από τον λαό. Αυτό δεν σημαίνει απλώς ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων πρέπει να είναι διαφανής και ότι τα όργανα λήψης αποφάσεων πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικά· απαιτείται κοινοβουλευτικός έλεγχος, και το Κοινοβούλιο πρέπει να παρέχει νομιμοποίηση στα θεσμικά όργανα της ΕΕ που συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Στο ζήτημα αυτό έχει επίσης σημειωθεί σημαντική πρόοδος κατά τα τελευταία χρόνια. Όχι μόνο διευρύνθηκαν επανειλημμένως τα δικαιώματα του Κοινοβουλίου, αλλά με τη Συνθήκη της Λισαβόνας η δράση της ΕΕ υποχρεούται ρητά να τηρεί την αρχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ως εκ τούτου, όλοι οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκπροσωπούνται άμεσα στο Κοινοβούλιο και έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν ενεργά στον δημοκρατικό βίο της ΕΕ. Ο βασικός στόχος είναι οι αποφάσεις σε επίπεδο ΕΕ να λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά και με τρόπο εγγύτερο στους πολίτες. Τα πολιτικά κόμματα σε επίπεδο ΕΕ οφείλουν να συμβάλλουν στη διαμόρφωση ευρωπαϊκής ταυτότητας και να εκφράζουν τη βούληση των πολιτών της Ένωσης. Το έλλειμμα που θα μπορούσε να διακρίνει κανείς στο σημερινό δημοκρατικό μοντέλο της ΕΕ έγκειται στο ότι, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στο εθνικό μοντέλο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν εκλέγει κυβέρνηση η οποία να είναι υπόλογη σε αυτό.

Άρθρο 10 της ΣΕΕ (αντιπροσωπευτική δημοκρατία)

  1. Η λειτουργία της Ένωσης θεμελιώνεται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
  2. Οι πολίτες εκπροσωπούνται άμεσα στο επίπεδο της Ένωσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

    Τα κράτη μέλη εκπροσωπούνται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο από τον αρχηγό κράτους ή κυβέρνησης και στο Συμβούλιο από τις κυβερνήσεις τους, οι οποίοι είναι δημοκρατικά υπεύθυνοι είτε έναντι των εθνικών τους κοινοβουλίων, είτε έναντι των πολιτών τους.

  3. Κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στον δημοκρατικό βίο της Ένωσης. Οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά και εγγύτερα στους πολίτες.
  4. Τα πολιτικά κόμματα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, συμβάλλουν στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής συνείδησης και στην έκφραση της βούλησης των πολιτών της Ένωσης.

Το εν λόγω «έλλειμμα» εξηγείται, ωστόσο, από το γεγονός ότι στην ΕΕ δεν υπάρχει κυβέρνηση με τη συμβατική έννοια του όρου. Αντιθέτως, οι προβλεπόμενες από τις Συνθήκες της ΕΕ οιονεί κυβερνητικές λειτουργίες ασκούνται με βάση συγκεκριμένο καταμερισμό εργασίας από το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Αξιοσημείωτο είναι εξάλλου το γεγονός ότι με τη Συνθήκη της Λισαβόνας εκχωρήθηκαν στο Κοινοβούλιο ευρείες εξουσίες σε σχέση με τον διορισμό της Επιτροπής, οι οποίες εκτείνονται από την εκλογή του/της προέδρου της Επιτροπής από το Κοινοβούλιο κατόπιν σύστασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μέχρι την υπαγωγή της Επιτροπής, ως σώματος, σε ψήφο έγκρισης του Κοινοβουλίου (δικαίωμα διορισμού). Ωστόσο, το Κοινοβούλιο δεν ασκεί τέτοια επιρροή στη σύνθεση του Συμβουλίου, το οποίο υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο μόνο στο μέτρο που όλα τα μέλη του είναι υπόλογα, λόγω της ιδιότητάς τους ως υπουργών των κρατών μελών, στα εθνικά τους κοινοβούλια.

Σημαντικά ενισχύθηκε ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη νομοθετική διαδικασία της ΕΕ. Με την καθιέρωση της διαδικασίας συναπόφασης ως συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, το Κοινοβούλιο κατέστη ουσιαστικά «συννομοθέτης» μαζί με το Συμβούλιο. Στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, το Κοινοβούλιο δύναται να προβαίνει σε περισσότερες από μία αναγνώσεις, διατυπώνοντας τροπολογίες επί των νομοθετικών πράξεων, τις οποίες μέχρι ενός βαθμού μπορεί να τις επιβάλει στο Συμβούλιο. Χωρίς συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου δεν είναι δυνατή η θέσπιση νομοθετικής πράξης της ΕΕ.

Περαιτέρω, πολύ σημαντικός είναι παραδοσιακά ο ρόλος του Κοινοβουλίου στη διαδικασία του προϋπολογισμού. Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, οι εξουσίες του Κοινοβουλίου σχετικά με τον προϋπολογισμό ενισχύθηκαν περαιτέρω, υπό την έννοια ότι το Κοινοβούλιο πρέπει να εγκρίνει το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο και έχει εξουσίες συναπόφασης για όλες τις δαπάνες.

Το Κοινοβούλιο διαθέτει δικαίωμα έγκρισης ως προς όλες τις σημαντικές διεθνείς συμφωνίες που αφορούν τομείς για τους οποίους απαιτείται συναπόφαση, καθώς και τις συνθήκες προσχώρησης που συνάπτονται με νέα κράτη μέλη και καθορίζουν τους όρους της προσχώρησης.

Με το πέρασμα του χρόνου έχουν επίσης διευρυνθεί σημαντικά οι εποπτικές εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Έτσι η Επιτροπή οφείλει να απαντά στις ερωτήσεις του Κοινοβουλίου, να εκθέτει τις προτάσεις της ενώπιόν του και να του υποβάλλει προς συζήτηση ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της ΕΕ. Το Κοινοβούλιο μπορεί με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του να υπερψηφίσει πρόταση μομφής και να εξαναγκάσει έτσι την Επιτροπή να υποβάλει συλλογικά παραίτηση (άρθρο 234 της ΣΛΕΕ). Στο Κοινοβούλιο έχουν υποβληθεί διάφορες προτάσεις μομφής, χωρίς ωστόσο κάποια από αυτές να λάβει την απαιτούμενη πλειοψηφία2. Δεδομένου ότι στην πράξη το Συμβούλιο απαντά επίσης σε κοινοβουλευτικές ερωτήσεις, το Κοινοβούλιο έχει τη δυνατότητα άμεσου πολιτικού διαλόγου με δύο σημαντικά θεσμικά όργανα.

Οι εν λόγω εποπτικές εξουσίες του Κοινοβουλίου έχουν ενισχυθεί έκτοτε. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί πλέον να συγκροτεί ειδικές εξεταστικές επιτροπές με σκοπό τη διερεύνηση εικαζόμενων περιπτώσεων παράβασης του δικαίου της Ένωσης ή κακοδιοίκησης. Μία τέτοια επιτροπή συστάθηκε τον Ιούνιο του 2016 μετά τις αποκαλύψεις των εγγράφων του Παναμά για υπεράκτιες εταιρείες και τους μυστικούς τελικούς δικαιούχους τους. Καθήκον της ήταν να διερευνήσει πιθανές παραβάσεις της νομοθεσίας της ΕΕ σε σχέση με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος), φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή. Μια άλλη εξεταστική επιτροπή, που επίσης συστάθηκε το 2016, ασχολήθηκε με το σκάνδαλο των εκπομπών ρύπων των οχημάτων. Τέλος, τον Ιούνιο του 2020 το Κοινοβούλιο συνέστησε εξεταστική επιτροπή για τις μεταφορές ζώων στην ΕΕ, με εντολή να διερευνήσει παραβιάσεις του κανονισμού για τη μεταφορά ζώντων ζώων [κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2005]. Περαιτέρω, με τις Συνθήκες διασφαλίζεται το δικαίωμα κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου να υποβάλλει αναφορές στο Κοινοβούλιο, οι οποίες στη συνέχεια εξετάζονται από μόνιμη Επιτροπή Αναφορών. Τέλος, το Κοινοβούλιο, κάνοντας χρήση των εξουσιών του, διόρισε Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή στον οποίο μπορούν να παραπεμφθούν καταγγελίες για κακοδιοίκηση κατά των θεσμικών οργάνων ή οργανισμών της ΕΕ στο πλαίσιο της άσκησης των δραστηριοτήτων τους, εξαιρουμένου του Δικαστηρίου. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί να διεξάγει έρευνες και πρέπει να ενημερώνει το οικείο θεσμικό όργανο ή τον οικείο οργανισμό σχετικά με τις ενέργειες αυτές και να υποβάλλει στο Κοινοβούλιο έκθεση σχετικά με το αποτέλεσμα των ερευνών του.

Έδρα

Το Κοινοβούλιο έχει την έδρα του στο Στρασβούργο, όπου λαμβάνουν χώρα οι 12 μηνιαίες σύνοδοι της ολομέλειας, συμπεριλαμβανομένης της συνόδου για τον προϋπολογισμό. Οι πρόσθετοι σύνοδοι της ολομέλειας λαμβάνουν χώρα στις Βρυξέλλες, όπου συνεδριάζουν και οι επιτροπές. Αντίθετα, η Γενική Γραμματεία του Κοινοβουλίου είναι εγκατεστημένη στο Λουξεμβούργο. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του 1992 σχετικά με τους τόπους εργασίας επικυρώθηκε με το πρωτόκολλο αριθ. 6 της Συνθήκης της Λισαβόνας. Ως αποτέλεσμα αυτής της απόφασης, οι βουλευτές του ΕΚ και ορισμένοι υπάλληλοι του Κοινοβουλίου πρέπει να μετακινούνται μεταξύ Στρασβούργου, Βρυξελλών και Λουξεμβούργου, γεγονός που συνεπάγεται υψηλές δαπάνες.

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (άρθρο 15 της ΣΕΕ)

Οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων και οι πρόεδροι του Συμβουλίου και της Επιτροπής συνεδριάζουν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τουλάχιστον δύο φορές το εξάμηνο στις Βρυξέλλες.

Σύνθεση και αρμοδιότητες

Σύνθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου

  • Αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών μελών
  • Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου
  • Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
  • Ύπατος/-η εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας

Αρμοδιότητες

Καθορισμός των γενικών πολιτικών στόχων και προτεραιοτήτων της ΕΕ

Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας θεσπίστηκε το αξίωμα του/της προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ο/Η πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν κατέχει εθνικό αξίωμα, σε αντίθεση με την προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά ευρωπαϊκό αξίωμα, το οποίο ασκεί για 2,5 έτη με καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Το πρόσωπο που διορίζεται πρόεδρος θα πρέπει να είναι εξέχουσα προσωπικότητα, που επιλέγεται με ειδική πλειοψηφία των μελών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Μπορεί δε να επανεκλεγεί άπαξ. Τα καθήκοντα του/της προέδρου περιλαμβάνουν την προετοιμασία και την παρακολούθηση των συνόδων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και την εκπροσώπηση της ΕΕ σε διεθνείς συνόδους κορυφής στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν ασκεί νομοθετικές αρμοδιότητες. Αρμοδιότητά του είναι ο καθορισμός των γενικών πολιτικών προσανατολισμών της Ένωσης. Αυτοί έχουν τη μορφή «συμπερασμάτων», τα οποία εγκρίνονται συναινετικά και περιλαμβάνουν βασικές πολιτικές αποφάσεις ή οδηγίες και κατευθυντήριες γραμμές προς το Συμβούλιο ή την Επιτροπή. Με τον τρόπο αυτό το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διηύθυνε τις εργασίες για την οικονομική και νομισματική ένωση, για το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα, για την άμεση εκλογή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και για διάφορα ενταξιακά ζητήματα.

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 16 της ΣΕΕ)
Σύνθεση και προεδρία

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών μελών. Καθένα από τα 27 κράτη μέλη αποστέλλει έναν/μία αντιπρόσωπο, ο/η οποίος/-α κατά κανόνα, όχι όμως υποχρεωτικά, είναι ο/η εκάστοτε καθ’ ύλην αρμόδιος/-α υπουργός ή υφυπουργός. Είναι απαραίτητο οι εν λόγω αντιπρόσωποι να είναι εξουσιοδοτημένοι να δεσμεύσουν τις κυβερνήσεις των χωρών τις οποίες εκπροσωπούν. Και μόνο το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις μπορούν να εκπροσωπούνται με διάφορους τρόπους καταδεικνύει ότι δεν υπάρχουν μόνιμα μέλη του Συμβουλίου· αντιθέτως, οι αντιπρόσωποι που μετέχουν στο Συμβούλιο συνέρχονται σε 10 διαφορετικές συνθέσεις ανάλογα με τα υπό συζήτηση θέματα.

Οι 10 συνθέσεις του Συμβουλίου

Ένας/Μία αντιπρόσωπος κάθε κυβέρνησης κράτους μέλους σε υπουργικό επίπεδο, με τη σύνθεση να διαφέρει ανάλογα με το υπό συζήτηση θέμα

Υπό την προεδρία του/της ύπατου/-ης εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας:

  • Εξωτερικές Υποθέσεις

Υπό την προεδρία του κράτους μέλους που ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου:

  • Γενικές Υποθέσεις
  • Οικονομικά και Δημοσιονομικά Θέματα
  • Δικαιοσύνη και Εσωτερικές Υποθέσεις
  • Απασχόληση, Κοινωνική Πολιτική, Υγεία και Καταναλωτές
  • Ανταγωνιστικότητα
  • Μεταφορές, Τηλεπικοινωνίες και Ενέργεια
  • Γεωργία και Αλιεία
  • Περιβάλλον
  • Παιδεία, Νεολαία, Πολιτισμός και Αθλητισμός

Το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων καθορίζει τη δράση της ΕΕ στο εξωτερικό σύμφωνα με τις στρατηγικές κατευθυντήριες γραμμές του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και διασφαλίζει τη συνέπεια και τη συνοχή της δράσης. Το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων συντονίζει τις εργασίες του Συμβουλίου στις διάφορες συνθέσεις του και, από κοινού με τους/τις προέδρους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προετοιμάζει τις συνόδους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η προεδρία του Συμβουλίου —εξαιρουμένου του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, του οποίου προεδρεύει ο/η ύπατος/-η εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας— ασκείται εκ περιτροπής από κάθε κράτος μέλος για περίοδο 6 μηνών. Η σειρά άσκησης της προεδρίας ορίζεται με ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου. Η εναλλαγή στην προεδρία γίνεται την 1η Ιανουαρίου και την 1η Ιουλίου κάθε έτους (2020: Κροατία, Γερμανία· 2021: Πορτογαλία, Σλοβενία· 2022: Γαλλία, Τσεχία· 2023: Σουηδία, Ισπανία). Προκειμένου να εξασφαλισθεί συνέχεια, παρά τη σχετικά συχνή εναλλαγή στην προεδρία, οι εργασίες ακολουθούν ένα πρόγραμμα το οποίο καταρτίζεται από τις εκάστοτε τρεις διαδοχικές προεδρίες και, συνεπώς, ισχύει για διάστημα 18 μηνών (η λεγόμενη «ομαδική προεδρία»). Η προεδρία είναι επιφορτισμένη κυρίως με τον συνολικό συντονισμό των εργασιών του Συμβουλίου και των επιτροπών του. Εξάλλου, η προεδρία του Συμβουλίου έχει επίσης πολιτική σημασία, δεδομένου ότι το κράτος μέλος που την ασκεί αναβαθμίζεται στη διεθνή σκηνή και έτσι παρέχεται η ευκαιρία ιδίως στα μικρότερα κράτη μέλη να αναδειχθούν πολιτικά απέναντι στους «μεγάλους» και να προβληθούν στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.

Η προετοιμασία των εργασιών του Συμβουλίου γίνεται από πληθώρα προπαρασκευαστικών οργάνων (επιτροπές και ομάδες εργασίας), τα οποία αποτελούνται από εκπροσώπους των κρατών μελών. Το σημαντικότερο προπαρασκευαστικό όργανο είναι η Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών (ΕΜΑ Ι και ΙΙ), η οποία συνεδριάζει κατά κανόνα τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα.

Το Συμβούλιο επικουρείται από Γενική Γραμματεία, υπό την ευθύνη γενικού/-ής γραμματέα/-ως που διορίζεται από το Συμβούλιο.

Έδρα του Συμβουλίου είναι οι Βρυξέλλες.

Αρμοδιότητες

Το Συμβούλιο έχει πέντε βασικές αρμοδιότητες.

  • Κορυφαία προτεραιότητα του Συμβουλίου είναι η θέσπιση νομοθεσίας, αρμοδιότητα την οποία ασκεί από κοινού με το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας.
  • Το Συμβούλιο είναι επίσης αρμόδιο για τη διασφάλιση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών.
  • Χαράσσει την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας της ΕΕ βάσει κατευθυντήριων γραμμών που καθορίζονται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
  • Το Συμβούλιο είναι αρμόδιο για τη σύναψη συμφωνιών μεταξύ της ΕΕ και τρίτων χωρών ή διεθνών οργανισμών.
  • Καταρτίζει, βάσει σχεδίου της Επιτροπής, τον προϋπολογισμό, ο οποίος στη συνέχεια πρέπει να εγκριθεί από το Κοινοβούλιο. Επίσης, εκδίδει σύσταση προς το Κοινοβούλιο σχετικά με την απαλλαγή της Επιτροπής ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

Είναι επίσης αρμόδιο για τον διορισμό των μελών του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, καθώς και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Περιφερειών.

Διαπραγματεύσεις και λήψη αποφάσεων στο Συμβούλιο

Κατά τις συνόδους του Συμβουλίου επέρχεται εξισορρόπηση μεταξύ των εθνικών συμφερόντων των κρατών μελών και των συμφερόντων της ΕΕ. Μολονότι τα κράτη μέλη προβάλλουν στο πλαίσιο του Συμβουλίου προπαντός τα εθνικά τους συμφέροντα, υποχρεούνται συγχρόνως να λαμβάνουν υπόψη τους στόχους και τις ανάγκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό της. Το Συμβούλιο είναι θεσμικό όργανο της ΕΕ και όχι διακυβερνητική διάσκεψη. Ως εκ τούτου, κατά τις διασκέψεις του Συμβουλίου δεν αναζητείται ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής μεταξύ των κρατών μελών, αλλά επιδιώκεται η βέλτιστη εξισορρόπηση μεταξύ των συμφερόντων της ΕΕ και των κρατών μελών.

Το Συμβούλιο συνεδριάζει και αποφασίζει βάσει εγγράφων και σχεδίων συντεταγμένων στις 24 επίσημες γλώσσες της ΕΕ (αγγλική, βουλγαρική, γαλλική, γερμανική, δανική, ελληνική, εσθονική, ιρλανδική, ισπανική, ιταλική, κροατική, λετονική, λιθουανική, μαλτέζικη, ολλανδική, ουγγρική, πολωνική, πορτογαλική, ρουμανική, σλοβακική, σλοβενική, σουηδική, τσεχική και φινλανδική). Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις επιτρέπεται κατόπιν ομόφωνης απόφασης η παρέκκλιση από τον γλωσσικό κανόνα. Το ίδιο ισχύει για τις προτάσεις τροπολογιών οι οποίες εισάγονται και συζητούνται κατά τη διάρκεια της συνόδου.

Σύμφωνα με τις Συνθήκες της ΕΕ, στην ψηφοφορία στο Συμβούλιο εφαρμόζεται ο κανόνας της πλειοψηφίας —κατά κανόνα, αρκεί η ειδική πλειοψηφία (άρθρο 16 παράγραφος 3 της ΣΕΕ). Η απλή πλειοψηφία, όπου κάθε μέλος του Συμβουλίου έχει μία ψήφο, εφαρμόζεται μόνο σε ορισμένους τομείς, ιδίως όταν πρόκειται για διαδικαστικά ζητήματα (η απλή πλειοψηφία επί των 27 κρατών μελών επιτυγχάνεται με 14 ψήφους).

Σύμφωνα με το σύστημα της διπλής πλειοψηφίας, ειδική πλειοψηφία επιτυγχάνεται όταν η πρόταση της Επιτροπής υποστηρίζεται από το 55 % τουλάχιστον των μελών του Συμβουλίου, το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον 15 κράτη μέλη που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 65 % του πληθυσμού της ΕΕ (άρθρο 16 παράγραφος 4 της ΣΕΕ)3.

Προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο να παρεμποδιστεί η έκδοση απόφασης από κράτη μέλη με μικρότερο πληθυσμό, η μειοψηφία αρνησικυρίας πρέπει να αποτελείται από τουλάχιστον τέσσερα κράτη μέλη που να αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 35 % του πληθυσμού της ΕΕ. Το σύστημα περιλαμβάνει και έναν συμπληρωματικό μηχανισμό: σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επίτευξη μειοψηφίας αρνησικυρίας, η διαδικασία λήψης απόφασης μπορεί να ανασταλεί. Στην περίπτωση αυτή το Συμβούλιο δεν διεξάγει ψηφοφορία αλλά συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις για εύλογο χρονικό διάστημα, εφόσον το ζητήσουν μέλη του που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 75 % του πληθυσμού ή τουλάχιστον το 75 % του αριθμού των κρατών μελών που απαιτούνται για τη διαμόρφωση μειοψηφίας αρνησικυρίας.

Για τη λήψη αποφάσεων που άπτονται ιδιαίτερα ευαίσθητων πολιτικών ζητημάτων, οι Συνθήκες απαιτούν ομοφωνία. Ωστόσο, οι αποχές δεν παρεμποδίζουν τη λήψη απόφασης. Ομοφωνία απαιτείται ακόμα για αποφάσεις σε θέματα φορολογίας, κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας των εργαζομένων, για τη διαπίστωση παραβιάσεων συνταγματικών αρχών εκ μέρους κράτους μέλους, καθώς και για αποφάσεις που αφορούν τον καθορισμό αρχών της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και την εφαρμογή της ή για ορισμένες αποφάσεις στους τομείς της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.

Ύπατος/-η εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας (άρθρο 18 της ΣΕΕ)

Ο/Η ύπατος/-η εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας δεν έγινε ο/η υπουργός Εξωτερικών της ΕΕ, όπως προβλεπόταν στο σχέδιο συντάγματος· ωστόσο, η θέση του/της στο θεσμικό πλαίσιο ενισχύθηκε και διευρύνθηκε σημαντικά. Ο/Η ύπατος/-η εκπρόσωπος έχει παρουσία τόσο στο Συμβούλιο, όπου προεδρεύει του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, όσο και στην Επιτροπή, όπου ως αντιπρόεδρος είναι αρμόδιος/-α για τις εξωτερικές υποθέσεις. Ο/Η ύπατος/-η εκπρόσωπος διορίζεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, και με τη σύμφωνη γνώμη του/της προέδρου της Επιτροπής. Επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, η οποία συστάθηκε το 2011 και προέκυψε από τη συγχώνευση των αρμόδιων για θέματα εξωτερικής πολιτικής υπηρεσιών του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ενώ περιλαμβάνει επίσης διπλωμάτες των εθνικών διπλωματικών αρχών.

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (άρθρο 17 της ΣΕΕ)

Σύνθεση

27 μέλη, μεταξύ των οποίων:

  • πρόεδρος
  • 3 εκτελεστικοί/-ές αντιπρόεδροι
  • ύπατος/-η εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας
  • 4 επιπλέον αντιπρόεδροι
  • 18 επίτροποι

Αρμοδιότητες

  • Πρωτοβουλία κατάρτισης νομοθεσίας της ΕΕ
  • Έλεγχος της τήρησης και της ορθής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης
  • Διαχείριση και εκτέλεση των διατάξεων της νομοθεσίας της ΕΕ
  • Εκπροσώπηση της ΕΕ σε διεθνείς οργανισμούς
Η κυρία Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, όρθια και χαμογελαστή στο βήμα, σηκώνει το χέρι της και γνέφει στο κοινό.

Η κ. Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκφωνεί την ομιλία της για την κατάσταση της Ένωσης ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Στρασβούργο, Γαλλία, 15 Σεπτεμβρίου 2021.

Σύνθεση

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποτελείται από 27 μέλη, ένα για κάθε κράτος μέλος, που σημαίνει ότι στην Επιτροπή θητεύουν επί του παρόντος 27 επίτροποι (με διαφορετικές αρμοδιότητες) (άρθρο 17 παράγραφος 4 της ΣΕΕ). Η προβλεπόμενη στο άρθρο 17 παράγραφος 5 της ΣΕΕ συρρίκνωση της Επιτροπής στα δύο τρίτα του αριθμού των κρατών μελών από την 1η Νοεμβρίου 2014 δεν έχει ενεργοποιηθεί, βάσει απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Επικεφαλής της Επιτροπής είναι ο/η πρόεδρος, ο/η οποίος/-α κατέχει ισχυρή θέση στο σώμα. Ο/Η πρόεδρος δεν είναι πλέον μόνο «πρώτος/-η μεταξύ ίσων» αλλά κατέχει εξέχουσα θέση, καθώς καθορίζει τον προσανατολισμό των εργασιών της Επιτροπής και αποφασίζει σχετικά με την εσωτερική της οργάνωση [άρθρο 17 παράγραφος 6 στοιχεία α) και β) της ΣΕΕ]. Έτσι, ο/η πρόεδρος χαράσσει κατευθύνσεις και διαθέτει οργανωτική εξουσία. Εξοπλισμένος/-η με αυτές τις εξουσίες, είναι υπεύθυνος/-η για τη διασφάλιση της συνοχής και της αποτελεσματικότητας της δράσης της Επιτροπής, και φροντίζει ώστε η εν λόγω δράση να συνάδει με την αρχή της συλλογικότητας, η οποία αποτυπώνεται ιδίως στο γεγονός ότι η Επιτροπή λαμβάνει αποφάσεις ως σώμα (άρθρο 250 πρώτο εδάφιο της ΣΛΕΕ). Ο/Η πρόεδρος διαρθρώνει και κατανέμει τις αρμοδιότητες της Επιτροπής μεταξύ των μελών της, και επίσης μπορεί να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών κατά τη διάρκεια της θητείας τους (άρθρο 248 της ΣΛΕΕ). Ο/Η πρόεδρος διορίζει τους/τις εκτελεστικούς/-ές αντιπροέδρους και τους/τις άλλους/-ες αντιπροέδρους, με εξαίρεση τον/την ύπατο/-η εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, που είναι ήδη ex officio αντιπρόεδρος της Επιτροπής. Επιπλέον, προβλέπεται ρητώς ότι ένα μέλος της Επιτροπής οφείλει να υποβάλει παραίτηση εφόσον του το ζητήσει ο/η πρόεδρος (άρθρο 17 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο της ΣΕΕ). Τέλος, η υπερέχουσα θέση του/της προέδρου υπογραμμίζεται και από το δικαίωμά του/της σε ακρόαση κατά την επιλογή των λοιπών μελών της Επιτροπής, καθώς και από το γεγονός ότι συμμετέχει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Από τον Δεκέμβριο του 2019 πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι για πρώτη φορά γυναίκα, η κ. Ursula von der Leyen.

Υπάρχουν έξι ομάδες επιτρόπων, καθεμία με επικεφαλής έναν/μία αντιπρόεδρο, οι οποίες, ανεξαρτήτως της αρχής της συλλογικότητας, είναι αρμόδιες για την παρακολούθηση και των προώθηση της υλοποίησης των κορυφαίων πολιτικών προτεραιοτήτων:

  • Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, υπό την ευθύνη του εκτελεστικού αντιπροέδρου κ. Frans Timmermans·
  • μια Ευρώπη έτοιμη για την ψηφιακή εποχή, υπό την ευθύνη της εκτελεστικής αντιπροέδρου κ. Margrethe Vestager
  • μια οικονομία στην υπηρεσία των ανθρώπων, υπό την ευθύνη του εκτελεστικού αντιπροέδρου κ. Valdis Dombrovskis·
  • μια ισχυρότερη Ευρώπη στον κόσμο, υπό την ευθύνη του ύπατου εκπροσώπου για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας κ. Josep Borell Fontelles·
  • προώθηση του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής, υπό την ευθύνη του αντιπροέδρου κ. Μαργαρίτη Σχοινά·
  • νέα ώθηση για την ευρωπαϊκή δημοκρατία, υπό την ευθύνη της αντιπροέδρου κ. Věra Jourová.

Ο/Η πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής ορίζονται για θητεία 5 ετών με τη διαδικασία διορισμού, οι κανόνες της οποίας τροποποιήθηκαν με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, στο άρθρο 17 παράγραφος 7 της ΣΕΕ. Πρόκειται για διαδικασία που περιλαμβάνει περισσότερα στάδια. Αρχικά ορίζεται ο/η πρόεδρος και στη συνέχεια επιλέγονται οι προσωπικότητες που προτείνεται να διοριστούν μέλη της Επιτροπής. Στο τρίτο στάδιο γίνεται ο επίσημος διορισμός του/της προέδρου της Επιτροπής, του/της ύπατου/-ης εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, καθώς και των λοιπών μελών της Επιτροπής.

Αφού προβεί στις κατάλληλες διαβουλεύσεις, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έναν υποψήφιο για το αξίωμα του/της προέδρου της Επιτροπής. Κατά την επιλογή του/της υποψηφίου/-ιας για το αξίωμα του/της προέδρου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το αποτέλεσμα των εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στη νέα αυτή προϋπόθεση διακρίνεται η εντονότερη πολιτικοποίηση της Επιτροπής. Σε τελική ανάλυση, αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικές ομάδες που διαθέτουν κάθε φορά την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο έχουν βαρύνουσα επιρροή στην ανάδειξη του/της προέδρου.

Μετά την εκλογή του/της προέδρου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εγκρίνει «με συναίνεση» (άρθρο 15 παράγραφος 4 της ΣΕΕ) τον κατάλογο με τα λοιπά πρόσωπα που προτίθεται να διορίσει ως μέλη της Επιτροπής, ο οποίος έχει καταρτιστεί βάσει των προτάσεων των κρατών μελών. Τα εν λόγω πρόσωπα θα πρέπει να επιλέγονται βάσει των γενικών τους ικανοτήτων και της προσήλωσής τους στην ευρωπαϊκή ιδέα και θα πρέπει επίσης να ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία. Για τον διορισμό του/της ύπατου/-ης εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας αρκεί ειδική πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (άρθρο 18 παράγραφος 1 της ΣΕΕ). Το Συμβούλιο και ο/η εκλεγείς/-είσα πρόεδρος της Επιτροπής θα πρέπει να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τους/τις υποψηφίους/-ιες. Μάλιστα, για τον διορισμό του/της ύπατου/-ης εκπροσώπου απαιτείται ρητά η συμφωνία του/της ορισθέντος/-είσας προέδρου της Επιτροπής. Εάν ο/η εκλεγείς/-είσα πρόεδρος της Επιτροπής ασκήσει το δικαίωμα αρνησικυρίας, δεν μπορεί να ακολουθήσει ο διορισμός των λοιπών μελών της Επιτροπής.

Μετά την εκλογή του/της προέδρου και τον ορισμό του/της ύπατου/-ης εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας και των λοιπών μελών της Επιτροπής, ολόκληρο το σώμα υπόκειται σε ψήφο έγκρισης του Κοινοβουλίου. Ωστόσο, οι ορισθέντες/-είσες επίτροποι πρέπει πρώτα να απαντήσουν στις ερωτήσεις των βουλευτών του ΕΚ στο πλαίσιο ακρόασης. Οι ερωτήσεις εν γένει αφορούν θέματα που εμπίπτουν στο προβλεπόμενο πεδίο αρμοδιοτήτων και την προσωπική στάση όσον αφορά το μέλλον της ΕΕ. Μετά την έγκριση από το Κοινοβούλιο, για την οποία αρκεί απλή πλειοψηφία, ο/η πρόεδρος και τα λοιπά μέλη της Επιτροπής διορίζονται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία. Η Επιτροπή αναλαμβάνει τα καθήκοντά της αμέσως μετά τον διορισμό των μελών της.

Έδρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι οι Βρυξέλλες.

Αρμοδιότητες

Η Επιτροπή είναι καταρχάς η κινητήρια δύναμη της υλοποίησης της πολιτικής της ΕΕ. Αποτελεί το σημείο εκκίνησης για κάθε δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς αυτή έχει την αρμοδιότητα να υποβάλλει στο Συμβούλιο προτάσεις και σχέδια όσον αφορά τη νομοθεσία της ΕΕ (πρόκειται για το λεγόμενο δικαίωμα πρωτοβουλίας της Επιτροπής). Η Επιτροπή δεν είναι ελεύθερη να επιλέγει τις δραστηριότητές της. Υποχρεούται να ενεργεί εφόσον το απαιτεί το συμφέρον της ΕΕ. Την κατάρτιση πρότασης μπορούν επίσης να ζητήσουν από την Επιτροπή το Κοινοβούλιο (άρθρο 225 της ΣΛΕΕ), το Συμβούλιο (άρθρο 241 της ΣΛΕΕ), καθώς και ομάδα πολιτών της Ένωσης στο πλαίσιο πρωτοβουλίας πολιτών (άρθρο 11 παράγραφος 4 της ΣΕΕ). Πρωτογενείς νομοθετικές εξουσίες αναγνωρίζονται στην Επιτροπή μόνο όσον αφορά συγκεκριμένα θέματα (π.χ. στον τομέα του προϋπολογισμού της ΕΕ, των διαρθρωτικών ταμείων, της καταπολέμησης των φορολογικών διακρίσεων, των ενισχύσεων και των ρητρών διασφάλισης). Σημαντικά ευρύτερες είναι, αντιθέτως, οι εξουσίες σε σχέση με την εκτέλεση των κανόνων της ΕΕ, οι οποίες παρέχονται στην Επιτροπή από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (άρθρο 290 της ΣΛΕΕ).

Η Επιτροπή είναι επίσης θεματοφύλακας των Συνθηκών και, συνεπώς, του δικαίου της Ένωσης. Παρακολουθεί την εφαρμογή και την εκτέλεση των δια­τάξεων του πρωτογενούς και παράγωγου δικαίου της Ένωσης από τα κράτη μέλη, κινεί διαδικασίες επί παραβάσει σε περίπτωση παραβίασης του δικαίου της Ένωσης (άρθρο 258 της ΣΛΕΕ) και, εφόσον απαιτείται, παραπέμπει το ζήτημα στο Δικαστήριο. Η Επιτροπή επιλαμβάνεται επίσης παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης από φυσικά και νομικά πρόσωπα, ιδίως παραβάσεων του δικαίου ανταγωνισμού, και μπορεί να επιβάλλει βαριές κυρώσεις. Τα τελευταία χρόνια η καταπολέμηση των παραβάσεων της νομοθεσίας της ΕΕ έχει βρεθεί στο επίκεντρο της δραστηριότητας της Επιτροπής.

Στενά συνδεδεμένη με τον ρόλο του θεματοφύλακα είναι η αρμοδιότητα εκπροσώπησης των συμφερόντων της Ένωσης. Καταρχήν, η Επιτροπή δεν επιτρέπεται να εξυπηρετεί άλλα συμφέροντα εκτός από εκείνα της ΕΕ. Κατά τις συχνά δύσκολες διαπραγματεύσεις στο Συμβούλιο, οφείλει πάντα να καταβάλλει προσπάθειες για την υποστήριξη των συμφερόντων της ΕΕ και να προτείνει συμβιβασμούς που λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα αυτά. Πέραν αυτού, κατέχει συγχρόνως ρόλο μεσολαβητή μεταξύ των κρατών μελών, για τον οποίο είναι ιδιαίτερα κατάλληλη λόγω της ουδετερότητάς της.

Τέλος, η Επιτροπή είναι εκτελεστικό όργανο —αν και σε περιορισμένο βαθμό. Αυτό ισχύει ιδίως στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, όπου η Επιτροπή ενεργεί ως συνήθης διοικητική αρχή, ελέγχει τα πραγματικά περιστατικά, χορηγεί έγκριση ή εκδίδει απαγορεύσεις και, εφόσον απαιτείται, επιβάλλει κυρώσεις. Εξίσου εκτεταμένες είναι οι αρμοδιότητές της όσον αφορά τα διαρθρωτικά ταμεία και τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Ωστόσο, κατά κανόνα αυτά που οφείλουν να μεριμνούν για την εφαρμογή των κανόνων της ΕΕ σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση είναι τα ίδια τα κράτη μέλη. Η λύση αυτή, την οποία επέλεξαν οι συντάκτες των Συνθηκών της ΕΕ, έχει το πλεονέκτημα ότι φέρνει πιο κοντά στους πολίτες την πραγματικότητα της «ξένης» ακόμη γι’ αυτούς έννομης τάξης της ΕΕ μέσα από την εξουσία και τη γνώριμη μορφή της εθνικής έννομης τάξης.

Διοικητική διάρθρωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

  • Επιτροπή (27 μέλη)

ΓΕΝΙΚΈΣ ΔΙΕΥΘΎΝΣΕΙΣ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΊΕΣ

  • Γενική Γραμματεία
  • Νομική Υπηρεσία
  • Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας
  • IDEA – Inspire, Debate, Engage and Accelerate Action – Έμπνευση, συζήτηση, ανάληψη και επιτάχυνση δράσης
  • Γενική Διεύθυνση Προϋπολογισμού
  • Γενική Διεύθυνση Ανθρωπίνων Πόρων και Ασφάλειας
  • Γενική Διεύθυνση Πληροφορικής
  • Υπηρεσία Εσωτερικού Λογιστικού Ελέγχου
  • Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης
  • Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων
  • Γενική Διεύθυνση Εσωτερικής Αγοράς, Βιομηχανίας, Επιχειρηματικότητας και ΜΜΕ
  • Γενική Διεύθυνση Αμυντικής Βιομηχανίας και Διαστήματος
  • Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού
  • Γενική Διεύθυνση Απασχόλησης, Κοινωνικών Υποθέσεων και Ένταξης
  • Γενική Διεύθυνση Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης
  • Γενική Διεύθυνση Κινητικότητας και Μεταφορών
  • Γενική Διεύθυνση Ενέργειας
  • Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος
  • Γενική Διεύθυνση Δράσης για το Κλίμα
  • Γενική Διεύθυνση Έρευνας και Καινοτομίας
  • Γενική Διεύθυνση Επικοινωνιακών Δικτύων, Περιεχομένου και Τεχνολογιών
  • Κοινό Κέντρο Ερευνών
  • Γενική Διεύθυνση Θαλάσσιας Πολιτικής και Αλιείας
  • Γενική Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών και Ένωσης Κεφαλαιαγορών
  • Γενική Διεύθυνση Περιφερειακής Πολιτικής και Αστικής Ανάπτυξης
  • Γενική Διεύθυνση Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων
  • Γενική Διεύθυνση Φορολογίας και Τελωνειακής Ένωσης
  • Γενική Διεύθυνση Εκπαίδευσης, Νεολαίας, Αθλητισμού και Πολιτισμού
  • Γενική Διεύθυνση Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων
  • Ευρωπαϊκή Αρχή Ετοιμότητας και Αντιμετώπισης Καταστάσεων Έκτακτης Υγειονομικής Ανάγκης
  • Γενική Διεύθυνση Μετανάστευσης και Εσωτερικών Υποθέσεων
  • Γενική Διεύθυνση Δικαιοσύνης και Καταναλωτών
  • Γενική Διεύθυνση Εμπορίου
  • Γενική Διεύθυνση Γειτονίας και Διαπραγματεύσεων για τη Διεύρυνση
  • Γενική Διεύθυνση Διεθνών Εταιρικών Σχέσεων
  • Γενική Διεύθυνση Ευρωπαϊκής Πολιτικής Προστασίας και Επιχειρήσεων Ανθρωπιστικής Βοήθειας (ECHO)
  • Eurostat
  • Γενική Διεύθυνση Διερμηνείας
  • Γενική Διεύθυνση Μετάφρασης
  • Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης
  • Υπηρεσία Μέσων Εξωτερικής Πολιτικής
  • Γραφείο Διαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατομικών Δικαιωμάτων
  • Γραφείο Υποδομών και Διοικητικής Υποστήριξης στις Βρυξέλλες
  • Γραφείο Υποδομών και Διοικητικής Υποστήριξης στο Λουξεμβούργο
  • Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού

ΆΛΛΕς ΥΠΗΡΕΣΊΕς

  • Υπεύθυνος προστασίας δεδομένων
  • Βιβλιοθήκη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
  • Ευρωπαϊκή Σχολή Δημόσιας Διοίκησης
  • Υπηρεσία Ιστορικών Αρχείων
  • Ειδική ομάδα για την ανάκαμψη και την ανθεκτικότητα
  • Υπηρεσία εκπροσώπου Τύπου
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 19 της ΣΕΕ)

Για μια έννομη τάξη που θα έχει διάρκεια είναι απαραίτητο οι κανόνες της να επιτηρούνται από ανεξάρτητη εξουσία. Επιπλέον, σε μια ένωση κρατών, εάν ο έλεγχος των κοινών κανόνων ανατεθεί στα εθνικά δικαστήρια, υπάρχει ο κίνδυνος οι κανόνες αυτοί να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται με διαφορετικό τρόπο από κράτος σε κράτος. Επομένως, θα διακυβευόταν η ενιαία εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης σε όλα τα κράτη μέλη. Οι εκτιμήσεις αυτές οδήγησαν στη σύσταση κοινοτικού δικαστηρίου το 1952, μόλις ιδρύθηκε η πρώτη Κοινότητα (η ΕΚΑΧ). Το 1957 κατέστη επίσης το δικαστικό όργανο για τις άλλες δύο Κοινότητες [Ε(Ο)Κ και Ευρατόμ]. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την έδρα του στο Λουξεμβούργο.

Αποτελεί σήμερα το δικαστικό όργανο της ΕΕ. Το δικαστικό έργο επιτελείται πλέον σε δύο επίπεδα από:

Για να μειωθεί ο φόρτος εργασίας του Δικαστηρίου και να βελτιωθεί η έννομη προστασία στην ΕΕ, το Συμβούλιο συνέστησε το 2004 ειδικευμένο δικαστήριο για υποθέσεις δημόσιας διοίκησης, το οποίο υπαγόταν στο Γενικό Δικαστήριο (βλ. άρθρο 257 της ΣΛΕΕ). Ωστόσο, το 2015 ο νομοθέτης της ΕΕ αποφάσισε να αυξήσει σταδιακά τον αριθμό των δικαστών στο Γενικό Δικαστήριο (σε 54 το 2020) και να μεταβιβάσει τις αρμοδιότητες του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στο Γενικό Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης καταργήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 2016.

Σύνθεση του Δικαστηρίου

27 δικαστές

και

11 γενικοί εισαγγελείς

διορίζονται από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών με κοινή συμφωνία για θητεία 6 ετών

Είδη διαδικασιών

  • Διαδικασίες επί παραβάσει: Επιτροπή κατά κράτους μέλους (άρθρο 258 της ΣΛΕΕ)· κράτος μέλος κατά κράτους μέλους (άρθρο 259 της ΣΛΕΕ)
  • Προσφυγές ακύρωσης και προσφυγές λόγω παράλειψης που ασκούνται από θεσμικό όργανο της ΕΕ ή κράτος μέλος (κατά του Κοινοβουλίου και/ή του Συμβουλίου) λόγω παράνομης πράξης ή παράλειψης (άρθρα 263 και 265 της ΣΛΕΕ)
  • Αιτήσεις έκδοσης προδικαστικών αποφάσεων από τα δικαστήρια των κρατών μελών σχετικά με το κύρος και την ερμηνεία διατάξεων της νομοθεσίας της ΕΕ (άρθρο 267 της ΣΛΕΕ)
  • Αιτήσεις αναίρεσης κατά αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου (άρθρο 256 της ΣΛΕΕ)

Το Δικαστήριο είναι η ανώτατη δικαστική αρχή σε θέματα δικαίου της Ένωσης. Καθήκον του είναι γενικά να «εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών».

Αυτή η γενική περιγραφή της αρμοδιότητας περιλαμβάνει τρεις βασικούς τομείς:

  • τον έλεγχο της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, τόσο σε σχέση με τη συμπεριφορά των θεσμικών οργάνων της ΕΕ κατά την εκτέλεση των διατάξεων των Συνθηκών όσο και σε σχέση με την εκπλήρωση από τα κράτη μέλη και τους ιδιώτες των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης·
  • την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης·
  • την περαιτέρω εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

Το Δικαστήριο ασκεί αυτές τις αρμοδιότητες στο πλαίσιο τόσο της γνωμοδοτικής όσο και της δικαιοδοτικής λειτουργίας του. Η γνωμοδοτική λειτουργία έχει τη μορφή δεσμευτικών γνωμοδοτήσεων για τις συμφωνίες που η ΕΕ επιθυμεί να συνάψει με τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς. Πολύ σημαντικότερη είναι όμως η λειτουργία του Δικαστηρίου ως δικαιοδοτικού οργάνου. Στο πλαίσιο αυτής της λειτουργίας ασκεί αρμοδιότητες οι οποίες στις έννομες τάξεις των κρατών μελών κατανέμονται μεταξύ διαφόρων δικαστηρίων. Ενεργεί ως συνταγματικό δικαστήριο όταν επιλαμβάνεται διαφορών μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ ή όταν οι νομοθετικές πράξεις υπόκεινται σε έλεγχο νομιμότητας· ως διοικητικό δικαστήριο όταν ελέγχει τις διοικητικές πράξεις της Επιτροπής ή των εθνικών αρχών που εφαρμόζουν τη νομοθεσία της ΕΕ· ως εργατοδικείο ή δικαστήριο εργατικών δια­φορών όταν επιλαμβάνεται υποθέσεων που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία, την κοινωνική ασφάλιση και τις ίσες ευκαιρίες· ως φορολογικό δικαστήριο όταν επιλαμβάνεται υποθέσεων που αφορούν το κύρος και την ερμηνεία των οδηγιών στους τομείς του φορολογικού και του τελωνειακού δικαίου· και ως πολιτικό δικαστήριο όταν εκδικάζει αγωγές αποζημίωσης ή ερμηνεύει τις διατάξεις σχετικά με την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

Γενικό Δικαστήριο

Ο αριθμός των υποθέσεων που παραπέμπονται στο Δικαστήριο αυξάνεται σταθερά και θα συνεχίσει να αυξάνεται, δεδομένων των δυνατοτήτων επίλυσης διαφορών που δημιουργούνται από τον τεράστιο αριθμό οδηγιών που έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς και έχουν μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών. Υπάρχουν ήδη ενδείξεις ότι η Συνθήκη ΕΕ έχει εγείρει περαιτέρω ζητήματα τα οποία θα πρέπει τελικά να επιλυθούν από το Δικαστήριο. Για τον λόγο αυτόν, το 1988 συστάθηκε το Γενικό Δικαστήριο, ώστε να ελαφρύνει τον φόρτο του Δικαστηρίου.

Σύνθεση του Γενικού Δικαστηρίου

54 δικαστές

κάθε κράτος μέλος παρέχει δύο δικαστές, που διορίζονται από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών με κοινή συμφωνία για θητεία 6 ετών

Είδη διαδικασιών

  • Προσφυγές ακύρωσης και προσφυγές λόγω παράλειψης που ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά παράνομης νομικής πράξης ή παράλειψης έκδοσης ενωσιακής νομικής πράξης· προσφυγές που ασκούνται από τα κράτη μέλη κατά του Συμβουλίου και/ή της Επιτροπής στους τομείς των επιδοτήσεων, του αντιντάµπινγκ και των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων (άρθρα 263 και 265 της ΣΛΕΕ)
  • Αγωγές αποζημίωσης λόγω συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης (άρθρο 268 και άρθρο 340 πρώτο και δεύτερο εδάφιο της ΣΛΕΕ)

Το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι νέο θεσμικό όργανο της ΕΕ, αλλά συστατικό στοιχείο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγχρόνως όμως είναι ανεξάρτητο και οργανωτικά αυτόνομο σε σχέση με το Δικαστήριο. Διαθέτει δική του γραμματεία και διέπεται από δικό του κανονισμό διαδικασίας. Για λόγους διάκρισης προτάσσεται το γράμμα «T» (Tribunal) για τις υποθέσεις του Γενικού Δικαστηρίου (π.χ. T-1/20) και το γράμμα «C» (Court) για τις υποθέσεις του Δικαστηρίου (π.χ. C-1/20).

Παρότι αρχικά το Γενικό Δικαστήριο ήταν αρμόδιο για περιορισμένο μόνο εύρος υποθέσεων, σήμερα οι αρμοδιότητές του είναι οι εξής:

  • σε πρώτο βαθμό, δηλαδή υπό τον νομικό έλεγχο του Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί προσφυγών ακύρωσης και επί προσφυγών κατά παραλείψεως που ασκούνται από φυσικά και νομικά πρόσωπα κατά οργάνου της ΕΕ· επί προσφυγών που ασκούνται από τα κράτη μέλη κατά του Συμβουλίου και/ή της Επιτροπής στους τομείς των επιδοτήσεων, του αντιντάµπινγκ και των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων· επί ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση συναφθείσα από την ΕΕ ή για λογαριασμό της· και επί αγωγών αποζημίωσης που ασκούνται κατά της ΕΕ.
  • Προβλέπεται επίσης να ανατεθεί στο Γενικό Δικαστήριο η αρμοδιότητα για την έκδοση προδικαστικής απόφασης σχετικά με ορισμένους τομείς· ωστόσο, δεν έχει γίνει ακόμη χρήση της επιλογής αυτής.
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (άρθρα 129 και 130 της ΣΛΕΕ)

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει την έδρα της στη Φρανκφούρτη και διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην οικονομική και νομισματική ένωση. Είναι υπεύθυνη για τη διατήρηση της σταθερότητας του νομίσματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ευρώ, και για τον έλεγχο της νομισματικής κυκλοφορίας (άρθρο 128 της ΣΛΕΕ).

Για την εκτέλεση της αποστολής της η ΕΚΤ απολαύει ανεξαρτησίας, η οποία κατοχυρώνεται με πολυάριθμες διατάξεις. Κατά την άσκηση των εξουσιών και την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ούτε η ΕΚΤ ούτε οι εθνικές κεντρικές τράπεζες δέχονται υποδείξεις από όργανα της ΕΕ, από κυβερνήσεις των κρατών μελών ή από άλλους οργανισμούς. Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών απέχουν από κάθε προσπάθεια άσκησης επιρροής στην ΕΚΤ (άρθρο 130 της ΣΛΕΕ).

Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών αποτελείται από την ΕΚΤ και τις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών (άρθρο 129 της ΣΛΕΕ). Έχει καθήκον να χαράζει και να εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική της ΕΕ και έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει την έκδοση τραπεζογραμματίων και κερμάτων εντός της ΕΕ. Επίσης, διαχειρίζεται τα επίσημα συναλλαγματικά διαθέσιμα των κρατών μελών και διασφαλίζει την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών (άρθρο 127 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ).

Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (άρθρα 285 και 286 της ΣΛΕΕ)

Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο ιδρύθηκε στις 22 Ιουλίου 1975 και άρχισε τις εργασίες του τον Οκτώβριο του 1977 στο Λουξεμβούργο. Έκτοτε αναγνωρίζεται ως θεσμικό όργανο της ΕΕ (άρθρο 13 της ΣΕΕ). Αποτελείται —σε αντιστοιχία με τον σημερινό αριθμό των κρατών μελών— από 27 μέλη. Τα μέλη διορίζονται για περίοδο 6 ετών από το Συμβούλιο, το οποίο, μετά από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, εγκρίνει με ειδική πλειοψηφία τον κατάλογο των μελών ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με τις προτάσεις των κρατών μελών (άρθρο 286 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ). Τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκλέγουν μεταξύ τους τον/την πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για περίοδο 3 ετών· η επανεκλογή του/της επιτρέπεται.

Αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι να ελέγχει τη νομιμότητα και την κανονικότητα όσον αφορά τα έσοδα και έξοδα και να εξακριβώνει τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση. Ουσιαστικά, το κυριότερο μέσο πίεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι το γεγονός ότι μπορεί να δημοσιεύει τα πορίσματά του. Κατά το κλείσιμο κάθε οικονομικού έτους τα αποτελέσματα του ελέγχου καταγράφονται σε ετήσια έκθεση, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται στη διάθεση του κοινού. Εκτός αυτού, το Ελεγκτικό Συνέδριο μπορεί να εκδίδει ανά πάσα στιγμή ειδικές εκθέσεις επί συγκεκριμένων τομέων δημοσιονομικής διαχείρισης, οι οποίες επίσης δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα.

Συμβουλευτικά όργανα

Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (άρθρο 301 της ΣΛΕΕ)

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) εξασφαλίζει την εκπροσώπηση των διαφόρων οικονομικών και κοινωνικών ομάδων (ιδίως ομάδων όπως οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι, οι αγρότες, οι μεταφορείς, οι έμποροι, οι βιοτέχνες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες) σε ένα θεσμικό όργανο της ΕΕ. Οι καταναλωτές, οι ενώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και τα σωματεία εκπροσωπούνται επίσης στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.

Η ΕΟΚΕ αποτελείται από 350 μέλη κατ’ ανώτατο όριο (επί του παρόντος 326), τα οποία προέρχονται από τις πλέον αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των επιμέρους κρατών μελών. Τα μέλη διορίζονται για 5 έτη από το Συμβούλιο, το οποίο εγκρίνει τον κατάλογο των μελών, ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με τις προτάσεις που υποβάλλει κάθε κράτος μέλος.

Η κατανομή των εδρών έχει ως εξής:
Γερµανία, Γαλλία, Ιταλία 24
Ισπανία, Πολωνία 21
Ρουµανία 15
Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Κάτω Χώρες, Αυστρία, Πορτογαλία, Σουηδία 12
∆ανία, Ιρλανδία, Κροατία, Λιθουανία, Σλοβακία, Φινλανδία 9
Λετονία, Σλοβενία 7
Εσθονία 6
Κύπρος, Λουξεµβούργο, Μάλτα 5

Τα μέλη χωρίζονται σε τρεις ομάδες (εργοδότες, μισθωτοί, άλλοι αντιπροσωπευτικοί φορείς της κοινωνίας των πολιτών). Η επεξεργασία των γνωμοδοτήσεων που θα εκδώσει η ολομέλεια γίνεται από «ομάδες μελέτης». Η ΕΟΚΕ επίσης συνεργάζεται στενά με τις επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, πρέπει να ζητείται η γνώμη της ΕΟΚΕ στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας. Μπορεί επίσης να γνωμοδοτεί με δική της πρωτοβουλία. Οι γνωμοδοτήσεις αυτές αποτελούν σύνθεση απόψεων που πολλές φορές διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους· είναι δε ιδιαιτέρως χρήσιμες για το Συμβούλιο και την Επιτροπή επειδή επιτρέπουν στα όργανα αυτά να πληροφορούνται ποιες τροποποιήσεις επιθυμούν οι κοινωνικές ομάδες τις οποίες επηρεάζει άμεσα μια πρόταση.

Η ΕΟΚΕ έχει την έδρα της στις Βρυξέλλες.

Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών (άρθρο 305 της ΣΛΕΕ)

Με τη Συνθήκη ΕΕ (Συνθήκη του Μάαστριχτ) συστάθηκε ένα νέο συμβουλευτικό όργανο παράλληλα με την ΕΟΚΕ: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών. Όπως και η ΕΟΚΕ, η Επιτροπή των Περιφερειών δεν αποτελεί κατά κυριολεξία θεσμικό όργανο της ΕΕ, καθώς ασκεί μόνο συμβουλευτικές αρμοδιότητες. Δεν εκδίδει νομικά δεσμευτικές αποφάσεις όπως τα καθαυτό θεσμικά όργανα της ΕΕ (Κοινοβούλιο, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Συμβούλιο, Επιτροπή, Δικαστήριο, ΕΚΤ, Ελεγκτικό Συνέδριο).

Όπως και η ΕΟΚΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών αποτελείται από 350 μέλη κατ’ ανώτατο όριο (επί του παρόντος ο αριθμός των μελών της είναι 329). Τα μέλη είναι αντιπρόσωποι των περιφερειακών και τοπικών αρχών των κρατών μελών, οι οποίοι κατέχουν κάποιο αιρετό αξίωμα ή λογοδοτούν πολιτικά ενώπιον μιας αιρετής συνέλευσης.

Η κατανομή των εδρών έχει ως εξής:
Γερµανία, Γαλλία, Ιταλία 24
Πολωνία, Ισπανία 21
Ρουµανία 15
Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Κάτω Χώρες, Αυστρία, Πορτογαλία, Σουηδία 12
∆ανία, Ιρλανδία, Κροατία, Λιθουανία, Σλοβακία, Φινλανδία 9
Εσθονία, Λετονία, Σλοβενία 7
Κύπρος, Λουξεµβούργο 6
Μάλτα 5

Υπάρχουν ορισμένοι τομείς στους οποίους απαιτείται διαβούλευση με το Συμβούλιο ή την Επιτροπή (υποχρεωτική διαβούλευση): παιδεία· πολιτισμός· δημόσια υγεία· διευρωπαϊκά δίκτυα· υποδομές μεταφορών, τηλεπικοινωνιών και ενέργειας· οικονομική και κοινωνική συνοχή· πολιτική απασχόλησης και κοινωνική νομοθεσία. Επίσης, το Συμβούλιο, παρόλο που δεν έχει υποχρέωση, ζητεί τακτικά τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Περιφερειών επί διαφόρων σχεδίων νομοθετικών πράξεων (προαιρετική διαβούλευση).

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών έχει και αυτή την έδρα της στις Βρυξέλλες.

Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (άρθρο 308 της ΣΛΕΕ)

Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, με έδρα το Λουξεμβούργο, αποτελεί χρηματοδοτικό οργανισμό της ΕΕ που έχει ως αποστολή να συμβάλλει στην «ισόρροπη και απρόσκοπτη ανάπτυξή» της. Σκοπός της είναι να παρέχει δάνεια και εγγυήσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας, ιδίως για την αξιοποίηση των λιγότερο ανεπτυγμένων περιοχών, τον εκσυγχρονισμό ή τη μετατροπή επιχειρήσεων ή τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, καθώς και για σχέδια κοινού ενδιαφέροντος για έναν αριθμό κρατών μελών.

Η ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Το «σύνταγμα» της ΕΕ που περιγράφεται ανωτέρω, και ιδίως οι θεμελιώδεις αξίες του, εκφράζονται καταρχήν με τρόπο αρκετά αφηρημένο και χρήζουν περαιτέρω συγκεκριμενοποίησης στο πλαίσιο της έννομης τάξης της ΕΕ. Γι’ αυτό και η ΕΕ αποτελεί φαινόμενο του δικαίου από δύο απόψεις: είναι δημιούργημα του δικαίου και αποτελεί ένωση μέσω του δικαίου.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως δημιούργημα του δικαίου και ως ένωση μέσω του δικαίου

Το καθοριστικό νέο γνώρισμα που διαχωρίζει την ΕΕ από προηγούμενες προσπάθειες ενοποίησης της Ευρώπης είναι ότι δεν λειτουργεί μέσω της βίας ή της υποταγής, αλλά μέσω του δικαίου. Γιατί μόνο η ενότητα που βασίζεται σε ελεύθερη απόφαση έχει προοπτική· μια ενότητα που έχει ως υπόβαθρο θεμελιώδεις αξίες, όπως η ελευθερία και η ισότητα, και διαφυλάσσεται και πραγματώνεται μέσω του δικαίου. Στο σκεπτικό αυτό βασίζονται οι ιδρυτικές Συνθήκες από τις οποίες γεννήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η ΕΕ δεν είναι όμως μόνο δημιούργημα του δικαίου· συγχρόνως επιδιώκει και την επίτευξη των σκοπών της αποκλειστικά μέσω του δικαίου. Αποτελεί Ένωση μέσω του δικαίου. Δεν είναι η δύναμη της εξουσίας αυτή που ρυθμίζει την οικονομική και κοινωνική συνύπαρξη των λαών των κρατών μελών, αλλά το δίκαιο της Ένωσης. Αυτό αποτελεί τη βάση του θεσμικού συστήματος. Καθορίζει τις διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων εκ μέρους των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και ρυθμίζει τις μεταξύ τους σχέσεις. Με τους κανονισμούς, τις οδηγίες και τις αποφάσεις, το δίκαιο της Ένωσης παρέχει στα όργανά της δυνατότητες δράσης για την έκδοση νομοθετικών πράξεων με δεσμευτική ισχύ για τα κράτη μέλη και τους πολίτες τους. Έτσι, τα ίδια τα άτομα τίθενται στο επίκεντρο της ΕΕ. Η έννομη τάξη της επηρεάζει άμεσα την καθημερινή τους ζωή ολοένα και περισσότερο. Τους αναγνωρίζει δικαιώματα και τους επιβάλλει υποχρεώσεις, έτσι ώστε ως πολίτες του κράτους τους και της ΕΕ να διέπονται από μια ιεραρχία έννομων τάξεων —φαινόμενο που συναντάται στα ομοσπονδιακά συντάγματα. Όπως κάθε έννομη τάξη, η έννομη τάξη της ΕΕ παρέχει ένα αυτοτελές σύστημα έννομης προστασίας για τους σκοπούς της προσφυγής στο δίκαιο της Ένωσης και της επιβολής του. Το δίκαιο της Ένωσης καθορίζει επίσης τη σχέση μεταξύ της ΕΕ και των κρατών μελών. Τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή τις πράξεις των οργάνων της ΕΕ. Σε αυτά εναπόκειται να διευκολύνουν την επίτευξη των στόχων της ΕΕ και να απέχουν από κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των σκοπών των Συνθηκών. Τα κράτη μέλη ευθύνονται έναντι των πολιτών της Ένωσης για οποιαδήποτε ζημία προκληθεί λόγω της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης.

Οι πηγές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ο όρος «πηγή δικαίου» έχει διττή έννοια. Καταρχάς περιγράφει τον λόγο της γένεσης του δικαίου, δηλαδή τα κίνητρα για τη θέσπισή του. Υπό την έννοια αυτή, «πηγή του δικαίου» της ΕΕ είναι η επιθυμία να περιφρουρηθεί η ειρήνη και να οικοδομηθεί μια καλύτερη Ευρώπη μέσω στενότερων οικονομικών δεσμών —που αποτελούν δύο ακρογωνιαίους λίθους της ΕΕ. Αντίθετα, με νομικούς όρους, ως «πηγή δικαίου» νοείται η προέλευση και η θεμελίωση του δικαίου.

Οι ιδρυτικές Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως πρωταρχική πηγή του δικαίου της Ένωσης

Η πρώτη πηγή του δικαίου της Ένωσης υπό την έννοια αυτή είναι οι ιδρυτικές Συνθήκες της, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων παραρτημάτων, προσαρτημάτων και πρωτοκόλλων τους, καθώς και των μετέπειτα προσθηκών και τροποποιήσεών τους. Οι εν λόγω ιδρυτικές Συνθήκες και οι πράξεις που τις τροποποιούν και τις συμπληρώνουν (κυρίως οι Συνθήκες του Μάαστριχτ, του Άμστερνταμ, της Νίκαιας και της Λισαβόνας), καθώς και οι διάφορες συνθήκες προσχώρησης, περιλαμβάνουν τις θεμελιώδεις διατάξεις όσον αφορά τους στόχους, την οργάνωση και τη λειτουργία της ΕΕ, καθώς και ορισμένα τμήματα του οικονομικού δικαίου της. Αυτό ισχύει και για τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας έχει αποκτήσει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες (άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΣΕΕ). Κατ’ αυτόν τον τρόπο χαράσσουν το συνταγματικό πλαίσιο της Ένωσης εντός του οποίου οφείλουν να ενεργούν προς το συμφέρον της τα όργανα της ΕΕ, τα οποία για τον σκοπό αυτό είναι εξοπλισμένα με νομοθετικές και διοικητικές αρμοδιότητες. Οι Συνθήκες, ως δίκαιο το οποίο έχει παραχθεί άμεσα από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στον νομικό λόγο ως πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης.

Το γράφημα αυτό παρουσιάζει τις νομικές πηγές του δικαίου της ΕΕ, που περιλαμβάνουν το πρωτογενές και το παράγωγο δίκαιο, τις διεθνείς συμφωνίες της ΕΕ, τις γενικές αρχές δικαίου και τις συμβάσεις μεταξύ των κρατών μελών.

Οι νομικές πηγές του δικαίου της ΕΕ είναι οι εξής: 1) το πρωτογενές δίκαιο, όπως οι Συνθήκες της ΕΕ, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και οι γενικές αρχές του (συνταγματικού) δικαίου· 2) οι διεθνείς συμφωνίες της ΕΕ· 3) το παράγωγο δίκαιο, όπως νομοθετικές πράξεις (κανονισμοί, οδηγίες, αποφάσεις), μη νομοθετικές πράξεις (απλές νομικές πράξεις, κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, εκτελεστικές πράξεις), μη δεσμευτικές πράξεις (συστάσεις και γνώμες) και μη νομικές πράξεις (διοργανικές συμφωνίες, ψηφίσματα, δηλώσεις και προγράμματα δράσης)· 4) γενικές αρχές δικαίου· 5) συμβάσεις μεταξύ των κρατών μελών, όπως διεθνείς συμφωνίες και αποφάσεις των εκπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών που συνεδριάζουν στο πλαίσιο του Συμβουλίου.

Οι νομικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως πηγή του παράγωγου δικαίου της Ένωσης

Το δίκαιο που παράγεται από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ κατά την άσκηση των εξουσιών που τους έχουν παρασχεθεί ονομάζεται παράγωγο δίκαιο και αποτελεί τη δεύτερη σημαντική πηγή δικαίου της Ένωσης.

Αποτελείται από νομοθετικές πράξεις, μη νομοθετικές πράξεις (απλές νομικές πράξεις, κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, εκτελεστικές πράξεις), μη δεσμευτικές πράξεις (γνώμες, συστάσεις), καθώς και άλλου είδους πράξεις που δεν συνιστούν νομικές πράξεις (π.χ. διοργανικές συμφωνίες, ψηφίσματα, δηλώσεις, προγράμματα δράσης). «Νομοθετικές πράξεις» (άρθρο 289 της ΣΛΕΕ) είναι οι νομικές πράξεις οι οποίες εκδίδονται με τη συνήθη ή ειδική νομοθετική διαδικασία. Οι «κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις» (άρθρο 290 της ΣΛΕΕ) είναι μη νομοθετικές πράξεις γενικής και δεσμευτικής ισχύος που συμπληρώνουν ή τροποποιούν ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία νομοθετικής πράξης. Οι εν λόγω πράξεις εκδίδονται από την Επιτροπή, η οποία θα πρέπει να είναι ρητά εξουσιοδοτημένη προς τούτο με νομοθετική πράξη. Στην περίπτωση που για την υλοποίηση μιας νομικά δεσμευτικής πράξης της ΕΕ απαιτείται ο καθορισμός ενιαίων προϋποθέσεων, αυτός γίνεται με εκτελεστική πράξη, την οποία κατά κανόνα εκδίδει η Επιτροπή ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το Συμβούλιο (άρθρο 291 της ΣΛΕΕ). Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ μπορούν να εκδίδουν συστάσεις και γνώμες υπό μορφή μη δεσμευτικών πράξεων. Τέλος, υπάρχει μια σειρά «πράξεων που δεν συνιστούν νομικές πράξεις» οι οποίες επιτρέπουν στα όργανα της ΕΕ να εκφράζουν μη δεσμευτικές γνώμες και προθέσεις ή ρυθμίζουν την εσωτερική λειτουργία της ΕΕ ή των οργάνων της, όπως στην περίπτωση των από κοινού συμφωνούμενων κανόνων, των διοργανικών συμφωνιών ή των εσωτερικών κανονισμών των οργάνων.

Οι νομοθετικές και μη νομοθετικές πράξεις μπορούν να λαμβάνουν διάφορες μορφές. Οι κυριότερες εξ αυτών απαριθμούνται και ορίζονται στο άρθρο 288 της ΣΛΕΕ. Ως δεσμευτικές νομικές πράξεις αναφέρονται οι κανονισμοί, οι οδηγίες και οι αποφάσεις. Ως μη δεσμευτικές νομικές πράξεις αναφέρονται οι συστάσεις και οι γνώμες. Ωστόσο, ο κατάλογος δεν περιέχει εξαντλητική απαρίθμηση. Υπάρχει μια σειρά άλλων πράξεων οι οποίες δεν μπορούν να ταξινομηθούν μεταξύ των προβλεπόμενων στον κατάλογο πράξεων. Πρόκειται για τα ψηφίσματα, τις δηλώσεις, τα προγράμματα δράσης και τις λευκές ή πράσινες βίβλους. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων πράξεων όσον αφορά τη σχετική διαδικασία, τη νομική τους ισχύ και τους αποδέκτες τους· οι διαφορές αυτές θα εξεταστούν λεπτομερέστερα στην ενότητα με τίτλο «Τα μέσα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Δεσμευτικές νομικές πράξεις

  • Κανονισμοί
  • Οδηγίες
  • Αποφάσεις

Νομοθετικές πράξεις

= νομικές πράξεις οι οποίες εκδίδονται κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία

Απλές νομικές πράξεις

= νομικές πράξεις οι οποίες δεν εκδίδονται κατά τη νομοθετική διαδικασία

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

Άρθρο 290 της ΣΛΕΕ

Εκτελεστικές πράξεις

Άρθρο 291 της ΣΛΕΕ

Μη δεσμευτικές νομικές πράξεις

  • Συστάσεις
  • Γνώμες

Άλλου είδους πράξεις που δεν συνιστούν νομικές πράξεις

  • Ψηφίσματα
  • Δηλώσεις
  • Ανακοινώσεις της Επιτροπής
  • Προγράμματα δράσης
  • Λευκές βίβλοι
  • Πράσινες βίβλοι

Η δημιουργία του παράγωγου δικαίου της Ένωσης είναι σταδιακή και συνεχής. Χάρη σε αυτό αποκτά περιεχόμενο το πρωτογενές δίκαιο που δημιουργείται από τις Συνθήκες της ΕΕ, και υλοποιείται και ολοκληρώνεται σταδιακά η ευρωπαϊκή έννομη τάξη.

Διεθνείς συμφωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η τρίτη πηγή δικαίου της Ένωσης συναρτάται με τον ρόλο της ΕΕ στη διεθνή σκηνή. Έχοντας κομβική θέση, η Ευρώπη δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στη διαχείριση των δικών της εσωτερικών υποθέσεων· πρέπει να αναπτύσσει οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις με τον έξω κόσμο. Για τον σκοπό αυτόν η ΕΕ συνάπτει συμφωνίες με χώρες που δεν είναι μέλη της (τις λεγόμενες «τρίτες χώρες») και με άλλους διεθνείς οργανισμούς. Αξίζει να αναφερθούν οι ακόλουθες συμφωνίες αυτού του είδους:

Συμφωνίες σύνδεσης

Η σύνδεση υπερβαίνει κατά πολύ την απλή ρύθμιση της εμπορικής πολιτικής και περιλαμβάνει στενή οικονομική συνεργασία με τη συνδεδεμένη χώρα, καθώς και ευρεία χρηματοδοτική υποστήριξή της από την ΕΕ (άρθρο 217 της ΣΛΕΕ). Διακρίνονται τρεις μορφές συμφωνιών σύνδεσης.

Συμφωνίες για τη διατήρηση των ιδιαίτερων δεσμών ορισμένων κρατών μελών με τρίτες χώρες

Αφορμή για τη δημιουργία του θεσμού της συμφωνίας σύνδεσης αποτέλεσε κυρίως η ύπαρξη χωρών και εδαφών εκτός Ευρώπης που διατηρούσαν ιδιαίτερα στενές οικονομικές σχέσεις με τη Δανία, τη Γαλλία, τις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο λόγω του προηγούμενου αποικιοκρατικού καθεστώτος. Δεδομένου ότι η εφαρμογή κοινού εξωτερικού δασμολογίου της ΕΕ θα παρεμπόδιζε σε μεγάλο βαθμό τις εμπορικές συναλλαγές με τις περιοχές αυτές, κρίθηκε αναγκαία η θέσπιση ειδικών ρυθμίσεων. Σκοπός της σύνδεσης των χωρών και εδαφών αυτών είναι η προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής τους ανάπτυξης και η δημιουργία στενών οικονομικών σχέσεων με την ΕΕ στο σύνολό της (άρθρο 198 της ΣΛΕΕ). Έτσι, υφίσταται μια σειρά προτιμησιακών συμφωνιών που επιτρέπουν την εισαγωγή αγαθών από τις εν λόγω χώρες και τα εν λόγω εδάφη με μειωμένους ή μηδενικούς τελωνειακούς δασμούς. Η οικονομική και τεχνική βοήθεια της ΕΕ παρέχεται μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης. Η σημαντικότερη με διαφορά συμφωνία είναι στην πράξη η συμφωνία εταιρικής σχέσης ΕΕ–ΑΚΕ, που συνδέει την ΕΕ με 70 χώρες της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού (ΑΚΕ). Η εν λόγω συμφωνία μετατρέπεται πλέον σε μία σειρά περιφερειακών συμφωνιών οικονομικών εταιρικών σχέσεων με τις οποίες παρέχεται σταδιακά στις χώρες ΑΚΕ ελεύθερη πρόσβαση στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά.

Συμφωνίες για την προετοιμασία ενδεχόμενης προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή για την εγκαθίδρυση τελωνειακής ένωσης

Εκτός αυτού, η σύνδεση μπορεί να έχει ως στόχο την προετοιμασία ενδεχόμενης προσχώρησης μιας χώρας στην ΕΕ. Είναι κατά κάποιον τρόπο ένα προκαταρκτικό στάδιο της προσχώρησης, κατά το οποίο επιδιώκεται η σύγκλιση της οικονομίας της αιτούσας χώρας με αυτή της ΕΕ. Η στρατηγική αυτή ακολουθείται σήμερα και για τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων (Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Κόσοβο, Μαυροβούνιο, Σερβία). Εν προκειμένω, η διαδικασία προσχώρησης, πλαισιωμένη από τη διευρυμένη διαδικασία σταθεροποίησης και σύνδεσης (∆ΣΣ), διαμορφώνει το συνολικό πλαίσιο για την προσέγγιση των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ καθ’ όλη την περίοδο μέχρι την ενδεχόμενη προσχώρησή τους. Η ΔΣΣ επιδιώκει τρεις σκοπούς: 1) σταθερότητα και γρήγορη μετάβαση σε μια λειτουργούσα οικονομία της αγοράς· 2) προώθηση της περιφερειακής συνεργασίας· 3) προοπτική προσχώρησης στην ΕΕ. Η ΔΣΣ βασίζεται στην προοδευτική εταιρική σχέση στο πλαίσιο της οποίας η ΕΕ προσφέρει εμπορικές παραχωρήσεις, οικονομική και χρηματοδοτική στήριξη και συμβατική σχέση μέσω συμφωνιών σταθεροποίησης και σύνδεσης. Στο πλαίσιο της ΔΣΣ κάθε χώρα οφείλει να επιδεικνύει συγκεκριμένη πρόοδο, προκειμένου να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις ενδεχόμενης προσχώρησης. Η πρόοδος των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων ως προς την ενδεχόμενη προσχώρηση στην ΕΕ αξιολογείται σε ετήσιες εκθέσεις.

Η Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ)

Η Συμφωνία για τον ΕΟΧ παρέχει στις (εναπομείνασες) χώρες της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (Ισλανδία, Λιχτενστάιν και Νορβηγία) πρόσβαση στην εσωτερική αγορά και αποτελεί ασφαλή βάση για πιθανή μελλοντική προσχώρηση των χωρών αυτών στην ΕΕ, καθώς προβλέπει την εκ μέρους τους ενσωμάτωση σχεδόν των δύο τρίτων του δικαίου της Ένωσης. Σκοπός της είναι, βάσει του κεκτημένου (του πρωτογενούς και του παράγωγου δικαίου της Ένωσης), η ελεύθερη κυκλοφορία στον ΕΟΧ των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων, η καθιέρωση ενιαίων κανόνων για τον ανταγωνισμό και τις κρατικές ενισχύσεις και η στενότερη συνεργασία στον τομέα των οριζόντιων και συνοδευτικών πολιτικών (περιβάλλον, έρευνα και ανάπτυξη, εκπαίδευση).

Δύο άνθρωποι, με χειμωνιάτικα ρούχα, περπατούν σε έναν χιονισμένο δρόμο με πολύχρωμα σπίτια, ενώ μπροστά τους διακρίνεται η θάλασσα, με ένα χιονισμένο βουνό στο φόντο.

Η Νορβηγία (στη φωτογραφία: περιοχή στο αρχιπέλαγος του Σβάλμπαρντ) είναι μέλος του ΕΟΧ, στον οποίο ανήκουν επίσης η Ισλανδία και το Λιχτενστάιν καθώς και τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ. Στο πλαίσιο του ΕΟΧ εφαρμόζονται οι τέσσερις ελευθερίες (ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων).

Συμφωνίες συνεργασίας

Οι συμφωνίες συνεργασίας δεν έχουν τόσο ευρεία έκταση όσο οι συμφωνίες σύνδεσης, αλλά αποβλέπουν αποκλειστικά στη στενή οικονομική συνεργασία. Η ΕΕ έχει συνάψει συμφωνίες αυτού του είδους, για παράδειγμα, με τις χώρες του Μαγκρέμπ (Αλγερία, Μαρόκο και Τυνησία), τις χώρες του Μασρέκ (Αίγυπτο, Ιορδανία, Λίβανο και Συρία) και το Ισραήλ.

Εμπορικές συμφωνίες

Τέλος, η ΕΕ έχει συνάψει πολυάριθμες εμπορικές συμφωνίες με μεμονωμένες τρίτες χώρες, με ομάδες τρίτων χωρών ή στο πλαίσιο διεθνών εμπορικών οργανισμών με αντικείμενο τους δασμούς και την εμπορική πολιτική. Οι σημαντικότερες διεθνείς εμπορικές συμφωνίες είναι η Συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και οι πολυμερείς εμπορικές συμφωνίες που απορρέουν από αυτήν, και ιδίως η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1994· ο κώδικας για τα μέτρα αντιντάμπινγκ και τις επιδοτήσεις· η Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών· η Συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου· και το Μνημόνιο συμφωνίας σχετικά με τους κανόνες και τις διαδικασίες που διέπουν την επίλυση των διαφορών. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα κερδίζουν έδαφος οι διμερείς συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών έναντι των πολυμερών συμφωνιών. Λόγω των τεράστιων δυσχερειών σύναψης πολυμερών συμφωνιών ελευθέρωσης στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, όλες οι εμπορικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ, έχουν στραφεί στη σύναψη διμερών συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών. Τα πλέον πρόσφατα παραδείγματα αποτελούν η επιτυχής ολοκλήρωση των εμπορικών διαπραγματεύσεων με το Βιετνάμ, την Ιαπωνία, τον Καναδά, το Μεξικό, τη Νότια Κορέα, τη Σινγκαπούρη, τη Χιλή, τις χώρες της Mercosur (Αργεντινή, Βραζιλία, Ουρουγουάη και Παραγουάη) και τη Νέα Ζηλανδία, καθώς και η σύναψη συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ της ΕΕ και του Οργανισμού Κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού (ΟΚΑΚΕ, πρώην χώρες ΑΚΕ). Σε εξέλιξη βρίσκονται και άλλες εμπορικές διαπραγματεύσεις, και ειδικότερα με την Αυστραλία, την Ινδία και την Ινδονησία.

Άγραφες πηγές δικαίου

Οι πηγές δικαίου της Ένωσης που περιγράφηκαν έως τώρα έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι αποτελούν γραπτό δίκαιο. Ωστόσο, όπως όλα τα συστήματα δικαίου, η έννομη τάξη της ΕΕ δεν μπορεί να αποτελείται εξ ολοκλήρου από γραπτούς κανόνες: πάντα θα υπάρχουν κενά που πρέπει να καλυφθούν από άγραφο δίκαιο.

Γενικές αρχές του δικαίου

Η βασικότερη άγραφη πηγή του δικαίου της Ένωσης είναι οι γενικές αρχές του δικαίου. Πρόκειται για κανόνες που αντικατοπτρίζουν τις στοιχειώδεις έννοιες του δικαίου και της δικαιοσύνης που πρέπει να τηρούνται από κάθε νομικό σύστημα. Το γραπτό δίκαιο της Ένωσης αφορά κατά κύριο λόγο μόνο οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, και δεν μπορεί παρά σε περιορισμένο μόνο βαθμό να θεσπίσει κανόνες αυτού του είδους, πράγμα που σημαίνει ότι οι γενικές αρχές του δικαίου αποτελούν μία από τις σημαντικότερες πηγές δικαίου της Ένωσης. Καλύπτουν τα υφιστάμενα κενά ή εξελίσσουν περαιτέρω το υφιστάμενο δίκαιο μέσω ερμηνείας με γνώμονα την αρχή της δικαιοσύνης.

Οι αρχές αυτές υλοποιούνται διά της εφαρμογής του δικαίου, ιδίως μέσω των αποφάσεων του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του «να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών». Σημεία αναφοράς για την παραγωγή των γενικών αρχών του δικαίου είναι προπαντός οι γενικές αρχές του δικαίου οι οποίες είναι κοινές στις έννομες τάξεις των κρατών μελών. Αυτές παρέχουν την πρώτη ύλη για να διαμορφωθεί στο επίπεδο της ΕΕ ο κανόνας δικαίου που είναι αναγκαίος για την επίλυση ενός προβλήματος.

Εκτός από τις αρχές της αυτονομίας, της άμεσης εφαρμογής και της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, άλλες αρχές του δικαίου περιλαμβάνουν την εγγύηση των βασικών δικαιωμάτων (τουλάχιστον για την Πολωνία, η οποία δεν υπόκειται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, βάσει ρήτρας εξαίρεσης), την αρχή της αναλογικότητας (η οποία εν τω μεταξύ έχει λάβει τη μορφή νομικής ρύθμισης μέσω θετικής διάταξης στο άρθρο 5 παράγραφος 4 της ΣΕΕ), την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, το δικαίωμα ακρόασης και την αρχή της ευθύνης των κρατών μελών σε περίπτωση παράβασης του δικαίου της Ένωσης.

Εθιμικό δίκαιο

Το άγραφο δίκαιο της Ένωσης περιλαμβάνει επίσης τους εθιμικούς κανόνες. Ως τέτοιοι νοούνται οι κανόνες οι οποίοι παράγονται από μακρόχρονες πρακτικές και πεποιθήσεις δικαίου και συμπληρώνουν ή τροποποιούν το πρωτογενές ή το παράγωγο δίκαιο. Η ύπαρξή τους στο πεδίο του δικαίου της Ένωσης αναγνωρίζεται καταρχήν. Ωστόσο, στην πράξη η διάπλασή τους στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης υπόκειται σε σημαντικούς περιορισμούς. Ένα πρώτο εμπόδιο αποτελεί η ύπαρξη ειδικής διαδικασίας για την τροποποίηση των Συνθηκών (άρθρο 48 της ΣΕΕ). Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποκλείεται μεν απολύτως η παραγωγή εθιμικών κανόνων, αλλά καθίσταται δυσχερέστερη η ικανοποίηση των απαιτήσεων για την απόδειξη ύπαρξης «εθίμου», δηλαδή μιας μακρόχρονης πρακτικής και της αντίστοιχης πεποίθησης δικαίου. Η παραγωγή εθιμικών κανόνων δυσχεραίνεται επίσης από το γεγονός ότι η ισχύς κάθε πράξεως οργάνου της ΕΕ πηγάζει αποκλειστικά από τις Συνθήκες και όχι από την πρακτική και την αντίστοιχη βούληση παραγωγής έννομων συνεπειών. Αυτό σημαίνει ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να παραχθούν εθιμικοί κανόνες σε επίπεδο Συνθηκών από τα όργανα της ΕΕ, παρά μόνο από τα κράτη μέλη και υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν. Ωστόσο, η μακρόχρονη πρακτική και η πεποίθηση δικαίου των οργάνων της ΕΕ μπορούν να συναχθούν στο πλαίσιο της ερμηνείας των διατάξεων που αυτά εκδίδουν, οι οποίες ενδέχεται κατά περίπτωση να μεταβάλλουν το νομικό και πραγματικό πεδίο εφαρμογής της οικείας νομικής πράξης. Πρέπει όμως και εδώ να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις και τα όρια που θέτει το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης.

Συμφωνίες μεταξύ των κρατών μελών

Η τελευταία πηγή δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ των κρατών μελών. Τέτοιου είδους συμφωνίες μπορούν να συνάπτονται για την επίλυση ζητημάτων που συνδέονται στενά με τις δραστηριότητες της ΕΕ, αλλά για τα οποία δεν έχουν μεταβιβαστεί εξουσίες στα θεσμικά όργανα της ΕΕ (για παράδειγμα, η Συνθήκη του 2012 για τη σταθερότητα, τον συντονισμό και τη διακυβέρνηση στην οικονομική και νομισματική ένωση, γνωστή και ως Συνθήκη για το δημοσιονομικό σύμφωνο, η οποία συνάφθηκε χωρίς την Τσεχία). Αφετέρου, υπάρχουν γνήσιες συμφωνίες διεθνούς δικαίου (συνθήκες και συμβάσεις) μεταξύ των κρατών μελών των οποίων σκοπός είναι ειδικότερα να ξεπεραστεί ο εδαφικός περιορισμός των εθνικών ρυθμίσεων και να δημιουργηθεί δίκαιο που εφαρμόζεται ενιαία σε επίπεδο ΕΕ. Αυτό είναι σημαντικό κυρίως στον τομέα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου [για παράδειγμα, η Σύμβαση για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (1980)].

Τα μέσα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η επίτευξη των στόχων της ΕΕ απαιτεί πράξεις από την πλευρά των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες θα καθιστούν δυνατή την εξισορρόπηση των διαφορετικών οικονομικών, κοινωνικών, αλλά και περιβαλλοντικών συνθηκών που επικρατούν στα διάφορα κράτη μέλη. Επομένως, το ενωσιακό δίκαιο πρέπει να παρέχει ένα σύνολο νομικών πράξεων, αντίστοιχο με αυτό που χρειάζονται και έχουν στη διάθεσή τους τα εθνικά όργανα για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.

Η προφανής λύση της εφαρμογής των μέσων που διαθέτουν τα κράτη μέλη, ωστόσο, δεν θεωρήθηκε εφικτή, διότι σε εθνικό επίπεδο χρησιμοποιούν μορφές δράσης διαφορετικές από χώρα σε χώρα και η υιοθέτηση του μοντέλου κάποιου μεμονωμένου κράτους μέλους δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες και να υπηρετήσει τα συμφέροντα της ΕΕ στο σύνολό της. Ως εκ τούτου, ήδη κατά την ίδρυση της ΕΟΚ οι νομοθέτες είχαν το δύσκολο έργο της «ανάπτυξης» μιας σειράς μέσων που θα ευθυγραμμίζονταν με τις δομές και τις αρμοδιότητες της Κοινότητας. Τότε είχε τεθεί κυρίως το ερώτημα τι μορφή θα έπρεπε να πάρουν οι συναφείς νομικές πράξεις και τι έννομες συνέπειες θα έπρεπε να έχουν. Χρειαζόταν επίσης να ληφθεί υπόψη ότι τα όργανα θα έπρεπε να είναι σε θέση να εξισορροπήσουν τις διαφορετικές οικονομικές, κοινωνικές, ακόμη και περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούσαν στα διάφορα κράτη μέλη με τρόπο αποτελεσματικό, δηλαδή χωρίς να εξαρτώνται από την καλή θέληση των κρατών μελών, για να δημιουργηθούν για όλους τους πολίτες της Ένωσης οι βέλτιστες δυνατές συνθήκες ζωής. Από την άλλη όμως, δεν θα έπρεπε να παρεμβαίνουν στις έννομες τάξεις των κρατών μελών πέραν του αναγκαίου βαθμού. Επομένως, ολόκληρο το δικαιοπρακτικό και νομοθετικό σύστημα της ΕΕ διέπεται από τη θεμελιώδη αρχή ότι οι εθνικές διατάξεις αντικαθίστανται από διατάξεις της ΕΕ εκεί όπου απαιτείται αυστηρά κοινή ρύθμιση για όλα τα κράτη μέλη, ενώ αντίθετα όπου δεν υφίσταται αυτή η ανάγκη γίνονται δεόντως σεβαστές οι ισχύουσες έννομες τάξεις των κρατών μελών.

Στο πλαίσιο αυτό αναπτύχθηκε μια σειρά μέσων που επιτρέπουν στα όργανα της ΕΕ να παρεμβαίνουν στις εθνικές έννομες τάξεις με διαφορετική κάθε φορά ένταση. Η εντονότερη μορφή παρέμβασης είναι η εκτόπιση των εθνικών διατάξεων από κανόνες δικαίου της Ένωσης. Ακολουθούν οι κανόνες της ΕΕ με τους οποίους τα όργανα της ΕΕ παρεμβαίνουν έμμεσα μόνο στις έννομες τάξεις των κρατών μελών. Περαιτέρω, προβλέπεται η δυνατότητα ρύθμισης συγκεκριμένων ατομικών περιπτώσεων με την έκδοση πράξεων των οποίων ο αποδέκτης κατονομάζεται ή μπορεί να ορισθεί. Τέλος, προβλέπονται επίσης νομικές πράξεις οι οποίες δεν έχουν δεσμευτική ισχύ ούτε έναντι των κρατών μελών ούτε έναντι των πολιτών της Ένωσης.

Εξετάζοντας τις νομικές πράξεις με κριτήριο τον αποδέκτη τους και τα έννομα αποτελέσματα που έχουν στα κράτη μέλη, το σύστημα των νομικών πράξεων της ΕΕ αναλύεται ως εξής, με βάση το άρθρο 288 της ΣΛΕΕ.

Στο διάγραμμα παρατίθενται οι τύποι των νομικών πράξεων της ΕΕ βάσει του άρθρου 288 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι περιλαμβάνουν κανονισμούς, οδηγίες, αποφάσεις, συστάσεις και γνώμες.

Το σύστημα των νομικών πράξεων της ΕΕ μπορεί να περιγραφεί ως εξής, με βάση το άρθρο 288 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κανονισμοί: εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη μέλη και σε όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα. Ισχύουν άμεσα και είναι δεσμευτικοί ως προς όλα τα μέρη τους. Οδηγίες: εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη μέλη ή σε ορισμένα από αυτά. Είναι δεσμευτικές ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και ισχύουν άμεσα μόνο σε ειδικές περιστάσεις. Αποφάσεις (τύπος 1): απευθύνονται σε όλα τα κράτη μέλη ή σε ορισμένα από αυτά και σε ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Ισχύουν άμεσα και είναι δεσμευτικές ως προς όλα τα μέρη τους. Αποφάσεις (τύπος 2): δεν έχουν συγκεκριμένους αποδέκτες και είναι δεσμευτικές ως προς όλα τα μέρη τους. Συστάσεις: απευθύνονται σε όλα τα κράτη μέλη ή σε ορισμένα από αυτά, σε άλλα όργανα της ΕΕ, σε μεμονωμένα πρόσωπα. Δεν είναι δεσμευτικές. Γνώμες: απευθύνονται σε όλα τα κράτη μέλη ή σε ορισμένα από αυτά, σε άλλα όργανα της ΕΕ ή σε απροσδιόριστη ομάδα αποδεκτών. Δεν είναι δεσμευτικές.

Οι κανονισμοί ως «νόμοι» της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Οι νομικές πράξεις με τις οποίες τα θεσμικά όργανα της ΕΕ μπορούν να παρέμβουν δραστικότερα στις εθνικές έννομες τάξεις είναι οι κανονισμοί. Διαθέτουν δύο γνωρίσματα εξαιρετικά ασυνήθιστα στο διεθνές δίκαιο:

  • το πρώτο είναι ο ενωσιακός χαρακτήρας τους, που σημαίνει ότι θεσπίζουν τους ίδιους κανόνες δικαίου στο σύνολο της ΕΕ, ανεξαρτήτως διεθνών συνόρων, και ισχύουν πλήρως σε όλα τα κράτη μέλη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο απαγορεύεται στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ελλιπώς ή επιλεκτικά τις διατάξεις ενός κανονισμού προκειμένου να αποκλείσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο την εφαρμογή πράξεων στις οποίες έχουν ήδη αντιταχθεί κατά την έκδοσή τους ή οι οποίες είναι αντίθετες προς ορισμένα εθνικά συμφέροντα. Ομοίως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται διατάξεις ή πρακτικές του εθνικού δικαίου για να αποκλείσουν την υποχρεωτική εφαρμογή κανονισμού·
  • το δεύτερο είναι η άμεση εφαρμογή, που σημαίνει ότι οι νομικές πράξεις δεν χρειάζεται να μεταφερθούν στο εθνικό δίκαιο, αλλά παρέχουν δικαιώματα ή επιβάλλουν υποχρεώσεις στους πολίτες της Ένωσης κατά τον ίδιο τρόπο με το εθνικό δίκαιο. Τα κράτη μέλη και τα όργανα διακυβέρνησης και τα δικαστήριά τους δεσμεύονται άμεσα από το δίκαιο της Ένωσης και οφείλουν να το τηρούν όπως τηρούν το εθνικό δίκαιο.

Οι ομοιότητες αυτών των νομικών πράξεων με τους νόμους των κρατών μελών είναι αναμφισβήτητες. Εάν εκδίδονται από κοινού από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (στο πλαίσιο της «συνήθους νομοθετικής διαδικασίας», βλ. ενότητα με τίτλο «Η νομοθετική διαδικασία στην ΕΕ»), τότε χαρακτηρίζονται «νομοθετικές πράξεις». Στις περιπτώσεις που οι κανονισμοί εκδίδονται αποκλειστικά από το Συμβούλιο ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, λείπει το στοιχείο της κοινοβουλευτικής συνυπευθυνότητας, οπότε, από διαδικαστικής απόψεως τουλάχιστον, δεν διαθέτουν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των νομοθετικών πράξεων αυτού του είδους.

Οδηγίες

Μαζί με τον κανονισμό, η οδηγία αποτελεί τη σημαντικότερη νομοθετική πράξη. Προσπαθεί να επιτύχει τον διττό στόχο της διασφάλισης του αναγκαίου ενιαίου χαρακτήρα του δικαίου της Ένωσης, αφενός, και του σεβασμού της ποικιλομορφίας των εθνικών παραδόσεων και δομών, αφετέρου. Ως εκ τούτου, πρωταρχικός στόχος της οδηγίας δεν είναι η ενοποίηση των κανόνων δικαίου —που αποτελεί τον σκοπό του κανονισμού— αλλά η εναρμόνισή τους. Αυτό που επιδιώκεται είναι η εξάλειψη των αντιθέσεων και συγκρούσεων μεταξύ των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων ή η σταδιακή άρση των διαφορών, έτσι ώστε να ισχύουν κατ’ ουσίαν όσο το δυνατόν οι ίδιοι όροι σε όλα τα κράτη μέλη. Η οδηγία αποτελεί ένα από τα κυριότερα μέσα υλοποίησης της ενιαίας αγοράς.

Η οδηγία δεσμεύει τα κράτη μέλη μόνον όσον αφορά τον επιδιωκόμενο στόχο, αφήνοντας στις εθνικές αρχές την επιλογή του τρόπου ενσωμάτωσης του συμφωνηθέντος στόχου της ΕΕ στην εσωτερική έννομη τάξη τους. Αυτή η σύμπραξη των κρατών μελών αντανακλά την πρόθεση να καταστούν ηπιότερες οι παρεμβάσεις στα εσωτερικά οικονομικά και δικαιικά συστήματα. Έτσι, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα κατά την εφαρμογή των κανόνων της ΕΕ να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες σε κάθε χώρα. Προς τούτο, οι διατάξεις μιας οδηγίας δεν αντικαθιστούν αυτόματα τις διατάξεις του δικαίου των κρατών μελών, αλλά υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να προσαρμόζουν το εθνικό τους δίκαιο σε αυτές. Αυτό, κατά κανόνα, έχει ως αποτέλεσμα μια νομοθετική διαδικασία σε δύο στάδια:

Πρώτον, στο αρχικό στάδιο η οδηγία καθορίζει τον στόχο που πρέπει να επιτευχθεί σε επίπεδο ΕΕ από οποιοδήποτε ή από όλα τα κράτη μέλη στα οποία απευθύνεται, εντός καθορισμένης προθεσμίας. Μάλιστα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ μπορούν να διατυπώσουν τον στόχο με τόσο λεπτομερή τρόπο, ώστε να μην αφήνουν στα κράτη μέλη κανένα περιθώριο ελιγμών, πρακτική που έχει όντως εφαρμοστεί σε οδηγίες σχετικά με τεχνικά πρότυπα και την προστασία του περιβάλλοντος.

Σε ένα κατάστημα οικιακών συσκευών δύο πελάτες κρατούν την παλιά και τη νέα ενεργειακή ετικέτα της ΕΕ τη μία δίπλα στην άλλη. Η νέα ετικέτα περιλαμβάνει κωδικό QR, επικαιροποιημένα εικονογράμματα και αναθεωρημένη κλίμακα ενεργειακής απόδοσης από το Α έως το G, ενώ η παλιά ετικέτα περιλαμβάνει κλίμακα από το A+++ έως το D.

Η οδηγία 2012/27/ΕΕ της 25ης Οκτωβρίου 2012 (οδηγία για την ενεργειακή απόδοση) περιλαμβάνει δεσμευτικά μέτρα με σκοπό την επίτευξη του στόχου της ΕΕ για αύξηση της ενεργειακής απόδοσης κατά 20 % έως το 2020. Τα κράτη μέλη της Ένωσης όφειλαν να μεταφέρουν την εν λόγω οδηγία στο εθνικό δίκαιο έως τις 5 Ιουνίου 2014.

Δεύτερον, σε εθνικό επίπεδο, ο στόχος που έχει καθοριστεί σε επίπεδο ΕΕ μετουσιώνεται σε πραγματικές νομοθετικές ή διοικητικές διατάξεις στο δίκαιο των κρατών μελών. Παρότι τα κράτη μέλη είναι καταρχήν ελεύθερα να επιλέξουν τον τύπο και τα μέσα της μεταφοράς της υποχρέωσης που υπέχουν σε επίπεδο ΕΕ στο εθνικό τους δίκαιο, το αν η εν λόγω μεταφορά έχει γίνει πράγματι σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ελέγχεται με κριτήρια που καθορίζονται από την ΕΕ. Εν προκειμένω ισχύει η γενική αρχή ότι η προκύπτουσα από τη μεταφορά έννομη κατάσταση πρέπει να επιτρέπει να διακρίνονται με επαρκώς σαφή και ακριβή τρόπο τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις μιας οδηγίας ώστε ο πολίτης της Ένωσης να έχει τη δυνατότητα να τα επικαλεσθεί ή, κατά περίπτωση, να τα προσβάλει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Προς τούτο απαιτείται κατά κανόνα η έκδοση δεσμευτικών εθνικών νομικών πράξεων ή η κατάργηση ή τροποποίηση ισχυόντων κανόνων δικαίου. Η απλή διοικητική πρακτική δεν επαρκεί, καθώς από τη φύση της μπορεί να μεταβληθεί ελεύθερα από τη διοίκηση και δεν υποβάλλεται στη δέουσα δημοσιότητα.

Κατά κανόνα, οι οδηγίες δεν παρέχουν άμεσα δικαιώματα ούτε επιβάλλουν υποχρεώσεις στον πολίτη της Ένωσης. Απευθύνονται ρητά και αποκλειστικά προς τα κράτη μέλη. Δικαιώματα και υποχρεώσεις για τους πολίτες απορρέουν μόνο από τις πράξεις που εκδίδονται από τις αρχές των κρατών μελών για τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Αυτό δεν έχει συνέπειες για τους πολίτες στον βαθμό που τα κράτη μέλη εκπληρώνουν πράγματι τις υποχρεώσεις που υπέχουν σε επίπεδο ΕΕ. Μειονεκτήματα για τον πολίτη της Ένωσης μπορεί να υπάρξουν στην περίπτωση που δεν έχουν εκδοθεί οι απαραίτητες πράξεις μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο ή έχουν εκδοθεί κατά τρόπο ελλιπή, ενώ η πραγματοποίηση του στόχου που ορίζεται στην οδηγία ήταν προς το συμφέρον του. Το Δικαστήριο, για να περιορίσει κατά το δυνατόν τέτοια ενδεχόμενα μειονεκτήματα, δέχεται με πάγια νομολογία του ότι ο πολίτης της Ένωσης μπορεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις να επικαλεστεί το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων οδηγίας ή σύστασης για να διεκδικήσει τα δικαιώματα που του αναγνωρίζονται από αυτήν και, ενδεχομένως, να επιτύχει την επιβολή τους, προσφεύγοντας στα εθνικά δικαστήρια. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι προϋποθέσεις αυτού του άμεσου αποτελέσματος είναι οι ακόλουθες:

  • οι διατάξεις της οδηγίας πρέπει να καθορίζουν τα δικαιώματα των πολιτών ή των επιχειρήσεων της ΕΕ με επαρκώς σαφή και ακριβή τρόπο,
  • η επίκληση του δικαιώματος δεν πρέπει να εξαρτάται από όρο ή προϋπόθεση,
  • ο εθνικός νομοθέτης δεν πρέπει να διαθέτει κανένα περιθώριο εκτίμησης ως προς τη διαμόρφωση του περιεχομένου των κανόνων,
  • πρέπει να έχει ήδη παρέλθει η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.

Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου σχετικά με το άμεσο αποτέλεσμα των οδηγιών στηρίζονται κατά βάση στη γενική άποψη ότι το κράτος μέλος αντιδρά κατά τρόπο αντιφατικό και παράνομο όταν εφαρμόζει το παλαιό εθνικό του δίκαιο χωρίς να το έχει προσαρμόσει στις διατάξεις της οδηγίας. Η αποδοχή του άμεσου αποτελέσματος μιας οδηγίας έρχεται να αποτρέψει την ανεπίτρεπτη ενάσκηση δικαιώματος ενός κράτους μέλους, με την έννοια ότι εμποδίζει το συγκεκριμένο κράτος μέλος να αντλήσει οποιοδήποτε όφελος από τη μη τήρηση του δικαίου της Ένωσης. Υπό την έννοια αυτή, το άμεσο αποτέλεσμα της οδηγίας αποκτά χαρακτήρα κύρωσης έναντι του κράτους μέλους που την παρέβη. Με το δεδομένο αυτό, είναι σημαντικό το ότι το Δικαστήριο δέχεται μέχρι σήμερα το άμεσο αποτέλεσμα των οδηγιών μόνο στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και κράτους μέλους, και πάλι μόνο όταν το άμεσο αποτέλεσμα αποβαίνει προς όφελος του πολίτη και όχι εις βάρος του, δηλαδή μόνο στις περιπτώσεις που η ρύθμιση της Ένωσης είναι ευνοϊκότερη για τον πολίτη απ’ ό,τι το μη προσαρμοσμένο εθνικό δίκαιο (το λεγόμενο «κάθετο άμεσο αποτέλεσμα»).

Αντιθέτως, το Δικαστήριο δεν δέχεται την ύπαρξη άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών στις σχέσεις μεταξύ των πολιτών (το λεγόμενο «οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα»). Ο χαρακτήρας κύρωσης του άμεσου αποτελέσματος οδήγησε το Δικαστήριο στη διαπίστωση ότι αυτό δεν ισχύει στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών επειδή δεν μπορούν να καταστούν υπεύθυνοι για τις παραλείψεις των κρατών μελών. Επίσης, υπέρ των ιδιωτών λειτουργούν οι γενικές αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Οι πολίτες πρέπει να μπορούν να είναι βέβαιοι ότι τα αποτελέσματα μιας οδηγίας επιτυγχάνονται μέσω εθνικών εκτελεστικών μέτρων. Ωστόσο, το Δικαστήριο ανέπτυξε μια γενική αρχή πρωτογενούς δικαίου κατά την οποία το περιεχόμενο μιας οδηγίας τυγχάνει εφαρμογής και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών εφόσον υλοποιεί τη γενική αρχή περί απαγόρευσης των διακρίσεων. Το μόρφωμα αυτό του Δικαστηρίου κινείται πέρα από την απαγόρευση των διακρίσεων, η οποία στο πλαίσιο της υλοποίησής της από την εκάστοτε οδηγία υποχρεώνει τις εθνικές αρχές, και ιδίως τα εθνικά δικαστήρια, να παρέχουν στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς τους την έννομη προστασία που απορρέει για τον ιδιώτη από το δίκαιο της Ένωσης και να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλοντας τη μη εφαρμογή, εν ανάγκη, οποιασδήποτε διάταξης του εθνικού δικαίου παραβιάζει την εν λόγω απαγόρευση. Κατά συνέπεια και λόγω της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων όπως διαμορφώνεται στο πλαίσιο της εκάστοτε οδηγίας υπερισχύει τυχόν αντίθετων διατάξεων του εθνικού δικαίου. Με τον τρόπο αυτόν το Δικαστήριο δεν αναιρεί μεν τη νομολογία του για τη μη ύπαρξη οριζόντιου αποτελέσματος των οδηγιών, ωστόσο, σε σχέση με την απαγόρευση των διακρίσεων, καταλήγει εν τοις πράγμασι στο ίδιο αποτέλεσμα σε όλες τις περιπτώσεις όπου η εν λόγω αρχή πραγματώνεται στο πλαίσιο οδηγίας. Το Δικαστήριο έχει μέχρι σήμερα αναγνωρίσει μια τέτοιου είδους πραγμάτωση για οδηγίες που είχαν ως αντικείμενο τις κλασικές διακρίσεις βάσει ιθαγένειας ή φύλου, ή ακόμα και βάσει ηλικίας. Το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει, ωστόσο, για όλες τις οδηγίες που με την έκδοσή τους επιδιώκεται η καταπολέμηση των διακρίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 19 της ΣΛΕΕ.

Το άμεσο αποτέλεσμα μιας οδηγίας δεν προϋποθέτει απαραίτητα να απονέμει μια διάταξή της δικαιώματα στο άτομο. Στην πραγματικότητα, οι διατάξεις μιας οδηγίας έχουν άμεσο αποτέλεσμα στο μέτρο που αναπτύσσουν αποτέλεσμα εξ αντικειμένου. Για την αναγνώριση αυτού του αποτελέσματος ισχύουν οι προϋποθέσεις που ισχύουν και για την αναγνώριση άμεσου αποτελέσματος, με τη διαφορά ότι, αντί να θεσπιστεί σαφής και ακριβής κανόνας δικαίου για τον πολίτη ή την επιχείρηση της ΕΕ, θεσπίζεται σαφής και ακριβής υποχρέωση για τα κράτη μέλη. Όπου συμβαίνει αυτό, όλοι οι θεσμοί —δηλαδή, ο νομοθέτης, η διοίκηση και τα δικαστήρια των κρατών μελών— δεσμεύονται από την οδηγία και οφείλουν να συμμορφώνονται αυτομάτως με αυτήν και να την εφαρμόζουν ως δίκαιο της Ένωσης με βάση την αρχή της υπεροχής. Ειδικότερα, από την υποχρέωση αυτή απορρέει η υποχρέωση ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνα με τις οδηγίες ή της κατά προτεραιότητα εφαρμογής της επίμαχης διάταξης της οδηγίας έναντι αντίθετων διατάξεων του εθνικού δικαίου. Επιπλέον, οι οδηγίες έχουν ορισμένα περιοριστικά αποτελέσματα για τα κράτη μέλη, ακόμα και πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Λαμβανομένου υπόψη του δεσμευτικού χαρακτήρα μιας οδηγίας και του καθήκοντός τους να διευκολύνουν την ΕΕ στην εκπλήρωση της αποστολής της (άρθρο 4 της ΣΕΕ), τα κράτη μέλη πρέπει να απέχουν, πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς, από κάθε μέτρο που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη του στόχου της οδηγίας.

Στις αποφάσεις που εξέδωσε το 1991 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 και C-9/90, Francovich και Bonifaci, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να επανορθώνουν ζημίες που προκαλούνται από την παράλειψη μεταφοράς ή από την πλημμελή μεταφορά οδηγίας. Και οι δύο προσφυγές ασκήθηκαν κατά της Ιταλίας λόγω της μη εμπρόθεσμης μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, η οποία αποσκοπούσε στην προστασία των μισθολογικών δικαιωμάτων του εργαζομένου κατά την περίοδο πριν από την αφερεγγυότητα και την απόλυση λόγω αφερεγγυότητας. Για τον σκοπό αυτόν, επρόκειτο να συσταθούν οργανισμοί εγγύησης κατά των οποίων δεν θα μπορούσαν να στραφούν άλλοι δανειστές του εργοδότη· αυτοί επρόκειτο να χρηματοδοτηθούν από τους εργοδότες, από κρατικές αρχές ή και από τις δύο πλευρές. Το Δικαστήριο βρέθηκε εν προκειμένω προ του εξής προβλήματος: η συγκεκριμένη οδηγία είχε βεβαίως σκοπό να αναγνωρίσει στους εργαζομένους προσωπικό δικαίωμα να συνεχίσουν να λαμβάνουν τον μισθό τους από τον οργανισμό εγγύησης· ωστόσο, αυτό το δικαίωμα δεν ίσχυε άμεσα, δηλαδή δεν ήταν δυνατή η επίκλησή του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, που σημαίνει ότι δεν ήταν δυνατή η επιβολή του έναντι των εθνικών αρχών, επειδή λόγω της μη μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας δεν είχε συσταθεί ο οργανισμός εγγύησης και, επομένως, δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί ποιος ήταν ο υπόχρεος της καταβολής των ποσών δεδομένης της αφερεγγυότητας του εργοδότη. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το ιταλικό κράτος, μη μεταφέροντας την οδηγία, στέρησε από τους εργαζομένους το δικαίωμα που τους παρείχε η εν λόγω οδηγία και, επομένως, όφειλε να επανορθώσει τη ζημία που υπέστησαν εξ αυτού του λόγου. Η υποχρέωση αποζημίωσης, παρότι δεν προβλέπεται ρητά στο δίκαιο της Ένωσης, αποτελεί, σύμφωνα με το Δικαστήριο, αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο της έννομης τάξης της ΕΕ λόγω του ότι, εάν οι πολίτες της Ένωσης δεν είχαν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν αποζημίωση σε περίπτωση βλάβης των δικαιωμάτων τους από ενέργεια των κρατών μελών αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, αυτό θα υπονόμευε την αποτελεσματικότητα της έννομης τάξης της και θα μείωνε την προστασία των δικαιωμάτων που παράγει4.

Αποφάσεις

Με τη θεσμοθέτηση των «αποφάσεων» στη Συνθήκη της Λισαβόνας προστέθηκε μία νέα μορφή νομικών πράξεων στον ήδη υπάρχοντα οικείο κατάλογο. Διακρίνονται δύο κατηγορίες αποφάσεων: αποφάσεις που απευθύνονται σε συγκεκριμένους αποδέκτες και γενικές αποφάσεις, που δεν ορίζουν συγκεκριμένους αποδέκτες (πρβλ. άρθρο 288 τέταρτο εδάφιο της ΣΛΕΕ). Ενώ οι απευθυνόμενες προς συγκεκριμένους αποδέκτες αποφάσεις αντικατέστησαν τις προηγούμενες «αποφάσεις» για τη ρύθμιση ατομικών περιπτώσεων, οι γενικές αποφάσεις, οι οποίες δεν ορίζουν συγκεκριμένο αποδέκτη, περιλαμβάνουν πληθώρα τρόπων ρύθμισης με κοινό χαρακτηριστικό το ότι δεν στοχεύουν τη ρύθμιση ατομικών περιπτώσεων. Ωστόσο, η ενιαία αυτή ονομασία για δύο εντελώς διαφορετικές μορφές νομικών πράξεων είναι ιδιαιτέρως ατυχής, δεδομένου ότι λόγω των αναπόφευκτων δυσχερειών διάκρισης μεταξύ των δύο εννοιών προκαλείται τεράστια ανασφάλεια δικαίου. Προτιμότερο θα ήταν να διατηρηθεί ο όρος «απόφαση» που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για μέτρα που στόχευαν στη ρύθμιση ατομικών περιπτώσεων με νομική ισχύ προς τα έξω και να χρησιμοποιείται ένας επιπλέον, διαφορετικός όρος για τις λοιπές δεσμευτικές νομικές πράξεις.

Τα όργανα της ΕΕ (ιδίως το Συμβούλιο και η Επιτροπή) εκδίδουν συνήθως αποφάσεις που απευθύνονται σε συγκεκριμένους αποδέκτες, και μέσω των αποφάσεων αυτών ασκούν την εκτελεστική τους αρμοδιότητα. Με την έκδοση μιας τέτοιας απόφασης μπορεί να ζητηθεί από κράτος μέλος, επιχείρηση ή πολίτη της Ένωσης να προβεί σε μια πράξη ή να απόσχει από μια ενέργεια, ή μπορεί να τους απονεμηθούν δικαιώματα ή να τους επιβληθούν υποχρεώσεις. Πρόκειται για κάτι αντίστοιχο με αυτό που συμβαίνει στις εθνικές έννομες τάξεις. Και σε αυτές καθορίζονται από τις διοικητικές αρχές κατά τρόπο δεσμευτικό, και ειδικότερα με την έκδοση διοικητικής πράξης, οι συνέπειες που έχει κατά περίπτωση στους πολίτες η εφαρμογή π.χ. ενός νόμου.

Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του είδους απόφασης συνοψίζονται ως εξής:

  • η απόφαση έχει ατομική ισχύ, και κατά τούτο διαφέρει από τον κανονισμό. Οι αποδέκτες μιας απόφασης πρέπει να ορίζονται ατομικά, και δεσμεύονται επίσης μόνο ατομικά. Προς τον σκοπό αυτό, αρκεί να μπορούν να προσδιορισθούν κατά τη χρονική στιγμή της έκδοσης της απόφασης τα πρόσωπα τα οποία αυτή αφορά και να μην είναι δυνατή η μεταγενέστερη διεύρυνση του κύκλου των προσώπων. Κρίσιμο είναι εν προκειμένω ιδίως το περιεχόμενο της απόφασης, το οποίο πρέπει να είναι κατάλληλο να επηρεάσει ατομικά και άμεσα τη νομική κατάσταση των πολιτών. Υπό την έννοια αυτή, η απόφαση μπορεί να αφορά ατομικά και τρίτους, στο μέτρο που αυτοί θίγονται λόγω ιδιαίτερων προσωπικών χαρακτηριστικών ή ειδικών συνθηκών που τους διαφοροποιούν από όλα τα άλλα πρόσωπα και, ως εκ τούτου, μπορούν να εξατομικευθούν κατά τον ίδιο τρόπο με τον αποδέκτη·
  • η απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της, και κατά τούτο διαφέρει από την οδηγία (η οποία καθορίζει μόνο τον επιδιωκόμενο στόχο)·
  • η απόφαση είναι άμεσα δεσμευτική για τους αποδέκτες της. Απόφαση απευθυνόμενη σε κράτος μέλος μπορεί, εξάλλου, να παραγάγει άμεσα έννομα αποτελέσματα και για τους πολίτες υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με μια οδηγία.

Οι γενικές αποφάσεις που δεν καθορίζουν τους αποδέκτες τους είναι δεσμευτικές ως προς όλα τα μέρη τους, χωρίς ωστόσο να προκύπτει ρητά ποιους δεσμεύουν. Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί ουσιαστικά μόνο με βάση το περιεχόμενο της εκάστοτε απόφασης. Οι γενικές αποφάσεις διακρίνονται στους εξής τύπους, ανάλογα με τη ρύθμιση που επιδιώκουν:

  • αποφάσεις για την τροποποίηση διατάξεων των Συνθηκών. Οι αποφάσεις αυτές ισχύουν γενικά και αφηρημένα, με την έννοια ότι δεσμεύουν όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της ΕΕ, καθώς και τα κράτη μέλη. Ενδεικτικά αναφέρονται οι αποφάσεις για την απλούστευση των διαδικασιών θέσπισης μέτρων [άρθρο 81 παράγραφος 3 και άρθρο 192 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ] ή για τη χαλάρωση των απαιτήσεων για τον σχηματισμό πλειοψηφίας (άρθρο 312 παράγραφος 2 και άρθρο 333 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ
  • αποφάσεις για τη συγκεκριμενοποίηση του δικαίου των Συνθηκών. Οι αποφάσεις αυτές έχουν δεσμευτική ισχύ για το σύνολο της ΕΕ ή για τα αρμόδια θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της σε περίπτωση που αυτές αφορούν τη σύνθεσή τους· δεν έχουν εξωτερική ισχύ στους ιδιώτες·
  • αποφάσεις για τη θέσπιση ενδοοργανικών και διοργανικών κανόνων δικαίου. Οι εν λόγω αποφάσεις δεσμεύουν τα ενδιαφερόμενα και συμμετέχοντα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της ΕΕ. Σχετικά παραδείγματα αποτελούν οι εσωτερικοί κανονισμοί των οργάνων της ΕΕ (ενδοοργανικοί κανόνες δικαίου) και οι διοργανικές συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ αυτών (διοργανικοί κανόνες δικαίου)·
  • αποφάσεις στο πλαίσιο της οργανωτικής εξουσίας. Οι αποφάσεις αυτές (π.χ. διορισμοί, αμοιβές) δεσμεύουν τους αντίστοιχους λειτουργούς ή τα μέλη των οργάνων·
  • αποφάσεις για τη χάραξη πολιτικής. Οι εν λόγω αποφάσεις ανταγωνίζονται τους κανονισμούς και τις οδηγίες, χωρίς ωστόσο να στοχεύουν στην παραγωγή δεσμευτικών αποτελεσμάτων για τους πολίτες. Κατά κανόνα, η δεσμευτική τους ισχύς περιορίζεται στα όργανα που συμμετέχουν στην έκδοσή τους, ιδίως όταν πρόκειται για τον προσανατολισμό ή τις κατευθυντήριες γραμμές μελλοντικών πολιτικών. Μόνο κατ’ εξαίρεση παράγουν γενικά και αφηρημένα έννομα αποτελέσματα ή συνεπάγονται οικονομικές επιπτώσεις·
  • αποφάσεις στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Οι αποφάσεις αυτές αναπτύσσουν δεσμευτική νομική ισχύ για την ΕΕ. Ο βαθμός στον οποίο είναι δεσμευτικές για τα κράτη μέλη περιορίζεται από ειδικές διατάξεις (π.χ. άρθρο 28 παράγραφοι 2 και 5 και άρθρο 31 παράγραφος 1 της ΣΕΕ). Δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

Συστάσεις και γνώμες

Την τελευταία κατηγορία νομικών πράξεων που προβλέπεται ρητά στις Συνθήκες της ΕΕ συνιστούν οι συστάσεις και οι γνώμες. Μέσω αυτών παρέχεται στα θεσμικά όργανα της ΕΕ η δυνατότητα να εκφράσουν απόψεις προς τα κράτη μέλη ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, και προς τους πολίτες, κατά τρόπο μη δεσμευτικό, δηλαδή χωρίς να δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις για τους αποδέκτες.

Με τις συστάσεις συνιστάται στον αποδέκτη μια ορισμένη συμπεριφορά χωρίς να επιβάλλεται αντίστοιχη νομική υποχρέωση. Για παράδειγμα, στις περιπτώσεις που η θέσπιση ή η τροποποίηση νομοθετικής ή διοικητικής διά­ταξης σε κράτος μέλος προκαλεί στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, η Επιτροπή μπορεί να συστήσει στο ενδιαφερόμενο κράτος τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή της στρέβλωσης αυτής (πρβλ. άρθρο 117 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος της ΣΛΕΕ).

Αντίθετα, γνώμες εκδίδονται από τα όργανα της ΕΕ προκειμένου να εκτιμηθεί μια δεδομένη κατάσταση ή οι εξελίξεις στην ΕΕ ή σε επιμέρους κράτη μέλη. Σε ορισμένες περιπτώσεις προετοιμάζουν επίσης το έδαφος για μελλοντικές νομικά δεσμευτικές πράξεις ή αποτελούν προϋπόθεση για την κίνηση διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου (πρβλ. άρθρα 258 και 259 της ΣΛΕΕ).

Η σημασία των συστάσεων και των γνωμών είναι κυρίως πολιτική και ηθική. Προβλέποντας αυτούς τους τύπους νομικών πράξεων, οι συντάκτες των Συνθηκών είχαν την προσδοκία ότι οι ενδιαφερόμενοι, λόγω του μεγάλου κύρους των οργάνων της ΕΕ, της ευρείας εποπτείας των πραγμάτων, η οποία υπερβαίνει τα στενότερα εθνικά πλαίσια, θα συμμορφώνονταν οικειοθελώς με τις συστάσεις που τους απευθύνονταν και θα αντιδρούσαν κατάλληλα στην αξιολόγηση μιας συγκεκριμένης κατάστασης από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Πάντως, οι συστάσεις και οι γνώμες μπορούν επίσης να αναπτύξουν έμμεσα έννομα αποτελέσματα, και δη στην περίπτωση που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μεταγενέστερες δεσμευτικές ρυθμιστικές πράξεις ή όταν το όργανο που τις εκδίδει αυτοδεσμεύεται, με αποτέλεσμα να δημιουργεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις συνθήκες δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Ψηφίσματα, δηλώσεις και προγράμματα δράσης

Εκτός από τις νομικές πράξεις που αναφέρονται στις Συνθήκες, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ έχουν και ποικίλες άλλες δυνατότητες δράσης για να δώσουν σχήμα και μορφή στην έννομη τάξη της. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι τα ψηφίσματα, οι δηλώσεις και τα προγράμματα δράσης.

Ψηφίσματα. Ψηφίσματα μπορούν να εκδίδονται από το Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο. Εκφράζουν κοινές απόψεις και προθέσεις όσον αφορά τη συνολική διαδικασία ολοκλήρωσης, καθώς και συγκεκριμένα καθήκοντα εντός και εκτός της ΕΕ. Για παράδειγμα, τα ψηφίσματα που σχετίζονται με την εσωτερική λειτουργία της ΕΕ έχουν ως αντικείμενο βασικά ζητήματα που αφορούν την πολιτική ένωση, την περιφερειακή πολιτική, την ενεργειακή πολιτική και την οικονομική και νομισματική ένωση (ιδίως δε το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα). Τα ψηφίσματα αυτά έχουν προπαντός πολιτική σημασία επειδή χαράσσουν κατευθυντήριες γραμμές για τις μελλοντικές εργασίες του Συμβουλίου. Ως εκφράσεις κοινής πολιτικής βούλησης, τα ψηφίσματα διευκολύνουν σημαντικά την επίτευξη συναίνεσης στο Συμβούλιο, και πέραν αυτής εγγυώνται έναν ελάχιστο βαθμό σύνδεσης μεταξύ των ιεραρχιών λήψης αποφάσεων στην ΕΕ και στα κράτη μέλη. Τη λειτουργία αυτή πρέπει να λαμβάνει υπόψη και η νομική τους αξιολόγηση, που σημαίνει ότι ο θεσμός του ψηφίσματος θα πρέπει να παραμείνει ευέλικτος και να μην επιβαρυνθεί υπέρμετρα με νομικές προϋποθέσεις και υποχρεώσεις.

Δηλώσεις. Υπάρχουν δύο είδη δηλώσεων: αν οι δηλώσεις αφορούν την περαιτέρω εξέλιξη της ΕΕ, όπως οι δηλώσεις για την ΕΕ, για τη δημοκρατία ή για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, ουσιαστικά ως προς τη σημασία τους προσομοιάζουν με ψηφίσματα. Δηλώσεις αυτού του τύπου εκδίδονται προπαντός όταν επιδιώκεται η επικοινωνία με το ευρύ κοινό ή με ορισμένο κύκλο αποδεκτών. Το άλλο είδος δήλωσης εκδίδεται στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων του Συμβουλίου, και εκτίθενται σε αυτή απόψεις όλων ή μεμονωμένων μελών του Συμβουλίου σχετικά με την ερμηνεία των αποφάσεων του Συμβουλίου. Αυτού του είδους οι ερμηνευτικές δηλώσεις αποτελούν πάγια πρακτική στο Συμβούλιο και συνιστούν αναγκαίο μέσο για την επίτευξη συμβιβασμών. Η νομική σημασία αυτών των δηλώσεων θα πρέπει να αξιολογείται βάσει των γενικών ερμηνευτικών αρχών, σύμφωνα με τις οποίες η ερμηνεία μιας νομικής διάταξης καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη βούληση του συντάκτη της. Ωστόσο, η αρχή αυτή ισχύει μόνο εάν η δήλωση λάβει την απαιτούμενη δημοσιότητα, και τούτο διότι η δημιουργία περιορισμών, π.χ. σε πράξεις του παράγωγου δικαίου της Ένωσης που χορηγούν άμεσα δικαιώματα σε ιδιώτες, δεν μπορεί να βασίζεται σε παρεπόμενες συμφωνίες που δεν έχουν δημοσιευτεί.

Προγράμματα δράσης. Τα προγράμματα αυτά καταρτίζονται από το Συμβούλιο και την Επιτροπή, με ιδία πρωτοβουλία ή ύστερα από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, και συγκεκριμενοποιούν τα νομοθετικά προγράμματα και τους γενικούς στόχους που προβλέπονται στις Συνθήκες. Όταν τα προγράμματα αυτά προβλέπονται ρητά στις Συνθήκες, οι σχετικές διατάξεις δεσμεύουν τα θεσμικά όργανα της ΕΕ κατά τον σχεδιασμό τους. Αντίθετα, άλλα προγράμματα γίνονται αντιληπτά στην πράξη ως απλές γενικές κατευθυντήριες γραμμές που δεν έχουν νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα, αλλά περιορίζονται στο να εκφράσουν την πρόθεση των θεσμικών οργάνων της ΕΕ να ενεργούν σύμφωνα με το περιεχόμενό τους.

Επίσης, ιδιαίτερη σημασία έχουν στην πρακτική της Ένωσης οι λευκές βίβλοι και οι πράσινες βίβλοι. Οι λευκές βίβλοι δημοσιεύονται από την Επιτροπή και περιλαμβάνουν συγκεκριμένες προτάσεις για μέτρα της ΕΕ σε συγκεκριμένους τομείς πολιτικής. Εάν μια λευκή βίβλος τύχει θετικής αποδοχής από το Συμβούλιο, μπορεί να αποτελέσει τη βάση για πρόγραμμα δράσης της ΕΕ. Σχετικά παραδείγματα αποτελούν οι λευκές βίβλοι για το μέλλον της Ευρώπης (2017) και για την τεχνητή νοημοσύνη (2020). Οι πράσινες βίβλοι έχουν σκοπό να δώσουν ερεθίσματα για συζήτηση σχετικά με συγκεκριμένα ζητήματα σε επίπεδο ΕΕ και αποτελούν τη βάση για δημόσια διαβούλευση και διάλογο όσον αφορά τα θέματα που εξετάζονται στην πράσινη βίβλο. Σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελούν το έναυσμα για την επεξεργασία νομοθετικών διατάξεων οι οποίες στη συνέχεια περιγράφονται σε λευκές βίβλους.

Δημοσίευση και κοινοποίηση

Οι νομοθετικές πράξεις της ΕΕ και οι νομικά δεσμευτικές πράξεις δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά L (L = legislation — νομοθεσία). Αρχίζουν να ισχύουν κατά την ημερομηνία που ορίζουν οι ίδιες ή, αν δεν ορίζεται ημερομηνία, την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή τους.

Δεν υπάρχει υποχρέωση δημοσίευσης και κοινοποίησης των μη δεσμευτικών πράξεων, αλλά συνήθως αυτές δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C [«ανακοινώσεις και πληροφορίες» (C = communication — ανακοίνωση)]. Στη σειρά C δημοσιεύονται επίσης όλα τα επίσημα έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ.

Οι νομοθετικές πράξεις που καθορίζουν τους αποδέκτες τους κοινοποιούνται σε αυτούς και αρχίζουν να παράγουν αποτελέσματα από την κοινοποίησή τους και εξής.

Η νομοθετική διαδικασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε αντίθεση με τα εθνικά συστήματα, όπου η πολιτειακή βούληση διαμορφώνεται στο κοινοβούλιο, η διαμόρφωση της βούλησης στην ΕΕ για μεγάλο διάστημα επηρεαζόταν καθοριστικά από τους εκπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών μελών που αποτελούν το Συμβούλιο. Ο λόγος ήταν απλός: η ΕΕ δεν απαρτίζεται από ένα «ευρωπαϊκό έθνος», αλλά οφείλει την ύπαρξη και τη μορφή της στη συνδυαστική συνεισφορά των κρατών μελών της. Τα κράτη μέλη δέχθηκαν να παραχωρήσουν ορισμένα από τα κυριαρχικά τους δικαιώματα στην ΕΕ όχι εν λευκώ, αλλά διατηρώντας σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της από κοινού άσκησής τους. Παρά ταύτα, κατά τη διάρκεια της εξέλιξης και της εμβάθυνσης της ολοκλήρωσης της ΕΕ αυτή η κατανομή αρμοδιοτήτων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ, η οποία αρχικά εξυπηρετούσε μονομερώς τα εθνικά συμφέροντα των κρατών μελών, παραχώρησε τη θέση της σε ένα πολύ πιο ισόρροπο σύστημα χάρη στη συνεχή αναβάθμιση της θέσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η αρχική διαδικασία που προέβλεπε μόνο διαβούλευση με το Κοινοβούλιο διευρύνθηκε καταρχάς με την προσθήκη της συνεργασίας του με το Συμβούλιο, και εντέλει δόθηκαν στο Κοινοβούλιο εξουσίες συναπόφασης κατά τη νομοθετική διαδικασία της ΕΕ.

Το γράφημα απεικονίζει τη διαδικασία έκδοσης νομοθετικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η διαδικασία έκδοσης νομοθετικών πράξεων περιλαμβάνει διάφορα στάδια. Αρχικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποβάλλει προτάσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (πρώτη ανάγνωση) για τον καθορισμό θέσης, και επίσης στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών για γνωμοδότηση. Στη συνέχεια, οι προτάσεις διαβιβάζονται στο Συμβούλιο για πρώτη ανάγνωση. Αν το Κοινοβούλιο δεν προτείνει τροπολογίες ή εγκρίνει όλες τις τροπολογίες, και ύστερα από τριμερή διάλογο μεταξύ του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η νομοθετική πράξη μπορεί να εκδοθεί. Διαφορετικά, το Συμβούλιο παρουσιάζει τη θέση του στο Κοινοβούλιο και η πρόταση υποβάλλεται εκ νέου στο Κοινοβούλιο για δεύτερη ανάγνωση. Αν εγκριθεί η θέση του Συμβουλίου, η πράξη εκδίδεται με τη διατύπωση που αντιστοιχεί στη θέση του Συμβουλίου. Αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απορρίψει κατά πλειοψηφία τη θέση του Συμβουλίου, η νομοθετική διαδικασία περατώνεται και η πράξη δεν εκδίδεται. Αν η πλειοψηφία των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προτείνει τροπολογίες, η Επιτροπή εγκρίνει ή απορρίπτει τις τροπολογίες. Στη συνέχεια η πρόταση διαβιβάζεται στο Συμβούλιο για δεύτερη ανάγνωση. Αν το Συμβούλιο εγκρίνει τις τροπολογίες με ειδική πλειοψηφία ή ομόφωνα, η πράξη εκδίδεται. Αν το Συμβούλιο απορρίψει τις τροπολογίες, η πρόταση παραπέμπεται στην επιτροπή συνδιαλλαγής (η οποία αποτελείται από εκπροσώπους του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου). Αν επιτευχθεί συμφωνία, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο επιβεβαιώνουν το αποτέλεσμα σε τρίτη ανάγνωση. Αν η επιτροπή συνδιαλλαγής δεν καταλήξει σε συμφωνία, η πράξη θεωρείται απορριφθείσα και η νομοθετική διαδικασία περατώνεται.

Η νομοθετική διαδικασία στην ΕΕ αναδιοργανώθηκε και αναδιαρθρώθηκε με τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Διακρίνονται οι ακόλουθες περιπτώσεις:

  1. η συνήθης νομοθετική διαδικασία για την έκδοση νομοθετικών πράξεων (άρθρο 289 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ), η οποία κατ’ ουσίαν αντιστοιχεί στην παλαιότερη διαδικασία συναπόφασης και συνιστά την κατά κανόνα ακολουθούμενη νομοθετική διαδικασία σε επίπεδο ΕΕ, παράλληλα με την ειδική νομοθετική διαδικασία (άρθρο 289 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ), στο πλαίσιο της οποίας εκδίδονται νομοθετικές πράξεις από το Κοινοβούλιο με τη συμμετοχή του Συμβουλίου ή από το Συμβούλιο με τη συμμετοχή του Κοινοβουλίου·
  2. ορισμένες νομικές πράξεις οι οποίες πρέπει να υποβληθούν σε διαδικασία έγκρισης από το Κοινοβούλιο πριν τεθούν σε ισχύ·
  3. μη νομοθετικές πράξεις οι οποίες εκδίδονται με απλουστευμένη διαδικασία·
  4. ειδικές διαδικασίες που εφαρμόζονται για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και εκτελεστικών πράξεων.

Διεξαγωγή της διαδικασίας

Στάδιο δημιουργίας της πρότασης

Η διαδικασία κινείται, καταρχήν, από την Επιτροπή, η οποία συντάσσει πρόταση για το μέτρο που πρέπει να ληφθεί από την ΕΕ (πρόκειται για το λεγόμενο «δικαίωμα πρωτοβουλίας»). Η πρόταση καταρτίζεται από την υπηρεσία της Επιτροπής που ασχολείται με τον συγκεκριμένο τομέα· σε αυτό το στάδιο, συχνά η υπηρεσία συμβουλεύεται επίσης εθνικούς εμπειρογνώμονες. Αυτό ενίοτε λαμβάνει τη μορφή διασκέψεων στο πλαίσιο επιτροπών που έχουν συγκληθεί ειδικά για τον σκοπό αυτόν· εναλλακτικά, μπορούν να υποβληθούν ερωτήσεις στους εμπειρογνώμονες από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί τις συμβουλές των εθνικών εμπειρογνωμόνων κατά την κατάρτιση των προτάσεών της. Το σχέδιο που εκπονείται από την Επιτροπή και το οποίο ορίζει λεπτομερώς το περιεχόμενο και τη μορφή του μέτρου συζητείται από την Επιτροπή συνολικά· στο πλαίσιο αυτό, αρκεί για την έγκρισή του η απλή πλειοψηφία. Αποτελεί πλέον «πρόταση της Επιτροπής» και διαβιβάζεται συγχρόνως στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, και εάν απαιτείται διαβούλευση, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών, συνοδευόμενο από λεπτομερή αιτιολογική έκθεση.

Πρώτη ανάγνωση στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο

Ο/Η πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διαβιβάζει την πρόταση στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς επεξεργασία. Το αποτέλεσμα των εργασιών της επιτροπής συζητείται στην ολομέλεια του Κοινοβουλίου, και αποτυπώνεται σε γνωμοδότηση με την οποία μπορεί να γίνεται δεκτή ή να απορρίπτεται η πρόταση, ή να προτείνονται τροπολογίες. Το Κοινοβούλιο στη συνέχεια διαβιβάζει τη θέση του στο Συμβούλιο.

Το Συμβούλιο προβαίνει σε πρώτη ανάγνωση κατά την οποία:

  • εάν εγκρίνει τη θέση του Κοινοβουλίου, η πράξη εκδίδεται με τη διατύπωση που αντιστοιχεί στην εν λόγω θέση· με την έγκριση αυτή ολοκληρώνεται η νομοθετική διαδικασία. Στην πράξη έχει γίνει κανόνας η ολοκλήρωση της νομοθετικής διαδικασίας ήδη κατά την πρώτη ανάγνωση. Για τον σκοπό αυτόν, διεξάγεται «ανεπίσημος τριμερής διάλογος», κατά τον οποίο οι εκπρόσωποι του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής κάθονται σε ένα τραπέζι επιδιώκοντας στο αρχικό αυτό στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας μια αμοιβαία αποδεκτή συμβιβαστική συμφωνία. Αυτοί οι τριμερείς διάλογοι είναι συνήθως επιτυχείς, που σημαίνει ότι μόνο οι ιδιαιτέρως αμφιλεγόμενες νομοθετικές προτάσεις υποβάλλονται σε ολόκληρη τη συνήθη νομοθετική διαδικασία·
  • εάν δεν εγκρίνει τη θέση του Κοινοβουλίου, καθορίζει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση και τη διαβιβάζει στο Κοινοβούλιο.

Το Συμβούλιο ενημερώνει πλήρως το Κοινοβούλιο για τους λόγους που το οδήγησαν να λάβει τη συγκεκριμένη θέση. Η Επιτροπή ενημερώνει και αυτή πλήρως το Κοινοβούλιο για τη θέση της.

Δεύτερη ανάγνωση στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο

Το Κοινοβούλιο έχει στη διάθεσή του 3 μήνες από τη διαβίβαση της θέσης του Συμβουλίου για να προβεί σε μία από τις ακόλουθες ενέργειες:

  1. να εγκρίνει τη θέση του Συμβουλίου ή να μη λάβει απόφαση —η σχετική πράξη θεωρείται ότι εκδόθηκε με τη διατύπωση που αντιστοιχεί στη θέση του Συμβουλίου·
  2. να απορρίψει με την πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν τη θέση του Συμβουλίου —η προτεινόμενη πράξη θεωρείται ότι δεν εκδόθηκε και η νομοθετική διαδικασία περατώνεται·
  3. να υποβάλει, με την πλειοψηφία των μελών του, τροπολογίες επί της θέσης του Συμβουλίου —το ούτως τροποποιημένο κείμενο διαβιβάζεται στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, η οποία γνωμοδοτεί για τις τροπολογίες αυτές.

Το Συμβούλιο συζητά την τροποποιημένη θέση και έχει προθεσμία 3 μηνών από την ημερομηνία παραλαβής των τροπολογιών του Κοινοβουλίου, το οποίο:

  1. είτε εγκρίνει όλες τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου —τότε η εν λόγω πράξη θεωρείται ότι εκδόθηκε. Αρκεί ειδική πλειοψηφία, εάν η Επιτροπή συμφωνεί επίσης με τις τροπολογίες· σε αντίθετη περίπτωση, το Συμβούλιο μπορεί να εγκρίνει τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου μόνο ομόφωνα·
  2. είτε επιλέγει να μην εγκρίνει όλες τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου, ή ενδεχομένως αδυνατεί να λάβει απόφαση με την απαιτούμενη πλειοψηφία —σε αυτή την περίπτωση ακολουθεί διαδικασία συνδιαλλαγής.
Διαδικασία συνδιαλλαγής

Η διαδικασία συνδιαλλαγής κινείται από τον/την πρόεδρο του Συμβουλίου σε συμφωνία με τον/την πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στον πυρήνα της διαδικασίας αυτής βρίσκεται η επιτροπή συνδιαλλαγής, η οποία αποτελείται επί του παρόντος από 27 εκπροσώπους του Κοινοβουλίου και ισάριθμους του Συμβουλίου. Η επιτροπή συνδιαλλαγής έχει ως αποστολή την επίτευξη συμφωνίας επί κοινού σχεδίου με ειδική πλειοψηφία, εντός 6 εβδομάδων από τη σύγκλησή της, βάσει των θέσεων του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σε δεύτερη ανάγνωση. Πρόκειται για συμβιβαστική λύση η οποία είναι αναγκαίο να εξευρεθεί βάσει «ελέγχου όλων των πτυχών της διαφωνίας». Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση πρόκειται για συμβιβασμό μεταξύ των διιστάμενων απόψεων του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Κατά τη διαδικασία αυτή μπορεί να γίνει χρήση νέων στοιχείων που διευκολύνουν τον συμβιβασμό, εφόσον συνάδουν με το συνολικό αποτέλεσμα της δεύτερης ανάγνωσης. Αντιθέτως, δεν είναι δυνατή η επιστροφή σε τροπολογίες που κατά τη δεύτερη ανάγνωση δεν συγκέντρωσαν την απαιτούμενη πλειοψηφία.

Η Επιτροπή συμμετέχει στις εργασίες της επιτροπής συνδιαλλαγής και αναλαμβάνει όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες με σκοπό την προσέγγιση των θέσεων του Κοινοβουλίου με αυτές του Συμβουλίου.

Εάν εντός 6 εβδομάδων από τη σύγκλησή της η επιτροπή συνδιαλλαγής δεν εγκρίνει το κοινό σχέδιο, θεωρείται ότι η προτεινόμενη πράξη δεν εκδόθηκε.

Τρίτη ανάγνωση στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο

Εάν εντός της προθεσμίας των 6 εβδομάδων η επιτροπή συνδιαλλαγής εγκρίνει κοινό σχέδιο, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο διαθέτουν έκαστο προθεσμία 6 εβδομάδων για να εκδώσουν την οικεία πράξη σύμφωνα με το εν λόγω σχέδιο, με την πλειοψηφία των ψηφισάντων όσον αφορά το Κοινοβούλιο και με ειδική πλειοψηφία όσον αφορά το Συμβούλιο. Στην περίπτωση αυτή, η προτεινόμενη πράξη θεωρείται ότι δεν εκδόθηκε και η νομοθετική διαδικασία περατώνεται.

Δημοσίευση

Το τελικό κείμενο (στις 24 επί του παρόντος επίσημες γλώσσες της ΕΕ: αγγλική, βουλγαρική, γαλλική, γερμανική, δανική, ελληνική, εσθονική, ιρλανδική, ισπανική, ιταλική, κροατική, λετονική, λιθουανική, μαλτέζικη, ολλανδική, ουγγρική, πολωνική, πορτογαλική, ρουμανική, σλοβακική, σλοβενική, σουηδική, τσεχική και φινλανδική) υπογράφεται από τους προέδρους του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και στη συνέχεια δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η διαδικασία συναπόφασης αποτελεί για το Κοινοβούλιο πρόκληση και συγχρόνως ευκαιρία. Για την επιτυχία της διαδικασίας, πρέπει να υπάρξει συμφωνία στο πλαίσιο της επιτροπής συνδιαλλαγής. Ωστόσο, η διαδικασία μεταβάλλει επίσης ριζικά τη σχέση μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Τα δύο θεσμικά όργανα μετέχουν πλέον επί ίσοις όροις στη νομοθετική διαδικασία και εναπόκειται στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο να αποδείξουν την ικανότητά τους για συμβιβασμό και να κατευθύνουν τις ενέργειές τους στην επιτροπή συνδιαλλαγής προς την επίτευξη συμφωνίας.

Η ειδική νομοθετική διαδικασία

Στην ειδική νομοθετική διαδικασία συνήθως το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Κοινοβούλιο (π.χ. άρθρο 308 της ΣΛΕΕ: καταστατικό της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων) ή εκδίδει το Κοινοβούλιο νομική πράξη μετά από έγκριση του Συμβουλίου (π.χ. άρθρο 226 τρίτο εδάφιο της ΣΛΕΕ: άσκηση του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων μέσω κοινοβουλευτικής εξεταστικής επιτροπής· άρθρο 228 παράγραφος 4 της ΣΛΕΕ: όροι για την άσκηση των καθηκόντων του Διαμεσολαβητή).

Παράλληλα, υπάρχουν και άλλες μορφές κατάρτισης νομοθεσίας που αποκλίνουν από τις παραπάνω συνήθεις περιπτώσεις, αλλά πάντως υπάγονται στην ειδική νομοθετική διαδικασία.

  • Λήψη απόφασης για τον προϋπολογισμό (άρθρο 314 της ΣΛΕΕ): η διαδικασία ρυθμίζεται με λεπτομερείς κανόνες και παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία.
  • Το Συμβούλιο αποφασίζει κατά πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Κοινοβούλιο (ή άλλα θεσμικά και συμβουλευτικά όργανα της ΕΕ). Αυτή η διαδικασία διαβούλευσης ήταν αρχικά η συνήθης νομοθετική διαδικασία σε επίπεδο ΕΕ, αλλά χρησιμοποιείται πλέον μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις ως ειδική νομοθετική διαδικασία (π.χ. άρθρο 140 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ: παρεκκλίσεις στο πλαίσιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης· άρθρο 128 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ: έκδοση κερμάτων).
  • Το Συμβούλιο αποφασίζει χωρίς τη συμμετοχή του Κοινοβουλίου. Πρόκειται ωστόσο για σπάνια εξαίρεση και ―εκτός από τον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, όπου το Κοινοβούλιο ενημερώνεται για τις αποφάσεις του Συμβουλίου (άρθρο 36 της ΣΕΕ)― απαντά πλέον σε ελάχιστες μεμονωμένες περιπτώσεις (π.χ. άρθρο 31 της ΣΛΕΕ: καθορισμός κοινού δασμολογίου· άρθρο 301 δεύτερο εδάφιο της ΣΛΕΕ: σύνθεση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής).

Τομείς πολιτικής για τους οποίους προβλέπεται ειδική νομοθετική διαδικασία μπορούν να υπάγονται στη συνήθη νομοθετική διαδικασία μέσω «μεταβατικών ρητρών», ή η ομοφωνία στο Συμβούλιο μπορεί να αντικαθίσταται από ειδική πλειοψηφία. Διακρίνονται δύο είδη μεταβατικών ρητρών: 1) η γενική μεταβατική ρήτρα που εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς πολιτικής και απαιτεί ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου· και 2) ειδικές μεταβατικές ρήτρες που εφαρμόζονται σε ορισμένους τομείς πολιτικής (π.χ. πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο: άρθρο 312 της ΣΛΕΕ· δικαστική συνεργασία σε θέματα οικογενειακού δικαίου: άρθρο 81 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ: ενισχυμένη συνεργασία: άρθρο 333 της ΣΛΕΕ· κοινωνικός τομέας: άρθρο 153 της ΣΛΕΕ· περιβάλλον: άρθρο 192 της ΣΛΕΕ). Οι εν λόγω ρήτρες διαφέρουν από τις γενικές μεταβατικές ρήτρες κατά το ότι τα εθνικά κοινοβούλια συνήθως δεν έχουν δικαίωμα αρνησικυρίας και η απόφαση μπορεί να λαμβάνεται και από το Συμβούλιο και όχι κατ’ ανάγκη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Διαδικασία έγκρισης

Μια άλλη κύρια μορφή κοινοβουλευτικής συμμετοχής στη νομοθετική διαδικασία της ΕΕ είναι η διαδικασία έγκρισης, με την οποία μια νομική πράξη μπορεί να εκδοθεί μόνο με την προηγούμενη έγκριση του Κοινοβουλίου. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή δεν παρέχει στο Κοινοβούλιο άμεσα διαπλαστικά περιθώρια. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να προτείνει τροπολογίες ούτε να εξασφαλίσει την αποδοχή τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έγκρισης· ο ρόλος του περιορίζεται στην αποδοχή ή την απόρριψη της νομικής πράξης που του έχει υποβληθεί. Η διαδικασία αυτή προβλέπεται για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών [άρθρο 218 παράγραφος 6 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ], την ενισχυμένη συνεργασία (άρθρο 329 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ) ή την άσκηση της επικουρικά παρεχόμενης εξουσιοδότησης (άρθρο 352 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ). Η διαδικασία έγκρισης μπορεί να συνιστά μέρος τόσο της ειδικής νομοθετικής διαδικασίας για την έκδοση νομοθετικών πράξεων, όσο και της απλουστευμένης νομοθετικής διαδικασίας για την έκδοση δεσμευτικών νομικών πράξεων μη νομοθετικού χαρακτήρα.

Διαδικασία έκδοσης νομικών πράξεων μη νομοθετικού χαρακτήρα

Οι νομικές πράξεις μη νομοθετικού χαρακτήρα εκδίδονται με απλοποιημένη διαδικασία, ήτοι από θεσμικό όργανο ή άλλον οργανισμό της ΕΕ στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του. Η σχετική εξουσία απορρέει από την αντίστοιχη βάση αρμοδιότητας που κατοχυρώνεται στις Συνθήκες της ΕΕ.

Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται αρχικά για τις (απλές) δεσμευτικές νομικές πράξεις που εκδίδονται από θεσμικό όργανο της ΕΕ στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του (π.χ. από την Επιτροπή σε σχέση με κρατικές ενισχύσεις, άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ).

Η απλοποιημένη διαδικασία ακολουθείται επίσης για την έκδοση μη δεσμευτικών πράξεων, ιδίως για συστάσεις και γνώμες που εκδίδονται από τα θεσμικά και τα συμβουλευτικά όργανα της ΕΕ.

Διαδικασία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και εκτελεστικών πράξεων

Η ανάθεση από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο νομοθετικών και εκτελεστικών εξουσιών στην Επιτροπή αποτελεί εδώ και καιρό συνήθη πρακτική. Στο παρελθόν η άσκηση των ανατιθέμενων εξουσιών γινόταν με τη σύσταση επιτροπών επιτροπολογίας, όπου η επιρροή του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής και των κρατών μελών διαφοροποιούνταν ανάλογα με την περίπτωση. Ωστόσο, δεν υπήρχε σαφής διαχωρισμός μεταξύ της ανάθεσης νομοθετικών αρμοδιοτήτων (νομοθετική εξουσία) και της ανάθεσης εκτελεστικών αρμοδιοτήτων (εκτελεστική εξουσία). Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας επήλθε πλέον στο πρωτογενές δίκαιο η επί μακρόν εκκρεμούσα και αναγκαία διάκριση νομοθετικών και εκτελεστικών καθηκόντων (άρθρα 290 και 291 της ΣΛΕΕ).

Η έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων από την Επιτροπή γίνεται δυνάμει ειδικής εξουσιοδότησης που παρέχεται με νομοθετική πράξη η οποία εκδίδεται από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (άρθρο 290 της ΣΛΕΕ). Το αντικείμενο της εξουσιοδότησης μπορεί να συνίσταται μόνο στην τροποποίηση ορισμένων μη ουσιωδών στοιχείων μιας νομοθετικής πράξης· τα ουσιώδη στοιχεία ενός τομέα δεν πρέπει να αποτελούν αντικείμενο εξουσιοδότησης. Τούτο έχει την έννοια ότι οι θεμελιώδεις διατάξεις θεσπίζονται από τη νομοθετική εξουσία και δεν είναι δυνατή η ανάθεσή τους στην εκτελεστική εξουσία. Αυτό επιτάσσουν οι αρχές της δημοκρατίας και της διάκρισης των εξουσιών. Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο οφείλουν να ασκούν την πρωταρχική νομοθετική αρμοδιότητά τους άμεσα εφόσον πρόκειται για τη λήψη πολιτικά σημαντικών αποφάσεων. Αυτό ισχύει ιδίως για τους πολιτικούς στόχους της νομοθετικής δράσης, την επιλογή των μέσων για την επίτευξη των στόχων, καθώς και τις πιθανές επιπτώσεις των διατάξεων για τα φυσικά και νομικά πρόσωπα. Επιπλέον, οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις μπορούν να τροποποιούν ή να συμπληρώνουν νομοθετική πράξη, όχι όμως και να επεμβαίνουν στον σκοπό που επιδιώκεται με αυτήν. Τέλος, οι υπό τροποποίηση ή συμπλήρωση μέσω της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης διατάξεις πρέπει να προσδιορίζονται σαφώς στη νομοθετική πράξη. Ως εκ τούτου, η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη μπορεί να αφορά την προσαρμογή της νομοθεσίας σε μελλοντικές εξελίξεις, π.χ. μεταβολές σχετικές με την εξέλιξη της τεχνολογίας, ευθυγράμμιση με προβλεπόμενες τροποποιήσεις άλλων νομοθετικών διατάξεων ή διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων νομοθετικής πράξης ακόμα και αν συντρέχουν ειδικές συνθήκες ή προκύψουν νεότερα στοιχεία. Η ανάθεση της αρμοδιότητας μπορεί να γίνεται για ορισμένο χρόνο ή, εφόσον γίνεται για αόριστο χρόνο, να υπόκειται σε ανάκληση. Παράλληλα με τη δυνατότητα ανάκλησης της ανάθεσης της αρμοδιότητας, μπορεί να προβλέπεται και το δικαίωμα διατύπωσης αντιρρήσεων από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κατά της έναρξης ισχύος κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων της Επιτροπής. Εφόσον το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναθέσουν εκτελεστική αρμοδιότητα στην Επιτροπή, η τελευταία μπορεί να προβεί σε έκδοση εκτελεστικών πράξεων. Στο πρωτογενές δίκαιο δεν προβλέπεται η συμμετοχή και άλλων οργάνων. Ωστόσο, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται ιδίως εθνικούς εμπειρογνώμονες, πρακτική την οποία κατά κανόνα ακολουθεί στην πράξη.

Η έκδοση εκτελεστικών πράξεων από την Επιτροπή (άρθρο 291 της ΣΛΕΕ) έχει θεσπιστεί ως εξαίρεση από την αρχή της αρμοδιότητας των κρατών μελών για τη διοικητική εκτέλεση του δικαίου της Ένωσης (άρθρο 197 της ΣΛΕΕ) και συνακόλουθα υπόκειται στον έλεγχο των κρατών μελών. Πρόκειται για σημαντική παρέκκλιση από τη μέχρι τούδε επικρατούσα νομική κατάσταση, κατά την οποία το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο είχαν στο πλαίσιο της διαδικασίας της επιτροπολογίας δικαίωμα συναπόφασης στην έκδοση εκτελεστικών μέτρων. Η αλλαγή αυτή είναι απόρροια του γεγονότος ότι με τον σαφή διαχωρισμό των κατ’ εξουσιοδότηση και των εκτελεστικών πράξεων έπρεπε επίσης να αναδιαμορφωθούν αντίστοιχα τα δικαιώματα ελέγχου και συμμετοχής: ενώ το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, ως νομοθέτες της ΕΕ, έχουν πρόσβαση στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, στην περίπτωση των εκτελεστικών πράξεων υπεύθυνα είναι τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της καταρχήν αρμοδιότητάς τους για τη διοικητική εκτέλεση του δικαίου της Ένωσης. Στο πλαίσιο της νομοθετικής του εντολής, ο νομοθέτης της ΕΕ (ήτοι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο) θέσπισε γενικούς κανόνες και αρχές σχετικά με τους τρόπους ελέγχου της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 (αποκαλούμενο και «κανονισμό επιτροπολογίας»). Ο κανονισμός αυτός μείωσε τον αριθμό των διαδικασιών επιτροπολογίας σε δύο: τη συμβουλευτική διαδικασία και τη διαδικασία εξέτασης. Έχουν δημιουργηθεί ειδικές διατάξεις σχετικά με την επιλογή διαδικασίας.

Κατά τη συμβουλευτική διαδικασία, η συμβουλευτική επιτροπή διατυπώνει γνώμες που έχουν γίνει δεκτές με απλή πλειοψηφία και καταγράφονται στα πρακτικά. Η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να τις λάβει υπόψη, χωρίς ωστόσο να είναι υποχρεωμένη.

Κατά τη διαδικασία εξέτασης, το σχέδιο της Επιτροπής που αφορά τα εκτελεστικά μέτρα υποβάλλεται προς έγκριση με ειδική πλειοψηφία στην επιτροπή επιτροπολογίας, αποτελούμενη από εκπροσώπους των κρατών μελών. Σε περίπτωση έγκρισης, η Επιτροπή εκδίδει τα μέτρα με βάση την πρόταση που υποβλήθηκε. Εάν δεν καταστεί δυνατή η λήψη απόφασης λόγω έλλειψης απαρτίας, η Επιτροπή έχει καταρχήν τη δυνατότητα να εκδώσει το σχέδιό της. Σε περίπτωση που η γνώμη της επιτροπής επιτροπολογίας είναι αρνητική ή δεν υπάρξει έγκριση, η Επιτροπή δύναται να υποβάλει στην επιτροπή εξέτασης νέο σχέδιο ή να προσφύγει στην επιτροπή προσφυγών με το αρχικό σχέδιο.

Η επιτροπή προσφυγών αποτελεί τον δεύτερο βαθμό της διαδικασίας εξέτασης. Σκοπός της παραπομπής στην επιτροπή προσφυγών είναι να επιτευχθεί συμβιβασμός μεταξύ της Επιτροπής και των εκπροσώπων των κρατών μελών, εάν δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί συμφωνία στο πλαίσιο της επιτροπής εξέτασης. Εφόσον η επιτροπή προσφυγών διατυπώσει θετική γνώμη, η Επιτροπή εκδίδει την εκτελεστική πράξη. Το ίδιο δύναται να πράξει και σε περίπτωση που η επιτροπή προσφυγών δεν προχωρήσει σε διατύπωση γνώμης.

Το σύστημα έννομης προστασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Μια Ένωση που προβάλλεται ως κοινότητα δικαίου πρέπει να προσφέρει στους πολίτες της ένα ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό σύστημα έννομης προστασίας. Το σύστημα έννομης προστασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή. Αναγνωρίζει το δικαίωμα του ατόμου για αποτελεσματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης. Η προστασία αυτή, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου που συνάγονται από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και την ΕΣΔΑ (άρθρα 6 και 13). Τελεί υπό την εγγύηση της δικαιοδοσίας της ΕΕ (η οποία ασκείται διά του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου) (άρθρο 19 παράγραφος 1 της ΣΕΕ). Προς τούτο προβλέπεται σειρά διαδικασιών, οι οποίες περιγράφονται κατωτέρω.

Διαδικασία λόγω παράβασης των Συνθηκών (άρθρο 258 της ΣΛΕΕ)

Σκοπός αυτής της διαδικασίας είναι να διαπιστωθεί αν ένα κράτος μέλος έχει αθετήσει υποχρέωση που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης. Η διαδικασία ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως προτού επιληφθεί το Δικαστήριο, πρέπει, λόγω της σοβαρότητας της αιτιάσεως, να τηρηθεί προδικασία κατά την οποία παρέχεται η δυνατότητα στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του. Εάν το επίμαχο ζήτημα δεν επιλυθεί σε αυτό το στάδιο, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου είτε από την Επιτροπή (άρθρο 258 της ΣΛΕΕ) είτε από άλλο κράτος μέλος (άρθρο 259 της ΣΛΕΕ). Στην πράξη, την πρωτοβουλία αυτή αναλαμβάνει συνήθως η Επιτροπή. Το Δικαστήριο επιλαμβάνεται της διαφοράς και διαπιστώνει αν υπάρχει παράβαση κάποιας εκ των Συνθηκών ή όχι. Εάν διαπιστωθεί παράβαση, το οικείο κράτος μέλος οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης. Εάν ένα κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί προς την εκδοθείσα σε βάρος του απόφαση, η Επιτροπή δύναται να προσφύγει εκ νέου κατά του εν λόγω κράτους, προκειμένου να εκδοθεί δεύτερη δικαστική απόφαση για την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού ή την επιβολή χρηματικής ποινής (άρθρο 260 της ΣΛΕΕ). Ως εκ τούτου, υπάρχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις για ένα κράτος μέλος το οποίο εξακολουθεί να αγνοεί εκδοθείσα σε βάρος του απόφαση του Δικαστηρίου για παράβαση Συνθήκης.

Προσφυγή ακύρωσης (άρθρο 263 της ΣΛΕΕ)

Η προσφυγή ακύρωσης (αποκαλούμενη και ακυρωτική προσφυγή) παρέχει τη δυνατότητα αντικειμενικού δικαστικού ελέγχου των πράξεων των οργάνων της ΕΕ (αφηρημένος δικαστικός έλεγχος) και επιτρέπει στο άτομο πρόσβαση στη δικαιοδοσία της ΕΕ (εγγύηση ατομικής έννομης προστασίας), αν και με ορισμένους περιορισμούς.

Με προσφυγή προσβάλλονται όλες οι πράξεις των οργάνων της ΕΕ οι οποίες παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα που θίγουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος παρεμβαίνοντας στη νομική του κατάσταση. Προσφεύγοντες μπορεί να είναι τα κράτη μέλη, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, η Επιτροπή, το Ελεγκτικό Συνέδριο, η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών στον βαθμό που επικαλούνται παραβίαση των δικαιωμάτων που τους έχουν παραχωρηθεί.

Αντιθέτως, οι πολίτες και οι επιχειρήσεις μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακύρωσης μόνο κατά των αποφάσεων οι οποίες απευθύνονται στους ίδιους, καθώς και κατά αποφάσεων οι οποίες, μολονότι απευθύνονται σε άλλα πρόσωπα, τους αφορούν άμεσα και ατομικά. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ένα πρόσωπο θίγεται ατομικά μόνον εάν εξατομικεύεται με τέτοιο τρόπο ώστε να διακρίνεται από τον ευρύτερο κύκλο των λοιπών ιδιωτών ή επιχειρήσεων. Με το κριτήριο της «αμεσότητας» διασφαλίζεται ότι μια υπόθεση θα άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου μόνον εφόσον διαπιστώνεται με βεβαιότητα τόσο το είδος της προσβολής της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος, όσο και η πραγμάτωσή της. Το κριτήριο της «εξατομίκευσης» τίθεται για να αποκλείσει το ενδεχόμενο της λεγόμενης «actio popularis».

Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας εισήχθη μια επιπλέον κατηγορία πράξεων κατά των οποίων είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής ακύρωσης απευθείας και από φυσικά και νομικά πρόσωπα. Ειδικότερα, προβλέφθηκε δυνατότητα προσφυγής για φυσικά ή νομικά πρόσωπα και κατά των «κανονιστικών πράξεων» που «αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα» τον προσφεύγοντα. Με τη νέα αυτή κατηγορία καλύπτεται ένα «κενό έννομης προστασίας» που είχε αναδειχθεί από το Δικαστήριο στην υπόθεση Jégo-Quéré, δεδομένου ότι μέχρι τότε δεν διασφαλιζόταν η παροχή δικαστικής προστασίας σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας οικονομικός φορέας υφίστατο μεν άμεσα επιπτώσεις από νομοθετική πράξη της ΕΕ, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να ζητήσει έλεγχο νομιμότητας της πράξης με τα παρεχόμενα ένδικα βοηθήματα: η ακύρωση που ζητούνταν μέχρι τότε στο πλαίσιο προσφυγής ακύρωσης (άρθρο 263 της ΣΛΕΕ) απορριπτόταν διότι δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση να θίγεται το πρόσωπο ατομικά. Η εφαρμογή της διαδικασίας έκδοσης προδικαστικής απόφασης (άρθρο 267 της ΣΛΕΕ) επίσης δεν ήταν δυνατή, καθώς δεν υφίστατο εθνικό εκτελεστικό μέτρο (εκτός από την περίπτωση τυχόν ποινικής διαδικασίας λόγω μη τήρησης από τον οικονομικό φορέα υποχρεώσεων που επέβαλε το δίκαιο της Ένωσης, ενδεχόμενο που δεν θα πρέπει ωστόσο να συνυπολογιστεί καθώς δεν μπορεί να απαιτηθεί από τον οικονομικό φορέα να παρανομήσει προκειμένου να προκαλέσει έλεγχο νομιμότητας). Τέλος, ούτε η αγωγή αποζημίωσης θα μπορούσε να οδηγήσει άνευ ετέρου σε ικανοποιητική λύση για τα συμφέροντα του πολίτη της Ένωσης, δεδομένου ότι στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας δεν δύναται να εξαφανιστεί η παράνομη πράξη από την έννομη τάξη της ΕΕ.

Μέρος αυτού του κενού καλύφθηκε από το γεγονός ότι, για την προσφυγή κατά κανονιστικής πράξης, το άρθρο 263 τέταρτο εδάφιο της ΣΛΕΕ δεν απαιτεί να αφορά η πράξη το οικείο πρόσωπο «ατομικά», αρκεί να το αφορά άμεσα και να μην υπάρχουν εθνικά εκτελεστικά μέτρα.

Ωστόσο, η έννοια των «κανονιστικών πράξεων» είναι προβληματική. Όταν ερμηνεύεται συσταλτικά, ο όρος νοείται ότι αναφέρεται μόνο σε πράξεις γενικής ισχύος που δεν είναι νομοθετικές πράξεις, ενώ, όταν ερμηνεύεται ευρέως, νοείται ότι περιλαμβάνει όλες τις πράξεις γενικής ισχύος, συμπεριλαμβανομένων των νομοθετικών πράξεων. Στην απόφασή του στην υπόθεση Inuit Tapiriit Kanatami, το Γενικό Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς με τις δύο εν λόγω προσεγγίσεις και, βάσει γραμματικής, ιστορικής και τελολογικής ερμηνείας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ως «κανονιστικές πράξεις» νοούνται μόνο πράξεις γενικής ισχύος οι οποίες δεν αποτελούν νομοθετικές πράξεις. Εκτός από τις κατ’ εξουσιοδότηση (πρβλ. άρθρο 290 της ΣΛΕΕ) και τις εκτελεστικές πράξεις (πρβλ. άρθρο 291 της ΣΛΕΕ), στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν και οι οδηγίες που κατά τη νομολογία ισχύουν άμεσα, καθώς και οι αποφάσεις με γενικό και αφηρημένο περιεχόμενο, με την προϋπόθεση ότι δεν έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας. Με το σκεπτικό αυτό, το Δικαστήριο προφανώς υιοθετεί στενή ερμηνεία του κανονιστικού χαρακτήρα. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε αυτή την κρίση σε απόφασή του επί αίτησης αναίρεσης το 2013. Από την άποψη της εξασφάλισης αποτελεσματικής έννομης προστασίας, η κρίση αυτή φαίνεται μάλλον ατυχής, δεδομένου ότι με την περιοριστική προσέγγιση το κενό έννομης προστασίας που διαπιστώθηκε καλύπτεται μόνον εν μέρει.

Αλιείς με επαγγελματική στολή τοποθετούν δίχτυα πάνω σε μηχανότρατα που βρίσκεται ανάμεσα σε άλλα πλοία σε κάποιο αλιευτικό λιμάνι.

Στην υπόθεση Jégo-Quéré, η εν λόγω εταιρεία αλιείας ζήτησε την ακύρωση τμημάτων κανονισμού που αφορούσαν την προστασία ιχθυδίων μπακαλιάρου. Ειδικότερα, η υπόθεση αφορούσε την απαγόρευση των διχτυών αλιείας με μέγεθος ματιού μικρότερο των 8 cm, όπως αυτά που χρησιμοποιούσε η Jégo-Quéré. Προκειμένου να διασφαλιστεί αποτελεσματική έννομη προστασία, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε ευρεία ερμηνεία της προϋπόθεσης να αφορά η επίμαχη πράξη τον προσφεύγοντα ατομικά και έκρινε παραδεκτή την προσφυγή. Το Δικαστήριο διαφώνησε. Κατά την εκτίμησή του, η άμεση επιβάρυνση που απορρέει από κανονισμό γενικής ισχύος δεν μπορεί να ταυτιστεί με την έννοια της πράξης που «το αφορά ατομικά».

Πλέον ακόμα και πράξεις των λοιπών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ, ιδίως της πληθώρας των οργανισμών που έχουν δημιουργηθεί, μπορούν να ελέγχονται ως προς τη νομιμότητά τους (άρθρο 263 πέμπτο εδάφιο της ΣΛΕΕ). Με τον τρόπο αυτόν έχει καλυφθεί ένα κενό έννομης προστασίας που μέχρι τότε αντιμετωπιζόταν από τη νομολογία μόνον αποσπασματικά, ενώ επιβεβαιώθηκε και σε επίπεδο πρωτογενούς δικαίου ότι οι οργανισμοί αυτοί έχουν εξοπλιστεί ως έναν βαθμό με αρμοδιότητες που τους επιτρέπουν να εκδίδουν πράξεις οι οποίες αναπτύσσουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, με συνέπεια να καθίσταται αναγκαία η παροχή της δυνατότητας προσφυγής στη δικαιοσύνη και όσον αφορά τις πράξεις αυτές, ώστε να διασφαλίζεται ένα πλήρες σύστημα έννομης προστασίας.

Εάν η προσφυγή είναι βάσιμη, το Δικαστήριο ή το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει αναδρομικά την προσβαλλόμενη πράξη. Σε ορισμένες περιπτώσεις το Δικαστήριο ή το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να περιορίσει την ακυρότητα μόνο στη χρονική περίοδο μετά τη δημοσίευση της απόφασης. Προκειμένου να προστατευθούν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των προσφευγόντων, αυτοί εξαιρούνται από τον περιορισμό των αποτελεσμάτων ακυρωτικής απόφασης.

Προσφυγές κατά παραλείψεως (άρθρο 265 της ΣΛΕΕ)

Αυτή η μορφή προσφυγής συμπληρώνει τη διαθέσιμη έννομη προστασία έναντι του Κοινοβουλίου, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της ΕΚΤ. Λόγω της σοβαρότητας των αιτιάσεων, η προσφυγή αυτή είναι παραδεκτή μόνο αν το οικείο όργανο κληθεί προηγουμένως να ενεργήσει. Αντικείμενο της προσφυγής που ασκείται από θεσμικό φορέα είναι το αίτημα να διαπιστωθεί ότι το όργανο ή ο οργανισμός κατά του οποίου στρέφεται αυτή παρέλειψε, κατά παράβαση των Συνθηκών, να εκδώσει νομική πράξη. Όταν η προσφυγή ασκείται από πολίτη της Ένωσης ή από επιχείρηση, πρέπει να αναγνωριστεί ότι το θεσμικό όργανο της ΕΕ παρέβη τη Συνθήκη παραλείποντας να τους απευθύνει ατομική απόφαση. Η απόφαση διαπιστώνει απλώς ότι η παράλειψη ήταν παράνομη. Το Δικαστήριο / Γενικό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να διατάξει το όργανο να εκδώσει απόφαση: ο ηττηθείς διάδικος οφείλει απλώς να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου (άρθρο 266 της ΣΛΕΕ).

Αγωγή αποζημίωσης (άρθρο 268 και άρθρο 340 δεύτερο εδάφιο της ΣΛΕΕ)

Το ένδικο αυτό βοήθημα παρέχει στους πολίτες και στις επιχειρήσεις, αλλά και στα κράτη μέλη που υπέστησαν ζημία με υπαιτιότητα υπαλλήλων της ΕΕ, τη δυνατότητα να διεκδικήσουν αποζημίωση ενώπιον του Δικαστηρίου. Οι Συνθήκες περιλαμβάνουν ατελή μόνο ρύθμιση των προϋποθέσεων ευθύνης της ΕΕ, οι οποίες διέπονται κατά τα λοιπά από τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στις έννομες τάξεις των κρατών μελών. Οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης προς αποζημίωση προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου και είναι οι εξής:

  1. να υφίσταται παράνομη πράξη οργάνου ή υπαλλήλου της ΕΕ κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Παράνομη πράξη υφίσταται όταν παραβιάζεται κατά τρόπο διακεκριμένο κανόνας του δικαίου της Ένωσης ο οποίος παρέχει στο άτομο, στην επιχείρηση ή στο κράτος μέλος δικαιώματα ή ο οποίος εκδόθηκε για την προστασία των δικαιωμάτων αυτών. Χαρακτήρα προστατευτικών κανόνων έχουν ιδίως τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς και οι θεμελιώδεις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας, καθώς και κάθε άλλος κανόνας δικαίου που ισχύει άμεσα και παρέχει δικαιώματα στον πολίτη της Ένωσης. Διακεκριμένη είναι η παραβίαση όταν το όργανο που ενεργεί υπερβαίνει σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τα όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Το Δικαστήριο τείνει να προσαρμόζει τις διαπιστώσεις του στον περιορισμένο κύκλο των προσώπων που θίγονται από το παράνομο μέτρο και στην έκταση της προκληθείσας ζημίας, η οποία πρέπει να υπερβαίνει τον ευλόγως αναμενόμενο εμπορικό κίνδυνο στον οικείο επιχειρηματικό τομέα·
  2. να έχει προκληθεί πραγματική ζημία·
  3. να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης του οργάνου της ΕΕ και της βλάβης που υπέστησαν οι ζημιωθέντες·
  4. δεν απαιτείται απόδειξη δόλου ή αμέλειας.

Προσφυγές υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 270 της ΣΛΕΕ)

Στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου υπάγονται επίσης οι διαφορές που ανακύπτουν στο πλαίσιο της υπηρεσιακής σχέσης μεταξύ της ΕΕ και των υπαλλήλων της ή των κληρονόμων τους. Αρμόδιο για τις εν λόγω προσφυγές είναι το Γενικό Δικαστήριο.

Διαδικασία αναίρεσης (άρθρο 256 της ΣΛΕΕ)

Η σχέση μεταξύ Δικαστηρίου και Γενικού Δικαστηρίου ρυθμίζεται κατά τρόπο ώστε όλες οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου να μπορούν να προσβληθούν ενώπιον του Δικαστηρίου με ένδικο μέσο για νομικούς λόγους. Το συγκεκριμένο ένδικο μέσο (αναίρεση) μπορεί να στηριχθεί στους λόγους της αναρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου, του σφάλματος κατά τη διαδικασία το οποίο ενδέχεται να επηρεάσει το συμφέρον του αναιρεσείοντος, καθώς και της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου. Εάν η αίτηση γίνει δεκτή ως παραδεκτή και βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Εάν η υπόθεση είναι ώριμη για την έκδοση δικαστικής απόφασης, το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει τη δική του απόφαση· σε αντίθετη περίπτωση, οφείλει να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, το οποίο δεσμεύεται από τη νομική εκτίμηση του Δικαστηρίου.

Προσωρινή δικαστική προστασία (άρθρα 278 και 279 της ΣΛΕΕ)

Οι προσφυγές που ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και οι αιτήσεις αναίρεσης κατά αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Υπάρχει όμως η δυνατότητα υποβολής ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου αίτησης αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης (άρθρο 278 της ΣΛΕΕ) ή διαταγής προσωρινών μέτρων (άρθρο 279 της ΣΛΕΕ).

Το βάσιμο της αίτησης προσωρινών μέτρων κρίνεται, κατά τη νομολογιακή πρακτική, με βάση τα ακόλουθα τρία κριτήρια:

  1. πιθανότητες ευδοκίμησης της προσφυγής στην κύρια δίκη (fumus boni juris). Αυτό εκτιμάται από το δικαστήριο στο πλαίσιο προκαταρκτικής συνοπτικής εξέτασης των επιχειρημάτων που προέβαλε ο αιτών·
  2. επείγων χαρακτήρας του μέτρου. Εκτιμάται σε συνάρτηση με το αν η διαταγή που ζητεί ο αιτών είναι αναγκαία για την αποτροπή σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας. Μεταξύ των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση αυτή περιλαμβάνονται η φύση και η σοβαρότητα της παραβάσεως, καθώς και οι συγκεκριμένες και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις της στην περιουσία του αιτούντος και σε άλλους σκοπούς έννομης προστασίας. Η οικονομική ζημία θεωρείται σοβαρή και ανεπανόρθωτη μόνον αν δεν μπορεί να αποκατασταθεί ακόμη και αν ο αιτών νικήσει στην κύρια δίκη·
  3. στάθμιση συμφερόντων. Διενεργείται στάθμιση μεταξύ αφενός της πιθανής βλάβης του αιτούντος εάν απορριφθεί η αίτησή του για διαταγή προσωρινών μέτρων και αφετέρου του συμφέροντος της ΕΕ για άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, καθώς και της ενδεχόμενης βλάβης στα συμφέροντα τρίτων στην περίπτωση που διαταχθεί το αιτούμενο προσωρινό μέτρο.

Προδικαστικές αποφάσεις (άρθρο 267 της ΣΛΕΕ)

Η διαδικασία αυτή επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να απευθύνονται στο Δικαστήριο για καθοδήγηση σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης. Το εθνικό δικαστήριο μπορεί, όταν πρέπει να εφαρμόσει διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο εκκρεμούσας ενώπιόν του δίκης, να αναστείλει τη διαδικασία αυτή και να απευθύνει στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικά με το κύρος μιας πράξης και/ή την ερμηνεία της πράξης ή των Συνθηκών της ΕΕ. Το Δικαστήριο απαντά με τη μορφή δικαστικής απόφασης και όχι με τη μορφή γνωμοδότησης, στοιχείο που καταδεικνύει τον δεσμευτικό χαρακτήρα της απόφασής του. Εντούτοις, η διαδικασία έκδοσης προδικαστικής απόφασης, σε αντίθεση με τις άλλες διαδικασίες που παρουσιάστηκαν, δεν αποτελεί κατ’ αντιμωλία διαδικασία για την επίλυση διαφοράς αλλά συνιστά τμήμα μόνο μιας συνολικής διαδικασίας η οποία ξεκινά και τελειώνει σε εθνικό δικαστήριο.

Σκοπός αυτής της διαδικασίας είναι, πρωτίστως, να διασφαλιστεί η ενιαία ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και, κατά συνέπεια, ο ενιαίος χαρακτήρας της έννομης τάξης της ΕΕ. Πέραν αυτής της λειτουργίας, η εν λόγω διαδικασία είναι επίσης σημαντική και για την προστασία ατομικών δικαιωμάτων. Τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να εξετάζουν τη συμβατότητα των εθνικών δια­τάξεων με το δίκαιο της Ένωσης και, σε περίπτωση σύγκρουσης, να εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης —του οποίου οι διατάξεις υπερισχύουν και ισχύουν άμεσα— εφόσον προκύπτει με επαρκή σαφήνεια το περιεχόμενο και το κύρος των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Η απαιτούμενη σαφήνεια προκύπτει κατά κανόνα μόνο από προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου, έτσι ώστε με τον τρόπο αυτόν να παρέχεται στον πολίτη της Ένωσης η δυνατότητα να αμυνθεί κατά πράξης της χώρας του η οποία είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, επιτυγχάνοντας την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Επιτελώντας αυτή τη διττή λειτουργία, η διαδικασία έκδοσης προδικαστικής απόφασης αποτελεί εν μέρει αντιστάθμισμα στην περιορισμένη πρόσβαση των ιδιωτών στο Δικαστήριο και αποκτά έτσι ιδιαίτερη σημασία για την έννομη προστασία του ατόμου. Η επιτυχία της διαδικασίας αυτής εξαρτάται όμως τελικά από τη «διάθεση» των εθνικών δικαστών και δικαστηρίων για υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων σε μια ανώτατη αρχή.

Αντικείμενο. Το Δικαστήριο, αφενός, αποφαίνεται επί της ερμηνείας των πράξεων του δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, ελέγχει το κύρος των νομικών πράξεων των θεσμικών οργάνων της. Διατάξεις του εθνικού δικαίου δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προδικαστικής απόφασης. Στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης προδικαστικής απόφασης, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα ούτε να ερμηνεύει διατάξεις του εθνικού δικαίου ούτε να αποφαίνεται για τη συμβατότητά τους με το δίκαιο της Ένωσης. Κατά την υποβολή προδικαστικών ζητημάτων στο Δικαστήριο η πτυχή αυτή συχνά αγνοείται, με αποτέλεσμα να υποβάλλονται ερωτήματα με αντικείμενο τη συμφωνία διάταξης του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ένωσης ή σχετικά με τον βαθμό εφαρμογής συγκεκριμένης διάταξης του δικαίου της Ένωσης σε επίδικη υπόθεση η οποία εκκρεμεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Μολονότι τα ερωτήματα αυτά είναι στην πραγματικότητα απαράδεκτα από διαδικαστικής απόψεως, το Δικαστήριο δεν περιορίζεται στην αναπομπή τους στο εθνικό δικαστήριο· αντιθέτως, τα ερμηνεύει και τα επαναδια­τυπώνει, θεωρώντας ότι το αιτούν δικαστήριο αναζητεί κατά βάση ή κατ’ ουσία κριτήρια ερμηνείας της κρίσιμης διάταξης του δικαίου της Ένωσης ώστε τελικά να μπορέσει το ίδιο να αποφανθεί για τη συμφωνία της διάταξης του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης, η οποία συμφωνία επηρεάζει σημαντικά την έκβαση της δίκης. Προς τον σκοπό αυτό, το Δικαστήριο απομονώνει από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου που του απέστειλε το εθνικό δικαστήριο, και ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις της απόφασης παραπομπής, τα ζητήματα του δικαίου της Ένωσης τα οποία πρέπει να ερμηνευθούν ενόψει του αντικειμένου της διαφοράς.

Δικαίωμα παραπομπής. Κάθε «δικαστήριο κράτους μέλους» δύναται να απευθύνει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο. Η έννοια του «δικαστηρίου» ερμηνεύεται υπό το φως του δικαίου της Ένωσης και αναφέρεται όχι στην ονομασία αλλά στη λειτουργία και στη νομική θέση του οικείου οργάνου στο πλαίσιο των συστημάτων έννομης προστασίας των κρατών μελών. Υπό την έννοια αυτή, δικαστήριο είναι κάθε ανεξάρτητο, δηλαδή μη υποκείμενο σε οδηγίες, όργανο το οποίο έχει αρμοδιότητα να επιλύει διαφορές, εκδίδοντας αποφάσεις με ισχύ δεδικασμένου και ακολουθώντας διαδικασίες οργανωμένες βάσει των αρχών του κράτους δικαίου. Επομένως, τα συνταγματικά δικαστήρια των κρατών μελών, καθώς και τα όργανα επίλυσης διαφορών που βρίσκονται εκτός του κρατικού δικαιοδοτικού συστήματος, μπορούν καταρχήν και αυτά να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα, όχι όμως και τα ιδιωτικά διαιτητικά δικαστήρια. Η απόφαση εθνικού δικαστηρίου να κάνει χρήση της δυνατότητας υποβολής προδικαστικού ερωτήματος προϋποθέτει να είναι τα ζητήματα του δικαίου της Ένωσης αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, κάτι για το οποίο αποφασίζουν οι ίδιοι οι εθνικοί δικαστές. Οι διάδικοι μπορούν μόνο να υποβάλουν σχετικό αίτημα, και όχι να απαιτήσουν την παραπομπή μιας υπόθεσης. Το Δικαστήριο εξετάζει αν το ζήτημα της παραπομπής έχει ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης κρίνοντας μόνο, αφενός, αν είναι παραδεκτό (δηλαδή, αν πράγματι αφορά την ερμηνεία των Συνθηκών της ΕΕ ή το νομικό κύρος πράξης οργάνου της ΕΕ) και, αφετέρου, αν πράγματι υπάρχει ένδικη διαφορά (δηλαδή, αν τα ερωτήματα για τα οποία ζητείται η γνωμάτευση του Δικαστηρίου δεν είναι απλώς υποθετικά ή δεν άπτονται νομικού ζητήματος που έχει ήδη διευθετηθεί). Η απόρριψη της εξέτασης των προδικαστικών ερωτημάτων από το Δικαστήριο αποτελεί βέβαια εξαίρεση, αφού το Δικαστήριο, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας της δικαστικής συνεργασίας, επιδεικνύει κάποια ελαστικότητα στην εφαρμογή αυτών των δύο κριτηρίων. Ωστόσο, πρόσφατες αποφάσεις δείχνουν ότι το Δικαστήριο εξετάζει πλέον αυστηρότερα τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της προδικαστικής παραπομπής, δεδομένου ότι εφαρμόζει κατά γράμμα την προαναφερθείσα απαίτηση να περιλαμβάνει η απόφαση της παραπομπής επαρκώς σαφή και λυσιτελή έκθεση των νομικών και πραγματικών ζητημάτων της κύριας δίκης· εάν αυτό δεν συμβαίνει, το Δικαστήριο δηλώνει ότι βρίσκεται σε αδυναμία να παράσχει κατάλληλη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και απορρίπτει ως απαράδεκτη την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης.

Υποχρέωση παραπομπής. Σε υποβολή προδικαστικού ερωτήματος υποχρεούται κάθε δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται πλέον σε ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου. Η έννοια του ένδικου μέσου περιλαμβάνει όλα τα μέσα έννομης προστασίας με τα οποία μια δικαστική απόφαση υπόκειται σε έλεγχο από ανώτερο δικαστήριο τόσο για πραγματικούς, όσο και για νομικούς λόγους (έφεση) ή μόνο για νομικούς λόγους (αναίρεση). Δεν περιλαμβάνει, αντίθετα, τα τακτικά ένδικα μέσα με περιορισμένα και ειδικά αποτελέσματα (π.χ. αναθεώρηση, συνταγματική προσφυγή). Το δικαστήριο που είναι υποχρεωμένο να παραπέμψει μια υπόθεση μπορεί να αποφύγει την παραπομπή αυτή μόνον εάν το ερώτημα δεν έχει ουσιώδη σημασία για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί ή έχει ήδη απαντηθεί από το Δικαστήριο, ή αν η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εύλογων αμφιβολιών. Ωστόσο, η υποχρέωση παραπομπής είναι ανεπιφύλακτη όταν τίθεται ζήτημα κύρους πράξεως της ΕΕ. Το Δικαστήριο έχει καταστήσει σαφές εν προκειμένω ότι διαθέτει την αποκλειστική αρμοδιότητα να κηρύσσει ανίσχυρες παράνομες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εφαρμόζουν τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και να συμμορφώνονται προς αυτές εφόσον δεν έχουν κηρυχθεί ανίσχυρες με απόφαση του Δικαστηρίου. Ιδιαίτερη ρύθμιση ισχύει για τα δικαστήρια που αποφαίνονται στο πλαίσιο της παροχής προσωρινής έννομης προστασίας. Σύμφωνα με πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου, τα δικαστήρια αυτά μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αναστείλουν την εκτέλεση εθνικής διοικητικής πράξης που απορρέει από κανονισμό της ΕΕ· ομοίως, μπορούν να διατάξουν μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση επίδικων έννομων καταστάσεων και σχέσεων, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη υφιστάμενη διάταξη του δικαίου της Ένωσης.

Η μη συμμόρφωση προς την υποχρέωση παραπομπής αποτελεί συγχρόνως παράβαση των Συνθηκών της ΕΕ, η οποία προσάπτεται στο οικείο κράτος μέλος και μπορεί να επισύρει κυρώσεις στο πλαίσιο διαδικασίας επί παραβάσει. Ωστόσο, τα πρακτικά αποτελέσματα μιας τέτοιας διαδικασίας είναι πολύ περιορισμένα, αφού η κυβέρνηση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους δεν μπορεί, λόγω της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, να απευθύνει διαταγές προς τα εθνικά δικαστήρια και, επομένως, θα βρεθεί σε αδυναμία να συμμορφωθεί προς ενδεχόμενη απόφαση του Δικαστηρίου. Εφόσον πλέον αναγνωρίζεται η αρχή ότι τα κράτη μέλη έχουν ευθύνη για παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης (βλ. την ενότητα με τίτλο «Ευθύνη των κρατών μελών για παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης»), έχουν αυξηθεί οι πιθανότητες του ατόμου να πετύχει την επανόρθωση από το οικείο κράτος μέλος ζημίας που υπέστη λόγω παραβίασης της υποχρέωσης υποβολής αιτήματος για την έκδοση προδικαστικής απόφασης.

Αποτέλεσμα. Η απάντηση επί του προδικαστικού ερωτήματος, η οποία έχει τη μορφή δικαστικής απόφασης, δεσμεύει άμεσα το αιτούν δικαστήριο και όλα τα άλλα δικαστήρια τα οποία έχουν επιληφθεί της σχετικής διαφοράς. Πέραν αυτού, οι προδικαστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου αποτελούν στην πράξη προηγούμενο και για άλλες παρόμοιες υποθέσεις.

Ευθύνη των κρατών μελών για παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης

Η ευθύνη των κρατών μελών για ζημίες τις οποίες υπέστησαν ιδιώτες λόγω παραβίασης του δικαίου της Ένωσης καταλογιζόμενης σε αυτά έγινε καταρχήν δεκτή με την απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 1996 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93, Brasserie du pêcheur, και C-48/93, Factortame. Η απόφαση αυτή δημιούργησε προηγούμενο θεμελιώδους σημασίας, όπως οι παλαιότερες αποφάσεις του Δικαστηρίου σχετικά με την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης, την άμεση εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης και την αναγνώριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ. Χαρακτηρίζεται από το ίδιο το Δικαστήριο ως «αναγκαίο επακολούθημα του αμέσου αποτελέσματος που αναγνωρίζεται στις κοινοτικές διατάξεις στην παράβαση των οποίων οφείλεται η προξενηθείσα ζημία» και ενισχύει σημαντικά τις δυνατότητες των ιδιωτών να απαιτούν από τα κρατικά όργανα όλων των εξουσιών (εκτελεστικής, νομοθετικής, αλλά και δικαστικής) την τήρηση και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Η απόφαση αποτελεί επέκταση της νομολογίας του Δικαστηρίου που ξεκίνησε με την απόφαση στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 και C-9/90, Francovich και Bonifaci, αντίστοιχα. Ενώ σύμφωνα με προηγούμενες αποφάσεις η ευθύνη των κρατών μελών περιοριζόταν σε περιπτώσεις στις οποίες οι ιδιώτες έχουν υποστεί ζημία λόγω της μη έγκαιρης μεταφοράς μιας οδηγίας που τους παρέχει δικαιώματα αλλά χωρίς να είναι άμεσοι αποδέκτες της, η εν λόγω απόφαση καθιέρωσε την αρχή μιας γενικής ευθύνης η οποία καλύπτει όλες τις παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης που καταλογίζονται στο κράτος μέλος.

Η ευθύνη των κρατών μελών για παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης υπόκειται στη συνδρομή τριών κριτηρίων, που κατά βάση συμπίπτουν με τις προϋποθέσεις ευθύνης της ΕΕ σε ανάλογη περίπτωση:

  1. ο παραβιαζόμενος κανόνας του δικαίου της Ένωσης πρέπει να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στα άτομα·
  2. η παράβαση πρέπει να είναι διακεκριμένη, δηλαδή το κράτος μέλος να έχει υπερβεί προδήλως και σε σημαντικό βαθμό τα όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Η σχετική κρίση ανήκει στα εθνικά δικαστήρια, τα οποία είναι τα μόνα αρμόδια να εξακριβώνουν τα πραγματικά περιστατικά και να προβαίνουν στη νομική εκτίμηση της σοβαρότητας των εκάστοτε παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης. Ωστόσο, η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Brasserie du pêcheur παρέχει στα εθνικά δικαστήρια ορισμένες βασικές κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες έχουν ως εξής:
    Συναφώς, μεταξύ των στοιχείων που ίσως χρειαστεί να συνεκτιμήσει το αρμόδιο δικαστήριο πρέπει να επισημανθεί ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιαζόμενου κανόνα, το εύρος των περιθωρίων εκτιμήσεως που αφήνει ο παραβιαζόμενος κανόνας στις εθνικές ή τις [ενωσιακές] αρχές, ο ηθελημένος ή ακούσιος χαρακτήρας της διαπραχθείσης παραβάσεως ή της προκληθείσης ζημίας, το συγγνωστόν ή ασύγγνωστον ενδεχομένης νομικής πλάνης, το γεγονός ότι η στάση ενός [ενωσιακού] οργάνου μπορεί να συνετέλεσε στην παράλειψη, τη θέσπιση ή τη διατήρηση αντίθετων προς το [ενωσιακό] δίκαιο εθνικών μέτρων ή πρακτικής. Εν πάση περιπτώσει, μια παράβαση του [ενωσιακού] δικαίου είναι πρόδηλη, όταν συνεχίζεται παρά την έκδοση δικαστικής αποφάσεως που διαπιστώνει την προσαπτόμενη παράβαση ή προδικαστικής αποφάσεως ή πάγιας σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου, από όπου προκύπτει ότι η επίμαχη συμπεριφορά στοιχειοθετεί παράβαση».
  3. Ύπαρξη άμεσου αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράβασης της υποχρέωσης του κράτους μέλους και της βλάβης την οποία υπέστησαν οι ζημιωθέντες. Δεν απαιτείται να αποδειχθεί υπαιτιότητα (δόλος ή αμέλεια) πέραν της αρκούντως διακεκριμένης παράβασης του δικαίου της Ένωσης.

Το Δικαστήριο έχει καταστήσει σαφές ότι οι αρχές που διέπουν την ευθύνη ισχύουν επίσης για την τρίτη εξουσία, δηλαδή τα δικαστήρια. Οι αποφάσεις τους δεν ελέγχονται πλέον μόνον κατά την άσκηση ενδίκων μέσων, αλλά —εφόσον αυτές έχουν εκδοθεί χωρίς να ληφθούν υπόψη οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης ή κατά παράβαση αυτών— και από τα δικαστήρια των κρατών μελών που είναι αρμόδια να εκδικάζουν αγωγές αποζημίωσης. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η επίμαχη απόφαση παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να επανεξεταστούν και τα ουσιαστικά ζητήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης, χωρίς το επιληφθέν δικαστήριο να δεσμεύεται από την απόφαση του καθ’ ύλην αρμόδιου δικαστηρίου. Τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια οφείλουν να απευθυνθούν για οποιοδήποτε ζήτημα ερμηνείας και/ή κύρους των επίμαχων διατάξεων της ΕΕ, ή ακόμη και για το ζήτημα της συμβατότητας των εθνικών ρυθμίσεων περί ευθύνης με το δίκαιο της Ένωσης, και πάλι στο Δικαστήριο, το οποίο μπορεί να επιληφθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης προδικαστικής απόφασης (άρθρο 267 της ΣΛΕΕ). Ωστόσο, η ευθύνη για παράνομες αποφάσεις δικαστηρίων παραμένει η εξαίρεση. Λόγω των αυστηρών προϋποθέσεών της, τέτοια ευθύνη ουσιαστικά γεννάται μόνο στην περίπτωση που το δικαστήριο παραβίασε με πρόθεση το ισχύον δίκαιο της Ένωσης ή, όπως συνέβη στην υπόθεση C-224/01, Köbler, όπου δικαστήριο τελευταίου βαθμού, κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης, επικύρωσε τελεσίδικα δυσμενή για πολίτη απόφαση χωρίς να έχει ζητήσει προηγουμένως από το Δικαστήριο την αποσαφήνιση του νομικού καθεστώτος της ΕΕ το οποίο είναι καθοριστικής σημασίας για την κρίση του. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη της Ένωσης ο οποίος επικαλείται δικαιώματα απορρέοντα από το δίκαιο της Ένωσης επιτάσσει την αναγνώριση δικαιώματος αποζημίωσης για τη ζημία που αυτός υπέστη λόγω της συμπεριφοράς του δικαστηρίου που δίκασε σε τελευταίο βαθμό.

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΚΑΙΟΥ

Ύστερα από όλα όσα μάθαμε για τη διάρθρωση της ΕΕ και την έννομη τάξη της, δεν είναι και τόσο απλό να καθοριστεί η θέση του δικαίου της Ένωσης μέσα στο συνολικό σύστημα δικαίου και η οριοθέτησή του σε σχέση με άλλες έννομες τάξεις. Δύο προσεγγίσεις θα πρέπει να αποκλειστούν εξαρχής: το δίκαιο της Ένωσης δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως απλή συλλογή διεθνών συμφωνιών, ούτε μπορεί να θεωρείται τμήμα ή παρακολούθημα των εθνικών έννομων τάξεων.

Αυτονομία της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την ίδρυση της ΕΕ, τα κράτη μέλη περιόρισαν τη νομοθετική κυριαρχία τους και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, δημιούργησαν ένα αυτοτελές σύστημα κανόνων δικαίου το οποίο είναι δεσμευτικό για τα ίδια, για τους πολίτες τους και για τα δικαστήριά τους.

Μία από τις πιο γνωστές υποθέσεις που εκδικάστηκαν στο Δικαστήριο ήταν η υπόθεση 6/64, Costa κατά ENEL το 1964, στην οποία ο κ. Costa προσέβαλε την κρατικοποίηση της παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ιταλία και τη συνδεδεμένη με αυτή μεταβίβαση των εγκαταστάσεων των εταιρειών ηλεκτρισμού στην επιχείρηση ENEL.

Η αυτονομία της έννομης τάξης της ΕΕ είναι θεμελιώδους σημασίας για τη φύση της ΕΕ, καθώς είναι η μόνη εγγύηση που εμποδίζει την υπονόμευση του δικαίου της από το εθνικό δίκαιο και εξασφαλίζει την ενιαία εφαρμογή του σε ολόκληρη την Ένωση. Για τον λόγο αυτόν, οι έννοιες του δικαίου της Ένωσης ερμηνεύονται υπό το φως των στόχων της έννομης τάξης της ΕΕ και των στόχων της Ένωσης εν γένει. Ένας τέτοιος ξεχωριστός προσδιορισμός των εννοιών είναι αναγκαίος διότι, αν καθόριζαν τα ίδια τα κράτη μέλη το περιεχόμενο και το πεδίο εφαρμογής των ελευθεριών που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης, θα μπορούσαν να τεθούν σε κίνδυνο τα δικαιώματα που αυτό εγγυάται. Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί η έννοια του «εργαζομένου», η οποία καθορίζει την έκταση εφαρμογής του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας. Η έννοια του εργαζομένου, με το περιεχόμενο που της δίνει το δίκαιο της Ένωσης, μπορεί να είναι σαφώς διαφορετική από εκείνη που γνωρίζουν και χρησιμοποιούν οι έννομες τάξεις των κρατών μελών. Εξάλλου, οι νομοθετικές πράξεις της ΕΕ κρίνονται αποκλειστικά βάσει του ίδιου του δικαίου της Ένωσης και όχι βάσει της εθνικής νομοθεσίας ή του συνταγματικού δικαίου.

Πώς όμως, δεδομένης της αυτονομίας της έννομης τάξης της ΕΕ, θα μπορούσε να περιγραφεί η σχέση μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου;

Μολονότι το δίκαιο της Ένωσης αποτελεί αυτοτελή έννομη τάξη έναντι των έννομων τάξεων των κρατών μελών, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι η έννομη τάξη της ΕΕ και οι έννομες τάξεις των κρατών μελών αλληλεπικαλύπτονται σαν στοιβάδες πετρωμάτων. Το γεγονός ότι εφαρμόζονται στα ίδια άτομα, τα οποία με τον τρόπο αυτόν καθίστανται ταυτόχρονα πολίτες ενός εθνικού κράτους και της ΕΕ, αναιρεί μια τόσο αυστηρή οριοθέτηση των εν λόγω έννομων τάξεων. Δεύτερον, μια τέτοια προσέγγιση δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να καταστεί λειτουργικό μόνον αν αποτελεί μέρος των έννομων τάξεων των κρατών μελών. Στην πραγματικότητα, η έννομη τάξη της ΕΕ και οι εθνικές έννομες τάξεις είναι αλληλένδετες και βρίσκονται σε αμοιβαία εξάρτηση.

Η συνύπαρξη του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του εθνικού δικαίου

Η πτυχή αυτή της σχέσης μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου καλύπτει τους τομείς στους οποίους τα δύο αυτά συστήματα αλληλοσυμπληρώνονται. Το άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΣΕΕ την περιγράφει πολύ παραστατικά:

«Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η Ένωση και τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης»./p>

Κατά τη διατύπωση της γενικής αυτής αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, οι συντάκτες της Συνθήκης είχαν κατά νουν ότι η έννομη τάξη της ΕΕ δεν είναι σε θέση από μόνη της να πραγματοποιήσει πλήρως τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη δημιουργία της Ένωσης. Σε αντίθεση με τις εθνικές έννομες τάξεις, η έννομη τάξη της ΕΕ δεν αποτελεί κλειστό σύστημα, αλλά για τη λειτουργία της έχει ανάγκη από τη στήριξη των εθνικών έννομων τάξεων. Όλα τα κρατικά όργανα —νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία— πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η έννομη τάξη της ΕΕ δεν είναι «ξένο» σύστημα, αλλά ότι τα κράτη μέλη και τα όργανα της ΕΕ αποτελούν ένα αδιάσπαστο και αλληλέγγυο σύνολο για την πραγματοποίηση των κοινών σκοπών τους. Η ΕΕ δεν είναι απλώς μια κοινότητα συμφερόντων, αλλά μια κοινότητα που βασίζεται στην αλληλεγγύη. Κατά συνέπεια, οι εθνικές αρχές δεν υποχρεούνται μόνο να τηρούν τις Συνθήκες της ΕΕ και το παράγωγο δίκαιο· πρέπει επίσης να διασφαλίζουν την εφαρμογή και την πραγμάτωσή τους. Οι πολυάριθμες πτυχές αυτής της συνύπαρξης του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου απαιτούν για να γίνουν αντιληπτές μερικά παραδείγματα.

Το πρώτο παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι έννομες τάξεις της ΕΕ και των κρατών μελών συνδυάζονται και αλληλοσυμπληρώνονται είναι η οδηγία, η οποία εξετάστηκε ήδη στο κεφάλαιο για τη νομοθεσία. Αυτό που καθορίζει η ίδια η οδηγία με δεσμευτικούς όρους είναι το αποτέλεσμα που πρέπει να επιτευχθεί από το κράτος μέλος· εναπόκειται στις εθνικές αρχές, μέσω του εσωτερικού δικαίου, να αποφασίσουν πώς και με ποια μέσα θα επιτευχθεί πράγματι το αποτέλεσμα. Στον δικαστικό τομέα, τα δύο συστήματα συνδυάζονται μέσω της διαδικασίας έκδοσης προδικαστικής απόφασης που αναφέρεται στο άρθρο 267 της ΣΛΕΕ, σύμφωνα με την οποία τα εθνικά δικαστήρια μπορούν, ή ορισμένες φορές οφείλουν, να υποβάλλουν ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία και το κύρος του δικαίου της Ένωσης στο Δικαστήριο, η απόφαση του οποίου μπορεί κάλλιστα να είναι καθοριστική για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί. Δύο πράγματα είναι σαφή: πρώτον, τα δικαστήρια των κρατών μελών υποχρεούνται να τηρούν και να εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης· δεύτερον, η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και η διαπίστωση του κύρους του αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Η δε αλληλεξάρτηση του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου καταδεικνύεται περαιτέρω και κατά την πλήρωση των κενών της έννομης τάξης της ΕΕ. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν το δίκαιο της Ένωσης παραπέμπει για την πλήρωση των κενών του σε ισχύουσες διατάξεις των έννομων τάξεων των κρατών μελών. Συνεπώς, η τύχη μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης εξαρτάται, από ένα ορισμένο σημείο και μετά, από τις αντίστοιχες εθνικές διατάξεις. Η αρχή αυτή ισχύει για το σύνολο των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, στο μέτρο που το δίκαιο αυτό δεν περιλαμβάνει δικούς του κανόνες εκτέλεσης. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι εθνικές αρχές εκτελούν τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου. Ωστόσο, η αρχή αυτή υπόκειται σε μία επιφύλαξη: πρέπει να διαφυλάσσεται η ενιαία εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, διότι θα ήταν εντελώς απαράδεκτο να αντιμετωπίζονται οι πολίτες και οι επιχειρήσεις με κριτήρια διαφορετικά και, κατά συνέπεια, άδικα.

Σύγκρουση μεταξύ του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του εθνικού δικαίου

Ωστόσο, η σχέση μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου χαρακτηρίζεται επίσης από περιστασιακή «σύγκρουση» ή σύγκρουση μεταξύ της έννομης τάξης της ΕΕ και των εθνικών έννομων τάξεων. Μια τέτοια κατάσταση εμφανίζεται κάθε φορά που διάταξη του δικαίου της Ένωσης που κατοχυρώνει άμεσα δικαιώματα και υποχρεώσεις για τους πολίτες της Ένωσης έρχεται σε αντίθεση προς το περιεχόμενο κανόνων του εθνικού δικαίου. Πίσω από αυτόν τον φαινομενικά απλό προβληματικό τομέα, τα δύο θεμελιώδη ζητήματα στα οποία βασίζεται η οικοδόμηση της ΕΕ, οι απαντήσεις των οποίων προορίζονταν να αποτελέσουν τη δοκιμασία αντοχής για την ύπαρξη της έννομης τάξης της ΕΕ, είναι τα εξής: η άμεση εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι αντίθετων διατάξεων του εθνικού δικαίου.

Η άμεση εφαρμογή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο εθνικό δίκαιο

Πρώτον, η αρχή της άμεσης εφαρμογής σημαίνει ότι το δίκαιο της Ένωσης παρέχει δικαιώματα και επιβάλλει υποχρεώσεις άμεσα όχι μόνο στα θεσμικά όργανα της ΕΕ και στα κράτη μέλη, αλλά και στους πολίτες της.

Ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του Δικαστηρίου είναι ότι επέβαλε την άμεση εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης παρά την αρχική αντίδραση ορισμένων κρατών μελών και έτσι εξασφάλισε την ύπαρξη της έννομης τάξης της ΕΕ. Η νομολογία του επί του σημείου αυτού ξεκίνησε με μια ήδη αναφερθείσα υπόθεση, την υπόθεση της ολλανδικής μεταφορικής εταιρείας Van Gend & Loos. Η εταιρεία άσκησε προσφυγή ενώπιον ολλανδικού δικαστηρίου κατά των ολλανδικών τελωνειακών αρχών, οι οποίες είχαν επιβάλει αυξημένους δασμούς σε χημικό προϊόν εισαγόμενο από τη Δυτική Γερμανία. Η έκβαση της δίκης θα κρινόταν ουσιαστικά από την απάντηση στο ερώτημα αν μπορούσε και ιδιώτης να επικαλεστεί το άρθρο 12 της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο απαγόρευε ρητά στα κράτη μέλη τη θέσπιση νέων και την αύξηση υφιστάμενων δασμών στην κοινή αγορά. Το Δικαστήριο, παρά την αντίθετη άποψη πολλών κυβερνήσεων και του γενικού εισαγγελέα του, αποφάνθηκε ότι, λόγω της φύσεως και των σκοπών της Ένωσης, οι διατάξεις του δικαίου της έχουν καταρχήν άμεση εφαρμογή. Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρει:

[...] η Κοινότητα αποτελεί νέα έννομη τάξη […] της οποίας υποκείμενα είναι όχι μόνο τα κράτη μέλη, αλλά επίσης και οι υπήκοοί τους.

[…] όπως το κοινοτικό δίκαιο, που είναι ανεξάρτητο από τη νομοθεσία των κρατών μελών, δημιουργεί υποχρεώσεις στους ιδιώτες, πρέπει επίσης να γεννά και δικαιώματα υπέρ αυτών. Τα δικαιώματα αυτά γεννώνται όχι μόνο όταν τούτο προβλέπεται ρητά στη Συνθήκη, αλλά επίσης λόγω σαφών υποχρεώσεων που επιβάλλει η Συνθήκη τόσο στους ιδιώτες όσο και στα κράτη μέλη και τα κοινοτικά όργανα».

Βέβαια, η διαπίστωση αυτή δεν επαρκεί, καθώς αφήνει αναπάντητο το ερώτημα ποιες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης έχουν άμεση εφαρμογή. Το Δικαστήριο εξέτασε το ερώτημα αυτό αρχικά σε σχέση με τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης και δέχθηκε ότι μπορούν να έχουν άμεση εφαρμογή στους ιδιώτες οι κανόνες δικαίου των Συνθηκών της ΕΕ οι οποίοι i) διατυπώνονται ανεπιφύλακτα, ii) είναι καθαυτοί πλήρεις και νομικώς άρτιοι και επομένως, iii) για να εκτελεστούν ή να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα, δεν χρειάζονται περαιτέρω ενέργειες των κρατών μελών ή των οργάνων της ΕΕ.

Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το άρθρο 12 της Συνθήκης ΕΟΚ πληρούσε αυτά τα κριτήρια και ότι, επομένως, η επιχείρηση Van Gend & Loos μπορούσε να επικαλεστεί δικαιώματα από τη διάταξη αυτή, τα οποία το δικαστήριο των Κάτω Χωρών όφειλε να διαφυλάξει. Κατά συνέπεια, το ολλανδικό δικαστήριο ακύρωσε τους δασμούς που είχαν εισπραχθεί κατά παράβαση της Συνθήκης. Στη συνέχεια το Δικαστήριο εξακολούθησε να εφαρμόζει τη συλλογιστική αυτή και σε άλλες διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ, πολύ σημαντικότερες για τον πολίτη της Ένωσης απ’ ό,τι αυτή του άρθρου 12. Εν προκειμένω αξίζει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στις αποφάσεις που αφορούν την άμεση εφαρμογή των διατάξεων για την ελεύθερη κυκλοφορία (άρθρο 45 της ΣΛΕΕ), την ελευθερία εγκατάστασης (άρθρο 49 της ΣΛΕΕ) και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρο 56 της ΣΛΕΕ).

Όσον αφορά τις εγγυήσεις της ελεύθερης κυκλοφορίας, το Δικαστήριο έκανε δεκτή τη δυνατότητα άμεσης εφαρμογής στην απόφασή του στην υπόθεση 41/74, van Duyn. Τα πραγματικά περιστατικά αυτής της υπόθεσης είχαν ως εξής: τον Μάιο του 1973 οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο ήταν τότε ακόμη κράτος μέλος της ΕΟΚ, αρνήθηκαν την άδεια εισόδου στην Ολλανδή υπήκοο κ. van Duyn επειδή ήθελε να εργαστεί ως γραμματέας στην Εκκλησία της Σαϊεντολογίας (Church of Scientology), οργάνωση την οποία το βρετανικό Υπουργείο Εσωτερικών θεωρούσε «κοινωνικά επικίνδυνη». Επικαλούμενη τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, η κ. van Duyn άσκησε αγωγή ενώπιον του High Court (ανώτερου δικαστηρίου), ζητώντας να της αναγνωριστεί το δικαίωμα να διαμείνει στο Ηνωμένο Βασίλειο με σκοπό την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας και να της χορηγηθεί άδεια εισόδου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Απαντώντας στο σχετικό ερώτημα που του υπέβαλε το High Court, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 45 της ΣΛΕΕ) έχει άμεση εφαρμογή και, επομένως, παρέχει στους ιδιώτες δικαίωμα το οποίο μπορούν να επικαλεσθούν ενώπιον των δικαστηρίων οποιουδήποτε κράτους μέλους.

Το ζήτημα της άμεσης εφαρμογής των διατάξεων που εγγυώνται την ελευθερία εγκατάστασης τέθηκε στο Δικαστήριο από το βελγικό Conseil d’État. Το Conseil d’État καλούνταν να αποφανθεί επί προσφυγής του Ολλανδού δικηγόρου J. Reyners στην οποία αυτός επικαλούνταν τα δικαιώματά του βάσει του άρθρου 52 της Συνθήκης ΕΟΚ (άρθρο 49 της ΣΛΕΕ). Ο J. Reyners αναγκάσθηκε να προσφύγει στη δικαιοσύνη επειδή του είχαν αρνηθεί τον διορισμό του ως δικηγόρου στο Βέλγιο με την αιτιολογία ότι ήταν αλλοδαπός, παρόλο που είχε υποβληθεί επιτυχώς στις απαιτούμενες εξετάσεις στο Βέλγιο. Στην απόφασή του της 21ης Ιουνίου 1974, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν μπορεί να διατηρηθεί πλέον η άνιση μεταχείριση ανάμεσα σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς ως προς την εγκατάσταση, επειδή το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ έχει άμεση εφαρμογή μετά την εκπνοή της μεταβατικής περιόδου και συνεπώς παρέχει στους πολίτες της Ένωσης το δικαίωμα να αναλαμβάνουν και να ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος όπως και οι ημεδαποί. Βάσει αυτής της απόφασης ο J. Reyners έγινε δεκτός ως δικηγόρος στο Βέλγιο.

Η υπόθεση 33/74, van Binsbergen έδωσε στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αναγνωρίσει ρητά την άμεση εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Στην υπόθεση αυτή τέθηκε, μεταξύ άλλων, το ερώτημα αν ολλανδική διάταξη δικαίου σύμφωνα με την οποία ενώπιον εφετείου μπορούν να παρίστανται ως πληρεξούσιοι μόνον πρόσωπα με μόνιμη κατοικία στις Κάτω Χώρες συμβιβάζεται με τις ενωσιακές διατάξεις περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Το Δικαστήριο απάντησε αρνητικά στο ερώτημα, με την αιτιολογία ότι όλοι οι περιορισμοί στους οποίους θα μπορούσαν να υπόκεινται οι πολίτες της Ένωσης λόγω της ιθαγένειας ή του τόπου κατοικίας τους προσκρούουν στο άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΟΚ (άρθρο 56 της ΣΛΕΕ) και, ως εκ τούτου, είναι άκυροι.

Επίσης, μεγάλης πρακτικής σημασίας είναι η αναγνώριση της άμεσης εφαρμογής των διατάξεων για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (άρθρο 26 της ΣΛΕΕ), της αρχής της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών (άρθρο 157 της ΣΛΕΕ), της γενικής απαγόρευσης των δια­κρίσεων (άρθρο 45 της ΣΛΕΕ) και της ελευθερίας του ανταγωνισμού (άρθρο 101 της ΣΛΕΕ).

Στον χώρο του παράγωγου δικαίου το ζήτημα της άμεσης εφαρμογής τίθεται μόνο ως προς τις οδηγίες και ως προς τις αποφάσεις που απευθύνονται προς τα κράτη μέλη, αφού η άμεση ισχύς των κανονισμών και των αποφάσεων που απευθύνονται προς τους πολίτες απορρέει ευθέως από τις Συνθήκες της ΕΕ (άρθρο 288 δεύτερο και τέταρτο εδάφιο της ΣΛΕΕ). Από το 1970 το Δικαστήριο έχει επεκτείνει τις αρχές που διέπουν την άμεση εφαρμογή στις διατάξεις των οδηγιών και των αποφάσεων που απευθύνονται στα κράτη μέλη.

Η πρακτική σημασία του άμεσου αποτελέσματος του δικαίου της Ένωσης, όπως δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε από το Δικαστήριο, είναι εξαιρετική: βελτιώνει τη νομική θέση του ιδιώτη, μεταπλάσσοντας τις ελευθερίες της κοινής αγοράς σε δικαιώματα τα οποία αυτός μπορεί να επικαλείται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Έτσι, η άμεση ισχύς του δικαίου της Ένωσης καθίσταται ταυτόχρονα ένας από τους πυλώνες της έννομης τάξης της ΕΕ.

Η υπεροχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι του εθνικού δικαίου

Η άμεση εφαρμογή μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης οδηγεί σε ένα δεύτερο, εξίσου θεμελιώδες, ερώτημα: Τι συμβαίνει όταν μια διάταξη του δικαίου της Ένωσης γεννά άμεσα δικαιώματα και υποχρεώσεις για τους πολίτες της Ένωσης, ενώ ως προς το περιεχόμενό της έρχεται σε αντίθεση με κανόνα του εθνικού δικαίου;

Μια τέτοια σύγκρουση μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου μπορεί να αρθεί μόνον εάν ένα από τα δύο υπερισχύσει. Το γραπτό δίκαιο της Ένωσης δεν περιέχει ρητή σχετική ρύθμιση. Σε καμία από τις Συνθήκες της ΕΕ δεν υπάρχει π.χ. διάταξη που να προβλέπει ότι το δίκαιο της Ένωσης υπερισχύει του εθνικού δικαίου ή το αντίθετο. Ωστόσο, η σύγκρουση μπορεί να αρθεί μόνον εάν αναγνωριστεί στο δίκαιο της Ένωσης υπέρτερη ισχύς έναντι του εθνικού δικαίου, με αποτέλεσμα όλες οι εθνικές διατάξεις οι οποίες είναι αντίθετες σε διάταξη του δικαίου της Ένωσης να καθίστανται ανεφάρμοστες και να υποκαθίστανται από τις αντίστοιχες ενωσιακές. Διότι τι θα απέμενε από την έννομη τάξη της ΕΕ εάν οι κανόνες της ήταν υποδεέστεροι από τους εθνικούς; Οι κανόνες δικαίου της Ένωσης θα μπορούσαν να καταργηθούν κατά βούληση με οποιονδήποτε εθνικό νόμο. Δεν θα μπορούσε πλέον να γίνει λόγος για ενιαία και ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης σε όλα τα κράτη μέλη. Επίσης, θα ήταν αδύνατον για την ΕΕ να εκπληρώσει τα καθήκοντα που της ανέθεσαν τα κράτη μέλη. Η ικανότητα λειτουργίας της ΕΕ θα αμφισβητούνταν και η οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής κοινότητας δικαίου, η οποία γέννησε μεγάλες ελπίδες, θα ήταν αδύνατη.

Στη σχέση μεταξύ διεθνούς και εθνικού δικαίου δεν ανακύπτει παρόμοιο πρόβλημα: αφού το διεθνές δίκαιο καθίσταται μέρος των έννομων τάξεων των κρατών μόνο διά της πράξης ενσωμάτωσης ή μεταφοράς του, το ζήτημα της υπεροχής επιλύεται αποκλειστικά και μόνο βάσει των κανόνων του εθνικού δικαίου. Ανάλογα με την τυπική ισχύ την οποία του αναγνωρίζει το δίκαιο του κράτους στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξης, το διεθνές δίκαιο μπορεί να υπερισχύει του συντάγματος ή να είναι υποδεέστερο του συντάγματος, αλλά να υπερισχύει του κοινού νόμου ή, ακόμη, να είναι τυπικώς ισοδύναμο με τον κοινό νόμο. Η σχέση μεταξύ των εθνικών κανόνων δικαίου και των τυπικώς ισοδύναμων κανόνων του διεθνούς δικαίου οι οποίοι έχουν ενσωματωθεί ή μεταφερθεί διέπεται από την αρχή της υπεροχής του νεότερου κανόνα έναντι του χρονικά πρότερου, αντίθετου κανόνα (lex posterior derogat legi priori). Ωστόσο, οι εν λόγω εθνικοί κανόνες για τη σύγκρουση κανόνων δικαίου δεν εφαρμόζονται στη σχέση μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου, διότι το δίκαιο της Ένωσης δεν αποτελεί μέρος καμίας εθνικής έννομης τάξης. Οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ διατάξεων του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου μπορεί να επιλυθεί μόνο βάσει της έννομης τάξης της ΕΕ.

Και πάλι το Δικαστήριο, έχοντας συνείδηση αυτών των συνεπειών, επέβαλε, παρά την αντίσταση μερικών κρατών μελών, την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, η οποία είναι αναγκαία για την ύπαρξη της έννομης τάξης της ΕΕ. Με την αρχή αυτή το Δικαστήριο δημιούργησε για την έννομη τάξη της ΕΕ, μαζί με την άμεση εφαρμογή, τον δεύτερο πυλώνα που της επέτρεψε τελικά να γίνει ένα σταθερό οικοδόμημα.

Στην απόφαση Costa κατά ENEL, το Δικαστήριο προέβη σε δύο διαπιστώσεις που είναι σημαντικές για τη σχέση μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου.

Πρώτον, η μεταβίβαση κυριαρχικών δικαιωμάτων από τα κράτη προς την Κοινότητα την οποία αυτά δημιούργησαν έχει οριστικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να αναιρεθεί με μεταγενέστερες μονομερείς πράξεις οι οποίες δεν συνάδουν με το σύστημα του δικαίου της Ένωσης.

Δεύτερον, κατά γενική αρχή της Συνθήκης, κανένα κράτος μέλος δεν μπορεί να θίξει την ιδιαιτερότητα του δικαίου της Ένωσης ως συστήματος που ισχύει πλήρως και ενιαία σε ολόκληρη την ΕΕ.

Επομένως, το δίκαιο της Ένωσης, το οποίο θεσπίσθηκε βάσει των εξουσιών που παρέχουν οι Συνθήκες, υπερισχύει των αντίθετων εθνικών διατάξεων των κρατών μελών, προγενέστερων αλλά και μεταγενέστερων, έναντι δε των τελευταίων αναπτύσσει ανασχετικό αποτέλεσμα.

Συμπερασματικά, στην απόφασή του στην υπόθεση Costa κατά ENEL το Δικαστήριο δεν έθεσε μεν υπό αμφισβήτηση την κρατικοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής στην Ιταλία, επιβεβαίωσε ωστόσο αποφασιστικά την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι του εθνικού δικαίου.

Έννομη συνέπεια της προαναφερόμενης αρχής είναι ότι, σε περίπτωση σύγκρουσης κανόνων δικαίου, αφενός εθνικές διατάξεις αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης καθίστανται ανίσχυρες και αφετέρου ο εθνικός νομοθέτης κωλύεται να εκδώσει νέους κανόνες δικαίου οι οποίοι θα είναι αντίθετοι προς το δίκαιο της Ένωσης.

Έκτοτε το Δικαστήριο έχει εδραιώσει με πάγια νομολογία τη διαπίστωση αυτή και μάλιστα την ανέπτυξε περαιτέρω ως προς ένα σημείο. Ενώ στην απόφαση στην υπόθεση Costa το Δικαστήριο είχε να ασχοληθεί μόνο με το ζήτημα της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έναντι του κοινού εθνικού δικαίου, σε άλλη υπόθεση δέχθηκε επίσης την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης ακόμη και έναντι του εθνικού συνταγματικού δικαίου. Τα εθνικά δικαστήρια, μετά τους αρχικούς δισταγμούς, συντάχθηκαν καταρχήν με αυτή την ερμηνεία του Δικαστηρίου. Στις Κάτω Χώρες ούτως ή άλλως δεν θα υπήρχαν δυσκολίες, επειδή το ολλανδικό σύνταγμα αναγνωρίζει ρητώς την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι των κοινών εθνικών νόμων (άρθρα 65 έως 67). Στα άλλα κράτη μέλη η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έναντι των κοινών εθνικών νόμων έχει επίσης αναγνωριστεί από τα εθνικά δικαστήρια. Αντιθέτως, η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι των εθνικών συνταγματικών διατάξεων, ιδίως εκείνων που περιλαμβάνουν την εγγύηση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αποκρούστηκε αρχικά από τα συνταγματικά δικαστήρια της Γερμανίας και της Ιταλίας. Οι αντιστάσεις αυτές κάμφθηκαν μόνο όταν η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην έννομη τάξη της ΕΕ έφθασε σε επίπεδο ουσιαστικά αντίστοιχο με αυτό των εθνικών συνταγμάτων. Ωστόσο, το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (Bundesverfassungsgericht) συνέχισε να διατηρεί επιφυλάξεις έναντι μιας περαιτέρω ολοκλήρωσης, τις οποίες διατύπωσε κυρίως στις αποφάσεις του σχετικά με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και, πιο πρόσφατα, τη Συνθήκη της Λισαβόνας υπό τη συγκεκριμένη μορφή ενός «ελέγχου υπέρβασης εξουσίας», στο πλαίσιο του οποίου το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο επιφυλάσσει στον εαυτό του την αρμοδιότητα να ελέγχει αν οι νομικές πράξεις των οργάνων και οργανισμών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του Δικαστηρίου, παραμένουν εντός των ορίων των παραχωρηθεισών εξουσιών ή αν συντρέχει περίπτωση δια­σταλτικής ερμηνείας των Συνθηκών από τη δικαιοδοτική εξουσία της ΕΕ η οποία ερμηνεία εξομοιώνεται με ανεπίτρεπτη αυτόνομη τροποποίηση των Συνθηκών. Στη συνέχεια, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έθεσε τον εν λόγω έλεγχο υπέρβασης εξουσίας υπό την αρχή της «διαφύλαξης», βάσει της οποίας ο έλεγχος αυτός μπορεί να διενεργείται μόνο από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (και όχι, για παράδειγμα, από άλλα εθνικά δικαστήρια) και πρέπει να είναι συγκρατημένος και δεκτικός έναντι του δικαίου της Ένωσης. Συγκεκριμένα:

  1. το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο πρέπει καταρχήν να λαμβάνει υπόψη τις αποφάσεις του Δικαστηρίου ως δεσμευτική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης·
  2. πριν από την έκδοση πράξεως καθ’ υπέρβαση εξουσίας (ultra vires), πρέπει να παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα, στο πλαίσιο διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής (άρθρο 267 της ΣΛΕΕ), να ερμηνεύσει τη συμφωνία και να αποφανθεί επί του κύρους και της ερμηνείας της επίμαχης νομικής πράξεως·
  3. έλεγχος μπορεί να ασκηθεί μόνον αν είναι προφανές ότι οι ενέργειες των οργάνων της ΕΕ υπερέβησαν τις εξουσίες που τους έχουν ανατεθεί.

Υπό αυτό το πυκνό πλέγμα προϋποθέσεων, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το ενδεχόμενο να κριθεί ορισμένη νομική πράξη ως εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση εξουσίας είναι μάλλον θεωρητικό. Ωστόσο, η πραγματικότητα μας διέψευσε. Στην απόφασή του της 5ης Μαΐου 2020 σχετικά με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι αγορές κρατικών ομολόγων εκ μέρους της ΕΚΤ υπερέβαιναν τις αρμοδιότητές της και αντέβαιναν στο γερμανικό Σύνταγμα. Απόφαση σχετικά με τη συμβατότητα του προγράμματος αγοράς ομολόγων με το δίκαιο της Ένωσης την οποία το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο είχε προηγουμένως ζητήσει από το Δικαστήριο, μέσω προδικαστικής παραπομπής, χαρακτηρίστηκε από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο «απολύτως ακατανόητη» όσον αφορά τον έλεγχο της αναλογικότητας των πράξεων που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή του προγράμματος αγοράς ομολόγων και, ως εκ τούτου, απορρίφθηκε. Με την απόφασή του αυτή το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο εισέρχεται σε σαφή τροχιά σύγκρουσης με το Δικαστήριο και, ταυτόχρονα, καθιστά σαφές ότι προτίθεται να εξετάζει κατά περίπτωση το ίδιο την υπεροχή της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης έναντι του εθνικού δικαίου, την οποία το ίδιο το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο είχε, σε προηγούμενη απόφασή του, χαρακτηρίσει απαραίτητη για τη λειτουργία της ΕΕ, μη διστάζοντας μάλιστα να αγνοήσει συναφώς απόφαση του Δικαστηρίου επί του θέματος. Ευχής έργο θα ήταν τα δύο δικαστήρια να γεφυρώσουν σύντομα το χάσμα που άνοιξε η απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου και να επανέλθουν σε καλόπιστη συνεργασία και αμοιβαίο σεβασμό, καθώς μάλιστα το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο δεν αμφισβητεί επί της αρχής την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης, ακόμη και έναντι του εθνικού δικαίου συνταγματικού επιπέδου, αλλά απλώς επιφυλάσσει στον εαυτό του τον τελικό έλεγχο σε ορισμένες πολύ σπάνιες υποθέσεις. Διαφορετική είναι, ωστόσο, η περίπτωση της απόφασης του πολωνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 7ης Οκτωβρίου 2021, με την οποία τμήματα του δικαίου της Ένωσης κηρύχθηκαν ασύμβατα με το πολωνικό Σύνταγμα. Σύμφωνα με το πολωνικό Συνταγματικό Δικαστήριο, η προσπάθεια του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παρέμβει στο πολωνικό δικαστικό σύστημα αντίκειται στον κανόνα της υπεροχής του Συντάγματος και στην εθνική κυριαρχία της Πολωνίας. Τον Μάρτιο του 2021 το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι το δίκαιο της Ένωσης είναι δυνατόν να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μην εφαρμόζουν επιμέρους διατάξεις του εθνικού δικαίου, ακόμη και αν πρόκειται για διατάξεις συνταγματικού επιπέδου. Πιο συγκεκριμένα, η ανησυχία των ενωσιακών δικαστών οφειλόταν στο ότι η διαδικασία στελέχωσης του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Πολωνία θα μπορούσε να αντίκειται στο δίκαιο της ΕΕ. Το γεγονός αυτό θα σήμαινε ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε να εξαναγκάσει την Πολωνία να καταργήσει τμήματα της επίμαχης μεταρρύθμισης. Μετά την απόφαση αυτή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέστησε αμέσως σαφές ότι οι θεμελιώδεις αρχές της έννομης τάξης της ΕΕ δεν τελούν υπό τη διακριτική ευχέρεια των εθνικών δικαστηρίων, συμπεριλαμβανομένων των συνταγματικών δικαστηρίων, και ότι το δίκαιο της Ένωσης υπερισχύει του εθνικού, συμπεριλαμβανομένου του εθνικού συνταγματικού δικαίου. Η Επιτροπή επιφυλάχθηκε του δικαιώματός της να χρησιμοποιήσει κάθε εξουσία που έχει στη διάθεσή της δυνάμει των Συνθηκών και να διασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή και την ακεραιότητα του δικαίου της Ένωσης.

Στολή πυροσβέστη κρεμασμένη σε ντουλάπα, έτοιμη να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση επέμβασης

Το 2004 στην υπόθεση Pfeiffer, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η δραστηριότητα των ειδικευμένων στην παροχή πρώτων βοηθειών νοσοκόμων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας (οδηγία 93/104/EΚ). Όπως αποφάνθηκε, κατά τον υπολογισμό της μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας, ανερχόμενης σε 48 ώρες, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι περίοδοι επιφυλακής.

Η σύμφωνη προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικαίου

Για την αποφυγή σύγκρουσης μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου που προκύπτει από την εφαρμογή του κανόνα της υπεροχής, όλα τα κρατικά όργανα που εφαρμόζουν κανόνες δικαίου ή αποφαίνονται επ’ αυτών οφείλουν να προβούν καταρχάς σε σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικαίου.

Η έννοια της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο και εισήχθη στην έννομη τάξη της ΕΕ αρκετά αργά. Ενώ το Δικαστήριο αρχικά έκρινε σκόπιμο να διασφαλίζει την εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών με μια οδηγία μόνον κατόπιν σχετικού αιτήματος των εθνικών δικαστηρίων, καθιέρωσε για πρώτη φορά την υποχρέωση για σύμφωνη προς την οδηγία ερμηνεία το 1984 στην υπόθεση 14/83, von Colson και Kamann. Αντικείμενο της συγκεκριμένης υπόθεσης ήταν ο καθορισμός του ύψους της αποζημίωσης λόγω δυσμενούς διακριτικής μεταχείρισης γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση. Ενώ οι οικείες γερμανικές νομοθετικές διατάξεις προέβλεπαν μόνο αποζημίωση λόγω του «Vertrauensschaden» (διαφέροντος εμπιστοσύνης), η οδηγία 76/207/ΕΟΚ απαιτούσε να προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο αποτελεσματικές κυρώσεις για τη διασφάλιση ίσων ευκαιριών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση. Επειδή όμως η οδηγία δεν καθόριζε λεπτομερέστερα τις σχετικές κυρώσεις, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως άμεσα ισχύουσα στο σημείο αυτό, με συνέπεια να υπάρχει περίπτωση έκδοσης απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία θα διαπιστωνόταν μεν η αντίθεση του εθνικού νόμου προς το δίκαιο της Ένωσης, δεν θα παρεχόταν όμως στο εθνικό δικαστήριο κάποια νομική βάση που θα του επέτρεπε να μην εφαρμόσει την εθνική διάταξη. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία σε αστικές υποθέσεις κατά τρόπο ώστε να επιβάλλονται αποτελεσματικές κυρώσεις για διακρίσεις λόγω φύλου. Η αμιγώς συμβολική αποζημίωση δεν θα πληρούσε την απαίτηση της αποτελεσματικής εφαρμογής της οδηγίας.

Τη νομική βάση για τη σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία αποτελεί κατά το Δικαστήριο η γενική αρχή της καλόπιστης συνεργασίας (άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΣΕΕ). Σύμφωνα με την αρχή αυτή, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη της ΕΕ ή προκύπτουν από πράξεις των θεσμικών οργάνων της ΕΕ. Μεταξύ αυτών είναι και η υποχρέωση των εθνικών αρχών να εφαρμόζουν και να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο που συνδέεται με τη μεταφορά δικαίου της Ένωσης κατά τρόπο που να συνάδει με το γράμμα και τον σκοπό του δικαίου της Ένωσης (καθήκον συνεργασίας – συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-397/01 έως C-403/01, Pfeiffer και λοιποί). Όσον αφορά τα εθνικά δικαστήρια, αυτό αντικατοπτρίζεται στον ρόλο τους ως ευρωπαϊκών δικαστηρίων υπό την έννοια του θεματοφύλακα της ορθής εφαρμογής και τήρησης του δικαίου της Ένωσης.

Μια ιδιαίτερη μορφή ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης είναι αυτή της σύμφωνης προς τις οδηγίες ερμηνείας, δυνάμει της οποίας τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις οδηγίες. Τα όργανα που εφαρμόζουν το δίκαιο αλλά και τα δικαστήρια οφείλουν να συμβάλλουν μέσω της σύμφωνης προς τις οδηγίες ερμηνείας στην εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής των κρατών μελών. Η σύμφωνη προς τις οδηγίες ερμηνεία διασφαλίζει τη συμμόρφωση προς τις οδηγίες σε επίπεδο εφαρμογής του δικαίου και, κατά συνέπεια, την ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή των εθνικών εκτελεστικών διατάξεων σε όλα τα κράτη μέλη. Αποτρέπει το ενδεχόμενο να διαφοροποιηθούν σε εθνικό επίπεδο τα στοιχεία που μόλις εναρμονίστηκαν σε επίπεδο ΕΕ μέσω της οδηγίας.

Τα όρια της σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου προκύπτουν από τη σαφή διατύπωση εθνικού νόμου που δεν επιδέχεται ερμηνεία· μολονότι το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου, το εθνικό δίκαιο δεν μπορεί να ερμηνεύεται contra legem. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση ρητής άρνησης του εθνικού νομοθέτη να μεταφέρει οδηγία στο εθνικό δίκαιο. Η σύγκρουση μεταξύ δικαίου της Ένωσης και εθνικού δικαίου που θα προκύψει σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί να επιλυθεί μόνο στο πλαίσιο διαδικασίας επί παραβάσει κατά του οικείου κράτους μέλους (άρθρα 258 και 259 της ΣΛΕΕ).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ποια γενική εικόνα σχηματίζει κανείς για την έννομη τάξη της ΕΕ;

Η έννομη τάξη της ΕΕ είναι το πραγματικό θεμέλιο που προσδίδει στην Ένωση τον χαρακτήρα κοινότητας δικαίου. Μόνο με τη δημιουργία νέου δικαίου και τη διατήρησή του μπορούν να πραγματοποιηθούν οι στόχοι που επιδιώκονται με την ίδρυση της ΕΕ. Η έννομη τάξη της έχει ήδη προσφέρει πολλά προς την κατεύθυνση αυτή. Σε αυτή τη νέα έννομη τάξη οφείλονται καταρχάς τα ανοιχτά σύνορα, η αυξανόμενη ανταλλαγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών, η διακίνηση των εργαζομένων και ο μεγάλος αριθμός των διεθνών δεσμών μεταξύ επιχειρήσεων που έχουν καταστήσει την εσωτερική αγορά καθημερινή πραγματικότητα για 447 εκατομμύρια ανθρώπους. Ένα άλλο, ιστορικής σημασίας, χαρακτηριστικό της έννομης τάξης της ΕΕ είναι η συμβολή της στην ειρήνη. Θέτοντας ως σκοπό να διαφυλάξει την ειρήνη και την ελευθερία, αντικαθιστά τη βία ως μέσο για την επίλυση των διαφορών με κανόνες δικαίου, οι οποίοι ενώνουν τόσο τα άτομα όσο και τα κράτη μέλη σε μια ενιαία κοινότητα. Έτσι, η έννομη τάξη της ΕΕ καθίσταται σημαντικό μέσο για την επικράτηση και τη διατήρηση της ειρήνης.

Η έννομη τάξη της ΕΕ και η εγκαθιδρυόμενη από αυτήν κοινότητα δικαίου προϋποθέτουν τον σεβασμό και την προάσπιση της έννομης τάξης, την οποία εγγυώνται δύο ακρογωνιαίοι λίθοι: η άμεση εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και η υπεροχή του έναντι του εθνικού δικαίου. Οι δύο αυτές αρχές, για την ύπαρξη και διαφύλαξη των οποίων μεριμνά με αποφασιστικότητα το Δικαστήριο, εγγυώνται την ομοιόμορφη και κατά προτεραιότητα εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης σε όλα τα κράτη μέλη.

Παρ’ όλες τις ατέλειες που ασφαλώς τη χαρακτηρίζουν, η συμβολή της έννομης τάξης της ΕΕ στην επίλυση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων των κρατών μελών της είναι ανεκτίμητη.

ΠΑΡΑΤΙΘΕΜΕΝΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Όλες οι αποφάσεις που εκδίδονται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατίθενται στο διαδίκτυο (www.eur-lex.europa.eu). Επιπλέον, η πύλη EUR-Lex παρέχει δωρεάν πρόσβαση, και στις 24 επίσημες γλώσσες της ΕΕ,

  • στο δίκαιο της Ένωσης (Συνθήκες της ΕΕ, κανονισμοί, οδηγίες, αποφάσεις, ενοποιημένη νομοθεσία κ.λπ.),
  • σε προπαρασκευαστικές πράξεις (νομοθετικές προτάσεις, εκθέσεις, πράσινες και λευκές βίβλοι κ.λπ.),
  • σε διεθνείς συμβάσεις,
  • σε απλουστευμένη σύνοψη της νομοθεσίας της ΕΕ, με την οποία ορισμένες νομικές πράξεις εντάσσονται σε ένα πλαίσιο πολιτικής.

Φύση και υπεροχή του δικαίου της Ένωσης

Υπόθεση 26/62, Van Gend & Loos, Συλλογή 1963, σ. 1 (φύση του δικαίου της Ένωσης· δικαιώματα και υποχρεώσεις των ιδιωτών).

Υπόθεση 6/64, Costa κατά ENEL, Συλλογή 1964, σ. 1251 (φύση του δικαίου της Ένωσης· άμεση εφαρμογή, υπεροχή του δικαίου της Ένωσης).

Υπόθεση 14/83, von Colson και Kamann, Συλλογή 1984, σ. 1891 (σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικαίου).

Υπόθεση C-213/89, Factortame, Συλλογή 1990, σ. I-2433 (άμεση εφαρμογή και υπεροχή του δικαίου της Ένωσης).

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90, Francovich, και C-9/90, Bonifaci, Συλλογή 1991, σ. I-5357 (αποτέλεσμα του δικαίου της Ένωσης· ευθύνη των κρατών μελών για αθέτηση υποχρεώσεων που υπέχουν δυνάμει του δικαίου της Ένωσης· εν προκειμένω: παράλειψη μεταφοράς οδηγίας στο εθνικό δίκαιο).

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93, Brasserie du pêcheur, και C-48/93, Factortame, Συλλογή 1996, σ. I-1029 (αποτέλεσμα του δικαίου της Ένωσης· γενική ευθύνη των κρατών μελών για αθέτηση υποχρεώσεων που υπέχουν δυνάμει του δικαίου της Ένωσης).

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-397/01 έως C-403/01, Pfeiffer και λοιποί, Συλλογή 2004, σ. I-8835 (σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικαίου).

Αρμοδιότητες της ΕΕ

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 3, 4 και 6/76, Kramer και λοιποί, Συλλογή 1976, σ. 1279 (εξωτερικές σχέσεις· διεθνείς δεσμεύσεις· αρμοδιότητα της ΕΕ).

Γνωμοδότηση 2/91, Συλλογή 1993, σ. I-1061 (κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΕ και των κρατών μελών).

Γνωμοδότηση 2/94, Συλλογή 1996, σ. I-1759 (προσχώρηση της ΕΚ στην ΕΣΔΑ· έλλειψη αρμοδιότητας).

Γνωμοδότηση 2/13, EU:C:2014:2454 (ασυμβατότητα του σχεδίου προσχώρησης της ΕΕ στην ΕΣΔΑ με το δίκαιο της Ένωσης).

Αποτελέσματα των νομικών πράξεων

Υπόθεση 2/74, Reyners, Συλλογή 1974, σ. 631 (άμεση εφαρμογή· ελευθερία εγκατάστασης).

Υπόθεση 33/74, van Binsbergen, Συλλογή 1974, σ. 1299 (άμεση εφαρμογή· παροχή υπηρεσιών).

Υπόθεση 41/74, van Duyn, Συλλογή 1974, σ. 1337 (άμεση εφαρμογή· ελεύθερη κυκλοφορία).

Θεμελιώδη δικαιώματα

Υπόθεση 29/69, Stauder, Συλλογή 1969, σ. 419 (θεμελιώδη δικαιώματα· γενικές αρχές του δικαίου).

Υπόθεση C-112/00, Eugen Schmidberger, Συλλογή 2003, σ. I-5659 (ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, θεμελιώδη δικαιώματα).

Νομική προστασία

Υπόθεση T-177/01, Jégo-Quéré et Cie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2265 (κενό έννομης προστασίας επί πράξεων με άμεσο αποτέλεσμα, αλλά που δεν αφορούν ατομικά συγκεκριμένο πρόσωπο)· το Δικαστήριο έλαβε διαφορετική θέση στην απόφασή του επί αιτήσεως αναιρέσεως της 1ης Απριλίου 2004 στην υπόθεση C-263/02 P, Επιτροπή κατά Jégo-Quéré et Cie, Συλλογή 2004, σ. I-3425.

Υπόθεση T-18/10, Inuit Tapiriit Kanatami, Συλλογή 2010, σ. II-5599 (ορισμός της «κανονιστικής πράξης»)· επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο στην απόφασή του επί αιτήσεως αναιρέσεως της 3ης Οκτωβρίου 2013 στην υπόθεση C-583/11 P.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται με επιφύλαξη των θέσεων ως προς το καθεστώς και συνάδει με την απόφαση 1244/1999 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και τη γνώμη του Διεθνούς Δικαστηρίου σχετικά με τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου.

2 Η παραίτηση της Επιτροπής Santer το 1999 προκλήθηκε από την άρνηση του Κοινοβουλίου να την απαλλάξει ως προς τη δημοσιονομική διαχείριση· η υποβληθείσα πρόταση μομφής δεν υπερψηφίστηκε, αν και η διαφορά ψήφων ήταν μικρή.

3 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό και ο υπολογισμός είναι διαθέσιμα μέσω του ακόλουθου υπερσυνδέσμου: https://www.consilium.europa.eu/en/council-eu/voting-system/voting-calculator/.

4 Περισσότερες λεπτομέρειες παρατίθενται στην ενότητα σχετικά με την ευθύνη των κρατών μελών για παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η έκδοση με τίτλο Το αλφάβητο του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατίθεται στο διαδίκτυο, στη διεύθυνση https://op.europa.eu/el/publications.

Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας
Συντακτική υπηρεσία και στοχευμένη προβολή
1049 Βρυξέλλες
ΒΕΛΓΙΟ

Το χειρόγραφο ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 2023.

Λουξεμβούργο: Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2023

Οι πληροφορίες και οι απόψεις που παρουσιάζονται στην παρούσα έκδοση εκφράζουν αποκλειστικά τον συντάκτη και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκη την επίσημη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Print ISBN 978-92-76-10135-2 doi:10.2775/89394 NA-03-19-655-EL-C
PDF ISBN 978-92-76-10127-7 doi:10.2775/185939 NA-03-19-655-EL-N
HTML ISBN 978-92-76-11130-6 doi:10.2775/470045 NA-03-19-655-EL-Q

© Ευρωπαϊκή Ένωση, 2023

Creative Commons BY licence icon

Η πολιτική της Επιτροπής για την περαιτέρω χρήση διέπεται από την απόφαση 2011/833/ΕΕ της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 2011, για την περαιτέρω χρήση εγγράφων της (ΕΕ L 330 της 14.12.2011, σ. 39, ELI: https://data.europa.eu/eli/dec/2011/833/oj).

Εάν δεν ορίζεται διαφορετικά, η περαιτέρω χρήση του παρόντος εγγράφου επιτρέπεται βάσει της άδειας Creative Commons Attribution 4.0 International (CC BY 4.0) (https://creativecommons.org/licenses/by/4.0/). Αυτό σημαίνει ότι επιτρέπεται η περαιτέρω χρήση εφόσον αναφέρεται η πηγή και επισημαίνονται οι τυχόν αλλαγές.

Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εφόσον αναφέρεται η πηγή. Για κάθε χρήση ή αναπαραγωγή στοιχείων τα οποία δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενδέχεται να απαιτείται άδεια απευθείας από τους κατόχους των σχετικών δικαιωμάτων.

 

Το αλφάβητο του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η καθιερωθείσα από την Ευρωπαϊκή Ένωση έννομη τάξη διαμορφώνει την πολιτική και κοινωνική μας πραγματικότητα. Το άτομο δεν είναι μόνο πολίτης της χώρας, του δήμου ή της περιφέρειάς του· είναι επίσης πολίτης της Ένωσης.

Το Αλφάβητο του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης του καθηγητή Klaus-Dieter Borchardt μελετά τις ρίζες του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και την εξέλιξή του σε έννομη τάξη και αποτελεί κλασικό έργο αναφοράς επί του θέματος.

Το έργο απευθύνεται σε κάθε ενδιαφερόμενο αναγνώστη που επιθυμεί να σχηματίσει μια πρώτη εικόνα της δομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των βασικών πυλώνων της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.

 

Ο καθηγητής Δρ Klaus-Dieter Borchardt είχε διάφορους ρόλους εντός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 2019. Είναι επίτιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βίρτσμπουργκ και έχει δημοσιεύσει πολυάριθμα έργα σχετικά με το ευρωπαϊκό δίκαιο.