
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η καθιερωθείσα από την Ευρωπαϊκή Ένωση έννοµη τάξη έχει καταστεί σήµερα αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής και κοινωνικής µας πραγµατικότητας. Βάσει των Συνθηκών της Ένωσης λαµβάνονται κάθε χρόνο χιλιάδες αποφάσεις που συµβάλλουν σηµαντικά στη διαµόρφωση της πραγµατικότητας των κρατών µελών της ΕΕ και των πολιτών τους. Το άτοµο έπαψε να είναι πολίτης µόνο της χώρας, του δήµου ή της κοινότητάς του, αφού συγχρόνως είναι και πολίτης της Ένωσης. Ως εκ τούτου, είναι εξαιρετικά σηµαντικό να γνωρίζουν οι πολίτες της Ένωσης το δίκαιο που διέπει και επηρεάζει και τη δική τους καθηµερινότητα. Ωστόσο, δεν είναι εύκολο για τον πολίτη να κατανοήσει τη συνολική δοµή της ΕΕ και του δικαιικού της συστήµατος. Αυτό οφείλεται εν µέρει στα ίδια τα κείµενα των Συνθηκών, τα οποία συχνά έχουν πολύπλοκη δοµή και δεν είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τη σηµασία τους. Επίσης, πολλοί όροι που χρησιµοποιούν οι συντάκτες των Συνθηκών προκειµένου να αποδώσουν το νόηµα νέων καταστάσεων είναι ασυνήθιστοι. Σκοπός του παρόντος εγχειριδίου είναι να δώσει στους ενδιαφερόµενους πολίτες µία πρώτη εικόνα της δοµής της ΕΕ καθώς και των βασικών πυλώνων της ευρωπαϊκής έννοµης τάξης.
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ
Γ∆ | Γενικό Δικαστήριο |
Δικαστήριο | Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
ΕΕ | Ευρωπαϊκή Ένωση |
ΕΖΕΣ | Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών |
ΕΚ | Ευρωπαϊκή Κοινότητα |
ΕΚΑΕ | Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας |
ΕΚΑΧ | Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα |
ΕΚΤ | Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα |
ΕΜΣ | Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας |
ΕΟΚ | Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα |
ΕΣ∆Α | Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου |
ΟΟΣΑ | Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης |
ΣΕΕ | Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση |
ΣΛΕΕ | Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
Συλλογή | Συλλογή Νομολογίας του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΗ ΛΙΣΑΒΟΝΑ ΜΕΣΩ ΡΩΜΗΣ, ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ, ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ ΚΑΙ ΝΙΚΑΙΑΣ
Ακόµη και λίγο µετά το τέλος του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου, η πολιτειακή και πολιτική µας ζωή αναπτυσσόταν σχεδόν αποκλειστικά βάσει των εθνικών συνταγµάτων και νόµων. Αυτοί υπαγόρευαν στις δηµοκρατίες µας τους κανόνες συµπεριφοράς που ίσχυαν για τους πολίτες, τα κόµµατα, αλλά και για το κράτος και τα όργανά του. Μετά όµως την πλήρη κατάρρευση της Ευρώπης και την οικονοµική και πολιτική παρακµή της δηµιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για ένα νέο ξεκίνηµα και αναδύθηκε η ιδέα µιας νέας ευρωπαϊκής τάξης.
Οι προσπάθειες για την ενοποίηση της Ευρώπης κατά τη µεταπολεµική περίοδο είχαν ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία πολύπλοκων και άκαµπτων οργανισµών, που στο σύνολό τους προκαλούσαν σύγχυση στους πολίτες. Ταυτόχρονα υφίστανται, χωρίς να υπάρχει µεταξύ τους δοµηµένη σύνδεση, ο ΟΟΣΑ (Organization for Economic Cooperation and Development — Οργανισµός Οικονοµικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), το NATO (North Atlantic Treaty Organisation — Οργανισµός Βορειοατλαντικού Συµφώνου), το Συµβούλιο της Ευρώπης και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτή η πληθώρα ευρωπαϊκών θεσµών αποκτά δοµή µόνον αν κατανοήσει κανείς τους συγκεκριµένους σκοπούς που κρύβονται πίσω από τους επιµέρους οργανισµούς. Βάσει αυτών διακρίνονται τρεις ευρύτερες οµάδες οργανισµών.
Οµάδα πρώτη: οι ευρω-ατλαντικοί οργανισµοί
Οι ευρω-ατλαντικοί οργανισµοί προέκυψαν από τους δεσµούς που δηµιουργήθηκαν µετά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο µεταξύ των Ηνωµένων Πολιτειών της Αµερικής και της Ευρώπης. ∆εν ήταν τυχαίο ότι ο πρώτος ευρωπαϊκός οργανισµός της µεταπολεµικής περιόδου, ο ΟΕΟΣ (Organization for European Economic Cooperation — Οργανισµός Ευρωπαϊκής Οικονοµικής Συνεργασίας), συστάθηκε το 1948 µε πρωτοβουλία των Ηνωµένων Πολιτειών της Αµερικής. Ο τότε υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ George Marshall κάλεσε το 1947 τα κράτη της Ευρώπης να ενώσουν τις προσπάθειές τους για την οικονοµική ανοικοδόµηση της ηπείρου, υποσχόµενος την υποστήριξη εκ µέρους των ΗΠΑ. Η υπόσχεση αυτή εκπληρώθηκε διά µέσου του «σχεδίου Marshall», το οποίο αποτέλεσε τη βάση για τη γρήγορη ανοικοδόµηση της ∆υτικής Ευρώπης. Κύρια µέριµνα του ΟΕΟΣ ήταν αρχικά η απελευθέρωση του εµπορίου µεταξύ των κρατών. Το 1960, όταν προσχώρησαν στον οργανισµό οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, ως πρόσθετος σκοπός ορίστηκε η αναπτυξιακή βοήθεια προς τις χώρες του τρίτου κόσµου, και ο ΟΕΟΣ µετονοµάστηκε σε OΟΣΑ, ο οποίος σήµερα αριθµεί 35 µέλη.

7η Μαΐου 1948, Χάγη
Θερµή υποδοχή για τον Winston Churchill στο Συνέδριο του Κινήµατος Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Ο πρώην Βρετανός πρωθυπουργός, τότε αρχηγός της αντιπολίτευσης, διευθύνει την εναρκτήρια εκδήλωση του Συνεδρίου για την Ευρώπη. Στις 19 Σεπτεµβρίου 1946, στην περίφηµη οµιλία του στη Ζυρίχη, απηύθυνε κάλεσµα υπέρ της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Την ίδρυση του ΟΕΟΣ ακολούθησε το 1949 το ΝΑΤΟ, που αποτέλεσε τη στρατιωτική συµµαχία µε τις Ηνωµένες Πολιτείες και τον Καναδά. Σκοπός του ΝΑΤΟ είναι η συλλογική άµυνα καθώς και η συλλογική αρωγή. Σχεδιασµένο αρχικά για να αποτελέσει τµήµα µιας παγκόσµιας ζώνης ασφάλειας µε στόχο την αντιµετώπιση της σοβιετικής επιρροής, µετά την πτώση του «Σιδηρού Παραπετάσµατος» το 1989 και την εν συνεχεία διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, µετατράπηκε περισσότερο σε οργανισµό αντιµετώπισης κρίσεων και προώθησης της σταθερότητας. Στο ΝΑΤΟ συµµετέχουν 28 κράτη, µεταξύ των οποίων 22 κράτη µέλη της ΕΕ (δεν είναι µέλη του ΝΑΤΟ η Αυστρία, η Σουηδία, η Φινλανδία, η Ιρλανδία, η Μάλτα και η Κύπρος), καθώς και οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Τουρκία, η Νορβηγία, η Ισλανδία και η Αλβανία. Το 1954 ιδρύθηκε η ∆υτικοευρωπαϊκή Ένωση (∆ΕΕ) µε σκοπό την ενίσχυση της συνεργασίας µεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών στον τοµέα της πολιτικής ασφάλειας. Η ∆ΕΕ σήµανε την αρχή της ανάπτυξης µιας ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας και άµυνας. Εντούτοις, ο ρόλος της παρέµεινε περιορισµένος, αφού οι περισσότερες αρµοδιότητές της µεταβιβάστηκαν σε άλλους διεθνείς οργανισµούς και ιδίως στο ΝΑΤΟ, στο Συµβούλιο της Ευρώπης και στην ΕΕ. Αυτό είχε ως συνέπεια τη διάλυση της ∆ΕΕ στις 30 Ιουνίου 2011.
Οµάδα δεύτερη: Συµβούλιο της Ευρώπης και ΟΑΣΕ
Κοινό γνώρισµα των ευρωπαϊκών οργανισµών της δεύτερης οµάδας είναι ότι η δοµή τους διευκολύνει τη συµµετοχή όσο το δυνατόν µεγαλύτερου αριθµού χωρών. Κατά την επιλογή αυτή λήφθηκε συνειδητά υπόψη ότι οι οργανισµοί αυτοί δεν υπερβαίνουν τα όρια της παραδοσιακής διακρατικής συνεργασίας.
Μεταξύ των εν λόγω οργανισµών συγκαταλέγεται το Συµβούλιο της Ευρώπης, που ιδρύθηκε στις 5 Μαΐου 1949 ως πολιτικός οργανισµός και σήµερα αριθµεί 47 µέλη, στα οποία συγκαταλέγονται και όλα τα κράτη που είναι σήµερα µέλη της ΕΕ. Στο καταστατικό του δεν συναντάται καµία αναφορά σχετικά µε την επιδίωξη δηµιουργίας συνοµοσπονδίας ή ένωσης, ούτε προβλέπεται η µεταβίβαση ή ο συγκερασµός τµηµάτων της εθνικής κυριαρχίας. Όλες οι αποφάσεις του Συµβουλίου της Ευρώπης που αφορούν σηµαντικά θέµατα λαµβάνονται µε βάση την αρχή της οµοφωνίας. Συνεπώς, οποιοδήποτε κράτος δύναται να παρεµποδίσει τη λήψη αποφάσεων ασκώντας το δικαίωµα της αρνησικυρίας. Έτσι, το Συµβούλιο της Ευρώπης παραµένει στη δοµή του ένα όργανο διεθνούς συνεργασίας.

∆ιακήρυξη Σουµάν την 9η Μαΐου 1950 στην Αίθουσα των Ρολογιών του Υπουργείου Εξωτερικών στο Quai d’Orsay στο Παρίσι: Ο Γάλλος υπουργός εξωτερικών Robert Schuman προτείνει την από κοινού διαχείριση της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα στο πλαίσιο µιας Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα. Με τον τρόπο αυτόν, ο πόλεµος µεταξύ της Γαλλίας και της Γερµανίας θα καταστεί όχι µόνον αδιανόητος αλλά και υλικά αδύνατος.
Στο πλαίσιο του Συµβουλίου της Ευρώπης έχουν συναφθεί πολυάριθµες συµβάσεις στους τοµείς της οικονοµίας, του πολιτισµού, της κοινωνικής πολιτικής και του δικαίου. Η σηµαντικότερη και πλέον γνωστή είναι η Ευρωπαϊκή Σύµβαση για την Προάσπιση των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών της 4ης Νοεµβρίου 1950 (ΕΣ∆Α — Ευρωπαϊκή Σύµβαση ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου), στην οποία έχουν ήδη προσχωρήσει και τα 47 µέλη του Συµβουλίου της Ευρώπης. Με τη σύµβαση αυτή καθιερώθηκε ένα πρακτικής σηµασίας ελάχιστο επίπεδο προστασίας των δικαιωµάτων του ανθρώπου, αλλά και ένα σύστηµα νοµικής προστασίας που επιτρέπει στα ιδρυθέντα διά της σύµβασης όργανα, και συγκεκριµένα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου και στο Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων, που εδρεύουν στο Στρασβούργο, να καταδικάζουν στο πλαίσιο της σύµβασης τις παραβιάσεις δικαιωµάτων του ανθρώπου που σηµειώνονται στα κράτη µέλη.
Στην ίδια οµάδα εξακολουθεί να ανήκει ο Οργανισµός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), που ιδρύθηκε το 1994 ως διάδοχος της «∆ιάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη» (∆ΑΣΕ). Ο ΟΑΣΕ, στον οποίο ήδη µετέχουν 57 χώρες, εµπνέεται από τις αρχές και τους στόχους της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι του 1975 και του Χάρτη των Παρισίων του 1990. Σε αυτούς περιλαµβάνονται µεταξύ άλλων η προώθηση µέτρων οικοδόµησης εµπιστοσύνης µεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών αλλά και η ανάπτυξη ενός «δικτύου ασφάλειας» µε σκοπό την επίλυση διαφορών µε ειρηνικά µέσα.
Οµάδα τρίτη: Ευρωπαϊκή Ένωση
Την τρίτη οµάδα των ευρωπαϊκών οργανισµών αποτελεί η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Το καινοτόµο στοιχείο που διακρίνει την ΕΕ από τις παραδοσιακές µορφές κρατικών ενώσεων συνίσταται στο ότι τα κράτη µέλη παραιτήθηκαν από µέρος των κυριαρχικών τους δικαιωµάτων υπέρ της ΕΕ, την οποία εξόπλισαν µε ίδιες εξουσίες, ανεξάρτητες από τα κράτη µέλη. Ασκώντας τις εξουσίες αυτές, η ΕΕ δύναται να εκδίδει ευρωπαϊκές ρυθµιστικές πράξεις µε αποτελέσµατα ισοδύναµα προς αυτά των πράξεων που εκδίδονται στο πλαίσιο της εθνικής κυριαρχίας.
Τα θεµέλια για τη δηµιουργία της ΕΕ έθεσε ο τότε Γάλλος υπουργός εξωτερικών Robert Schuman στη ∆ιακήρυξη της 9ης Μαΐου 1950, στην οποία παρουσίασε το σχέδιο ενοποίησης της ευρωπαϊκής βιοµηχανίας άνθρακα και χάλυβα στο πλαίσιο µιας Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, όπως την οραµατίστηκαν ο ίδιος και ο Jean Monnet. Το σχέδιο φιλοδοξούσε να αποτελέσει συγχρόνως µια ιστορική πρωτοβουλία για «µία οργανωµένη και δηµιουργική Ευρώπη», η οποία είναι «απαραίτητη για τον πολιτισµό» και χωρίς την οποία «δεν µπορεί να διαφυλαχθεί η παγκόσµια ειρήνη».
Το «σχέδιο Schuman» έλαβε σάρκα και οστά µε την υπογραφή της Συνθήκης Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) από τα έξι ιδρυτικά κράτη µέλη (Βέλγιο, Οµοσπονδιακή ∆ηµοκρατία της Γερµανίας, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεµβούργο και Κάτω Χώρες) στις 18 Απριλίου 1951 στο Παρίσι («Συνθήκη των Παρισίων»), η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 23 Ιουλίου 1952. Η ΕΚΑΧ συστάθηκε για περίοδο 50 ετών, µετά την πάροδο της οποίας στις 23 Ιουλίου 2002 «ενσωµατώθηκε» στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Λίγα χρόνια µετά την ίδρυση της ΕΚΑΧ, τα ίδια κράτη δηµιούργησαν µε την υπογραφή των Συνθηκών της Ρώµης στις 25 Μαρτίου 1957 («Συνθήκες της Ρώµης») την Ευρωπαϊκή Οικονοµική Κοινότητα (ΕΟΚ) και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατοµικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ ή Ευρατόµ), οι οποίες ανέλαβαν δράση µετά τη θέση των Συνθηκών σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1958.
Η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) µε την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ σήµανε µια νέα εποχή στην πορεία προς την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Η συνθήκη αυτή, η οποία είχε ήδη υπογραφεί στο Μάαστριχτ στις 7 Φεβρουαρίου 1992, συνάντησε ορισµένες δυσκολίες στην επικύρωσή της (οι ∆ανοί συναίνεσαν µόνον µετά τη διενέργεια δεύτερου δηµοψηφίσµατος, ενώ στη Γερµανία υπήρξε προσφυγή ενώπιον του Συνταγµατικού ∆ικαστηρίου στρεφόµενη κατά της έγκρισης της συνθήκης από το Γερµανικό Κοινοβούλιο) και τελικά τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεµβρίου 1993. Όπως αναφέρεται στο κείµενό της, «[η συνθήκη] ανοίγει νέα φάση στη διαδικασία µιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης». Περιλαµβάνει την ιδρυτική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την οποία ωστόσο δεν ολοκληρώνει. Με τη συνθήκη αυτή, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αντικατέστησε τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, αλλά τις ενέταξε σε ένα κοινό πλαίσιο µαζί µε νέες πολιτικές και µορφές συνεργασίας. Αποτέλεσµα ήταν, µεταφορικά µιλώντας, η θεµελίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε τρεις πυλώνες: Τον πρώτο πυλώνα αποτέλεσαν οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες: ΕΟΚ (µετονοµασθείσα σε ΕΚ), ΕΚΑΧ (έως το 2002) και ΕΚΑΕ. Ο δεύτερος πυλώνας συνίστατο στη συνεργασία των κρατών µελών στο πλαίσιο µιας κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Ο τρίτος πυλώνας αφορούσε τη συνεργασία των κρατών µελών στους τοµείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων.
Μια πρώτη περαιτέρω εξέλιξη στο καθεστώς της ΕΕ επήλθε µε τις Συνθήκες του Άµστερνταµ και της Νίκαιας, που τέθηκαν σε ισχύ την 1η Μαΐου 1999 και την 1η Φεβρουαρίου 2003 αντίστοιχα. Σκοπός των εν λόγω τροποποιητικών συνθηκών ήταν να διατηρηθεί η ικανότητα δράσης της ΕΕ παρά τη σηµαντική αύξηση του αριθµού των µελών της. Ως εκ τούτου, οι δύο αυτές συνθήκες εισήγαγαν κυρίως θεσµικές µεταρρυθµίσεις. Σε σχέση µε προηγούµενους κύκλους µεταρρυθµίσεων, η πολιτική βούληση για εµβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υπήρξε µάλλον ασθενής.
Η κριτική που προκάλεσε το γεγονός αυτό αποτέλεσε το έναυσµα για την έναρξη ενός διαλόγου για το µέλλον της ΕΕ και τη θεσµική της διάρθρωση. Ο διάλογος αυτός κατέληξε στην αποδοχή µιας ∆ήλωσης για το µέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τους ηγέτες των κρατών και των κυβερνήσεων στις 5 ∆εκεµβρίου 2001, στο Laeken του Βελγίου. Με τη δήλωση αυτή η ΕΕ δεσµεύθηκε για περισσότερη δηµοκρατία, διαφάνεια και αποτελεσµατικότητα, αλλά και για τη χάραξη πορείας προς τη θέσπιση συντάγµατος. Ως πρώτο βήµα για την υλοποίηση των στόχων αυτών, αποφασίστηκε η σύγκληση µιας Συνέλευσης για το µέλλον της Ευρώπης µε πρόεδρο τον πρώην Γάλλο πρόεδρο Valéry Giscard d’Estaing, στην οποία ανατέθηκε η επεξεργασία του ευρωπαϊκού συντάγµατος. Στις 18 Ιουλίου 2003, ο πρόεδρος της Συνέλευσης παρέδωσε εξ ονόµατός της στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου το καταρτισθέν σχέδιο «Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγµατος της Ευρώπης», το οποίο ψηφίστηκε, µε ορισµένες αλλαγές, από τους αρχηγούς των κρατών και των κυβερνήσεων στις Βρυξέλλες στις 17 και 18 Ιουλίου 2004.
Με το σύνταγµα οι µέχρι τούδε Ευρωπαϊκή Ένωση και Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα µετεξελίσσονταν σε µια νέα, ενιαία Ευρωπαϊκή Ένωση, βασιζόµενη σε µία και µοναδική συνταγµατική συνθήκη. Αυτοτελώς θα εξακολουθούσε να υφίσταται µόνο η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατοµικής Ενέργειας, η οποία ωστόσο θα συνέχιζε να συνδέεται στενά µε τη (νέα) Ευρωπαϊκή Ένωση. Όµως, η θέσπιση του συντάγµατος µαταιώθηκε, καθώς δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία επικύρωσης από τα κράτη µέλη. Μετά την αρχική αποδοχή της από τα 13 εκ των 25 τότε κρατών µελών, η συνταγµατική συνθήκη της ΕΕ απερρίφθη στο πλαίσιο δηµοψηφισµάτων στη Γαλλία (54,68 % αρνητικές ψήφοι επί ποσοστού συµµετοχής 69,34 %) και τις Κάτω Χώρες (61,7 % αρνητικές ψήφοι επί ποσοστού συµµετοχής 63 %).
Έπειτα από µια περίοδο προβληµατισµού σχεδόν δύο ετών, το πρώτο εξάµηνο του 2007 κατέστη επιτέλους δυνατή η δροµολόγηση µιας νέας δέσµης µεταρρυθµίσεων. Με αυτήν εγκαταλείπεται επισήµως η ιδέα του ευρωπαϊκού συντάγµατος κατά την οποία όλες οι υφιστάµενες συνθήκες έπρεπε να καταργηθούν και να αντικατασταθούν από ένα ενιαίο κείµενο υπό την ονοµασία «Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγµατος της Ευρώπης». Αντ’ αυτού, καταρτίστηκε µια νέα µεταρρυθµιστική συνθήκη, η οποία, κατά το πρότυπο των Συνθηκών του Μάαστριχτ, του Άµστερνταµ και της Νίκαιας, επιφέρει θεµελιώδους σηµασίας αλλαγές στις υφιστάµενες συνθήκες της Ένωσης, προκειµένου να ενισχυθούν η ικανότητα εσωτερικής και εξωτερικής δράσης της ΕΕ, η δηµοκρατική της νοµιµοποίηση και η αποτελεσµατικότητα των πολιτικών της. Όπως το επιβάλλει η παράδοση, και αυτή η µεταρρυθµιστική συνθήκη ονοµάστηκε µε βάση τον τόπο υπογραφής της, Συνθήκη της Λισαβόνας. Οι εργασίες για την οριστικοποίηση της Συνθήκης της Λισαβόνας προχώρησαν µε ταχείς ρυθµούς. Αυτό οφείλεται ιδίως στο γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου στις Βρυξέλλες στις 21 και 22 Ιουνίου 2007, οι ίδιοι οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών µελών αποφάσισαν ποιες ακριβώς από τις καινοτοµίες που επρόκειτο να περιληφθούν στη συνταγµατική συνθήκη θα ενσωµατώνονταν στις υφιστάµενες συνθήκες και µε ποιον τρόπο. Παρεκκλίνοντας από την παραδοσιακή διαδικασία, δεν περιορίστηκαν στη διατύπωση κατευθυντήριων γραµµών προς υποβολή στη διακυβερνητική διάσκεψη, αλλά προχώρησαν οι ίδιοι στην κατάρτιση της δοµής και του περιεχοµένου των σχεδιαζόµενων τροποποιήσεων, διατυπώνοντας σε ορισµένες περιπτώσεις και το ακριβές λεκτικό διατάξεων.
∆ιαφωνίες υπήρξαν ιδίως στα θέµατα της οριοθέτησης των αρµοδιοτήτων µεταξύ ΕΕ και κρατών µελών, της περαιτέρω ανάπτυξης της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, του νέου ρόλου των εθνικών κοινοβουλίων στο πλαίσιο της διαδικασίας ολοκλήρωσης, της ενσωµάτωσης του Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων στο δίκαιο της Ένωσης και των δυνατοτήτων ανάπτυξης της αστυνοµικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Κατόπιν αυτού, η διακυβερνητική διάσκεψη που συγκλήθηκε το 2007 δεν είχε πολλά περιθώρια δράσης αλλά µόνο την εντολή να διεκπεραιώσει τεχνικά τις επιθυµητές αλλαγές. Οι εργασίες της διακυβερνητικής διάσκεψης ολοκληρώθηκαν στις 18 και 19 Οκτωβρίου 2007 και το τελικό κείµενο εγκρίθηκε κατά τη διάρκεια του άτυπου Ευρωπαϊκού Συµβουλίου που διεξαγόταν στη Λισαβόνα την ίδια περίοδο.
Η συνθήκη υπογράφηκε πανηγυρικά από τους ηγέτες των 27 τότε κρατών µελών της ΕΕ (η Κροατία προσχώρησε στην ΕΕ µόλις το 2013) στη Λισαβόνα στις 13 ∆εκεµβρίου 2007. Ωστόσο, η διαδικασία κύρωσης και αυτής της συνθήκης αποδείχθηκε δύσκολη. Παρότι, σε αντίθεση µε τη Συνθήκη για τη θέσπιση συντάγµατος της ΕΕ, αντιµετωπίστηκαν τα εµπόδια στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες, εντούτοις η Συνθήκη της Λισαβόνας απορρίφθηκε αρχικά από το ιρλανδικό εκλογικό σώµα, σε δηµοψήφισµα που έγινε στις 12 Ιουνίου 2008 (µε 53,4 % αρνητικές ψήφους επί ποσοστού συµµετοχής 53,1 %). Ύστερα από νοµικά δεσµευτικές διαβεβαιώσεις ως προς την (περιορισµένη) εµβέλεια της νέας συνθήκης, οι πολίτες της Ιρλανδίας κλήθηκαν τον Οκτώβριο του 2009 σε δεύτερο δηµοψήφισµα για τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Αυτή τη φορά η συνθήκη έτυχε ευρείας αποδοχής από τους Ιρλανδούς (67,1 % επί ποσοστού συµµετοχής 59 %). Η επιτυχής έκβαση του δηµοψηφίσµατος στην Ιρλανδία άνοιξε το δρόµο για την κύρωση της συνθήκης από την Πολωνία και την Τσεχική ∆ηµοκρατία. Στην Πολωνία, ο πρόεδρος Kacziński είχε εξαρτήσει την κύρωση της συνθήκης από τη θετική έκβαση του δηµοψηφίσµατος στην Ιρλανδία, όπως και ο πρόεδρος της Τσεχικής ∆ηµοκρατίας Václav Klaus, ο οποίος τελικά ζήτησε επιπλέον να εξασφαλιστεί ότι οι διατάξεις της Συνθήκης της Λισαβόνας, και ιδιαίτερα αυτές του Χάρτη, δεν θα επιτρέπουν οποιαδήποτε αµφισβήτηση των λεγόµενων «∆ιαταγµάτων Beneš» του 1945, µε τα οποία είχε αποκλειστεί η διεκδίκηση πρώην γερµανικών εδαφών εντός της επικράτειας της Τσεχικής ∆ηµοκρατίας. Αφού βρέθηκε λύση για την ικανοποίηση της απαίτησης αυτής, ο Τσέχος πρόεδρος υπέγραψε το έγγραφο κύρωσης στις 3 Νοεµβρίου 2009. Με τον τρόπο αυτό ολοκληρώθηκε η διαδικασία κύρωσης και η Συνθήκη της Λισαβόνας τέθηκε σε ισχύ την 1η ∆εκεµβρίου 2009.
Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα συγχωνεύτηκαν σε µία ενιαία Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο όρος «Κοινότητα» αντικαθίσταται γενικά από τον όρο «Ένωση». Η Ένωση παίρνει τη θέση της Κοινότητας και αποτελεί τον νόµιµο διάδοχό της. Ωστόσο, το δίκαιο της Ένωσης εξακολουθεί να διέπεται από τις παρακάτω τρεις Συνθήκες:
ΣΥΝΘΗΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) υποδιαιρείται στους εξής έξι τίτλους: Κοινές διατάξεις (I), ∆ιατάξεις περί δηµοκρατικών αρχών (II), ∆ιατάξεις περί θεσµικών οργάνων (III), ∆ιατάξεις περί ενισχυµένων συνεργασιών (IV), Γενικές διατάξεις για την εξωτερική δράση της Ένωσης και ειδικές διατάξεις σχετικά µε την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας (V) και Τελικές διατάξεις (VI).
ΣΥΝΘΗΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) διαδέχθηκε τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η ΣΛΕΕ ακολουθεί σε γενικές γραµµές τη δοµή της Συνθήκης ΕΚ. Οι βασικές καινοτοµίες αφορούν την εξωτερική δράση της ΕΕ και την εισαγωγή νέων κεφαλαίων, ιδίως σχετικά µε την πολιτική στον τοµέα της ενέργειας, την αστυνοµική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, την πολιτική διαστήµατος, τον αθλητισµό και τον τουρισµό.
ΣΥΝΘΗΚΗ ΠΕΡΙ Ι∆ΡΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατοµικής Ενέργειας (ΣΕΚΑΕ) τροποποιήθηκε µόνο σε ορισµένα σηµεία της. Οι επιµέρους τροποποιήσεις έγιναν µε πρωτόκολλα τα οποία προσαρτήθηκαν στη Συνθήκη της Λισαβόνας.
Η ΣΕΕ και η ΣΛΕΕ έχουν το ίδιο νοµικό κύρος, χωρίς να τελούν µεταξύ τους σε σχέση υπεροχής ή υπαγωγής. Αυτή η ρητή νοµική αποσαφήνιση είναι απαραίτητη, καθώς το πυκνό κανονιστικό πλαίσιο σε αµφότερες τις συνθήκες και ο νέος τίτλος της πρώην Συνθήκης ΕΚ (Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) δηµιουργούν την εντύπωση ότι η ΣΕΕ αποτελεί ένα είδος συντάγµατος ή θεµελιώδους συνθήκης, ενώ η ΣΛΕΕ διαµορφώνεται περισσότερο υπό τη µορφή εκτελεστικής συνθήκης. Όµως, ούτε η ΣΕΕ ούτε η ΣΛΕΕ έχουν τυπικό χαρακτήρα συντάγµατος. Οι όροι που χρησιµοποιήθηκαν στις δύο Συνθήκες επιβεβαιώνουν την αλλαγή αυτή σε σχέση µε την προηγηθείσα συζήτηση περί θέσπισης ευρωπαϊκού συντάγµατος: Ο όρος «σύνταγµα» δεν χρησιµοποιείται, ο «υπουργός εξωτερικών της Ένωσης» καλείται «ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης σε θέµατα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας», ενώ εγκαταλείπονται οι έννοιες «νόµος» και «νόµος-πλαίσιο». Επίσης, οι τροποποιηµένες Συνθήκες δεν περιλαµβάνουν άρθρα στα οποία αναφέρονται σύµβολα της ΕΕ, όπως σηµαία ή ύµνος. Η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης δεν καθιερώνεται ρητά σε κάποια διάταξη, αλλά εξακολουθεί να προκύπτει από τη νοµολογία του ∆ικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία παραπέµπει σχετική δήλωση.
Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας εγκαταλείφθηκε εξάλλου και το µοντέλο των «τριών πυλώνων» της ΕΕ. ∆ιατηρούνται ωστόσο οι ειδικές διαδικασίες στον τοµέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άµυνας, καθώς στη Συνθήκη προσαρτώνται δηλώσεις της διακυβερνητικής διάσκεψης στις οποίες υπογραµµίζεται ο ιδιαίτερος χαρακτήρας και οι ευθύνες και αρµοδιότητες των κρατών µελών στον εν λόγω τοµέα.
Η ΕΕ αποτελείται επί του παρόντος από 28 κράτη µέλη. Έξι από αυτά, και συγκεκριµένα το Βέλγιο, η Γερµανία (η οποία µετά την επανένωση των δύο γερµανικών κρατών στις 3 Οκτωβρίου 1990 περιλαµβάνει και το έδαφος της πρώην Λ∆Γ), η Γαλλία, η Ιταλία, το Λουξεµβούργο και οι Κάτω Χώρες, είναι τα ιδρυτικά µέλη της ΕΟΚ. Την 1η Ιανουαρίου 1973 προσχώρησαν στην Κοινότητα η ∆ανία (χωρίς να συµπεριλαµβάνεται πλέον η Γροιλανδία, της οποίας οι κάτοικοι σε δηµοψήφισµα που διεξήχθη τον Φεβρουάριο του 1982 αποφάσισαν µε οριακή πλειοψηφία να µην παραµείνει η χώρα στην ΕΚ), η Ιρλανδία και το Ηνωµένο Βασίλειο, ενώ τον Οκτώβριο του 1972 είχε απορριφθεί µε δηµοψήφισµα (µε ποσοστό 53,5 %) η προγραµµατισµένη ένταξη της Νορβηγίας.
Η λεγόµενη «νότια διεύρυνση» της ΕΕ ξεκίνησε µε την προσχώρηση της Ελλάδας την 1η Ιανουαρίου 1981 και ολοκληρώθηκε µε την προσχώρηση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας την 1η Ιανουαρίου 1986. Ακολούθησε η προσχώρηση της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας την 1η Ιανουαρίου 1995. Εκτός ΕΕ παρέµεινε η Νορβηγία αφού και πάλι, όπως είχε συµβεί και πριν από 22 χρόνια, οι Νορβηγοί αντιτάχθηκαν µε οριακή πλειοψηφία 52,4 % στην προσχώρηση της χώρας τους στην ΕΕ. Την 1η Μαΐου 2004 προσχώρησαν στην ΕΕ οι χώρες της Βαλτικής Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία, η Τσεχική ∆ηµοκρατία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Σλοβενία και η Σλοβακία, όλες τους χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, καθώς και τα δύο νησιά της Μεσογείου Κύπρος και Μάλτα. Μόλις δύο χρόνια αργότερα, την 1η Ιανουαρίου 2007, η διεύρυνση της Ένωσης προς ανατολάς συνεχίστηκε µε την προσχώρηση της Βουλγαρίας και της Ρουµανίας.
Νεότερο µέλος της ΕΕ αποτέλεσε από την 1η Ιουλίου 2013 η Κροατία. Έτσι, ο αριθµός των µελών της ΕΕ αυξήθηκε σε 28, ο δε πληθυσµός της ανέρχεται σήµερα σε 510 εκατοµµύρια κατοίκους. Αυτή η ιστορική διεύρυνση της ΕΕ αποτελεί την κορύφωση µιας µακροχρόνιας διαδικασίας µέσω της οποίας κατέστη εφικτή η επανένωση των λαών της Ευρώπης, τους οποίους για περισσότερο από µισό αιώνα χώριζε το Σιδηρούν Παραπέτασµα και ο Ψυχρός Πόλεµος. Κατά συνέπεια, µέσα από τις συνεχείς διευρύνσεις της ΕΕ, εκφράζεται πρωτίστως η βούληση για διασφάλιση της ειρήνης, της σταθερότητας και της οικονοµικής ευηµερίας σε µία ενωµένη ευρωπαϊκή ήπειρο.
Η ΕΕ παραµένει ανοιχτή στην προσχώρηση και άλλων κρατών, εφόσον πληρούν τα κριτήρια προσχώρησης που καθιερώθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο της Κοπεγχάγης το 1993:
- πολιτικά κριτήρια: σταθερότητα των θεσµών, δηµοκρατία, κράτος δικαίου, δικαιώµατα του ανθρώπου και σεβασµός και προστασία των µειονοτήτων·
- οικονοµικά κριτήρια: λειτουργούσα οικονοµία της αγοράς µε αντοχή σε ανταγωνιστικές πιέσεις και στις δυνάµεις της αγοράς στο πλαίσιο της ΕΕ·
- νοµικά κριτήρια: ικανότητα ανάληψης των υποχρεώσεων που συνδέονται µε την ιδιότητα του µέλους, συµπεριλαµβανοµένης της αποδοχής των στόχων της πολιτικής, οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης.
Η διαδικασία προσχώρησης έχει τρία στάδια, τα οποία πρέπει να εγκρίνονται από όλα τα εκάστοτε κράτη µέλη της Ένωσης:
- Ανοίγει για µια χώρα η προοπτική ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
- Το καθεστώς µιας χώρας ως υποψήφιας για ένταξη αναγνωρίζεται εφόσον η χώρα πληροί τις προϋποθέσεις προσχώρησης, χωρίς ωστόσο αυτό να σηµαίνει ότι δροµολογούνται επίσηµες διαπραγµατεύσεις.
- Με την υποψήφια χώρα διεξάγονται επίσηµες διαπραγµατεύσεις, κατά τις οποίες συµφωνούνται οι τεχνικές και διαδικαστικές λεπτοµέρειες που αφορούν την υιοθέτηση των εκάστοτε εν ισχύ νοµοθετικών διατάξεων της ΕΕ.
Αφού ολοκληρωθούν οι διαπραγµατεύσεις και οι συνοδευτικές µεταρρυθµίσεις κατά τρόπο ικανοποιητικό για αµφότερες τις πλευρές, τα αποτελέσµατα και οι όροι προσχώρησης αποτυπώνονται σε µία συνθήκη προσχώρησης. Η εν λόγω συνθήκη προσχώρησης εγκρίνεται κατ’ αρχάς από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο µε απόλυτη πλειοψηφία των µελών του. Στη συνέχεια, πρέπει να εγκριθεί και από το Συµβούλιο, και µάλιστα οµόφωνα. Κατόπιν τούτου, η υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης εναπόκειται στους επικεφαλής κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της χώρας που προσχωρεί. Κάθε συνθήκη προσχώρησης πρέπει στη συνέχεια να «κυρωθεί» από τα κράτη µέλη της ΕΕ και τη χώρα που προσχωρεί, σύµφωνα µε τις αντίστοιχες συνταγµατικές τους διατάξεις. Η διαδικασία προσχώρησης ολοκληρώνεται µε την κατάθεση των εγγράφων επικύρωσης, οπότε τίθεται σε ισχύ και η συνθήκη προσχώρησης. Η χώρα που προσχωρεί αποκτά έτσι την ιδιότητα του κράτους µέλους.
Σήµερα, ενταξιακές διαπραγµατεύσεις διεξάγονται µε την Τουρκία (από το 2005), τη Σερβία (από το 2014) και το Μαυροβούνιο (από το 2014).
Η Τουρκία υπέβαλε αίτηση προσχώρησης στις 14 Απριλίου 1987. Βέβαια, οι σχέσεις µεταξύ ΕΕ και Τουρκίας χρονολογούνται από πολύ παλαιότερα. Ήδη το 1963 συνήφθη µεταξύ της τότε ΕΟΚ και της Τουρκίας συµφωνία σύνδεσης στην οποία γίνεται αναφορά στην προοπτική ένταξης. Το 1995 θεσπίστηκε η Τελωνειακή Ένωση ΕΚ–Τουρκίας, ενώ στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου του Ελσίνκι τον ∆εκέµβριο του 1999 η Τουρκία αναγορεύτηκε επισήµως σε υποψήφια προς ένταξη χώρα. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε έκφραση της πεποίθησης ότι η χώρα αυτή διαθέτει τις βάσεις που απαιτεί ένα δηµοκρατικό σύστηµα αν και προς το παρόν παρουσιάζει µεγάλο έλλειµµα όσον αφορά τον σεβασµό των δικαιωµάτων του ανθρώπου και την προστασία των µειονοτήτων. Τον ∆εκέµβριο του 2004, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο έδωσε τελικά το πράσινο φως για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγµατεύσεων µε την Τουρκία. Οι διαπραγµατεύσεις ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 2005. Τελικός στόχος των διαπραγµατεύσεων είναι η ένταξη της χώρας στην ΕΕ. Ωστόσο, δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί. Το 1999 ως προβλεπόµενη ηµεροµηνία πιθανής προσχώρησης ορίστηκε το έτος 2014, το οποίο ωστόσο παρήλθε χωρίς να συµφωνηθεί νέο χρονοδιάγραµµα. Η προσχώρηση της Τουρκίας θα πρέπει να προετοιµαστεί µε άκρα επιµέλεια, προκειµένου να επιτευχθεί η πλήρης ενσωµάτωσή της, χωρίς παράλληλα να διακυβευθεί ό,τι κατακτήθηκε στα 60 και πλέον έτη ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η Ισλανδία υπέβαλε αίτηση προσχώρησης στις 17 Ιουλίου 2009. Οι ενταξιακές διαπραγµατεύσεις ξεκίνησαν επίσηµα το 2010 και σηµείωσαν ικανοποιητική πρόοδο στο αρχικό τους στάδιο, ωστόσο, µετά την αλλαγή της κυβέρνησης, επιβραδύνθηκαν έως ότου σταµάτησαν εντελώς, αφού η Ισλανδία απέσυρε την αίτησή της για προσχώρηση στις 12 Μαρτίου 2015.
Υπό καθεστώς επίσηµης υποψηφιότητας τελούν η πρώην Γιουγκοσλαβική ∆ηµοκρατία της Μακεδονίας (2009) και η Αλβανία (2014). Επιπλέον, για τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη καθώς και για το Κοσσυφοπέδιο (1) έχει ανοιχτεί η προοπτική µελλοντικής προσχώρησής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πρόνοια λαµβάνεται και για έξοδο από την ΕΕ: Η ΣΕΕ περιέχει πλέον ρήτρα εξόδου, η οποία επιτρέπει σε οποιοδήποτε κράτος µέλος να αποχωρήσει από την ΕΕ. Η έξοδος δεν συναρτάται µε κανέναν όρο, αλλά απαιτεί µόνο συµφωνία µεταξύ της ΕΕ και του κράτους µέλους σχετικά µε τις λεπτοµερείς ρυθµίσεις της αποχώρησης ή, άλλως, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συµφωνία, την πάροδο δύο ετών από την γνωστοποίηση της πρόθεσης αποχώρησης προκειµένου αυτή να επέλθει ακόµη και χωρίς συµφωνία. Χρήση αυτής της δυνατότητας προβλέπεται να γίνει πολύ συντοµότερα απ’ όσο θα περίµενε κανείς. Στις 23 Ιουνίου 2016, το 52 % των Βρετανών (µε ποσοστό συµµετοχής που ανήλθε στο 71,8 %) εκφράστηκαν κατά της παραµονής του Ηνωµένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατόπιν τούτου, εναπόκειται στη βρετανική κυβέρνηση να ξεκινήσει τη διαδικασία αποχώρησης (άρθρο 50 ΣΕΕ) γνωστοποιώντας την πρόθεση της γι’ αυτό.
Αντιθέτως, αποκλεισµός κράτους µέλους από την ΕΕ παρά την αντίθετη εκφρασθείσα βούλησή του δεν προβλέπεται, ούτε καν σε περίπτωση σοβαρών και διαρκών παραβάσεων της Συνθήκης.
ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩ∆ΕΙΣ ΑΞΙΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Άρθρο 2 ΣΕΕ (Αξίες της Ένωσης)
Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασµού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δηµοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασµού των ανθρώπινων δικαιωµάτων, συµπεριλαµβανοµένων των δικαιωµάτων των προσώπων που ανήκουν σε µειονότητες. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη µέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισµό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα µεταξύ γυναικών και ανδρών.
Άρθρο 3 ΣΕΕ (Σκοποί της Ένωσης)
- Η Ένωση έχει σκοπό να προάγει την ειρήνη, τις αξίες της και την ευηµερία των λαών της.
- Η Ένωση παρέχει στους πολίτες της χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα, µέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε συνδυασµό µε κατάλληλα µέτρα όσον αφορά τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, το άσυλο, τη µετανάστευση και την πρόληψη και καταστολή της εγκληµατικότητας.
- Η Ένωση εγκαθιδρύει εσωτερική αγορά. Εργάζεται για την αειφόρο ανάπτυξη της Ευρώπης µε γνώµονα την ισόρροπη οικονοµική ανάπτυξη και τη σταθερότητα των τιµών, την κοινωνική οικονοµία της αγοράς µε υψηλό βαθµό ανταγωνιστικότητας, µε στόχο την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο, και το υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος. Προάγει την επιστηµονική και τεχνολογική πρόοδο.
Η Ένωση καταπολεµά τον κοινωνικό αποκλεισµό και τις διακρίσεις και προωθεί την κοινωνική δικαιοσύνη και προστασία, την ισότητα µεταξύ γυναικών και ανδρών, την αλληλεγγύη µεταξύ των γενεών και την προστασία των δικαιωµάτων του παιδιού.
Η Ένωση προάγει την οικονοµική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και την αλληλεγγύη µεταξύ των κρατών µελών.
Η Ένωση σέβεται τον πλούτο της πολιτιστικής και γλωσσικής της πολυµορφίας και µεριµνά για την προστασία και ανάπτυξη της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονοµιάς.
- Η Ένωση εγκαθιδρύει οικονοµική και νοµισµατική ένωση, της οποίας το νόµισµα είναι το ευρώ.
- Στις σχέσεις της µε τον υπόλοιπο κόσµο, η Ένωση προβάλλει και προωθεί τις αξίες της και τα συµφέροντά της και συµβάλλει στην προστασία των πολιτών της. Συµβάλλει στην ειρήνη, την ασφάλεια, την αειφόρο ανάπτυξη του πλανήτη, την αλληλεγγύη και τον αµοιβαίο σεβασµό µεταξύ των λαών, το ελεύθερο και δίκαιο εµπόριο, την εξάλειψη της φτώχειας και την προστασία των ανθρώπινων δικαιωµάτων, ιδίως των δικαιωµάτων του παιδιού, καθώς και στην αυστηρή τήρηση και ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου και, ιδίως, στον σεβασµό των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών.
[…]
Θεµέλιο για τη δηµιουργία µιας ενωµένης Ευρώπης αποτελούν βασικές αξίες στις οποίες δεσµεύονται τα κράτη µέλη βάσει του άρθρου 2 ΣΕΕ και των οποίων η πραγµάτωση έχει ανατεθεί στα εκτελεστικά όργανα της ΕΕ. Μεταξύ αυτών των αξιών συγκαταλέγονται ο σεβασµός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η ισότητα, η ελευθερία και η αλληλεγγύη. Η ΕΕ τάσσεται ρητά υπέρ της διαφύλαξης των κοινών για όλα τα κράτη µέλη αρχών της δηµοκρατίας, του κράτους δικαίου και της προστασίας των δικαιωµάτων του ανθρώπου.
Οι αρχές αυτές δεν αποτελούν µόνον κατευθυντήριες γραµµές προς τα κράτη που επιθυµούν να προσχωρήσουν µελλοντικά στην ΕΕ, αλλά σε περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης των εν λόγω αρχών και αξιών από ένα κράτος µέλος, κατά το άρθρο 7 ΣΕΕ, υπάρχει και δυνατότητα επιβολής κυρώσεων. Προς τούτο απαιτείται κατ’ αρχήν η οµόφωνη διαπίστωση από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου, ότι πρόκειται για σοβαρή και διαρκή παραβίαση των αξιών και βασικών αρχών της Ένωσης. Στην εν λόγω διαπίστωση προβαίνουν οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων έπειτα από πρόταση του ενός τρίτου των κρατών µελών ή της Επιτροπής και κατόπιν έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το Συµβούλιο δύναται στη συνέχεια να αποφασίσει, µε ειδική πλειοψηφία, την αναστολή ορισµένων δικαιωµάτων τα οποία απορρέουν από τη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ ως προς το εν λόγω κράτος µέλος, συµπεριλαµβανοµένων των δικαιωµάτων ψήφου του αντιπροσώπου της κυβέρνησης αυτού του κράτους µέλους στο Συµβούλιο. Το εν λόγω κράτος µέλος εξακολουθεί, εντούτοις, να δεσµεύεται από τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει των Συνθηκών. Συναφώς, το Συµβούλιο λαµβάνει ιδιαίτερα υπόψη και τις πιθανές συνέπειες µιας τέτοιας αναστολής στα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις φυσικών και νοµικών προσώπων.
Η ΕΕ ως εγγυητής της ειρήνης
Από τα κίνητρα που οδήγησαν στην ένωση της Ευρώπης κανένα άλλο δεν ήταν τόσο ισχυρό όσο η απαίτηση για ειρήνη (βλ. άρθρο 3 ΣΕΕ). Τον περασµένο αιώνα η Ευρώπη µετατράπηκε σε πεδίο µάχης δύο παγκοσµίων πολέµων µεταξύ κρατών που σήµερα είναι µέλη της ΕΕ. Για τον λόγο αυτό, ευρωπαϊκή πολιτική σηµαίνει συγχρόνως και πολιτική ειρήνης. Με τη δηµιουργία της ΕΕ διαµορφώθηκε ταυτόχρονα και ο πυρήνας µιας ευρωπαϊκής τάξης πραγµάτων που θα διασφαλίζει την ειρήνη και θα καθιστά αδύνατο τον πόλεµο µεταξύ των κρατών µελών της. Τα 70 χρόνια ειρήνης στην Ευρώπη αποδεικνύουν ότι αυτό είναι εφικτό. Όσο περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη προσχωρήσουν στην ΕΕ τόσο περισσότερο θα ενισχύεται το ειρηνικό καθεστώς. Υπό την έννοια αυτή, οι τελευταίες διευρύνσεις της ΕΕ αποτέλεσαν σηµαντικό βήµα για την ενίσχυση της ειρήνης στην Ευρώπη. Το 2012 η ΕΕ βραβεύτηκε για την προώθηση της ειρήνης, της συµφιλίωσης, της δηµοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωµάτων στην Ευρώπη µε το βραβείο Νόµπελ Ειρήνης.
Η ενότητα και η ισότητα ως κατευθυντήριες αρχές
Κατευθυντήρια αρχή είναι η ενότητα. Μόνον εφόσον τα ευρωπαϊκά κράτη συνεργάζονται και ενεργούν από κοινού, διαφυλάσσοντας παράλληλα την ποικιλοµορφία τους, θα µπορέσουν να αντιµετωπίσουν τα σηµαντικά προβλήµατα της σύγχρονης εποχής. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η ειρήνη στην Ευρώπη και στον κόσµο, η δηµοκρατία και το κράτος δικαίου, η οικονοµική ευηµερία και η κοινωνική ασφάλεια δεν µπορούν να διατηρηθούν και να εξασφαλιστούν για το µέλλον χωρίς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η ανεργία, η ανεπαρκής ανάπτυξη, η διασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας και η ρύπανση του περιβάλλοντος έχουν πάψει από καιρό να αποτελούν εθνικά προβλήµατα και ούτε µπορούν να επιλυθούν σε εθνικό επίπεδο. Μόνο στο πλαίσιο της ΕΕ µπορεί να δηµιουργηθεί ένα σταθερό οικονοµικό καθεστώς και µόνο µέσω κοινής ευρωπαϊκής προσπάθειας µπορεί να οικοδοµηθεί µια διεθνής οικονοµική πολιτική που θα βελτιώσει την αποδοτικότητα της ευρωπαϊκής οικονοµίας και θα συµβάλει στην εδραίωση του κοινωνικού κράτους δικαίου. Χωρίς εσωτερική συνοχή η Ευρώπη δεν µπορεί να διαφυλάξει την πολιτική και οικονοµική της ανεξαρτησία απέναντι στον υπόλοιπο κόσµο ούτε να ανακτήσει τη διεθνή επιρροή της και τον ρόλο της στην παγκόσµια πολιτική σκηνή.

Το 2012 η ΕΕ τιµήθηκε µε το Νόµπελ Ειρήνης για τον ρόλο της στην προώθηση της ειρήνης, της συµφιλίωσης, της δηµοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωµάτων. Το βραβείο παρέλαβαν στις 10 ∆εκεµβρίου 2012 στο Όσλο ο Herman van Rompuy, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου από το 2009 έως το 2014, ο José Manuel Barroso, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 2004 έως το 2014, και ο Martin Schulz, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, από το 2012 έως το 2017.
Για να υπάρξει ενότητα πρέπει να υπάρχει ισότητα. Κανένας πολίτης της Ένωσης δεν επιτρέπεται να υφίσταται δυσµενέστερη µεταχείριση, δηλαδή να αποτελεί αντικείµενο διακρίσεων, λόγω της ιθαγένειάς του. Πρέπει να καταπολεµηθεί κάθε µορφής διάκριση λόγω φύλου, φυλής, εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισµού. Όµως ο Χάρτης των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων δεν αρκείται στα παραπάνω: απαγορεύει και τις διακρίσεις λόγω χρώµατος, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, πολιτικών φρονηµάτων ή κάθε άλλης γνώµης, ιδιότητας µέλους εθνικής µειονότητας, περιουσίας ή γέννησης. Όλοι οι πολίτες της Ένωσης είναι ίσοι ενώπιον του νόµου. Για τα κράτη µέλη αυτό σηµαίνει ότι κανένας δεν υπερέχει έναντι του άλλου και ότι οι φυσικές διαφορές, όπως το µέγεθος ή ο πληθυσµός µιας χώρας, καθώς και οι διαφορετικές δοµές, αντιµετωπίζονται κατά τον τρόπο που επιβάλλει η αρχή της ισότητας.
Οι θεµελιώδεις ελευθερίες
Η ειρήνη, η ενότητα και η ισότητα συνεπάγονται συγχρόνως και ελευθερία. Με την ένωση 28 κρατών δηµιουργείται πλέον ένας ευρύτερος χώρος εντός του οποίου διασφαλίζεται ελευθερία κινήσεων πέραν των εθνικών συνόρων. Πρόκειται ιδίως για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζοµένων, την ελεύθερη εγκατάσταση, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών καθώς και την ελεύθερη κυκλοφορία εµπορευµάτων και κεφαλαίων. Οι εν λόγω θεµελιώδεις ελευθερίες εγγυώνται στον επιχειρηµατικό κόσµο την ελεύθερη λήψη αποφάσεων, στους εργαζόµενους την ελεύθερη επιλογή θέσης εργασίας και στους καταναλωτές την ελεύθερη επιλογή ανάµεσα στη µεγαλύτερη δυνατή ποικιλία προϊόντων. Ο ελεύθερος ανταγωνισµός επιτρέπει στους επιχειρηµατίες να απευθύνονται σε ασύγκριτα µεγαλύτερο κύκλο υποψήφιων πελατών. Ο κάθε εργαζόµενος µπορεί να αναζητεί θέση εργασίας και να αλλάζει εργασία ανάλογα µε τις επιθυµίες και τα συµφέροντά του κινούµενος µέσα σε ολόκληρο τον χώρο της ΕΕ. Οι καταναλωτές µπορούν να επιλέγουν το φθηνότερο και καλύτερο προϊόν µέσα από τη σηµαντικά αυξηµένη προσφορά που εγγυάται ο ισχυρότερος ανταγωνισµός.
Ωστόσο, σε περίπτωση προσχώρησης στην ΕΕ, η οικία συνθήκη περιλαµβάνει συχνά µεταβατικές ρυθµίσεις που αφορούν ιδίως την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζοµένων καθώς και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και την ελευθερία εγκατάστασης και οι οποίες παρέχουν για διάστηµα έως επτά ετών στα παλαιά κράτη µέλη τη δυνατότητα να ρυθµίζουν την άσκηση των εν λόγω θεµελιωδών ελευθεριών από υπηκόους των νέων κρατών µελών βάσει των διατάξεων της εθνικής τους νοµοθεσίας ή υφιστάµενων διµερών συµβάσεων.
Η αρχή της αλληλεγγύης
Η αρχή της αλληλεγγύης έρχεται να αντισταθµίσει τον κίνδυνο κατάχρησης της ελευθερίας εις βάρος των άλλων. Για να µπορέσει µια κοινοτική τάξη να έχει διάρκεια, οφείλει να αναγνωρίσει ως θεµελιώδη αρχή την αλληλεγγύη µεταξύ των µελών της και να κατανέµει ισότιµα και δίκαια σε αυτά τόσο τα πλεονεκτήµατα, δηλαδή την ευηµερία, όσο και τα βάρη.
Ο σεβασµός της εθνικής ταυτότητας
Η Ένωση σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών µελών. Τα κράτη µέλη δεν πρέπει να αφοµοιωθούν από την ΕΕ, αλλά να ενταχθούν σε αυτήν διατηρώντας τα εθνικά χαρακτηριστικά τους. Από την ποικιλοµορφία των εθνικών χαρακτηριστικών και ταυτοτήτων η ΕΕ αντλεί την πνευµατική και ηθική της ισχύ, την οποία στη συνέχεια θέτει στην υπηρεσία του κοινού συνόλου.
Η ανάγκη ύπαρξης ασφάλειας
Όλες οι παραπάνω θεµελιώδεις αρχές προϋποθέτουν τελικά την ύπαρξη ασφάλειας. Ιδίως µετά τις τροµοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεµβρίου 2001 στις ΗΠΑ και τα ολοένα συχνότερα και βαρβαρότερα χτυπήµατα των τροµοκρατών σε ευρωπαϊκό έδαφος, η καταπολέµηση της τροµοκρατίας και του οργανωµένου εγκλήµατος αποτελεί πρωτεύον µέληµα και στην Ευρώπη. Η αστυνοµική συνεργασία και η συνεργασία στον τοµέα της δικαιοσύνης αναπτύσσονται συνεχώς, ενώ συγχρόνως ενισχύεται η προστασία των κοινών εξωτερικών συνόρων της ΕΕ.
Ωστόσο, στο πλαίσιο της ΕΕ ως ασφάλεια νοείται και η κοινωνική ασφάλεια όλων των πολιτών που κατοικούν σε αυτήν, η ασφάλεια των θέσεων εργασίας αλλά και η ασφάλεια των επιχειρηµατικών εγχειρηµάτων, που στηρίζονται στην εµπιστοσύνη για τη σταθερότητα του οικονοµικού πλαισίου. Ως εκ τούτου, τα όργανα της ΕΕ καλούνται να προστατεύουν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις από αιφνίδιες µεταβολές στο µέλλον και να διασφαλίζουν τη διατήρηση των συνθηκών από τις οποίες εξαρτώνται.
Τα θεµελιώδη δικαιώµατα
Μεταξύ των θεµελιωδών αξιών και των περί αξιών αντιλήψεων που κυριαρχούν στην ΕΕ συγκαταλέγονται και τα ατοµικά θεµελιώδη δικαιώµατα των πολιτών της Ένωσης. Η ιστορία της Ευρώπης, για περισσότερο από δύο αιώνες, χαρακτηρίζεται από συνεχείς προσπάθειες για ενίσχυση της προστασίας των δικαιωµάτων αυτών. Αρχής γενοµένης από τις διακηρύξεις των δικαιωµάτων του ανθρώπου και του πολίτη του 18ου αιώνα, τα θεµελιώδη δικαιώµατα και οι θεµελιώδεις ελευθερίες αποτελούν σταθερό τµήµα της συνταγµατικής τάξης των περισσότερων πολιτισµένων κρατών. Αυτό ισχύει ιδίως για τα κράτη µέλη της ΕΕ, των οποίων οι έννοµες τάξεις έχουν ως βάση την προάσπιση του δικαίου και τον σεβασµό της αξιοπρέπειας, της ελευθερίας και της ελεύθερης ανάπτυξης του ατόµου. Πέραν αυτού, υπάρχουν πολυάριθµες διεθνείς συµφωνίες για την προστασία των δικαιωµάτων του ανθρώπου, µεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση για την Ευρώπη κατέχει η Ευρωπαϊκή Σύµβαση για την Προάσπιση των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών [Ευρωπαϊκή Σύµβαση ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΣ∆Α)].
Ωστόσο, η προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων από την κοινοτική έννοµη τάξη επήλθε µέσα από την πάγια νοµολογία του ∆ικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία επικράτησε σχετικά αργά, µόλις το 1969. Και τούτο διότι παλαιότερα το ∆ικαστήριο απέρριπτε λόγους στηριζόµενους στην παραβίαση θεµελιωδών δικαιωµάτων µε την αιτιολογία ότι δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί ζητηµάτων εθνικού συνταγµατικού δικαίου. Το ∆ικαστήριο αναγκάστηκε να αναθεωρήσει την εν λόγω νοµολογία του ιδίως λόγω της αρχής της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου, την οποία το ίδιο εισήγαγε, δεδοµένου ότι η επιβολή της αρχής αυτής προϋποθέτει ότι το δίκαιο της Ένωσης είναι σε θέση να εξασφαλίσει την προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων µε τον ίδιο τρόπο που το πράττουν τα εθνικά συντάγµατα.
Αφετηρία της νοµολογίας αυτής αποτέλεσε η απόφαση στην υπόθεση Stauder, στην οποία ένας δικαιούχος επιδόµατος θυµάτων πολέµου θεώρησε προσβολή της αξιοπρέπειάς του και της αρχής της ισότητας το γεγονός ότι υποχρεούνταν να δηλώσει το όνοµά του προκειµένου να αγοράσει «βούτυρο Χριστουγέννων». Το ∆ικαστήριο, παρότι κατέληξε στο συµπέρασµα ότι η δήλωση του ονόµατος δεν ήταν απαραίτητη ήδη βάσει της ερµηνείας της σχετικής διάταξης της ενωσιακής νοµοθεσίας και, συνεπώς, παρέλκυε η εξέταση του λόγου της τυχόν παραβιάσεως θεµελιωδών δικαιωµάτων, εντούτοις συµπληρωµατικά προέβη στη διαπίστωση ότι ο σεβασµός των θεµελιωδών δικαιωµάτων συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές της έννοµης τάξης της ΕΕ τις οποίες οφείλει να διαφυλάττει το ∆ικαστήριο. Έτσι το ∆ικαστήριο αναγνώρισε για πρώτη φορά την ύπαρξη αυτόνοµου συστήµατος θεµελιωδών δικαιωµάτων εντός της ΕΕ.
Αρχικά το ∆ικαστήριο ανέπτυξε τις εγγυήσεις των επιµέρους θεµελιωδών δικαιωµάτων στηριζόµενο σε ορισµένες διατάξεις των ίδιων των Συνθηκών. Τούτο ισχύει προπαντός για τις πολυάριθµες απαγορεύσεις διακρίσεων, οι οποίες εκφράζουν κάθε φορά ειδικότερες πτυχές της γενικής αρχής της ισότητας. Εδώ αναφέρονται ενδεικτικά η απαγόρευση οποιασδήποτε διάκρισης λόγω ιθαγένειας (άρθρο 18 ΣΛΕΕ), η καταπολέµηση των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισµού (άρθρο 10 ΣΛΕΕ), η ίση µεταχείριση των προσώπων και των εµπορευµάτων στο πεδίο των τεσσάρων θεµελιωδών ελευθεριών (ελεύθερη κυκλοφορία των εµπορευµάτων, άρθρο 34 ΣΛΕΕ, ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, άρθρο 45 ΣΛΕΕ, ελευθερία εγκατάστασης, άρθρο 49 ΣΛΕΕ, ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, άρθρο 57 ΣΛΕΕ), ο ελεύθερος ανταγωνισµός (άρθρο 101 επ. ΣΛΕΕ), καθώς και η ισότητα αµοιβής ανδρών και γυναικών (άρθρο 157 ΣΛΕΕ). Οι τέσσερις θεµελιώδεις ελευθερίες της ΕΕ, οι οποίες εγγυώνται τις βασικές ελευθερίες της επαγγελµατικής ζωής, µπορούν συγχρόνως να θεωρηθούν ως ενωσιακό θεµελιώδες δικαίωµα ελεύθερης κυκλοφορίας και ελευθερίας της εργασίας. Η Συνθήκη εγγυάται επίσης ρητά την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 153 ΣΛΕΕ), το δικαίωµα αναφοράς (άρθρο 24 ΣΛΕΕ) και την προστασία του επιχειρηµατικού και επαγγελµατικού απορρήτου (άρθρο 339 ΣΛΕΕ).
Το ∆ικαστήριο σταθερά ανέπτυξε στη συνέχεια αυτές τις βάσεις του ενωσιακού συστήµατος έννοµης προστασίας των θεµελιωδών δικαιωµάτων και τις συµπλήρωσε µε άλλα θεµελιώδη δικαιώµατα. Τούτο συνέβη µε την αναγνώριση γενικών αρχών του δικαίου, τις οποίες το ∆ικαστήριο κατέστησε συγκεκριµένες προσφεύγοντας αφενός στις κοινές συνταγµατικές παραδόσεις των κρατών µελών και αφετέρου στις διεθνείς συµβάσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωµάτων στις οποίες µετέχουν τα κράτη µέλη. Μεταξύ των τελευταίων αυτών πρωτεύουσα θέση έχει η ΕΣ∆Α, η οποία παρέχει ουσιώδεις κατευθυντήριες γραµµές για τη διαµόρφωση του περιεχοµένου των θεµελιωδών δικαιωµάτων της Ένωσης και των απαιτήσεων προστασίας τους. Στη βάση αυτή το ∆ικαστήριο αναγνώρισε ως θεµελιώδη δικαιώµατα τα οποία εγγυάται η έννοµη τάξη της Ένωσης το δικαίωµα ιδιοκτησίας, την ελευθερία της εργασίας, το απαραβίαστο της κατοικίας, την ελευθερία της γνώµης, το εν γένει δικαίωµα προσωπικότητας, την προστασία της οικογένειας (για παράδειγµα, ως προς το δικαίωµα επανένωσης διακινούµενων εργαζοµένων µε µέλη της οικογενείας τους), την οικονοµική ελευθερία, την ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας και των πεποιθήσεων, όπως επίσης µια σειρά δικονοµικών θεµελιωδών δικαιωµάτων, όπως το δικαίωµα ακροάσεως, τη γενική αρχή της προστασίας του απορρήτου της αλληλογραφίας του δικηγόρου µε τον πελάτη του, η οποία προέρχεται από το «common law» (όπου είναι γνωστή µε τον όρο «legal privilege»), την απαγόρευση της διπλής ποινής ή την υποχρέωση αιτιολογίας των πράξεων της Ένωσης.
Ιδιαίτερη σηµασία έχει η επιταγή της ίσης µεταχείρισης, της οποίας γίνεται συχνά επίκληση στο πλαίσιο δικαστικών διαφορών. Υπό την πλέον ευρεία της έννοια, η δικαιική αυτή επιταγή ορίζει ότι συγκρίσιµες πραγµατικές καταστάσεις δεν επιτρέπεται να αντιµετωπίζονται µε διαφορετικό τρόπο παρά µόνο όταν η διαφοροποίηση µπορεί να δικαιολογηθεί αντικειµενικά. Ωστόσο, σύµφωνα µε τη νοµολογία του ∆ικαστηρίου, η αρχή της ίσης µεταχείρισης δεν απαγορεύει οι ηµεδαποί και/ή τα εγχώρια προϊόντα να υπόκεινται σε αυστηρότερες διατάξεις απ’ ό,τι οι πολίτες των άλλων κρατών µελών ή τα προϊόντα εισαγωγής (στη νοµική ορολογία η κατάσταση αυτή αποκαλείται «αντίστροφη διάκριση»). Το εν λόγω αποτέλεσµα θεωρείται συνέπεια της περιορισµένης αρµοδιότητας της Ένωσης, η οποία κατά κανόνα εκτείνεται µόνον σε δραστηριότητες διασυνοριακού χαρακτήρα. Αντιθέτως, οι διατάξεις που αφορούν την παραγωγή και την εµπορία εγχώριων προϊόντων ή τη νοµική θέση των πολιτών ενός κράτους µέλους στο εσωτερικό του υπάγονται στο πεδίο ρύθµισης του ενωσιακού δικαίου µόνον εφόσον έχει ήδη πραγµατοποιηθεί εναρµόνιση σε επίπεδο ΕΕ.
Χάρη στη νοµολογία του ∆ικαστηρίου, το δίκαιο της Ένωσης διαθέτει επίσης ένα σηµαντικό κεφάλαιο αρχών του κράτους δικαίου σχετικών µε τα θεµελιώδη δικαιώµατα. Προέχουσα σηµασία στην πράξη έχει εν προκειµένω η αρχή της αναλογικότητας. Περιλαµβάνει την υποχρέωση στάθµισης των διακυβευόµενων αγαθών και συµφερόντων, η οποία από την πλευρά της εµπεριέχει τα στοιχεία της καταλληλότητας και αναγκαιότητας του µέτρου και της απαγόρευσης της υπέρβασης των αναγκαίων ορίων. Στις σχετικές µε τα θεµελιώδη δικαιώµατα γενικές αρχές πρέπει επίσης να συµπεριληφθούν οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και του due process, όπως π.χ. η θεµελιώδης αρχή της προστασίας της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης, η απαγόρευση της αναδροµικής ισχύος επαχθών πράξεων ή της ανάκλησης ή κατάργησης ευµενών πράξεων, καθώς και το δικαίωµα της «νόµιµης ακροάσεως», το οποίο αναγνωρίζεται τόσο στις διοικητικές διαδικασίες ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και στη διαδικασία ενώπιον του ∆ικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ιδιαίτερη σηµασία αποκτά επίσης η απαίτηση για µεγαλύτερη διαφάνεια, η οποία επιβάλλει οι αποφάσεις να λαµβάνονται µέσα από διαδικασίες όσο το δυνατόν πιο ανοικτές και κοντά στον πολίτη. Ουσιώδες στοιχείο αυτής της διαφάνειας είναι ότι κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε νοµικό πρόσωπο που εδρεύει σε κράτος µέλος έχει δικαίωµα πρόσβασης στα έγγραφα του Συµβουλίου της ΕΕ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Άλλο στοιχείο είναι η δηµοσιοποίηση όλων των χορηγήσεων προς φυσικά ή νοµικά πρόσωπα από κονδύλια του προϋπολογισµού της Ένωσης. Για τον σκοπό αυτό δηµιουργούνται τράπεζες δεδοµένων οι οποίες είναι ελεύθερα προσβάσιµες σε όλους τους πολίτες της ΕΕ.

Η υπόθεση Eugen Schmidberger αφορούσε συγκέντρωση διαµαρτυρίας πολιτών στον αυτοκινητόδροµο του Brenner, η οποία είχε ως αποτέλεσµα τον πλήρη αποκλεισµό της κυκλοφορίας επί 30 ώρες αδιαλείπτως. Η εταιρία µεταφορών Schmidberger απαίτησε από τη ∆ηµοκρατία της Αυστρίας αποζηµίωση για την προκληθείσα σε αυτήν ζηµία λόγω του αποκλεισµού, στη βάση ότι οι αυστριακές αρχές δεν απαγόρευσαν τη συγκέντρωση.
Το ∆ικαστήριο έκρινε ότι η µη απαγόρευση της συγκέντρωσης συνιστά περιορισµό της ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών, η οποία ωστόσο δικαιολογείται αντικειµενικά. Κατά το ∆ικαστήριο, η απόφαση αυτή ελήφθη µε γνώµονα τον σεβασµό των θεµελιωδών δικαιωµάτων των διαδηλωτών, συνιστάµενων στην ελευθερία έκφρασης και στην ελευθερία του συνέρχεσθαι, τα οποία διασφαλίζονται από το αυστριακό σύνταγµα και την Ευρωπαϊκή Σύµβαση ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου. Ως εκ τούτου, δεν δύναται να αποδοθεί στις αυστριακές αρχές παραβίαση διατάξεων που να θεµελιώνει ευθύνη για αποζηµίωση.
Η συµβολή του ∆ικαστηρίου στη διάπλαση άγραφων θεµελιωδών δικαιωµάτων είναι αδιαµφισβήτητη. Ωστόσο, αυτό το σύστηµα της συναγωγής «θεµελιωδών ευρωπαϊκών δικαιωµάτων» ενείχε ένα σοβαρό µειονέκτηµα: οι αποφάσεις του ∆ικαστηρίου περιορίζονταν στην εκάστοτε ατοµική περίπτωση, µε συνέπεια να µην είναι δυνατή η ανάπτυξη, µέσα από τις γενικές αρχές του δικαίου, θεµελιωδών δικαιωµάτων για όλους τους τοµείς όπου αυτό ήταν αναγκαίο ή επιθυµητό. Επίσης, το ∆ικαστήριο δεν είχε τη δυνατότητα να προσδιορίσει την έκταση και τα όρια προστασίας των θεµελιωδών δικαιωµάτων µε την αναγκαία γενικότητα και διαφοροποίηση. Έτσι, τα όργανα της Ένωσης δεν µπορούσαν να εκτιµήσουν µε επαρκή ακρίβεια εάν διατρέχουν ή όχι τον κίνδυνο να προσβάλουν θεµελιώδες δικαίωµα. Αντίστοιχα, και ο θιγόµενος πολίτης της Ένωσης δεν ήταν σε θέση να κρίνει άνευ ετέρου αν στην περίπτωσή του παραβιάζονταν θεµελιώδη δικαιώµατά του.
Για καιρό θεωρούνταν ότι διέξοδο από αυτήν την κατάσταση θα αποτελούσε η προσχώρηση της ΕΕ στην Ευρωπαϊκή Σύµβαση ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΣ∆Α). Όµως, στη γνωµοδότησή του 2/94 το ∆ικαστήριο διαπίστωσε ότι υπό το τότε καθεστώς της η ΕΕ δεν είχε αρµοδιότητα να προσχωρήσει στην ΕΣ∆Α. Στη γνωµοδότησή του αυτή το ∆ικαστήριο είχε διευκρινίσει ότι, όσο και αν ο σεβασµός των ανθρωπίνων δικαιωµάτων αποτελεί προϋπόθεση της νοµιµότητας των πράξεων της Ένωσης, η προσχώρηση στην ΕΣ∆Α θα επέφερε ουσιώδη µεταβολή του υφιστάµενου συστήµατος, επειδή θα είχε ως συνέπεια αφενός την ένταξη της Ένωσης σε ένα διαφορετικό θεσµικό σύστηµα διεθνούς δικαίου και αφετέρου την ενσωµάτωση του συνόλου των διατάξεων της ΕΣ∆Α στην έννοµη τάξη της ΕΕ. Κατά τη γνώµη του ∆ικαστηρίου, µια τέτοια µεταβολή του συστήµατος προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωµάτων στην ΕΕ, λόγω των θεµελιωδών θεσµικών συνεπειών της για την ΕΕ αλλά και για τα κράτη µέλη, έχει συνταγµατική διάσταση και συνεπώς από τη φύση της υπερβαίνει τα όρια της επικουρικά παρεχόµενης εξουσιοδότησης του άρθρου 352 ΣΛΕΕ. Το κενό αυτό αντιµετωπίστηκε µε τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Η προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣ∆Α προβλέπεται πλέον ρητά στο άρθρο 6 παράγραφος 2 ΣΕΕ. Οι οικείες διαπραγµατεύσεις προσχώρησης άρχισαν χωρίς καθυστέρηση το 2010. Η συµφωνία επί του σχεδίου της συµφωνίας προσχώρησης επετεύχθη την άνοιξη του 2013. Η Επιτροπή απέστειλε το σχέδιο στο ∆ικαστήριο και ζήτησε γνωµοδότηση σχετικά µε τη συµβατότητά του µε το δίκαιο της Ένωσης. Στη γνωµοδότησή του 2/13 το ∆ικαστήριο κατέληξε στο συµπέρασµα ότι υπό αυτή τη µορφή, το σχέδιο της συµφωνίας για την προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣ∆Α δεν ήταν συµβατό µε το δίκαιο της Ένωσης. Σηµαντικό σηµείο κριτικής ήταν ότι το ∆ικαστήριο, σε περίπτωση προσχώρησης στην ΕΣ∆Α, θα έπρεπε να συµµορφώνεται µε τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων. Επίσης, και η κοινή εξωτερική πολιτική και η πολιτική ασφάλειας της Ένωσης θα υπαγόταν στην εποπτεία του ∆ικαστηρίου Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων ως προς τα οικεία δικαιώµατα. Κατά τη γνώµη των δικαστών, τούτο έρχεται σε αντίθεση µε τις διαρθρωτικές αρχές της ΕΕ. Βάσει της εν λόγω γνωµοδότησης, η προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΕΣ∆Α εξακολουθεί να είναι δυνατή θεωρητικώς, ωστόσο από πρακτική άποψη αποκλείεται προς το παρόν, δεδοµένου ότι πρέπει προηγουµένως να τροποποιηθούν µια σειρά τεχνικές λεπτοµέρειες στο σχέδιο προσχώρησης.
Ανεξάρτητα από τυχόν προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣ∆Α, µε τη Συνθήκη της Λισαβόνας έγινε ένα ακόµα αποφασιστικό βήµα προς τον προσδιορισµό µιας συνταγµατικής τάξης για την ΕΕ, καθώς µε αυτήν τέθηκε σε νέα βάση η προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων στην ΕΕ. Με ένα νέο άρθρο που αφορά τα θεµελιώδη δικαιώµατα (άρθρο 6 ΣΕΕ), η λειτουργία των οργάνων της ΕΕ και των κρατών µελών, στο µέτρο που αυτά εφαρµόζουν και εκτελούν κανόνες του ενωσιακού δικαίου, υπήχθη στον Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος, µε την παραποµπή σε αυτόν στο άρθρο περί θεµελιωδών δικαιωµάτων, αποκτά δεσµευτική νοµική ισχύ σε επίπεδο ΕΕ. Ο εν λόγω Χάρτης ανάγεται σε σχέδιο που συνέταξε µια συνέλευση υπό την προεδρία του καθηγητή Dr. Roman Herzog, η οποία αποτελούνταν από 16 αντιπροσώπους των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών µελών και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, 16 µέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και 30 βουλευτές εθνικών κοινοβουλίων (δύο από κάθε κράτος των τότε 15 µελών). Το σχέδιο διακήρυξαν πανηγυρικά οι πρόεδροι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συµβουλίου της ΕΕ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου της 7ης ∆εκεµβρίου 2000 στη Νίκαια ως «Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Στο πλαίσιο των συνοµιλιών για το ευρωπαϊκό σύνταγµα, ο Χάρτης αυτός συµπληρώθηκε και ενσωµατώθηκε ως συστατικό στοιχείο στη Συνταγµατική Συνθήκη της 29ης Οκτωβρίου 2004. Μετά την ανεπιτυχή κατάληξη της Συνταγµατικής Συνθήκης, ο Χάρτης των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων διακηρύχθηκε πανηγυρικά, για µια ακόµη φορά, ως αυτοτελής πράξη, ήτοι ως «Χάρτης των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης», από τους προέδρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συµβουλίου της ΕΕ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις 12 ∆εκεµβρίου 2007 στο Στρασβούργο. Σε αυτήν ακριβώς την έκδοση του Χάρτη παραπέµπει πλέον κατά τρόπο δεσµευτικό η ΣΕΕ. Έτσι, ο Χάρτης των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων αποκτά νοµική δεσµευτικότητα και συγχρόνως καθορίζει το πεδίο ισχύος των θεµελιωδών δικαιωµάτων στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει για την Πολωνία και το Ηνωµένο Βασίλειο. Αµφότερα τα εν λόγω κράτη µέλη δεν µπόρεσαν ή δεν θέλησαν να υπαχθούν στο καθεστώς του Χάρτη, φοβούµενα ότι µέσω της ισχύος των κατοχυρούµενων από αυτόν θεµελιωδών δικαιωµάτων θα απολέσουν ή τουλάχιστον θα αναγκαστούν να αναθεωρήσουν ορισµένες εθνικές θέσεις τους σε τοµείς όπως η θρησκεία και η πίστη ή η µεταχείριση µειονοτήτων. Για τις δύο αυτές χώρες, η δεσµευτική ισχύς των θεµελιωδών δικαιωµάτων δεν απορρέει από τον Χάρτη αλλά, ως είχε, από την περί θεµελιωδών δικαιωµάτων νοµολογία του ∆ικαστηρίου.
Η ΜΕΘΟ∆ΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση χαρακτηρίζεται από δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στη σύµπραξη των ευρωπαϊκών κρατών. Οι προσεγγίσεις αυτές προσδιορίζονται από τις έννοιες συνεργασία και ολοκλήρωση. Παράλληλα, ως περαιτέρω µέθοδος, αναπτύχθηκε η ενισχυµένη συνεργασία.
Η συνεργασία των κρατών
Η λογική της συνεργασίας έγκειται στο ότι τα εθνικά κράτη είναι µεν πρόθυµα να συνεργαστούν µε άλλα κράτη και πέρα από τα όρια που θέτουν τα εθνικά τους σύνορα, υπό τον όρο, ωστόσο, της κατ’ αρχήν διατήρησης της εθνικής τους κυριαρχίας. Κατά συνέπεια, η προσπάθεια για ενοποίηση που βασίζεται στη συνεργασία δεν επιδιώκει τη δηµιουργία ενός νέου ενιαίου κράτους, αλλά περιορίζεται στη σύνδεση κυρίαρχων κρατών σε µια ένωση κρατών, στην οποία οι εθνικές κρατικές δοµές παραµένουν αναλλοίωτες (συνοµοσπονδία). Την αρχή της συνεργασίας εκφράζει ο τρόπος λειτουργίας του Συµβουλίου της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ.
Η έννοια της ολοκλήρωσης
Η έννοια της ολοκλήρωσης ανατρέπει την παραδοσιακή συνύπαρξη των εθνικών κρατών. Από την ξεπερασµένη πλέον αντίληψη περί απαραβίαστης και αδιαίρετης κυριαρχίας των κρατών διαφέρει η πεποίθηση ότι η ατελής τάξη που χαρακτηρίζει τη συνύπαρξη ατόµων και κρατών, η εγγενής ανεπάρκεια του εθνικού συστήµατος και οι αµέτρητες στην ιστορία της Ευρώπης προσπάθειες ενός κράτους να επιβληθεί επί άλλων (η λεγόµενη «ηγεµονία») µπορούν να ξεπεραστούν µόνον εφόσον οι επιµέρους εθνικές κυριαρχίες συγκεραστούν σε µία κοινή κυριαρχία και συγχωνευτούν σε ένα επόµενο επίπεδο µε αποτέλεσµα µια υπερεθνική κοινωνία (οµοσπονδία).
Η ΕΕ αποτελεί δηµιούργηµα της εν λόγω έννοιας περί ολοκλήρωσης, χωρίς όµως να καταλήγει σε συγχώνευση των εθνικών κυριαρχιών. Και τούτο διότι τα κράτη µέλη δεν ήταν ακόµη έτοιµα να αποσείσουν τη µόλις µετά τον δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο ανακτηµένη και προσφάτως παγιωµένη δοµή των εθνικών κρατών τους υπέρ ενός ευρωπαϊκού οµόσπονδου κράτους. Οπότε, έπρεπε να βρεθεί και πάλι κάποιος συµβιβασµός που να υπερβαίνει µεν την απλή συνεργασία µεταξύ κρατών, χωρίς όµως να οδηγεί στην ίδρυση ευρωπαϊκού οµόσπονδου κράτους. Η λύση ήταν ένας σταδιακός συγκερασµός της αντίθεσης µεταξύ της διαφύλαξης της εθνικής αυτονοµίας και της δηµιουργίας ενός ευρωπαϊκού οµόσπονδου κράτους. Από τα κράτη µέλη δεν απαιτείται να παραχωρήσουν πλήρως την εθνική κυριαρχία τους, απλώς να εγκαταλείψουν το δόγµα περί του αδιαίρετου αυτής. Εποµένως, ο αρχικός στόχος ήταν να εντοπιστούν οι τοµείς στους οποίους τα κράτη µέλη ήταν πρόθυµα να εκχωρήσουν οικειοθελώς ένα µέρος της εθνικής κυριαρχίας τους προς όφελος µιας υπερκείµενης όλων κοινότητας. Το αποτέλεσµα των προσπαθειών αυτών αποτυπώνεται στις τρεις ιδρυτικές Συνθήκες της ΕΚΑΧ, της Ε(Ο)Κ και της ΕΚΑΕ.
Σ’ αυτές, όπως και στις σήµερα ισχύουσες Συνθήκες της Ένωσης, παρατίθενται οι επιµέρους τοµείς επί των οποίων εκχωρούνται στην ΕΕ κυριαρχικά δικαιώµατα. Ωστόσο, δεν απονέµεται στην ΕΕ και στα θεσµικά της όργανα γενική εξουσιοδότηση να θεσπίζουν κάθε αναγκαίο µέτρο για την επίτευξη των σκοπών των Συνθηκών, αλλά το είδος και η έκταση της εξουσίας παρέµβασης προκύπτουν από τις οικείες διατάξεις των Συνθηκών (αρχή της δοτής αρµοδιότητας). Με τον τρόπο αυτόν, η εκχώρηση των αρµοδιοτήτων τους εξακολουθεί να είναι ευδιάκριτη και ελέγξιµη για τα κράτη µέλη.
Η ενισχυµένη συνεργασία
Με τον θεσµό της ενισχυµένης συνεργασίας τίθεται η βάση επί της οποίας µπορεί να πραγµατωθεί η ιδέα της ολοκλήρωσης µε διαφορετικές ταχύτητες. Σκοπός είναι να δοθεί και σε µικρότερους κύκλους κρατών µελών η δυνατότητα περαιτέρω ολοκλήρωσης σε συγκεκριµένο τοµέα που εµπίπτει στην αρµοδιότητα της ΕΕ, χωρίς να εµποδίζονται από κράτη µέλη που διστάζουν ή διάκεινται αρνητικά.
Οι προϋποθέσεις και η διαδικασία χρήσης του εν λόγω θεσµού, που αρχικά (Συνθήκη του Άµστερνταµ) ήταν πολύ αυστηρές, χαλάρωσαν κάπως ενόψει της διεύρυνσης της ΕΕ (Συνθήκη της Νίκαιας). Η Συνθήκη της Λισαβόνας συγκέντρωσε τις ισχύουσες διατάξεις για την ενισχυµένη συνεργασία στο άρθρο 20 ΣΕΕ (όροι-πλαίσιο) και στα άρθρα 326 έως 334 ΣΛΕΕ (συµπληρωµατικοί όροι, προσχώρηση, διαδικασία, κανόνες ψηφοφορίας).
Οι ρυθµίσεις σχετικά µε την ενισχυµένη συνεργασία δύνανται να συνοψιστούν στα ακόλουθα:
- Ενισχυµένες συνεργασίες µπορεί να υλοποιούνται µόνο στο πλαίσιο των υφιστάµενων αρµοδιοτήτων της Ένωσης και πρέπει να έχουν ως σκοπό να διευκολύνουν την πραγµάτωση των στόχων της και να προωθούν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (άρθρο 20 ΣΕΕ). Ως εκ τούτου, δεν είναι πρόσφορες για να αντιµετωπίσουν τις αδυναµίες της οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης που ενυπάρχουν στην αρχιτεκτονική δοµή της ΣΕΕ. Οι ενισχυµένες συνεργασίες δεν πρέπει να θίγουν την εσωτερική αγορά και την οικονοµική και κοινωνική συνοχή της ΕΕ. Επίσης, δεν πρέπει να συνιστούν διάκριση ή φραγµό στις συναλλαγές µεταξύ των κρατών µελών ούτε να προκαλούν στρεβλώσεις του ανταγωνισµού µεταξύ τους (άρθρο 326 ΣΛΕΕ). Οι αρµοδιότητες, τα δικαιώµατα, οι υποχρεώσεις και τα συµφέροντα των κρατών µελών που δεν συµµετέχουν σε αυτές πρέπει να γίνονται σεβαστά (άρθρο 327 ΣΛΕΕ).
- Οι ενισχυµένες συνεργασίες πρέπει να είναι ανοιχτές σε όλα τα κράτη µέλη. Επιπλέον, πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη µέλη να συµµετέχουν οποτεδήποτε στις ενισχυµένες συνεργασίες, υπό τον όρο ότι τα ενδιαφερόµενα κράτη µέλη τηρούν τις πράξεις που έχουν ήδη θεσπιστεί στο πλαίσιο αυτό. Η Επιτροπή και τα κράτη µέλη πρέπει να φροντίζουν να προωθούν τη συµµετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων κρατών µελών (άρθρο 328 ΣΛΕΕ).
- Η απόφαση µε την οποία εγκρίνεται ενισχυµένη συνεργασία εκδίδεται από το Συµβούλιο µόνον ως έσχατη λύση, εφόσον αυτό διαπιστώσει ότι οι επιδιωκόµενοι στόχοι της συνεργασίας αυτής δεν µπορούν να επιτευχθούν σε εύλογο χρόνο µέσω της εφαρµογής των οικείων διατάξεων των Συνθηκών, και υπό τον όρο ότι θα συµµετέχουν σε αυτήν τουλάχιστον εννέα κράτη µέλη (άρθρο 20 παράγραφος 2 ΣΕΕ).
- Οι πράξεις που θεσπίζονται στο πλαίσιο ενισχυµένης συνεργασίας δεν αποτελούν τµήµα του κεκτηµένου της ΕΕ. Οι εν λόγω πράξεις δεσµεύουν άµεσα µόνο τα κράτη µέλη που συµµετέχουν σε αυτές (άρθρο 20 παράγραφος 4 ΣΕΕ). Αντίστοιχα, τα κράτη µέλη που δεν µετέχουν στη θέσπισή τους δεν εµποδίζουν την εφαρµογή των εν λόγω πράξεων.
- Οι δαπάνες που απορρέουν από την εφαρµογή ενισχυµένης συνεργασίας, πέραν των διοικητικών εξόδων των θεσµικών οργάνων, βαρύνουν τα συµµετέχοντα κράτη µέλη, εκτός εάν το Συµβούλιο, µε οµοφωνία όλων των µελών του και µετά από διαβούλευση µε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφασίσει άλλως (άρθρο 332 ΣΛΕΕ).
- Το Συµβούλιο και η Επιτροπή εξασφαλίζουν τη συνοχή των δράσεων που αναλαµβάνονται στο πλαίσιο ενισχυµένης συνεργασίας, καθώς και τη συνοχή των δράσεων αυτών µε τις πολιτικές της Ένωσης, και συνεργάζονται προς τον σκοπό αυτόν (άρθρο 334 ΣΛΕΕ).
Στην πράξη, ο θεσµός αυτός έχει µέχρι σήµερα τύχει εφαρµογής σε δύο περιπτώσεις: Η πρώτη φορά στην ιστορία της Ένωσης που τα κράτη µέλη έκαναν χρήση της διαδικασίας της ενισχυµένης συνεργασίας ήταν για να θεσπίσουν ρύθµιση που αφορούσε τη δυνατότητα των συζύγων διαφορετικής ιθαγένειας να επιλέγουν σε περίπτωση διαζυγίου το εφαρµοστέο δίκαιο. ∆εδοµένου ότι η αντίστοιχη πρόταση που είχε υποβάλει η Επιτροπή το έτος 2006 δεν έτυχε της οµόφωνης έγκρισης του Συµβουλίου, το τελευταίο παρέσχε µε την από 12 Ιουλίου 2010 απόφασή του εξουσιοδότηση για ενισχυµένη συνεργασία. Με βάση νέα πρόταση της Επιτροπής, 14 κράτη µέλη (Βέλγιο, Βουλγαρία, Γερµανία, Γαλλία, Ιταλία, Λετονία, Λουξεµβούργο, Μάλτα, Αυστρία, Πορτογαλία, Ρουµανία, Σλοβενία, Ισπανία και Ουγγαρία) συµφώνησαν στη θέσπιση αντίστοιχων διατάξεων που αφορούσαν το διαζύγιο ή τον δικαστικό χωρισµό συζύγων διαφορετικής ιθαγένειας. Το αποτέλεσµα αποτυπώθηκε στον κανονισµό (ΕΕ) αριθ. 1259/2010 του Συµβουλίου, της 20ής ∆εκεµβρίου 2010, για τη θέσπιση ενισχυµένης συνεργασίας στον τοµέα του δικαίου που είναι εφαρµοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισµό.
Η δεύτερη περίπτωση εφαρµογής αφορά την προστασία των ευρεσιτεχνιών στην Ευρώπη. Χωρίς την Κροατία και την Ισπανία και µε την εκ των υστέρων συµµετοχή της Ιταλίας, 26 συνολικά κράτη µέλη της ΕΕ συµφώνησαν στη θέσπιση ενισχυµένης συνεργασίας µε σκοπό τη δηµιουργία ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών. Ο κανονισµός για τη θέσπιση ενισχυµένης συνεργασίας στον τοµέα της δηµιουργίας ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών καθώς και ο κανονισµός για τη θέσπιση ενισχυµένης συνεργασίας στον τοµέα της δηµιουργίας ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών σε σχέση µε τις εφαρµοστέες µεταφραστικές ρυθµίσεις τέθηκαν σε ισχύ την 20ή Ιανουαρίου 2013. Ωστόσο οι κανονισµοί θα αρχίσουν να εφαρµόζονται αφού τεθεί σε ισχύ η συµφωνία για την ίδρυση Ενιαίου ∆ικαστηρίου ∆ιπλωµάτων Ευρεσιτεχνίας. Επιπλέον, απαιτείται η κύρωση της συµφωνίας από τουλάχιστον 13 κράτη µέλη, ενώ µέχρι το τέλος του 2016 είχε κυρωθεί από 11.
ΤΟ «ΣΥΝΤΑΓΜΑ» ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Όλες οι κοινωνικές ενώσεις διαθέτουν ένα καταστατικό, ένα σύνταγµα. Αυτό ορίζει τη δοµή κάθε πολιτικού συστήµατος, δηλαδή ρυθµίζει τις σχέσεις των µελών της ένωσης µεταξύ τους και ως προς το σύνολο και καθορίζει τους κοινούς στόχους και τους κανόνες σύµφωνα µε τους οποίους λαµβάνονται υποχρεωτικά οι αποφάσεις. Το «σύνταγµα» της ΕΕ ως ένωσης κρατών, στην οποία έχουν ανατεθεί συγκεκριµένα καθήκοντα και λειτουργίες, πρέπει για τον λόγο αυτό να είναι σε θέση να απαντά στα ίδια ερωτήµατα όπως και το σύνταγµα ενός κράτους.
Οι κρατικοί σχηµατισµοί διέπονται από δύο ύψιστες οργανωτικές αρχές: το κράτος δικαίου (rule of law) και τη δηµοκρατία. Εάν η Ένωση επιθυµεί να ανταποκρίνεται στις θεµελιώδεις απαιτήσεις για δίκαιο και δηµοκρατία, πρέπει η δράση της να νοµιµοποιείται σύµφωνα µε το δίκαιο και τη δηµοκρατία: ίδρυση, δοµή, αρµοδιότητες, λειτουργία, θέση των κρατών µελών και των θεσµικών τους οργάνων, θέση του πολίτη.
Το «σύνταγµα» της ΕΕ εξακολουθεί, µετά την ανεπιτυχή κατάληξη της Συνταγµατικής Συνθήκης της 29ης Οκτωβρίου 2004, να µην είναι καταγεγραµµένο σε ενιαίο συνταγµατικό κείµενο, όπως συµβαίνει µε τα συντάγµατα των περισσοτέρων κρατών µελών, αλλά προκύπτει από το σύνολο των κανόνων και βασικών αξιών από τις οποίες δεσµεύονται οι αρµόδιοι. Ένα µέρος των κανόνων αυτών βρίσκεται διατυπωµένο στις ευρωπαϊκές Συνθήκες και σε νοµοθετικές πράξεις των οργάνων της ΕΕ, ενώ κάποιοι άλλοι υφίστανται εθιµικά.
Η νοµική φύση της ΕΕ
Ο καθορισµός της νοµικής φύσης έγκειται στον εν γένει νοµικό προσδιορισµό ενός οργανισµού βάσει των χαρακτηριστικών ιδιοτήτων του. Αυτό συνέβη στην περίπτωση της άλλοτε Ευρωπαϊκής Οικονοµικής Κοινότητας, µε δύο θεµελιώδεις αποφάσεις του ∆ικαστηρίου των ετών 1963 και 1964, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν και για την Ευρωπαϊκή Ένωση στη σηµερινή της µορφή.
Η υπόθεση Van Gend & Loos
Στην υπόθεση αυτή η ολλανδική µεταφορική επιχείρηση Van Gend & Loos προσέφυγε ενώπιον ολλανδικού δικαστηρίου κατά της ολλανδικής τελωνειακής αρχής, η οποία για την εισαγωγή ενός χηµικού προϊόντος από τη Γερµανία είχε επιβάλει δασµούς αυξηµένους σε σχέση µε προηγούµενες εισαγωγές. Η επιχείρηση θεώρησε ότι η πρακτική αυτή συνιστούσε παράβαση του άρθρου 12 της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο απαγόρευε στα κράτη µέλη τη θέσπιση νέων και την αύξηση των υφιστάµενων δασµών εντός της κοινής αγοράς. Το ολλανδικό δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε ερώτηµα στο ∆ικαστήριο, προκειµένου να διευκρινιστούν το πεδίο εφαρµογής και οι έννοµες συνέπειες της επίµαχης διάταξης της ιδρυτικής συνθήκης της ΕΟΚ.
Η υπόθεση αυτή αποτέλεσε για το ∆ικαστήριο την αφορµή να προβεί σε ορισµένες θεµελιώδεις διαπιστώσεις σχετικά µε τη νοµική φύση της ΕΟΚ. Ειδικότερα, το ∆ικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του:
Ο στόχος της Συνθήκης ΕΟΚ, που είναι η θέσπιση µιας κοινής αγοράς, η λειτουργία της οποίας αφορά άµεσα τους πολίτες της Κοινότητας, συνεπάγεται ότι η Συνθήκη αυτή αποτελεί κάτι περισσότερο από µια συµφωνία που δηµιουργεί µόνο αµοιβαίες υποχρεώσεις µεταξύ των συµβαλλοµένων κρατών. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από το προοίµιο της Συνθήκης, το οποίο αφορά εκτός από τις κυβερνήσεις και τους λαούς, κατά τρόπο δε πιο συγκεκριµένο µε τη δηµιουργία οργάνων στα οποία έχουν παρασχεθεί κυριαρχικά δικαιώµατα, η άσκηση των οποίων επηρεάζει τόσο τα κράτη µέλη όσο και τους πολίτες τους. […] Από τις προηγούµενες σκέψεις πρέπει να συναχθεί ότι η Κοινότητα αποτελεί νέα έννοµη τάξη διεθνούς δικαίου, υπέρ της οποίας τα κράτη περιόρισαν τα κυριαρχικά τους δικαιώµατα, σε περιορισµένους έστω τοµείς, και της οποίας υποκείµενα είναι όχι µόνο τα κράτη µέλη, αλλά επίσης και οι υπήκοοι τους.»
Η υπόθεση Costa κατά ENEL
Μόλις ένα έτος αργότερα, η υπόθεση Costa κατά ENEL έδωσε στο ∆ικαστήριο την ευκαιρία να εµβαθύνει περισσότερο την ανάλυσή του. Τα πραγµατικά περιστατικά αυτής της υπόθεσης είχαν ως εξής: Το 1962 η Ιταλία κρατικοποίησε την παραγωγή και διανοµή ηλεκτρικής ενέργειας και µεταβίβασε τις εγκαταστάσεις εκµετάλλευσης των εταιριών ηλεκτρισµού στα εργοστάσια ηλεκτρισµού της ENEL. Ο F. Costa, µέτοχος της ανώνυµης εταιρείας Edison Volta η οποία επλήγη από την κρατικοποίηση, στερήθηκε τα µερίσµατά του µε συνέπεια να αρνηθεί να εξοφλήσει λογαριασµό ηλεκτρικού ρεύµατος ύψους 1 926 ITL. Ενώπιον του ειρηνοδίκη του Μιλάνου ο F. Costa δικαιολόγησε την άρνησή του προβάλλοντας, µεταξύ άλλων, ότι ο νόµος για την κρατικοποίηση παραβίαζε µια σειρά διατάξεων της Συνθήκης ΕΟΚ. Προκειµένου να κρίνει το εν λόγω επιχείρηµα υπεράσπισης του F. Costa, το ειρηνοδικείο υπέβαλε διάφορα ερωτήµατα στο ∆ικαστήριο σχετικά µε την ερµηνεία της Συνθήκης ΕOΚ. Στην απόφασή του το ∆ικαστήριο αναφέρει τα ακόλουθα για τη νοµική φύση της ΕΟΚ:
Αντίθετα προς τις συνήθεις διεθνείς συνθήκες, η Συνθήκη της ΕΟΚ δηµιούργησε ιδιαίτερη έννοµη τάξη, η οποία ενσωµατώθηκε στα νοµικά συστήµατα των κρατών µελών από της θέσεως της Συνθήκης σε ισχύ και δεσµεύει τα δικαστήριά τους. Ιδρύοντας µία Κοινότητα απεριόριστης διάρκειας, έχουσα δικά της όργανα, νοµική προσωπικότητα, ικανότητα δικαίου, ικανότητα διεθνούς εκπροσωπήσεως και ιδίως πραγµατικές εξουσίες απορρέουσες από τον περιορισµό των αρµοδιοτήτων τους και τη µεταβίβαση εξουσιών τους στην Κοινότητα, τα κράτη µέλη περιόρισαν, αν και σε ορισµένους µόνο τοµείς, τα κυριαρχικά τους δικαιώµατα και δηµιούργησαν έτσι ένα σύστηµα δικαίου εφαρµοζόµενο τόσο στους υπηκόους τους όσο και σε αυτά τα ίδια.»
Το ∆ικαστήριο συνοψίζει τα συµπεράσµατά του από αυτές τις σκέψεις ως εξής:
Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι, εφ’ όσον το δίκαιο που γεννήθηκε από τη Συνθήκη απορρέει από αυτόνοµη πηγή δικαίου, δεν είναι δυνατόν, λόγω του ιδιόµορφου πρωτότυπου χαρακτήρα του, να του αντιτάσσεται οποιοδήποτε εσωτερικό νοµοθετικό κείµενο, χωρίς να χάνει τον κοινοτικό του χαρακτήρα και χωρίς να διακυβεύεται η νοµική βάση της ίδιας της Κοινότητας. Η εκ µέρους των κρατών µελών µεταβίβαση δικαιωµάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις της Συνθήκης από την εσωτερική τους έννοµη τάξη στην κοινοτική συνεπάγεται οριστικό περιορισµό των κυριαρχικών δικαιωµάτων τους, κατά του οποίου δεν είναι δυνατόν να προβληθεί µεταγενέστερη µονοµερής πράξη µη συµβιβαζόµενη προς την έννοια της Κοινότητας.»
Με βάση τις παραπάνω θεµελιώδεις αποφάσεις του ∆ικαστηρίου, τα στοιχεία τα οποία στο σύνολό τους προσδίδουν ιδιαιτερότητα και πρωτοτυπία στη νοµική φύση της ΕΕ είναι τα ακόλουθα:
- η θεσµική δοµή, η οποία διασφαλίζει ότι η διαµόρφωση της βούλησης στην ΕΕ συν-καθορίζεται ή συν-επηρεάζεται από το γενικό ευρωπαϊκό συµφέρον, δηλαδή τα συµφέροντα της Ένωσης που ορίζονται στους στόχους αυτής·
- η µεταβίβαση αρµοδιοτήτων προς τα όργανα της Ένωσης, η οποία είναι ευρύτερη από ό,τι σε άλλους διεθνείς οργανισµούς, ενώ αφορά σε µεγάλη έκταση και τοµείς για τους οποίους συνήθως αρµόδια είναι τα κράτη·
- η εγκαθίδρυση ιδίας έννοµης τάξης ανεξάρτητης από τις έννοµες τάξεις των κρατών µελών·
- η άµεση ισχύς του δικαίου της Ένωσης, βάσει της οποίας οι διατάξεις του δικαίου της ΕΕ ισχύουν πλήρως και οµοιόµορφα σε όλα τα κράτη µέλη και ιδρύουν δικαιώµατα και υποχρεώσεις για τα κράτη µέλη αλλά και τους πολίτες τους·
- η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης, βάσει της οποίας το δίκαιο της Ένωσης δεν µπορεί να καταργηθεί ή να τροποποιηθεί από διατάξεις εθνικού δικαίου και σε περίπτωση σύγκρουσης υπερισχύει αυτών.
Εποµένως, η ΕΕ αποδεικνύεται αυτοτελής οντότητα µε δικά της κυριαρχικά δικαιώµατα και έννοµη τάξη ανεξάρτητη από τα κράτη µέλη, στην οποία υπόκεινται τόσο τα κράτη µέλη όσο και οι πολίτες τους στους τοµείς αρµοδιότητας που ανήκουν στην Ένωση.
Με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της η ΕΕ εµφανίζει οµοιότητες αλλά και διαφορές µε τους διεθνείς οργανισµούς παραδοσιακού τύπου αφενός και µε τα µορφώµατα οµοσπονδιακού τύπου αφετέρου.
Η ίδια η ΕΕ δεν είναι ακόµη ένα ολοκληρωµένο µόρφωµα, αλλά µάλλον ένα «σύστηµα εν τω γίγνεσθαι», του οποίου η τελική µορφή δεν µπορεί να προβλεφθεί ακόµη.
Μόνο κοινό σηµείο της ΕΕ µε τους παραδοσιακούς διεθνείς οργανισµούς είναι ότι και αυτή ιδρύθηκε µε διεθνείς συνθήκες. Ωστόσο, η Ένωση έχει αποµακρυνθεί από τις ρίζες της αυτές. Οι ιδρυτικές πράξεις της ΕΕ έχουν οδηγήσει στη δηµιουργία µιας ανεξάρτητης Ένωσης, εξοπλισµένης µε δικά της κυριαρχικά δικαιώµατα και δικές της αρµοδιότητες. Τα κράτη µέλη έχουν παραιτηθεί από κοµµάτια της κυριαρχίας τους υπέρ της Ένωσης, στην οποία τα έχουν εκχωρήσει µε σκοπό την από κοινού άσκησή τους.
Οι διαφορές αυτές µε τους παραδοσιακούς διεθνείς οργανισµούς κάνουν την ΕΕ να µοιάζει µε κρατική οντότητα. Προπαντός η µερική παραίτηση των κρατών µελών από κυριαρχικά τους δικαιώµατα υπέρ της ΕΕ αξιολογήθηκε ως ένδειξη του γεγονότος ότι η δοµή της ΕΕ προσεγγίζει ήδη τη δοµή οµοσπονδιακού κράτους. Ωστόσο, η αντίληψη αυτή δεν λαµβάνει υπόψη ότι οι αρµοδιότητες των οργάνων της ΕΕ είναι µόνο εκείνες που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών της Ένωσης και περιορίζονται σε συγκεκριµένους τοµείς. Εποµένως, τα όργανα της ΕΕ δεν µπορούν να καθορίζουν ελεύθερα τους στόχους τους όπως τα κράτη, ούτε µπορούν να ανταποκρίνονται σε όλες τις προκλήσεις που καλείται να αντιµετωπίσει σήµερα ένα σύγχρονο κράτος. Η ΕΕ δεν έχει ούτε τη γενική αρµοδιότητα η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό ενός κράτους ούτε την ικανότητα να δηµιουργεί νέες αρµοδιότητες (την αποκαλούµενη competence-competence).
Ως εκ τούτου, η ΕΕ δεν είναι ούτε συνήθης διεθνής οργανισµός ούτε οµοσπονδιακή ένωση, αλλά αποτελεί ένωση που ασκεί εξουσία και πρέπει να καταταχθεί ανάµεσα σε αυτά τα δύο παραδοσιακά µοντέλα σύνδεσης κρατών. Στον νοµικό λόγο έχει παγιωθεί η έννοια «υπερεθνικός οργανισµός» για να περιγράψει την ιδιαίτερη αυτή θέση.
Οι αρµοδιότητες της ΕΕ
Ο κατάλογος των αρµοδιοτήτων που έχουν ανατεθεί στην ΕΕ µοιάζει πολύ µε κατάλογο αρµοδιοτήτων της συνταγµατικής τάξης ενός κράτους. ∆εν πρόκειται, όπως συµβαίνει συνήθως µε τους διεθνείς οργανισµούς, για σαφώς οριοθετηµένες τεχνικές αρµοδιότητες, αλλά για τοµείς δραστηριότητας, οι οποίοι στο σύνολό τους αποτελούν ουσιώδη στοιχεία υπόστασης του κράτους.
Ο κατάλογος των αρµοδιοτήτων της ΕΕ είναι πολύπτυχος και περιλαµβάνει οικονοµικές, κοινωνικές και πολιτικές αρµοδιότητες.
Οικονοµικές αρµοδιότητες
Στο επίκεντρο των οικονοµικών αρµοδιοτήτων βρίσκεται η εγκαθίδρυση µιας κοινής αγοράς, µέσα στην οποία θα συνενώνονται οι «εθνικές αγορές» των κρατών µελών και στην οποία θα µπορούν να προσφέρονται και να πωλούνται όλα τα εµπορεύµατα και οι υπηρεσίες µε τους ίδιους όρους, όπως σε µια εσωτερική αγορά, και στην οποία όλοι οι πολίτες της Ένωσης θα έχουν την ίδια ελεύθερη πρόσβαση. Η ιδέα της δηµιουργίας µιας κοινής αγοράς υλοποιήθηκε σε µεγάλο βαθµό µέχρι το 1992 µε το πρόγραµµα για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς που είχε σχεδιαστεί από τον τότε πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jacques Delors και εγκρίθηκε από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών µελών. Τα όργανα της Ένωσης κατάφεραν να καταρτίσουν το νοµοθετικό πλαίσιο για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Αυτό το νοµοθετικό πλαίσιο συµπληρώθηκε εν τω µεταξύ µε µέτρα µεταφοράς των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης στα εθνικά δίκαια, µε αποτέλεσµα η εσωτερική αγορά να έχει ήδη γίνει σε µεγάλο βαθµό πραγµατικότητα. Η εσωτερική αγορά είναι εµφανής και στην καθηµερινή ζωή, ιδίως κατά τις µετακινήσεις στο εσωτερικό της ΕΕ, οι οποίες εδώ και πολύ καιρό έχουν πάψει πλέον να διακόπτονται από ελέγχους ταυτότητας και εµπορευµάτων στα εθνικά σύνορα.

Η εσωτερική αγορά, µε τις χαρακτηριστικές γι’ αυτήν τέσσερις ελευθερίες (βλ. άρθρο 26 ΣΛΕΕ) αποτελεί τον πυρήνα της ΣΛΕΕ: ελεύθερη κυκλοφορία εµπορευµάτων (άρθρο 34), ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων (άρθρα 45 και 49), ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρο 57) και ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων (άρθρο 63).
Η εσωτερική αγορά πλαισιώνεται από την οικονοµική και νοµισµατική ένωση.
Σκοπός της ΕΕ στον τοµέα της οικονοµικής πολιτικής δεν είναι, ωστόσο, η καθιέρωση και εφαρµογή µιας ευρωπαϊκής οικονοµικής πολιτικής, αλλά ο συντονισµός των εθνικών οικονοµικών πολιτικών κατά τρόπο ώστε οι οικονοµικοπολιτικές αποφάσεις ενός ή περισσοτέρων κρατών µελών να µην επιδρούν αρνητικά στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Για τον σκοπό αυτό υπογράφηκε ένα σύµφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, το οποίο υπαγορεύει στα κράτη µέλη τα επιµέρους κριτήρια που οφείλουν να λαµβάνουν υπόψη κατά τη λήψη των δηµοσιονοµικών τους αποφάσεων. Σε αντίθετη περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή µπορεί να απευθύνει προειδοποίηση ενώ, αν διαπιστωθεί ότι το έλλειµµα ενός κράτους µέλους παραµένει σταθερά υπερβολικό, το Συµβούλιο της ΕΕ δύναται να επιβάλει κυρώσεις. Στο πλαίσιο της διεθνούς χρηµατοπιστωτικής και οικονοµικής κρίσης, η συνεργασία στον τοµέα της οικονοµικής πολιτικής ενισχύθηκε περαιτέρω σε επίπεδο ΕΕ κατά τα έτη 2010-2012. Ο συντονισµός της οικονοµικής πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ συµπληρώθηκε από τον µόνιµο µηχανισµό αντιµετώπισης κρίσεων, ο οποίος περιλαµβάνει ιδίως τα ακόλουθα στοιχεία: αναβάθµιση του ρόλου της Επιτροπής, εισαγωγή νέων µηχανισµών αυτόµατης διόρθωσης, θεµελίωση του οικονοµικοπολιτικού συντονισµού στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο, συντονισµό µε αυξηµένες υποχρεώσεις αναφοράς των κρατών µελών, ο οποίος αποφασίζεται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαµήνου για το συντονισµό της οικονοµικής πολιτικής, ενίσχυση του ρόλου των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και οικειοθελείς δεσµεύσεις που θεσπίζονται από το εθνικό δίκαιο. Στο επίκεντρο του νέου αυτού µηχανισµού αντιµετώπισης κρίσεων βρίσκεται το Ευρωπαϊκό Εξάµηνο.
Το Ευρωπαϊκό Εξάµηνο είναι ένας κύκλος συντονισµού της οικονοµικής και δηµοσιονοµικής πολιτικής των κρατών µελών εντός της ΕΕ. ∆ιαρκεί ουσιαστικά τους πρώτους έξι µήνες κάθε έτους, εξ ου και η ονοµασία «εξάµηνο». Κατά το Ευρωπαϊκό Εξάµηνο τα κράτη µέλη ευθυγραµµίζουν τις δηµοσιονοµικές και οικονοµικές τους πολιτικές µε τους στόχους και τους κανόνες που έχουν συµφωνηθεί σε ενωσιακό επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό, το Ευρωπαϊκό Εξάµηνο στοχεύει στο να συµβάλλει στη διασφάλιση υγιών δηµόσιων οικονοµικών, να ενισχύσει την οικονοµική ανάπτυξη και να αποτρέψει τις µακροοικονοµικές ανισορροπίες στην ΕΕ.
Κατανομή ρόλων στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου
Στα τέλη του έτους αρχίζει νέος κύκλος με την ανάλυση της οικονομικής κατάστασης από την Επιτροπή στο πλαίσιο της ετήσιας επισκόπησης της ανάπτυξης για το επόμενο έτος.
Το διάγραµµα είναι διαθέσιµο σε 24 γλώσσες στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.consilium.europa.eu/el/policies/european-semester/
Ο εν λόγω µηχανισµός αντιµετώπισης κρίσεων αποτελεί το έσχατο µέσο για τη διασφάλιση της οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης. Ωστόσο, η βασική ρυθµιστική γραµµή παραµένει η ίδια: εθνική ευθύνη στην χάραξη της οικονοµικής και δηµοσιονοµικής πολιτικής, ενώ παράλληλα τα κράτη µέλη πρέπει να αντιλαµβάνονται ότι η δράση τους αποτελεί ζήτηµα που άπτεται του κοινού συµφέροντος.
Στον τοµέα της νοµισµατικής πολιτικής, σκοπός της ΕΕ ήταν και παραµένει η εισαγωγή ενιαίου νοµίσµατος στην Ένωση και ο κεντρικός χειρισµός των νοµισµατικών ζητηµάτων. Στον τοµέα αυτόν έχει ήδη σηµειωθεί µια πρώτη επιµέρους επιτυχία. Την 1η Ιανουαρίου 1999 εισήχθη το ευρώ ως ενιαίο ευρωπαϊκό νόµισµα στα κράτη µέλη τα οποία πληρούσαν ήδη τα σχετικά κριτήρια σύγκλισης (συντελεστής πληθωρισµού: 1,5 %, δηµοσιονοµικό έλλειµµα = ετήσιος νέος δανεισµός: 3 %, δηµόσιο χρέος: 60 %, µακροπρόθεσµα επιτόκια: 2 %). Επρόκειτο συγκεκριµένα για το Βέλγιο, τη Γερµανία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιρλανδία, την Ιταλία, το Λουξεµβούργο, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία και τη Φινλανδία. Την 1η Ιανουαρίου 2002 τα εθνικά νοµίσµατα των χωρών αυτών αντικαταστάθηκαν από χαρτονοµίσµατα και νοµίσµατα του ευρώ. Έκτοτε, οι καθηµερινές χρηµατικές συναλλαγές και πληρωµές γίνονται αποκλειστικά µε ένα νόµισµα και αυτό είναι το ευρώ. Στη συνέχεια, ολοένα και περισσότερα κράτη µέλη πληρούσαν τα κριτήρια εισαγωγής στο ευρώ: Ελλάδα (1η Ιανουαρίου 2001), Σλοβενία (1η Ιανουαρίου 2007), Κύπρος (1η Ιανουαρίου 2008), Μάλτα (1η Ιανουαρίου 2008), Σλοβακία (1η Ιανουαρίου 2009), Εσθονία (1η Ιανουαρίου 2011), Λετονία (1η Ιανουαρίου 2014) και πρόσφατα η Λιθουανία (1η Ιανουαρίου 2015). Έτσι, η λεγόµενη «ευρωζώνη», στην οποία επίσηµο νόµισµα είναι το ευρώ, περιλαµβάνει ήδη 19 κράτη µέλη.
Κατ’ αρχήν, υποχρέωση υιοθέτησης του ευρώ ως εθνικού νοµίσµατος από τη στιγµή που θα πληρούν τα κριτήρια σύγκλισης έχουν και τα υπόλοιπα κράτη µέλη. Εξαίρεση αποτελούν µόνον η ∆ανία και το Ηνωµένο Βασίλειο. Οι δύο αυτές χώρες έθεσαν ρήτρα εθελούσιας αυτοεξαίρεσης (opting out), η οποία τις επιτρέπει να αποφασίσουν οι ίδιες αν και πότε θα αρχίσει η διαδικασία εξέτασης για τη συµµετοχή τους στο ενιαίο νόµισµα. Ειδική περίπτωση αποτελεί η Σουηδία, η οποία δεν έχει θέσει ρήτρα opting out. H συµµετοχή της Σουηδίας στο ευρώ εξαρτάται από την υποβολή σχετικής πρότασης της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο Συµβούλιο της ΕΕ. Εφόσον υπάρξει τέτοια πρόταση και γίνει δεκτή από το Συµβούλιο, η Σουηδία ουσιαστικά δεν έχει δυνατότητα να αποφύγει τη συµµετοχή της. Ωστόσο, η είσοδος στην ευρωζώνη δεν βρίσκει προς το παρόν σύµφωνους τους κατοίκους της Σουηδίας. Σε δηµοψήφισµα που διεξήχθη το 2003, το 55,9 % τάχθηκε κατά της εισαγωγής του ευρώ. Σύµφωνα µε δηµοσκόπηση του 2005, αντίθετο εξακολουθούσε να είναι το 49 %, ενώ το 36 % τάχθηκε υπέρ της ένταξης στο ευρώ.
Παρά τις όποιες επιφυλάξεις, το ευρώ εξελίχθηκε σε ένα δυνατό και διεθνώς αναγνωρισµένο νόµισµα, αποτελώντας παράλληλα και σταθερό συνδετικό κρίκο µεταξύ των κρατών µελών της ευρωζώνης. Αυτό δεν άλλαξε ούτε λόγω της κρίσης δηµόσιου χρέους που ξέσπασε το 2010. Αντιθέτως. Η ΕΕ αντέδρασε στην κρίση αυτή εφαρµόζοντας προσωρινούς µηχανισµούς στήριξης, που το 2013 αντικαταστάθηκαν από τον µόνιµο Ευρωπαϊκό Μηχανισµό Σταθερότητας (ΕΜΣ). Ο ΕΜΣ, ως µόνιµο πλαίσιο αντιµετώπισης κρίσεων των κρατών µελών που ανήκουν στην ευρωζώνη, παρέχει εξωτερική οικονοµική βοήθεια, για την οποία διατίθεται δανειοδοτική ικανότητα 500 δισ. ευρώ. Τα κράτη µέλη της Ένωσης λαµβάνουν την οικονοµική αυτή ενίσχυση µόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις, οι οποίες στοχεύουν απαρέγκλιτα στη δηµοσιονοµική εξυγίανση και εκφράζονται σε οικονοµικό πρόγραµµα προσαρµογής που εκπονείται από την Επιτροπή και το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο (∆ΝΤ) σε στενή συνεργασία µε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ο ΕΜΣ παρέχει στην ΕΕ τη δυνατότητα να ενεργεί για την προάσπιση του ευρώ, ακόµη και στις πιο ακραίες δοκιµασίες αντοχής. Πρόκειται για σαφή αντανάκλαση του κοινού συµφέροντος και της αλληλεγγύης εντός της ευρωζώνης, καθώς και της ατοµικής ευθύνης του κάθε κράτους µέλους ενώπιον των οµολόγων του.
Εκτός των πεδίων της οικονοµικής και νοµισµατικής πολιτικής, η ΕΕ έχει και µία σειρά άλλων αρµοδιοτήτων σε θέµατα οικονοµικής πολιτικής. Μεταξύ αυτών περιλαµβάνονται ιδίως η αγροτική πολιτική και η πολιτική σε θέµατα αλιείας, η πολιτική σε θέµατα καταναλωτών, η πολιτική µεταφορών, η διαρθρωτική πολιτική και η πολιτική συνοχής, η πολιτική σε θέµατα έρευνας και ανάπτυξης, η πολιτική διαστήµατος, η περιβαλλοντική πολιτική, η πολιτική σε θέµατα υγείας, η εµπορική πολιτική και η πολιτική σε θέµατα ενέργειας.
Κοινωνικές αρµοδιότητες
Από κοινωνικοπολιτικής άποψης η ΕΕ οφείλει να µεριµνά ώστε τα πλεονεκτήµατα της οικονοµικής ολοκλήρωσης να µην ωφελούν µόνο τους οικονοµικά ενεργούς αλλά η εσωτερική αγορά να έχει και κοινωνικές διαστάσεις. Ένα πρώτο σηµείο προσέγγισης αποτελεί εν προκειµένω, για παράδειγµα, η θέσπιση συστήµατος κοινωνικής ασφάλειας για τους διακινούµενους εργαζοµένους. Το σύστηµα αυτό διασφαλίζει ότι εργαζόµενος ο οποίος κατά τη διάρκεια της επαγγελµατικής του ζωής εργάστηκε σε περισσότερα από ένα κράτη µέλη και συνεπώς εντάχθηκε σε περισσότερα από ένα συστήµατα κοινωνικής ασφάλειας δεν θα υποστεί εκ του γεγονότος αυτού οποιαδήποτε µειονεκτήµατα σε σχέση µε την κοινωνική του εξασφάλιση (σύνταξη γήρατος, σύνταξη αναπηρίας, παροχές υγείας, οικογενειακές παροχές, παροχές σε περίπτωση ανεργίας). Ένα άλλο σηµαντικό στοιχείο στο πλαίσιο της αρµοδιότητας σε θέµατα κοινωνικής πολιτικής αποτελεί η ανάπτυξη µιας ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση, καθώς η ανεργία εντός της ΕΕ είναι από χρόνια ανησυχητική. Τα κράτη µέλη και η ΕΕ καλούνται να αναπτύξουν µια στρατηγική για την απασχόληση και προπαντός να προαγάγουν την ανάπτυξη εξειδικευµένου, εκπαιδευµένου και ευέλικτου εργατικού δυναµικού, καθώς και αγοράς εργασίας ανταποκρινόµενης στις εξελίξεις της οικονοµίας. Η προώθηση της απασχόλησης θεωρείται ζήτηµα κοινού ενδιαφέροντος, το οποίο απαιτεί συντονισµό της δράσης των κρατών µελών στο πλαίσιο του Συµβουλίου της ΕΕ. Η ΕΕ οφείλει να συµβάλλει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία µεταξύ των κρατών µελών και υποστηρίζοντας και, κατά περίπτωση, συµπληρώνοντας τη δράση τους, πάντα σεβόµενη την αρµοδιότητα των ίδιων των κρατών.
Πολιτικές αρµοδιότητες
Στο καθαυτό πολιτικό πεδίο υφίστανται αρµοδιότητες της ΕΕ σε σχέση µε την ιθαγένεια της Ένωσης, την πολιτική στον τοµέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας. Με την ιθαγένεια της Ένωσης ενισχύθηκαν περαιτέρω τα δικαιώµατα και συµφέροντα των υπηκόων των κρατών µελών, οι οποίοι απολαµβάνουν την ελεύθερη κυκλοφορία εντός της ΕΕ (άρθρο 21 ΣΛΕΕ), το δικαίωµα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δηµοτικές και κοινοτικές εκλογές (άρθρο 22 ΣΛΕΕ), διπλωµατική και προξενική προστασία σε τρίτες χώρες µέσω οποιουδήποτε κράτους µέλους (άρθρο 23 ΣΛΕΕ), το δικαίωµα αναφοράς ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (άρθρο 24 ΣΛΕΕ), καθώς και, σε συνδυασµό µε τη γενική απαγόρευση διακρίσεων, το δικαίωµα να έχουν σε κάθε κράτος µέλος την ίδια µεταχείριση που το κράτος αυτό επιφυλάσσει στους πολίτες του (άρθρο 20 παράγραφος 2 σε συνδυασµό µε το άρθρο 18 ΣΛΕΕ).
Στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, πρωταρχικό στόχο αποτελεί η διαφύλαξη των κοινών αξιών, των θεµελιωδών συµφερόντων και της ανεξαρτησίας της ΕΕ, η ενίσχυση της ασφάλειας της ΕΕ και των κρατών µελών της, η διαφύλαξη της παγκόσµιας ειρήνης και η ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας, η προώθηση της δηµοκρατίας και του κράτους δικαίου και της διεθνούς συνεργασίας, η προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και των θεµελιωδών ελευθεριών, καθώς και η δηµιουργία µιας κοινής άµυνας.
∆εδοµένου ότι η ΕΕ δεν αποτελεί κρατικό µόρφωµα, η πραγµατοποίηση αυτών των στόχων µπορεί να γίνει µόνο σταδιακά. Η εξωτερική πολιτική και προπαντός η πολιτική ασφάλειας ανήκουν παραδοσιακά στους τοµείς στους οποίους τα κράτη µέλη φροντίζουν να διαφυλάττουν την κυριαρχία τους. Εξάλλου, ο προσδιορισµός κοινών στόχων στον τοµέα αυτό δυσχεραίνεται και από το γεγονός ότι από τις χώρες της ΕΕ µόνο η Γαλλία και το Ηνωµένο Βασίλειο διαθέτουν πυρηνικά όπλα. Πρόσθετο πρόβληµα αποτελεί το γεγονός ότι δεν ανήκουν όλα τα κράτη µέλη της ΕΕ στο αµυντικό σύµφωνο του ΝΑΤΟ. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις για την «κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας» εξακολουθούν να λαµβάνονται ως επί το πλείστον στο πλαίσιο διακρατικής συνεργασίας. Εν τω µεταξύ, αναπτύχθηκε µια αυτόνοµη εργαλειοθήκη δράσης µέσω της οποίας η διακρατική συνεργασία απέκτησε σαφές νοµικό περίγραµµα.
Στο πεδίο της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις ανατίθενται στην ΕΕ κυρίως αρµοδιότητες που αφορούν το κοινό ευρωπαϊκό συµφέρον. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται ιδίως η καταπολέµηση του οργανωµένου εγκλήµατος και της εµπορίας ανθρώπων, καθώς και η ποινική δίωξη εγκληµάτων. Το οργανωµένο έγκληµα είναι πλέον δύσκολο να αντιµετωπιστεί αποτελεσµατικά σε εθνικό µόνο επίπεδο, αλλά απαιτείται κοινή δράση σε επίπεδο ΕΕ. Πρώτα ενθαρρυντικά µέτρα αποτελούν ήδη η οδηγία για την καταπολέµηση της νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες (ξέπλυµα µαύρου χρήµατος) και η δηµιουργία της ευρωπαϊκής αστυνοµικής υπηρεσίας Eυρωπόλ, η οποία είναι ενεργή από το 1998 (άρθρο 88 ΣΛΕΕ). Περαιτέρω στόχους στον τοµέα αυτόν αποτελούν η διευκόλυνση και επιτάχυνση της συνεργασίας στο πλαίσιο δικών και της εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων, η διευκόλυνση της έκδοσης καταζητουµένων µεταξύ των κρατών µελών, ο καθορισµός ελάχιστων όρων για την αντικειµενική υπόσταση αξιόποινων πράξεων καθώς και για τις ποινές στους τοµείς της οργανωµένης εγκληµατικότητας, της τροµοκρατίας, της εµπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκµετάλλευσης γυναικών και παιδιών, της παράνοµης διακίνησης ναρκωτικών και όπλων, του ξεπλύµατος µαύρου χρήµατος και της διαφθοράς (άρθρο 83 ΣΛΕΕ).
Ένα από τα σηµαντικότερα βήµατα προόδου στη δικαστική συνεργασία εντός της ΕΕ αποτελεί η ίδρυση της Eurojust τον Απρίλιο του 2003 (άρθρο 85 ΣΛΕΕ). Η Eurojust εδρεύει στη Χάγη και αποτελείται από δικαστές και εισαγγελείς από όλα τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σκοπός της Eurojust είναι η διευκόλυνση της συνεργασίας µεταξύ έρευνας και δίωξης σε περιπτώσεις σοβαρών µορφών διασυνοριακού εγκλήµατος. Για την καταπολέµηση των αδικηµάτων που θίγουν τα οικονοµικά συµφέροντα της Ένωσης, το Συµβούλιο της ΕΕ µπορεί να συστήσει Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εκ της Eurojust (άρθρο 86 ΣΛΕΕ). Άλλο βήµα είναι το ισχύον από τον Ιανουάριο του 2004 ευρωπαϊκό ένταλµα σύλληψης. Ευρωπαϊκό ένταλµα σύλληψης µπορεί να εκδοθεί όταν πρόκειται για αξιόποινη πράξη η οποία τιµωρείται µε ποινή φυλάκισης άνω του ενός έτους. Το ευρωπαϊκό ένταλµα σύλληψης αντικατέστησε τις προηγούµενες χρονοβόρες διαδικασίες έκδοσης.
Οι εξουσίες της ΕΕ
Οι ιδρυτικές συνθήκες της ΕΕ δεν παρέχουν στα όργανα της Ένωσης γενική εξουσιοδότηση να θεσπίζουν κάθε αναγκαίο µέτρο για την επίτευξη των σκοπών των Συνθηκών, αλλά καθορίζουν λεπτοµερώς στα εκάστοτε κεφάλαια την έκταση των παρεχόµενων εξουσιών. Η βασική αρχή είναι ότι η ΕΕ και τα θεσµικά της όργανα δεν µπορούν να αποφασίζουν τα ίδια για τις νοµικές βάσεις και τις αρµοδιότητές τους, καθώς εξακολουθεί να ισχύει η αρχή της δοτής αρµοδιότητας (άρθρο 2 ΣΛΕΕ). Τα κράτη µέλη επέλεξαν αυτή τη λύση προκειµένου να είναι ευδιάκριτη και ελέγξιµη η µεταβίβαση των αρµοδιοτήτων τους.
Το ουσιαστικό εύρος των εκάστοτε εξουσιοδοτήσεων διαφέρει ανάλογα µε το είδος των τοµέων αρµοδιότητας που ανατίθενται στην ΕΕ. Οι αρµοδιότητες που δεν έχουν µεταβιβαστεί στην ΕΕ παραµένουν στο αποκλειστικό πεδίο ευθύνης των κρατών µελών. Στη ΣΕΕ ορίζεται ρητά ότι τα θέµατα «εθνικής ασφάλειας» υπάγονται στην αποκλειστική αρµοδιότητα των κρατών µελών.
Βέβαια, τίθεται το θέµα της οριοθέτησης των αρµοδιοτήτων της ΕΕ έναντι αυτών των κρατών µελών. Η οριοθέτηση γίνεται µε βάση τρεις κατηγορίες αρµοδιότητας:
- Αποκλειστική αρµοδιότητα της ΕΕ (άρθρο 3 ΣΛΕΕ) στους τοµείς στους οποίους η λήψη µέτρων σε επίπεδο ΕΕ είναι κατά τεκµήριο αποτελεσµατικότερη από τη µη συντονισµένη λήψη µέτρων σε επίπεδο οποιουδήποτε κράτους µέλους. Οι τοµείς αυτοί ορίζονται επακριβώς και περιλαµβάνουν την τελωνειακή ένωση, τη θέσπιση των κανόνων ανταγωνισµού που είναι αναγκαίοι για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, τη νοµισµατική πολιτική για τα κράτη µέλη µε νόµισµα το ευρώ, την κοινή εµπορική πολιτική και ορισµένα τµήµατα της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Στους εν λόγω τοµείς πολιτικής η Ένωση έχει αποκλειστική αρµοδιότητα να νοµοθετεί και να εκδίδει νοµικά δεσµευτικές πράξεις, ενώ τα κράτη µέλη έχουν τη δυνατότητα αυτή µόνο εάν εξουσιοδοτούνται προς τούτο από την Ένωση ή µόνο για να εφαρµόσουν τις πράξεις της Ένωσης (άρθρο 2 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ).
- Συντρέχουσα αρµοδιότητα της ΕΕ µε τα κράτη µέλη (άρθρο 4 ΣΛΕΕ) στους τοµείς όπου η ανάληψη δράσης εκ µέρους της ΕΕ επιφέρει πρόσθετο όφελος σε σχέση µε την ανάληψη δράσης από τα κράτη µέλη. Συντρέχουσα αρµοδιότητα προβλέπεται για ρυθµίσεις που αφορούν την εσωτερική αγορά, την οικονοµική, κοινωνική και εδαφική συνοχή, τη γεωργία και την αλιεία, το περιβάλλον, τις µεταφορές, τα διευρωπαϊκά δίκτυα, την ενέργεια, τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, τις κοινές προκλήσεις για την ασφάλεια στον τοµέα της δηµόσιας υγείας, την έρευνα, την τεχνολογική ανάπτυξη, το διάστηµα, την αναπτυξιακή συνεργασία και την ανθρωπιστική βοήθεια. Στους ανωτέρω τοµείς η ΕΕ έχει κατά προτεραιότητα αρµοδιότητα, η οποία όµως περιορίζεται µόνο στα στοιχεία που ρυθµίζονται από τη σχετική πράξη της ΕΕ, χωρίς να εκτείνεται σε ολόκληρο τον τοµέα πολιτικής. Τα κράτη µέλη ασκούν τις αρµοδιότητές τους κατά το µέτρο που η Ένωση δεν έχει ασκήσει ή αποφάσισε να παύσει να ασκεί τη δική της (άρθρο 2 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ). Η τελευταία αυτή περίπτωση συντρέχει όταν τα οικεία όργανα της ΕΕ αποφασίζουν να καταργήσουν µια νοµοθετική πράξη, ιδίως προκειµένου να ανταποκριθούν στις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Με πρωτοβουλία ενός ή περισσοτέρων µελών του, το Συµβούλιο της ΕΕ µπορεί να καλέσει την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις για την κατάργηση νοµοθετικής πράξης.
- Υποστηρικτικές αρµοδιότητες (άρθρο 6 ΣΛΕΕ): Κατ’ ενάσκηση των υποστηρικτικών της αρµοδιοτήτων, η Ένωση υλοποιεί δράσεις αποκλειστικά για να υποστηρίζει, να συντονίζει ή να συµπληρώνει τη δράση των κρατών µελών. H EE δεν επιτρέπεται σε καµία περίπτωση να εναρµονίζει τις εθνικές νοµοθετικές διατάξεις στους τοµείς που υπάγονται στην υποστηρικτική της αρµοδιότητα (άρθρο 2 παράγραφος 5 ΣΛΕΕ). Η ευθύνη για τη νοµική διαµόρφωση παραµένει συνεπώς στα κράτη µέλη, τα οποία εν προκειµένω διαθέτουν σηµαντικού βαθµού ελευθερία δράσης. Η υποστηρικτική αρµοδιότητα της ΕΕ καλύπτει τοµείς όπως είναι η προστασία και η βελτίωση της ανθρώπινης υγείας, η βιοµηχανία, ο πολιτισµός, ο τουρισµός, η παιδεία, η νεολαία, ο αθλητισµός και η επαγγελµατική εκπαίδευση, η πολιτική προστασία και η διοικητική συνεργασία. Στους τοµείς της οικονοµικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης τα κράτη µέλη αναγνωρίζουν ρητά ότι χρειάζεται να συντονίζουν τα εθνικά µέτρα τους στο πλαίσιο της ΕΕ.
Πέραν των ανωτέρω ειδικών εξουσιοδοτήσεων, οι Συνθήκες της ΕΕ παρέχουν στα θεσµικά της όργανα δυνατότητες δράσης όταν αυτή θεωρείται απαραίτητη για την επίτευξη του στόχου της καλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς καθώς και της διασφάλισης του ανόθευτου ανταγωνισµού (βλ. άρθρο 352 ΣΛΕΕ —λεγόµενη επικουρική αρµοδιότητα ή ρήτρα ελαστικότητας). Ωστόσο, µε τον τρόπο αυτό δεν παρέχεται στα όργανα της ΕΕ γενική εξουσιοδότηση για την άσκηση αρµοδιοτήτων εκτός του πεδίου των στόχων που θέτουν οι Συνθήκες, ούτε µπορούν τα όργανα της ΕΕ να επικαλεστούν τη συγκεκριµένη εξουσιοδότηση προκειµένου να διευρύνουν τις αρµοδιότητές τους σε βάρος των κρατών µελών. Στην πράξη γινόταν παλαιότερα συχνή χρήση της συγκεκριµένης εξουσιοδότησης, καθώς η ΕΕ αποκτούσε µε το πέρασµα του χρόνου συνεχώς νέα καθήκοντα τα οποία δεν είχαν προβλεφθεί κατά τη σύναψη των ιδρυτικών Συνθηκών και συνεπώς δεν υπήρχαν αντίστοιχες ειδικές εξουσιοδοτήσεις στις Συνθήκες. Συναφώς, πρέπει ιδιαίτερα να αναφερθούν οι τοµείς της προστασίας του περιβάλλοντος και των καταναλωτών, και η ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταµείου Περιφερειακής Ανάπτυξης, σκοπός του οποίου είναι να συµβάλει στη µείωση των ανισοτήτων µεταξύ των ανεπτυγµένων και των υπανάπτυκτων περιοχών της ΕΕ. Ωστόσο, για τους προαναφερόµενους τοµείς έχουν παρασχεθεί εν τω µεταξύ ειδικές εξουσιοδοτήσεις. Λόγω των ρητών αυτών ρυθµίσεων για την αρµοδιότητα της ΕΕ, η πρακτική σηµασία της επικουρικής αρµοδιότητας έχει µειωθεί σηµαντικά. Για την άσκηση των εν λόγω εξουσιών απαιτείται η έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Τέλος, υπάρχουν περαιτέρω αρµοδιότητες για τη λήψη των µέτρων που απαιτούνται για την αποτελεσµατική και εύλογη άσκηση των εξουσιών οι οποίες έχουν ήδη ρητά παραχωρηθεί (αρµοδιότητες λόγω συνάφειας). Οι αρµοδιότητες αυτές έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη σηµασία για τη διαχείριση των εξωτερικών σχέσεων. Βάσει αυτών, η ΕΕ µπορεί να αναλάβει υποχρεώσεις έναντι τρίτων χωρών ή άλλων διεθνών οργανισµών σε τοµείς που δεν περιλαµβάνονται στον κατάλογο των καθηκόντων της. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί η υπόθεση Kramer, η οποία απασχόλησε το ∆ικαστήριο. Η υπόθεση αφορούσε την αρµοδιότητα της ΕΕ να συνεργάζεται µε διεθνείς οργανισµούς του δικαίου της θάλασσας για τον καθορισµό ποσοστώσεων αλιευµάτων για τη θαλάσσια αλιεία και, ενδεχοµένως, να αναλαµβάνει αντίστοιχες υποχρεώσεις διεθνούς δικαίου. Το ∆ικαστήριο, καθώς δεν υπήρχε ρητή διάταξη στη Συνθήκη, συνήγαγε την απαιτούµενη εξωτερική αρµοδιότητα της ΕΕ από την εσωτερική της αρµοδιότητα για την πολιτική αλιείας στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής.
Κατά την άσκηση των αρµοδιοτήτων της, η ΕΕ υπόκειται στην αρχή της επικουρικότητας, η οποία πηγάζει από την κοινωνική θεωρία της καθολικής εκκλησίας και έχει αναχθεί πλέον σε συνταγµατική αρχή µέσω της συµπερίληψής της στη ΣΕΕ (άρθρο 5 παράγραφος 3 ΣΕΕ). Η αρχή αυτή έχει δύο όψεις, µια θετική και µια αρνητική: η θετική, δηλαδή εκείνη που ενισχύει τις αρµοδιότητες της ΕΕ, προβλέπει ότι η ΕΕ πρέπει να δρα όταν οι επιδιωκόµενοι στόχοι µπορούν «να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης»· η αρνητική, δηλαδή η περιορίζουσα τις αρµοδιότητες πλευρά της αρχής της επικουρικότητας ορίζει ότι η ΕΕ δεν µπορεί να δράσει, όταν η δράση των κρατών µελών επαρκεί για την υλοποίηση των στόχων. Στην πράξη αυτό σηµαίνει ότι όλα τα όργανα της Ένωσης, ιδίως όµως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οφείλουν να αποδεικνύουν ότι υπάρχει ανάγκη ρύθµισης και ανάληψης δράσης εκ µέρους της Ένωσης. Παραφράζοντας τον Montesquieu θα µπορούσαµε να συνοψίσουµε την αρχή αυτή ως εξής: όταν δεν είναι αναγκαίο να υπάρξει ρύθµιση σε επίπεδο ΕΕ, είναι αναγκαίο να µην υπάρξει καθόλου ρύθµιση. Αν αποδειχθεί αναγκαία η ρύθµιση σε επίπεδο ΕΕ, πρέπει στη συνέχεια να τεθεί το ερώτηµα σχετικά µε την ένταση και τη µορφή του µέτρου. Την απάντηση δίνει εν προκειµένω η αρχή της αναλογικότητας, η οποία έχει συµπεριληφθεί στη ΣΕΕ, στο άρθρο 5 παράγραφος 4 ΣΕΕ, σε συνδυασµό µε τις ρυθµίσεις για τις αρµοδιότητες. Σύµφωνα µε την αρχή αυτή, πρέπει να εξετάζεται εµπεριστατωµένα η αναγκαιότητα µιας νοµικής ρύθµισης, καθώς και το ενδεχόµενο να είναι επαρκές κάποιο άλλο µέσο δράσης. Αυτό σηµαίνει κυρίως ότι πρέπει να παρέχεται προτεραιότητα στα ρυθµιστικά πλαίσια, στις ελάχιστες προδιαγραφές και στους κανόνες για την αµοιβαία αναγνώριση των εθνικών διατάξεων και να αποφεύγονται, κατά το δυνατόν, οι υπερβολικά λεπτοµερείς νοµοθετικές διατάξεις και εναρµονιστικοί κανόνες.
Η τήρηση των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας µπορεί να ελέγχεται πλέον και από τα εθνικά κοινοβούλια. Για τον σκοπό αυτό συγκροτήθηκε ένας µηχανισµός έγκαιρης προειδοποίησης, µέσω του οποίου τα εθνικά κοινοβούλια έχουν στη διάθεσή τους οκτώ εβδοµάδες για να υποβάλουν αιτιολογηµένες γνώµες σχετικά µε τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι το επίµαχο σχέδιο νοµοθετικής πράξης της Ένωσης δεν συµβαδίζει µε τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Εάν οι εν λόγω αιτιολογηµένες γνώµες αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το ένα τρίτο του συνόλου των ψήφων που έχουν τα εθνικά κοινοβούλια (κάθε εθνικό κοινοβούλιο έχει δύο ψήφους, ενώ στην περίπτωση εθνικού κοινοβουλευτικού συστήµατος µε δύο σώµατα, κάθε σώµα έχει µία ψήφο), το σχέδιο επανεξετάζεται από το όργανο που το συνέταξε (συνήθως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή). Μετά την επανεξέταση αυτή, το σχέδιο µπορεί να διατηρηθεί, να τροποποιηθεί ή να αποσυρθεί. Στην περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιλέξει να διατηρήσει το σχέδιο, οφείλει να εξηγήσει σε αιτιολογηµένη γνώµη τους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι το σχέδιο συνάδει µε την αρχή της επικουρικότητας. Η εν λόγω αιτιολογηµένη γνώµη, καθώς και οι αιτιολογηµένες γνώµες των εθνικών κοινοβουλίων, διαβιβάζονται στον νοµοθέτη της Ένωσης ώστε να ληφθούν υπόψη κατά τη νοµοθετική διαδικασία. Εάν, µε πλειοψηφία 55 % των µελών του Συµβουλίου ή πλειοψηφία των ψηφισάντων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο ενωσιακός νοµοθέτης κρίνει ότι η πρόταση δεν είναι συµβατή µε την αρχή της επικουρικότητας, δεν συνεχίζεται η εξέταση της νοµοθετικής πρότασης.
Τα θεσµικά όργανα της ΕΕ
Άρθρο 13 ΣΕΕ (θεσµικό πλαίσιο)
- Η Ένωση διαθέτει θεσµικό πλαίσιο που αποσκοπεί στην προώθηση των αξιών της, στην επιδίωξη των στόχων της, στην εξυπηρέτηση των συµφερόντων της, των συµφερόντων των πολιτών της και των συµφερόντων των κρατών µελών, καθώς και στη διασφάλιση της συνοχής, της αποτελεσµατικότητας και της συνέχειας των πολιτικών και των δράσεών της.
Τα θεσµικά όργανα της Ένωσης είναι:
- το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
- το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο,
- το Συµβούλιο της ΕΕ,
- η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εφεξής καλούµενη η «Επιτροπή»),
- το ∆ικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
- η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα,
- το Ελεγκτικό Συνέδριο.
- Κάθε θεσµικό όργανο δρα εντός των ορίων των αρµοδιοτήτων που του ανατίθενται από τις Συνθήκες, σύµφωνα µε τις διαδικασίες, τους όρους και τους σκοπούς τους οποίους προβλέπουν. Τα θεσµικά όργανα συνεργάζονται µεταξύ τους καλή τη πίστει.
- Οι διατάξεις σχετικά µε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς και οι λεπτοµερείς διατάξεις σχετικά µε τα άλλα θεσµικά όργανα, περιέχονται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συµβούλιο και η Επιτροπή επικουρούνται από την Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή και από την Επιτροπή των Περιφερειών, οι οποίες ασκούν συµβουλευτικά καθήκοντα.
Το επόµενο ερώτηµα που προκύπτει σε σχέση µε το «σύνταγµα» της ΕΕ είναι η οργάνωσή της: Ποια είναι τα όργανα της ΕΕ; Καθώς η ΕΕ ασκεί καθήκοντα που κανονικά ανήκουν µόνο σε κράτη, προκύπτει µόνο του το ερώτηµα εάν υπάρχουν στην Ένωση κυβέρνηση, κοινοβούλιο, διοικητικές υπηρεσίες και δικαστήρια, όπως αυτά µας είναι γνωστά από τα κράτη µέλη. Η εκπλήρωση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην ΕΕ και ο χειρισµός της διαδικασίας ολοκλήρωσης σκοπίµως δεν αφέθηκαν αποκλειστικά και µόνο στην πρωτοβουλία και αρµοδιότητα των κρατών µελών ή στη διεθνή συνεργασία. Πολλώ δε µάλλον καθόσον η ΕΕ διαθέτει ένα θεσµικό σύστηµα το οποίο της επιτρέπει να δίνει νέα ώθηση και στόχους στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και να θεσπίζει διατάξεις εξίσου δεσµευτικές για όλα τα κράτη µέλη στους τοµείς που εµπίπτουν στην αρµοδιότητά της.
Κυρίαρχους ρόλους στο θεσµικό σύστηµα της ΕΕ έχουν τα θεσµικά της όργανα, ήτοι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο, το Συµβούλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ∆ικαστήριο της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καθώς και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Επικουρικό ρόλο στο θεσµικό σύστηµα της ΕΕ έχουν η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, καθώς και η Ευρωπαϊκή Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή και η Επιτροπή των Περιφερειών.
Θεσµικά όργανα
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (άρθρο 14 ΣΕΕ)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκπροσωπεί τους πολίτες της ΕΕ. Προήλθε από την Κοινή Συνέλευση της ΕΚΑΧ, τη Συνέλευση της ΕΟΚ και τη Συνέλευση της ΕΚΑΕ, οι οποίες ενώθηκαν σε µια «Συνέλευση» βάσει της συµφωνίας του 1957 περί κοινών οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πρώτη Συνθήκη Συγχώνευσης). Η επίσηµη αλλαγή ονοµασίας σε «Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο» έγινε για πρώτη φορά µε τη Συνθήκη για την ίδρυση της ΕΕ (Συνθήκη του Μάαστριχτ). Ωστόσο, η αλλαγή επιβεβαίωσε απλώς την ονοµασία που ήδη χρησιµοποιούνταν ευρέως από το 1958, όταν η ίδια η Συνέλευση επέλεξε να µετονοµαστεί σε «Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο».
Σύνθεση και εκλογή
Κατωτέρω παρατίθεται η σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου µε βάση την κατάσταση που επικρατεί κατά την τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο 2014 έως 2019:
∆ΟΜΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
ΠΡΟΕ∆ΡΟΣ
14 αντιπρόεδροι
5 κοσµήτορες (συµβουλευτικά καθήκοντα)
Ο πρόεδρος, οι αντιπρόεδροι και οι κοσµήτορες (µέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στα οποία έχουν ανατεθεί διοικητικά και οικονοµικά καθήκοντα) συγκροτούν το Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο εκλέγεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο µε θητεία δυόµισι ετών. Παράλληλα υπάρχει και η διάσκεψη των προέδρων, η οποία αποτελείται από τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου και τους προέδρους των πολιτικών οµάδων. Η διάσκεψη είναι αρµόδια για ζητήµατα εσωτερικής οργάνωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, διοργανικών σχέσεων καθώς και για τις σχέσεις µε οργανισµούς εκτός της ΕΕ.
Κράτος µέλος | Έδρες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο |
---|---|
Γερµανία | 96 |
Γαλλία | 74 |
Ιταλία | 73 |
Ηνωµένο Βασίλειο | 73 |
Ισπανία | 54 |
Πολωνία | 51 |
Ρουµανία | 32 |
Κάτω Χώρες | 26 |
Βέλγιο | 21 |
Τσεχική ∆ηµοκρατία | 21 |
Ελλάδα | 21 |
Ουγγαρία | 21 |
Πορτογαλία | 21 |
Σουηδία | 20 |
Aυστρία | 18 |
Βουλγαρία | 17 |
∆ανία | 13 |
Σλοβακία | 13 |
Φινλανδία | 13 |
Ιρλανδία | 11 |
Κροατία | 11 |
Λιθουανία | 11 |
Λετονία | 8 |
Σλοβενία | 8 |
Εσθονία | 6 |
Κύπρος | 6 |
Λουξεµβούργο | 6 |
Μάλτα | 6 |
Οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ήταν µέχρι το 1979 µέλη των εθνικών κοινοβουλίων, από τα οποία εκλέγονταν και αποσπάζονταν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η προβλεπόµενη ήδη στις Συνθήκες καθολική και άµεση εκλογή των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από τους πολίτες των κρατών µελών, έπειτα από αλλεπάλληλες άκαρπες πρωτοβουλίες, υλοποιήθηκε τελικά για πρώτη φορά το 1979. Οι πρώτες άµεσες εκλογές για την ανάδειξη των µελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διεξήχθησαν τον Ιούνιο του 1979 και έκτοτε, αντίστοιχα προς τη διάρκεια κάθε «κοινοβουλευτικής περιόδου», οι άµεσες εκλογές διεξάγονται ανά πενταετία. Ύστερα από προσπάθειες δεκαετιών, θεσπίστηκε τελικώς το έτος 1976 ένα εκλογικό σύστηµα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάµει της πράξης της 20ής Σεπτεµβρίου 1976 περί εκλογής των µελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο το 2002 τροποποιήθηκε εκ βάθρων µε τη λεγόµενη «πράξη περί άµεσης εκλογής». Με βάση το σύστηµα αυτό, το κάθε κράτος µέλος εξακολουθεί να καθορίζει το δικό του εκλογικό σύστηµα, εφαρµόζοντας όµως οµοιόµορφους θεµελιώδεις δηµοκρατικούς κανόνες:
- καθολική και άµεση εκλογή,
- αναλογικό εκλογικό σύστηµα,
- µυστική και ελεύθερη ψηφοφορία,
- κατώτατο όριο ηλικίας (το οποίο για το δικαίωµα του εκλέγειν είναι σε όλες τις χώρες τα 18 έτη, µε εξαίρεση την Αυστρία όπου µειώθηκε στα 16 έτη),
- ανανεώσιµη πενταετή θητεία,
- ασυµβίβαστα (τα µέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν µπορούν να κατέχουν ταυτόχρονα και άλλα αξιώµατα όπως π.χ. του δικαστή, του εισαγγελέα, του υπουργού κ.λπ., ενώ επιπροσθέτως υπόκεινται και στη νοµοθεσία της χώρας τους, η οποία δεν αποκλείεται να περιορίζει περαιτέρω τη σώρευση αξιωµάτων ή θέσεων),
- ηµεροµηνία εκλογών,
- ισότητα ανδρών-γυναικών. Σε ορισµένα κράτη (Βέλγιο, Λουξεµβούργο και Ελλάδα) η ψήφος είναι υποχρεωτική.
Επιπλέον, το έτος 2009 τέθηκε σε ισχύ ένα ενιαίο καθεστώς για τους βουλευτές, το οποίο, µεταξύ άλλων, καθιστά διαφανείς τους όρους εργασίας τους και περιλαµβάνει σαφείς κανόνες. Επίσης, προβλέπει τον ίδιο µισθό για όλους τους βουλευτές, ο οποίος καταβάλλεται από τον προϋπολογισµό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με την άµεση εκλογή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απέκτησε δηµοκρατική νοµιµοποίηση και µπορεί να διεκδικεί τον τίτλου του «αντιπροσώπου των πολιτών της ΕΕ». Όµως, η ύπαρξη ενός άµεσα εκλεγµένου κοινοβουλίου δεν µπορεί από µόνη της να ικανοποιήσει τη θεµελιώδη επιταγή κάθε δηµοκρατικού συντάγµατος σύµφωνα µε την οποία κάθε κρατική εξουσία πρέπει να πηγάζει από τον λαό. Εκτός από τη διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και την αντιπροσωπευτικότητα των οργάνων που λαµβάνουν τις αποφάσεις, απαραίτητα προς τούτο στοιχεία είναι και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος και η νοµιµοποίηση από το Κοινοβούλιο των ενωσιακών οργάνων που µετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Στο ζήτηµα αυτό έχει επίσης σηµειωθεί σηµαντική πρόοδος κατά τα τελευταία χρόνια. Έτσι, όχι µόνο διευρύνθηκαν σταθερά τα δικαιώµατα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αλλά µε τη Συνθήκη της Λισαβόνας τέθηκε ρητά η συνολική λειτουργία της ΕΕ υπό τον όρο της τήρησης της αρχής της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας. Με βάση την αρχή αυτή, όλοι οι πολίτες της Ένωσης αντιπροσωπεύονται άµεσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και έχουν δικαίωµα ενεργούς συµµετοχής στον δηµοκρατικό βίο της ΕΕ. Σκοπός της είναι οι αποφάσεις σε επίπεδο ΕΕ να λαµβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά και εγγύτερα στον πολίτη. Τα πολιτικά κόµµατα σε ευρωπαϊκό επίπεδο οφείλουν να συµβάλλουν στη διαµόρφωση ευρωπαϊκής συνείδησης και να εκφράζουν τη βούληση των πολιτών της Ένωσης. Το έλλειµµα που θα µπορούσε να διαπιστώσει κανείς στη σηµερινή δηµοκρατική τάξη της ΕΕ εντοπίζεται στο γεγονός ότι, σε αντίθεση µε ό,τι συµβαίνει, για παράδειγµα, στο κρατικό µοντέλο της κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν εκλέγει κυβέρνηση η οποία να είναι υπόλογη έναντι του κοινοβουλίου.
Άρθρο 10 ΣΕΕ (αντιπροσωπευτική δηµοκρατία)
- Η λειτουργία της Ένωσης θεµελιώνεται στην αντιπροσωπευτική δηµοκρατία.
- Οι πολίτες εκπροσωπούνται άµεσα στο επίπεδο της Ένωσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
- Κάθε πολίτης έχει το δικαίωµα να συµµετέχει στον δηµοκρατικό βίο της Ένωσης. Οι αποφάσεις λαµβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά και εγγύτερα στους πολίτες.
- Τα πολιτικά κόµµατα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, συµβάλλουν στην διαµόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής συνείδησης και στην έκφραση της βούλησης των πολιτών της Ένωσης.
Τα κράτη µέλη εκπροσωπούνται στο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο από τον αρχηγό κράτους ή κυβέρνησης και στο Συµβούλιο από τις κυβερνήσεις τους, οι οποίοι είναι δηµοκρατικά υπεύθυνοι είτε έναντι των εθνικών τους κοινοβουλίων, είτε έναντι των πολιτών τους.
Το εν λόγω «έλλειµµα» εξηγείται, ωστόσο, από το γεγονός ότι στην ΕΕ δεν υπάρχει κυβέρνηση µε τη συµβατική έννοια του όρου. Αντιθέτως, οι προβλεπόµενες από τις Συνθήκες οιονεί κυβερνητικές λειτουργίες ασκούνται µε αντίστοιχο καταµερισµό της εργασίας από το Συµβούλιο της ΕΕ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σηµαντικό είναι εξάλλου το γεγονός ότι µε τη Συνθήκη της Λισαβόνας εκχωρήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ευρείες εξουσίες σε σχέση µε τον διορισµό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι οποίες εκτείνονται από την κατόπιν πρότασης του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου εκλογή του προέδρου της Επιτροπής από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο µέχρι την υπαγωγή της Επιτροπής, ως σώµατος, σε ψήφο έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (λεγόµενο «δικαίωµα διορισµού»). Αντιθέτως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν διαθέτει αντίστοιχη εξουσία όσον αφορά τη σύνθεση του Συµβουλίου της ΕΕ. Το Συµβούλιο υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο µόνο εκ του γεγονότος ότι όλα τα µέλη του ελέγχονται, λόγω της ιδιότητάς τους ως εθνικών υπουργών, από τα κοινοβούλια των χωρών τους.
Σηµαντικά ενισχύθηκε ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη νοµοθετική διαδικασία της ΕΕ. Με την καθιέρωση της διαδικασίας συναπόφασης ως συνήθους νοµοθετικής διαδικασίας της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατέστη ουσιαστικά «συννοµοθέτης». Στο πλαίσιο της συνήθους νοµοθετικής διαδικασίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται να προβαίνει σε περισσότερες από µία αναγνώσεις, διατυπώνοντας τροπολογίες επί των νοµοθετικών πράξεων, τις οποίες, µέχρι ενός βαθµού, µπορεί να επιβάλλει έναντι του Συµβουλίου. Χωρίς τη συµφωνία µεταξύ Συµβουλίου της ΕΕ και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν είναι δυνατή η θέσπιση νοµοθετικής πράξης της Ένωσης.
Περαιτέρω, πολύ σηµαντικός είναι παραδοσιακά ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαδικασία του προϋπολογισµού. Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, οι εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τον προϋπολογισµό ενισχύθηκαν και υπό την έννοια ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να εγκρίνει το πολυετές δηµοσιονοµικό πλαίσιο και συναποφασίζει για σειρά θεµάτων.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διαθέτει δικαίωµα έγκρισης ως προς όλες τις σηµαντικές διεθνείς συµφωνίες που αφορούν τοµείς για τους οποίους απαιτείται συναπόφαση, καθώς και τις συµβάσεις προσχώρησης που συνάπτονται µε νέα κράτη µέλη και καθορίζουν τους όρους της προσχώρησης.
Με το πέρασµα του χρόνου έχουν επίσης διευρυνθεί σηµαντικά οι ελεγκτικές λειτουργίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι έλεγχοι συνίστανται ιδίως στο γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλει να απαντά στις ερωτήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, να εκθέτει τις θέσεις της σε δηµόσιες συνεδριάσεις της ολοµέλειας και να υποβάλλει κάθε χρόνο προς συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τη «Γενική Έκθεση για τη δραστηριότητα της Ένωσης». Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο µπορεί µε πλειοψηφία δύο τρίτων να υιοθετήσει πρόταση δυσπιστίας και να εξαναγκάσει έτσι σε παραίτηση την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (άρθρο 234 ΣΛΕΕ). Μέχρι σήµερα έχουν υποβληθεί αρκετές προτάσεις δυσπιστίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, χωρίς ωστόσο κάποια από αυτές να λάβει την απαιτούµενη πλειοψηφία (2). Με δεδοµένο ότι στην πρακτική της ΕΕ απαντήσεις σε ερωτήµατα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δίνει και το Συµβούλιο της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει τη δυνατότητα άµεσου πολιτικού διαλόγου µε δύο σηµαντικά καταστατικά όργανα της ΕΕ.

Ανοιξιάτικη διάθεση στο κτίριο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο
Οι παραπάνω δυνατότητες πολιτικού ελέγχου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενισχύθηκαν ήδη και µε άλλους µηχανισµούς ελέγχου. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο µπορεί να συγκροτεί ad hoc εξεταστικές επιτροπές µε σκοπό τη διερεύνηση περιπτώσεων εικαζόµενης παρανοµίας ή κακοδιοίκησης στην ΕΕ. Για παράδειγµα, τέτοια επιτροπή συστάθηκε τον Ιούνιο 2016 µετά τις αποκαλύψεις για υπεράκτιες εταιρείες και τους µυστικούς τελικούς δικαιούχους τους από τα λεγόµενα Panama-Papers. Η επιτροπή έλαβε εντολή να διερευνήσει τυχόν παραβιάσεις της νοµοθεσίας της ΕΕ για το ξέπλυµα χρήµατος, τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή. Περαιτέρω, µε τις Συνθήκες διασφαλίζεται το δικαίωµα κάθε πολίτη ή νοµικού προσώπου να υποβάλλει αναφορές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τις οποίες επεξεργάζεται η µόνιµη επιτροπή αναφορών. Τέλος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κάνοντας χρήση της σχετικής εξουσιοδότησης που του είχε παρασχεθεί, διόρισε ∆ιαµεσολαβητή (Ombudsmann), ο οποίος παραλαµβάνει καταγγελίες σχετικά µε περιπτώσεις κακοδιοίκησης στο πλαίσιο της δράσης των ενωσιακών οργάνων ή οργανισµών, µε εξαίρεση το Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο. Ο ∆ιαµεσολαβητής µπορεί να διεξάγει έρευνες και να φέρει το θέµα στο οικείο όργανο. Επίσης, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έκθεση για τη δραστηριότητά του.
Έδρα
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει την έδρα του στο Στρασβούργο, όπου λαµβάνουν χώρα οι δώδεκα µηνιαίες περίοδοι συνόδου της ολοµέλειας, συµπεριλαµβανοµένης της συνόδου για τον προϋπολογισµό. Οι περίοδοι των πρόσθετων συνόδων της ολοµέλειας λαµβάνουν χώρα στις Βρυξέλλες, όπου συνεδριάζουν και οι επιτροπές. Αντίθετα, η Γενική Γραµµατεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι εγκατεστηµένη στο Λουξεµβούργο. Η σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου του έτους 1992 επικυρώθηκε µε το πρωτόκολλο αριθ. 6 της Συνθήκης της Λισαβόνας. Ως αποτέλεσµα αυτής της µάλλον µη ικανοποιητικής απόφασης, οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και µέρος των υπαλλήλων κινούνται µεταξύ Στρασβούργου, Βρυξελλών και Λουξεµβούργου, γεγονός που συνεπάγεται υψηλές δαπάνες.
Το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο (άρθρο 15 ΣΕΕ)
Οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών µελών και οι πρόεδροι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου συνεδριάζουν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου τουλάχιστον δύο φορές το εξάµηνο στις Βρυξέλλες.
Σύνθεση και αρµοδιότητες
ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών µελών
Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου
Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέµατα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας
Αρµοδιότητες
Καθορισµός των γενικών πολιτικών στόχων και προτεραιοτήτων.
Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας θεσπίστηκε ο θεσµός του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου δεν κατέχει εθνικό αξίωµα, όπως συνέβαινε µέχρι τώρα µε την προεδρία, αλλά ευρωπαϊκό αξίωµα, το οποίο ασκεί για δυόµισι έτη σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Ο πρόεδρος θα πρέπει να είναι επιφανές πρόσωπο και εκλέγεται µε ειδική πλειοψηφία των µελών του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου. Η θητεία του είναι άπαξ ανανεώσιµη. Καθήκον του είναι η προετοιµασία και συνέχεια των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου, ενώ εκπροσωπεί την Ένωση σε διεθνείς συνόδους κορυφής στον τοµέα της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας.
Το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο δεν έχει νοµοθετικές αρµοδιότητες. Αρµοδιότητα του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου είναι να καθορίζει τους γενικούς πολιτικούς προσανατολισµούς της Ένωσης. Η αρµοδιότητα αυτή ασκείται µε τα λεγόµενα «συµπεράσµατα», τα οποία εγκρίνονται συναινετικά και περιλαµβάνουν πολιτικές αποφάσεις επί της αρχής ή διατυπώνουν οδηγίες και εντολές που αφορούν τις εργασίες του Συµβουλίου της ΕΕ ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σε τέτοιου είδους ενέργειες προέβη το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο, για παράδειγµα, σε σχέση µε την οικονοµική και νοµισµατική ένωση, το ευρωπαϊκό νοµισµατικό σύστηµα, την άµεση εκλογή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και σε σχέση µε κοινωνικοπολιτικές δράσεις και ενταξιακά ζητήµατα.
Το Συµβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 16 ΣΕΕ)
Σύνθεση και προεδρία
Στο Συµβούλιο της ΕΕ εκπροσωπούνται οι κυβερνήσεις των κρατών µελών. Κάθε ένα από τα 28 κράτη µέλη αποστέλλει έναν εκπρόσωπο, ο οποίος κατά κανόνα, όχι όµως υποχρεωτικά, είναι ο εκάστοτε καθ’ ύλην αρµόδιος υπουργός ή υφυπουργός. Είναι σηµαντικό ο εκπρόσωπος να είναι εξουσιοδοτηµένος να δεσµεύει την κυβέρνηση του κράτους µέλους το οποίο εκπροσωπεί. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση ενός κράτους µέλους µπορεί να εκπροσωπηθεί µε διάφορους τρόπους καταδεικνύει σαφώς ότι δεν υπάρχουν µόνιµα µέλη του Συµβουλίου· αντιθέτως, το Συµβούλιο συνεδριάζει µε δέκα διαφορετικές συνθέσεις προσώπων και τοµέων.
ΟΙ ΔΕΚΑ ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΕ
Ένας αντιπρόσωπος κάθε κυβέρνησης κράτους µέλους σε υπουργικό επίπεδο, µε διαφορετική σύνθεση ανάλογα µε το θέµα της συνεδρίασης
Προεδρεύει ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέµατα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας:
- Εξωτερικές υποθέσεις
Προεδρεύει το κράτος µέλος που ασκεί την προεδρία του Συµβουλίου:
- Γενικές υποθέσεις
- Οικονοµικές και δηµοσιονοµικές υποθέσεις
- ∆ικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις
- Απασχόληση, κοινωνική πολιτική, υγεία και καταναλωτές
- Ανταγωνιστικότητα
- Μεταφορές, τηλεπικοινωνίες και ενέργεια
- Γεωργία και αλιεία
- Περιβάλλον
- Παιδεία, νεολαία, πολιτισµός και αθλητισµός
Το Συµβούλιο «Εξωτερικές Υποθέσεις» διαµορφώνει την εξωτερική δράση της ΕΕ µε βάση τις στρατηγικές οδηγίες του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου και µεριµνά για τη συνοχή της δράσης της ΕΕ. Το Συµβούλιο «Γενικές Υποθέσεις» µεριµνά για τη συνοχή των εργασιών του Συµβουλίου σε όλες τις συνθέσεις του και προετοιµάζει από κοινού µε τους προέδρους του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου και της Επιτροπής τις συνόδους του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου. Με εξαίρεση το Συµβούλιο «Εξωτερικές Υποθέσεις», του οποίου προεδρεύει ο ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για θέµατα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής, η προεδρία του Συµβουλίου ασκείται εκ περιτροπής από κάθε κράτος µέλος για περίοδο έξι µηνών. Η σειρά ορίζεται µε οµόφωνη απόφαση του Συµβουλίου. Η αλλαγή στην προεδρία γίνεται την 1η Ιανουαρίου και την 1η Ιουλίου κάθε έτους (2016: Κάτω Χώρες, Σλοβακία· 2017: Μάλτα, Εσθονία (3)· 2018: Βουλγαρία, Αυστρία· 2019: Ρουµανία, Φινλανδία· 2020: Κροατία, Γερµανία). Προκειµένου να εξασφαλιστεί συνέχεια, παρά τη σχετικά συχνή εναλλαγή της προεδρίας, οι εργασίες ακολουθούν ένα πρόγραµµα το οποίο συµφωνείται µεταξύ των εκάστοτε τριών διαδοχικών προεδριών και, συνεπώς, ισχύει για διάστηµα 18 µηνών (η λεγόµενη «οµαδική προεδρία»). Η προεδρία είναι επιφορτισµένη κυρίως µε τον συντονισµό των εργασιών του Συµβουλίου και των επιτροπών του. Εξάλλου, η προεδρία του Συµβουλίου έχει επίσης πολιτική σηµασία, δεδοµένου ότι το κράτος µέλος που την ασκεί αναβαθµίζεται στη διεθνή σκηνή και έτσι παρέχεται η ευκαιρία ιδίως στα µικρότερα κράτη µέλη να αναδειχθούν πολιτικά στον ρόλο αυτό απέναντι στους «µεγάλους» και να προβληθούν στην ευρωπαϊκή πολιτική.
Η προετοιµασία των εργασιών του Συµβουλίου γίνεται από πληθώρα προπαρασκευαστικών οργάνων (επιτροπές και οµάδες εργασίας), τα οποία συγκροτούνται από εκπροσώπους των κρατών µελών. Το σηµαντικότερο προπαρασκευαστικό όργανο είναι η επιτροπή των Μονίµων Αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών µελών («ΕΜΑ Ι και ΙΙ»), η οποία συνεδριάζει κατά κανόνα τουλάχιστον µία φορά την εβδοµάδα.
Το Συµβούλιο επικουρείται από τη Γενική Γραµµατεία, η οποία απασχολεί περίπου 2 800 υπαλλήλους και διοικείται από τον Γενικό Γραµµατέα που ορίζεται από το Συµβούλιο.
Έδρα του Συµβουλίου είναι οι Βρυξέλλες.
Αρµοδιότητες
Το Συµβούλιο της ΕΕ έχει πέντε βασικές αρµοδιότητες:
- Προέχουσα αρµοδιότητα του Συµβουλίου, την οποία ασκεί από κοινού µε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο πλαίσιο της συνήθους νοµοθετικής διαδικασίας, είναι η νοµοθετική.
- Παράλληλα, το συµβούλιο είναι αρµόδιο για τον συντονισµό της δηµοσιονοµικής πολιτικής των κρατών µελών.
- Αναπτύσσει την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας της ΕΕ βάσει κατευθυντήριων γραµµών που καθορίζει το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο.
- Το Συµβούλιο είναι το αρµόδιο όργανο για τη σύναψη συµφωνιών µεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών ή διεθνών οργανισµών.
- Το Συµβούλιο καταρτίζει, βάσει προσχεδίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον προϋπολογισµό, ο οποίος στη συνέχεια χρήζει έγκρισης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Επίσης, προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την απαλλαγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισµού.
Το Συµβούλιο διορίζει, περαιτέρω, τα µέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Ευρωπαϊκής Οικονοµικής και Κοινωνικής Επιτροπής, καθώς και της Επιτροπής των Περιφερειών.
Σύνοδοι του Συµβουλίου και λήψη αποφάσεων
Κατά τις συνόδους του Συµβουλίου επέρχεται εξισορρόπηση µεταξύ των εθνικών συµφερόντων των κρατών µελών και των συµφερόντων της Ένωσης. Μολονότι τα κράτη µέλη προβάλλουν στο πλαίσιο του Συµβουλίου προπαντός τα εθνικά τους συµφέροντα, υποχρεούνται συγχρόνως να σέβονται τους σκοπούς και τις ανάγκες της Ένωσης ως συνόλου. Το Συµβούλιο είναι όργανο της Ένωσης και όχι κυβερνητική διάσκεψη. Ως εκ τούτου, κατά τις συνόδους δεν αναζητείται ο ελάχιστος κοινός παρονοµαστής µεταξύ των κρατών µελών, αλλά επιδιώκεται η βέλτιστη εξισορρόπηση µεταξύ των συµφερόντων της ΕΕ και των εθνικών συµφερόντων των κρατών µελών.
Το Συµβούλιο συνεδριάζει και αποφασίζει βάσει εγγράφων και σχεδίων συνταγµένων στις 24 επίσηµες γλώσσες της ΕΕ (βουλγαρική, δανική, γερµανική, αγγλική, εσθονική, φινλανδική, γαλλική, ελληνική, ιρλανδική, ιταλική, κροατική, λετονική, λιθουανική, µαλτέζικη, ολλανδική, πορτογαλική, ρουµανική, σουηδική, σλοβακική, σλοβενική, ισπανική, τσεχική και ουγγρική). Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις επιτρέπεται κατόπιν οµόφωνης απόφασης η παρέκκλιση από τον γλωσσικό κανόνα. Το ίδιο ισχύει για τις προτάσεις τροπολογιών οι οποίες εισάγονται και συζητούνται κατά τη διάρκεια της συνόδου.
Σύµφωνα µε τις Συνθήκες της ΕΕ, οι αποφάσεις στο Συµβούλιο λαµβάνονται κατ’ αρχήν µε πλειοψηφία. Κατά κανόνα απαιτείται εν προκειµένω ειδική πλειοψηφία (άρθρο 16 παράγραφος 3 ΣΕΕ). Κατ’ εξαίρεση, σε ορισµένους τοµείς (ιδίως ως προς διαδικαστικά ζητήµατα) αρκεί απλή πλειοψηφία, µε κάθε µέλος του Συµβουλίου να έχει µία ψήφο (ήτοι, επί των σηµερινών 28 κρατών µελών, η απλή πλειοψηφία επιτυγχάνεται µε 15 ψήφους).
Σύµφωνα µε το σύστηµα της διπλής πλειοψηφίας, ειδική πλειοψηφία επιτυγχάνεται µόνον εφόσον υπερψηφιστεί η πρόταση της Επιτροπής από τουλάχιστον το 55 % των µελών του Συµβουλίου, προερχόµενα από τουλάχιστο 16 κράτη µέλη, τα οποία αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 65 % του πληθυσµού της Ένωσης (άρθρο 16 παράγραφος 4 ΣΕΕ).
Προκειµένου να αποτραπεί το ενδεχόµενο να παρεµποδιστεί η λήψη µιας απόφασης από έναν µικρό αριθµό κρατών µε µεγάλο πληθυσµό, προβλέπεται ότι ο αριθµός τους δεν µπορεί να είναι µικρότερος από τέσσερα (µειοψηφία αρνησικυρίας), τα οποία αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 35 % του πληθυσµού της ΕΕ. Το σύστηµα ολοκληρώνεται από έναν συµπληρωµατικό µηχανισµό: Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επίτευξη µειοψηφίας αρνησικυρίας, η διαδικασία λήψης απόφασης µπορεί να ανασταλεί. Στην περίπτωση αυτή το Συµβούλιο της ΕΕ δεν διεξάγει ψηφοφορία αλλά συνεχίζει τις διαπραγµατεύσεις για «εύλογο χρονικό διάστηµα», εφόσον το ζητήσουν µέλη του Συµβουλίου που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 75 % του πληθυσµού ή τουλάχιστον το 75 % του αριθµού των κρατών µελών που απαιτούνται για τη διαµόρφωση µειοψηφίας αρνησικυρίας.
Για αποφάσεις που άπτονται ιδιαίτερα ευαίσθητων τοµέων οι Συνθήκες προβλέπουν οµοφωνία. Ωστόσο, οι αποχές δεν παρεµποδίζουν τη λήψη απόφασης. Οµοφωνία απαιτείται π.χ. για ζητήµατα φορολογίας, ρυθµίσεις που αφορούν την κοινωνική ασφάλιση και προστασία των εργαζοµένων, τη διαπίστωση παραβιάσεων θεµελιωδών αρχών της Ένωσης εκ µέρους κράτους µέλους, καθώς και για αποφάσεις που αφορούν τον καθορισµό αρχών και την εφαρµογή της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας ή ορισµένες αποφάσεις στους τοµείς της αστυνοµικής συνεργασίας και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.

Federica Mogherini, ύπατη εκπρόσωπος της Ένωσης για θέµατα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, Donald Tusk, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου, και Jean-Claude Juncker, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, µε τον Jens Stoltenberg, Γ.Γ. του ΝΑΤΟ, στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία στις 8/9 Ιουλίου 2016
Ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέµατα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (άρθρο 18 ΣΕΕ)
Ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέµατα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας δεν είναι ο υπουργός εξωτερικών της Ένωσης, όπως σχεδιαζόταν στο πλαίσιο των εργασιών για το Σύνταγµα. Ωστόσο, η θέση του στο θεσµικό πλέγµα ενισχύθηκε και διευρύνθηκε σηµαντικά. Ο ύπατος εκπρόσωπος έχει παρουσία τόσο στο Συµβούλιο της ΕΕ, όπου προεδρεύει του Συµβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, όσο και στην Επιτροπή, όπου ως αντιπρόεδρος είναι αρµόδιος για θέµατα εξωτερικών υποθέσεων. Ο ύπατος εκπρόσωπος εκλέγεται από το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο µε ειδική πλειοψηφία και µε τη σύµφωνη γνώµη του προέδρου της Επιτροπής. Επικουρείται από τη νεοσύστατη, µόλις το έτος 2011, Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής ∆ράσης (ΕΥΕ∆), η οποία προέκυψε από τη συγχώνευση των αρµόδιων για θέµατα εξωτερικής πολιτικής υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και του Συµβουλίου, ενώ περιλαµβάνει επίσης διπλωµάτες των εθνικών διπλωµατικών αρχών.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (άρθρο 17 ΣΕΕ)
ΣΥΝΘΕΣΗ
28 µέλη
από τα οποία
πρόεδρος
πρώτος αντιπρόεδρος
ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέµατα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, παράλληλα και αντιπρόεδρος
5 επιπλέον αντιπρόεδροι
20 επίτροποι
Αρµοδιότητες
Νοµοθετική πρωτοβουλία
Έλεγχος της τήρησης και της ορθής εφαρµογής του δικαίου της Ένωσης
∆ιαχείριση και εκτέλεση των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης
Εκπροσώπηση της ΕΕ σε διεθνείς οργανισµούς
Σύνθεση
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποτελείται από 28 µέλη, ένα από κάθε κράτος µέλος, ήτοι σήµερα στην Επιτροπή θητεύουν 28 επίτροποι (µε διαφορετικές αρµοδιότητες) (άρθρο 17 παράγραφος 4 ΣΕΕ). Η προβλεπόµενη στο άρθρο 17 παράγραφος 5 ΣΕΕ συρρίκνωση της Επιτροπής στα δύο τρίτα του αριθµού των κρατών µελών από την 1η Νοεµβρίου 2011 δεν έχει ενεργοποιηθεί, βάσει απόφασης του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου.
Επικεφαλής της Επιτροπής είναι ο πρόεδρος, ο οποίος κατέχει ισχυρή θέση στο σώµα. ∆εν είναι πλέον «πρώτος µεταξύ ίσων» αλλά η θέση του προέχει, καθώς καθορίζει τους προσανατολισµούς στο πλαίσιο των οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της και αποφασίζει σχετικά µε την εσωτερική οργάνωση της Επιτροπής [άρθρο 17 παράγραφος 6 στοιχεία α) και β) ΣΕΕ]. Έτσι, ο πρόεδρος έχει αρµοδιότητα να χαράσσει κατευθύνσεις και οργανωτική εξουσία. Εξοπλισµένος µε αυτές τις εξουσίες, ο πρόεδρος οφείλει να διασφαλίζει ότι τη συνοχή, αποτελεσµατικότητα και συλλογικότητα της δράσης της Επιτροπής, η οποία εκφράζεται ιδίως στη λήψη αποφάσεων ως Σώµα (άρθρο 250 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ). Ο πρόεδρος διαρθρώνει και κατανέµει τους τοµείς αρµοδιότητας της Επιτροπής µεταξύ των µελών της, ενώ µπορεί να προβαίνει και σε ανακατανοµή των αρµοδιοτήτων αυτών κατά τη διάρκεια της θητείας τους (άρθρο 248 ΣΛΕΕ). Ο πρόεδρος διορίζει τον πρώτο αντιπρόεδρο και τους λοιπούς αντιπροέδρους, πλην του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέµατα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, ο οποίος λόγω του αξιώµατός του είναι παράλληλα και αντιπρόεδρος της Επιτροπής. Επιπλέον, προβλέπεται ρητά ότι µέλος της Επιτροπής υποβάλλει παραίτηση, εφόσον του το ζητήσει ο πρόεδρος (άρθρο 17 παράγραφος 6 εδάφιο 2 ΣΕΕ). Τέλος, η υπερέχουσα θέση του προέδρου υπογραµµίζεται και από το δικαίωµά του σε ακρόαση κατά την επιλογή των λοιπών µελών της Επιτροπής, καθώς και από το γεγονός ότι συµµετέχει στο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο.
Οι επίτροποι σχηµατίζουν οµάδες έργου υπό την καθοδήγηση κάποιου εκ των αντιπροέδρων, οι οποίες ασχολούνται αντίστοιχα µε τους ακόλουθους τοµείς: 1. ενεργειακή ένωση µε µακρόπνοη πολιτική όσον αφορά την κλιµατική αλλαγή, 2. απασχόληση, ανάπτυξη, επενδύσεις και ανταγωνιστικότητα, 3. ψηφιακή ενιαία αγορά, 4. ευρώ και κοινωνικός διάλογος, 5. προϋπολογισµός και ανθρώπινοι πόροι.
Οι αντιπρόεδροι ενεργούν στο όνοµα του προέδρου ως εκπρόσωποί του. Στο πλαίσιο του τοµέα αρµοδιότητάς τους, καθοδηγούν και συντονίζουν το έργο διαφόρων επιτρόπων. Ιδιαίτερη θέση κατέχει ο πρώτος αντιπρόεδρος, ο οποίος λειτουργεί ως «δεξί χέρι» του προέδρου και στον οποίο ανατίθενται οριζόντιες αρµοδιότητες, όπως η βελτίωση της νοµοθεσίας, οι διοργανικές σχέσεις, το κράτος δικαίου και ο Χάρτης των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων. Έτσι, καµία πρόταση της Επιτροπής δεν τίθεται σε διαβούλευση στην Επιτροπή εάν δεν εγκριθεί προηγουµένως από τον πρώτο αντιπρόεδρο ως αναγκαίο µέτρο.
Ο πρόεδρος και τα µέλη της Επιτροπής διορίζονται για θητεία πέντε ετών. Συναφώς, εφαρµόζεται η διαδικασία του διορισµού. Η διαδικασία αυτή ρυθµίστηκε εκ νέου στο άρθρο 17 παράγραφος 7 ΣΕΕ µε τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Πρόκειται για διαδικασία που περιλαµβάνει περισσότερα στάδια. Αρχικά εκλέγεται ο πρόεδρος και στη συνέχεια επιλέγονται οι προσωπικότητες που προτείνεται να διοριστούν ως µέλη της Επιτροπής. Σε τρίτο στάδιο γίνεται ο επίσηµος διορισµός του προέδρου της Επιτροπής, του ύπατου εκπροσώπου της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας καθώς και των λοιπών µελών της Επιτροπής.
Αφού προβεί στις σχετικές διαβουλεύσεις, το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο, αποφασίζοντας µε ειδική πλειοψηφία, προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έναν υποψήφιο για το αξίωµα του προέδρου της Επιτροπής. Κατά την επιλογή του υποψηφίου για το αξίωµα του προέδρου της Επιτροπής λαµβάνεται υπόψη το αποτέλεσµα των εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στη νέα αυτή προϋπόθεση διακρίνεται η εντονότερη πολιτικοποίηση της Επιτροπής. Σε τελική ανάλυση, αυτό σηµαίνει ότι οι πολιτικές οµάδες που συγκεντρώνουν την εκάστοτε πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουν βαρύνουσα επιρροή στην ανάδειξη του προέδρου.
Μάλιστα, στην περίπτωση του διορισµού του Jean-Claude Juncker, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επέβαλε στο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο να προτείνει για το αξίωµα του προέδρου τον υποψήφιο της πολιτικής οµάδας που συγκέντρωνε την πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΛΚ). Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στηρίχθηκε στη ρύθµιση σύµφωνα µε την οποία, εάν ο υποψήφιος δεν συγκεντρώσει την αναγκαία πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο, αποφασίζοντας µε ειδική πλειοψηφία, προτείνει εντός µηνός νέο υποψήφιο, ο οποίος εκλέγεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο µε την ίδια διαδικασία. Με τον τρόπο αυτό, ο διορισµός του «επικρατούντος υποψηφίου» από τα κόµµατα για τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενισχύεται σηµαντικά, ενώ προβάλλεται περισσότερο στους πολίτες η σηµασία της συµµετοχής τους στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δεδοµένου ότι µε την ψήφο τους συναποφασίζουν εµµέσως και για τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκλέγει τον προτεινόµενο πρόεδρο µε πλειοψηφία των µελών του.
Μετά την εκλογή του προέδρου, το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο εγκρίνει «µε συναίνεση» (άρθρο 15 παράγραφος 4 ΣΕΕ) τον κατάλογο που έχει καταρτιστεί από τα κράτη µέλη µε τα λοιπά πρόσωπα που προορίζονται για µέλη της Επιτροπής. Στο πλαίσιο αυτό, επιλέγονται πρόσωπα βάσει των γενικών τους ικανοτήτων και της προσήλωσής τους στην Ευρωπαϊκή ιδέα και µεταξύ προσωπικοτήτων που παρέχουν πλήρη εχέγγυα ανεξαρτησίας. Αποφασίζοντας µε ειδική πλειοψηφία, το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο διορίζει τον ύπατο εκπρόσωπο της Ένωσης για θέµατα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας (άρθρο 18 παράγραφος 1 ΣΕΕ). Μεταξύ του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου και του εκλεγµένου προέδρου της Επιτροπής θα πρέπει να υπάρχει συµφωνία για τον υποψήφιο. Μάλιστα, για τον διορισµό του ύπατου εκπροσώπου απαιτείται ρητά η συµφωνία του ορισθέντος προέδρου της Επιτροπής. Εάν ο εκλεγείς πρόεδρος της Επιτροπής ασκήσει το δικαίωµα αρνησικυρίας, δεν µπορεί να ακολουθήσει ο διορισµός των λοιπών µελών της Επιτροπής.

Jean-Claude Juncker, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατά την οµιλία για την κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 14 Σεπτεµβρίου 2016 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. ∆ιακρίνονται ο Frans Timmermans, πρώτος αντιπρόεδρος, η Federica Mogherini, πρώτη αντιπρόεδρος και ύπατη εκπρόσωπος της Ένωσης για θέµατα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, καθώς και άλλα µέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Μετά την εκλογή του προέδρου και τον ορισµό του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέµατα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας και των λοιπών µελών της Επιτροπής, ολόκληρο το σώµα υπόκειται σε ψήφο έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εξάλλου, τα προτεινόµενα µέλη της Επιτροπής πρέπει αρχικά να απαντήσουν, στο πλαίσιο ακρόασης, στις ερωτήσεις των βουλευτών, οι οποίες συνήθως αφορούν θέµατα που άπτονται του τοµέα που προβλέπεται να ανατεθεί στον εκάστοτε προτεινόµενο επίτροπο καθώς και των προσωπικών βασικών θέσεών του σχετικά µε το µέλλον της ΕΕ. Μετά την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για την οποία αρκεί απλή πλειοψηφία, ο πρόεδρος και τα λοιπά µέλη της Επιτροπής διορίζονται από το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο µε ειδική πλειοψηφία. Η Επιτροπή αρχίζει τις εργασίες της µε τον διορισµό των µελών της.
Έδρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι οι Βρυξέλλες.
Αρµοδιότητες
Η Επιτροπή είναι κατ’ αρχάς η κινητήρια δύναµη της πολιτικής της ΕΕ. Από την Επιτροπή ξεκινά κάθε δράση της ΕΕ, καθώς αυτή έχει την αρµοδιότητα να υποβάλλει στο Συµβούλιο προτάσεις για ενωσιακή νοµοθετική ρύθµιση (το λεγόµενο «δικαίωµα πρωτοβουλίας» της Επιτροπής). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δεν ενεργεί κατά το δοκούν, αλλά είναι υποχρεωµένη να ενεργεί όταν το επιβάλλει το συµφέρον της Ένωσης. Την επεξεργασία πρότασης µπορούν εξάλλου να ζητήσουν από την Επιτροπή το Συµβούλιο (άρθρο 241 ΣΛΕΕ), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (άρθρο 225 ΣΛΕΕ), αλλά και οµάδα πολιτών της Ένωσης (άρθρο 11 παράγραφος 4 ΣΕΕ) στο πλαίσιο πρωτοβουλίας πολιτών. Πρωτογενείς νοµοθετικές εξουσίες αναγνωρίζονται στην Επιτροπή µόνο όσον αφορά συγκεκριµένα θέµατα (π.χ. στον τοµέα του προϋπολογισµού της ΕΕ, των διαρθρωτικών ταµείων, της καταπολέµησης των φορολογικών διακρίσεων, των ενισχύσεων και των ρητρών διασφάλισης). Σηµαντικά ευρύτερες είναι αντιθέτως οι νοµοθετικές εξουσίες που ανατίθενται στην Επιτροπή από το Συµβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε σχέση µε την εκτέλεση των θεσπιζόµενων από αυτά πράξεων (βλ. άρθρο 290 ΣΛΕΕ).
Η Επιτροπή είναι επίσης ο θεµατοφύλακας του δικαίου της Ένωσης. Ελέγχει την εφαρµογή και την εκτέλεση του πρωτογενούς και του παράγωγου δικαίου της Ένωσης από τα κράτη µέλη. Εάν κρίνει ότι ένα κράτος µέλος έχει παραβεί υποχρέωσή του που απορρέει από το δίκαιο της ΕΕ κινεί κατά του κράτους αυτού διαδικασία λόγω παραβάσεως (βλ. άρθρο 258 ΣΛΕΕ) και, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, παραπέµπει την υπόθεση στο ∆ικαστήριο. Η Επιτροπή επιλαµβάνεται επίσης παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης από φυσικά και νοµικά πρόσωπα, ιδίως παραβάσεων του ευρωπαϊκού δικαίου ανταγωνισµού, και µπορεί να επιβάλλει βαριές κυρώσεις. Τα τελευταία χρόνια η καταπολέµηση των παραβάσεων της νοµοθεσίας της ΕΕ έχει βρεθεί στο επίκεντρο της δραστηριότητας της Επιτροπής.
Στενά συνδεδεµένη µε τον ρόλο του θεµατοφύλακα είναι η αρµοδιότητα της Επιτροπής ως εκπροσώπου των συµφερόντων της Ένωσης. Η Επιτροπή δεν επιτρέπεται να επιδιώκει άλλα συµφέροντα, εκτός από εκείνα της Ένωσης. Κατά τις συχνά δύσκολες διαπραγµατεύσεις µέσα στο Συµβούλιο, οφείλει πάντα να καταβάλλει προσπάθειες για την προβολή των συµφερόντων της Ένωσης και να προτείνει συµβιβασµούς που λαµβάνουν υπόψη τα συµφέροντα αυτά. Πέραν αυτού, κατέχει συγχρόνως ρόλο µεσολαβητή µεταξύ των κρατών µελών, για τον οποίο είναι ιδιαίτερα κατάλληλη λόγω της ουδετερότητάς της.
Τέλος, η Επιτροπή είναι και εκτελεστικό όργανο —αν και σε περιορισµένη µόνο έκταση. Αυτό ισχύει ιδίως στον τοµέα του δικαίου του ανταγωνισµού, στον οποίο η Επιτροπή ασκεί κλασικά καθήκοντα διοικητικής αρχής: εξετάζει τα πραγµατικά περιστατικά, χορηγεί άδειες ή επιβάλλει απαγορεύσεις και, κατά περίπτωση, επιβάλλει κυρώσεις. Εκτεταµένες διοικητικές αρµοδιότητες διαθέτει επίσης σε σχέση µε τα διαρθρωτικά ταµεία της ΕΕ και την εκτέλεση του προϋπολογισµού. Ωστόσο, κατά κανόνα είναι τα ίδια τα κράτη µέλη που οφείλουν να µεριµνούν για την εφαρµογή των ρυθµίσεων της Ένωσης σε κάθε µεµονωµένη περίπτωση. Η λύση αυτή, την οποία επέλεξαν οι συντάκτες των Συνθηκών, έχει το πλεονέκτηµα ότι φέρνει πιο κοντά στους πολίτες την πραγµατικότητα της ευρωπαϊκής έννοµης τάξης, η οποία παραµένει γι’ αυτούς «ξένη», µέσα από την εξουσία και το γνώριµο πέπλο της εθνικής έννοµης τάξης.
∆ΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
Επιτροπή
(28 µέλη) (Γραφεία)
Γενική Γραµµατεία
Νοµική Υπηρεσία
Υπηρεσία εκπροσώπου Τύπου
Γενικές ∆ιευθύνσεις
Eurostat
- Ανθρώπινοι Πόροι και Ασφάλεια
- Ανταγωνισµός
- Απασχόληση, Κοινωνικές Υποθέσεις και Ένταξη
- Γειτονία και ∆ιαπραγµατεύσεις για τη ∆ιεύρυνση
- Γενική Γραµµατεία
- Γεωργία και Αγροτική Ανάπτυξη
- ∆ιεθνής Συνεργασία και Ανάπτυξη
- ∆ιερµηνεία
- ∆ικαιοσύνη και Καταναλωτές
- ∆ράση για το Κλίµα
- Εκπαίδευση και Πολιτισµός
- Εµπόριο
- Ενέργεια
- Επικοινωνία
- Επικοινωνιακά ∆ίκτυα, Περιεχόµενο και Τεχνολογίες
- Έρευνα και Καινοτοµία
- Εσωτερική Αγορά, Βιοµηχανία, Επιχειρηµατικότητα και ΜΜΕ
- Ευρωπαϊκή Πολιτική Προστασία και Επιχειρήσεις Ανθρωπιστικής Βοήθειας
- Θαλάσσια Πολιτική και Αλιεία
- Κινητικότητα και Μεταφορές
- Κοινό Κέντρο Ερευνών
- Μετανάστευση και Εσωτερικές Υποθέσεις
- Μετάφραση
- Οικονοµικές και Χρηµατοδοτικές Υποθέσεις
- Περιβάλλον
- Περιφερειακή Πολιτική και Αστική Ανάπτυξη
- Πληροφορική
- Προϋπολογισµός
- Υγεία και Ασφάλεια των Τροφίµων
- Υπηρεσία Μέσων Εξωτερικής Πολιτικής
- Φορολογία και Τελωνειακή Ένωση
- Χρηµατοπιστωτική Σταθερότητα, Χρηµατοπιστωτικές Υπηρεσίες και Ένωση Κεφαλαιαγορών
Γραφεία
- Γραφείο ∆ιαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατοµικών ∆ικαιωµάτων
- Γραφείο Υποδοµών και ∆ιοικητικής Υποστήριξης (Βρυξέλλες, Λουξεµβούργο)
- Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού
- Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέµησης της Απάτης
- Ευρωπαϊκό Κέντρο Πολιτικής Στρατηγικής
- Ιστορικά Αρχεία
- Κεντρική Βιβλιοθήκη
- Νοµική Υπηρεσία
- Υπεύθυνος Προστασίας ∆εδοµένων της Επιτροπής
- Υπηρεσία Εκδόσεων
- Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου
- Υπηρεσία Στήριξης ∆ιαρθρωτικών Μεταρρυθµίσεων

Συνεδρίαση του Τµήµατος µείζονος σύνθεσης του ∆ικαστηρίου
Το ∆ικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 19 ΣΕΕ)
Για µια έννοµη τάξη που θα έχει διάρκεια είναι απαραίτητο οι κανόνες της να επιτηρούνται από ανεξάρτητη εξουσία. Επιπλέον, σε µια ένωση κρατών, εάν ο έλεγχος των κοινών κανόνων ανατεθεί στα εθνικά δικαστήρια, οι κανόνες αυτοί θα ερµηνεύονται και θα εφαρµόζονται από κράτος σε κράτος µε διαφορετικό τρόπο. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ενιαία εφαρµογή του δικαίου της Ένωσης σε όλα τα κράτη µέλη θα ήταν προβληµατική. Οι λόγοι αυτοί οδήγησαν ήδη κατά την ίδρυση της ΕΚΑΧ, το 1952, στη σύσταση ενός ∆ικαστηρίου, το οποίο το 1957 έγινε το δικαιοδοτικό όργανο και των άλλων δύο κοινοτήτων [Ε(Ο)Κ και Ευρατόµ] και ήδη αποτελεί το δικαιοδοτικό όργανο της ΕΕ.
∆ικαιοδοτικές αρµοδιότητες ασκούνται σε δύο επίπεδα,
- από το ∆ικαστήριο ως ανώτατο δικαστήριο της ευρωπαϊκής δικαιοδοσίας (άρθρο 253 ΣΛΕΕ) και
- από το Γενικό ∆ικαστήριο (άρθρο 254 ΣΛΕΕ).
Προκειµένου να µειωθεί ο φόρτος εργασίας του ∆ικαστηρίου και να βελτιωθεί η έννοµη προστασία στην ΕΕ, το Συµβούλιο της ΕΕ συνέστησε το 2004 το ∆ικαστήριο ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. άρθρο 257 ΣΛΕΕ), το οποίο υπάγεται στο Γενικό ∆ικαστήριο. Ωστόσο, το 2015 ο νοµοθέτης της Ένωσης αποφάσισε να αυξήσει σταδιακά τον αριθµό των δικαστών στο Γενικό ∆ικαστήριο σε 56 και να µεταβιβάσει τις αρµοδιότητες του ∆ικαστηρίου ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Γενικό ∆ικαστήριο. Αντίστοιχα, το ∆ικαστήριο ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταργήθηκε από την 1η Σεπτεµβρίου 2016.
ΤΟ ∆ΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Σύνθεση
28 δικαστές και 11 γενικοί εισαγγελείς
που διορίζονται µε κοινή συµφωνία από τις κυβερνήσεις των κρατών µελών για περίοδο έξι ετών
Είδη διαδικασιών
∆ιαδικασίες επί παραβάσει: Επιτροπή κατά κράτους µέλους (άρθρο 258 ΣΛΕΕ)
Κράτος µέλος κατά κράτους µέλους (άρθρο 259 ΣΛΕΕ)
Προσφυγή ακύρωσης και προσφυγή λόγω παραλείψεως θεσµικού οργάνου της Ένωσης ή κράτους µέλους λόγω παράνοµης πράξης ή παράλειψης (άρθρα 263 και 265 ΣΛΕΕ)
Αιτήσεις έκδοσης προδικαστικών αποφάσεων από τα δικαστήρια των κρατών µελών σχετικά µε το κύρος και την ερµηνεία διατάξεων της νοµοθεσίας της Ένωσης (άρθρο 267 ΣΛΕΕ)
Ένδικα µέσα κατά αποφάσεων του Γενικού ∆ικαστηρίου (άρθρο 256 ΣΛΕΕ)
Το ∆ικαστήριο ασκεί την ανώτατη δικαστική εξουσία σε όλα τα ζητήµατα του δικαίου της Ένωσης. Καθήκον του είναι γενικά να εξασφαλίζει «την τήρηση του δικαίου κατά την ερµηνεία και την εφαρµογή των Συνθηκών».
Αυτή η γενική περιγραφή της αρµοδιότητας περιλαµβάνει τρεις βασικούς τοµείς:
- τον έλεγχο της εφαρµογής του δικαίου της Ένωσης, τόσο σε σχέση µε τη συµπεριφορά των θεσµικών οργάνων της Ένωσης κατά την εκτέλεση των διατάξεων των Συνθηκών όσο και σε σχέση µε την εκπλήρωση από τα κράτη µέλη και τους ιδιώτες των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο,
- την ερµηνεία του δικαίου της Ένωσης, και
- την περαιτέρω εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.
Το ∆ικαστήριο ασκεί αυτές τις αρµοδιότητες στο πλαίσιο τόσο της γνωµοδοτικής όσο και της δικαιοδοτικής λειτουργίας του. Η γνωµοδοτική λειτουργία έχει τη µορφή δεσµευτικών γνωµοδοτήσεων για τις συµφωνίες που η Ένωση επιθυµεί να συνάψει µε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισµούς. Πολύ σηµαντικότερη είναι όµως η λειτουργία του ∆ικαστηρίου ως δικαιοδοτικού οργάνου. Στο πλαίσιο αυτής της λειτουργίας το ∆ικαστήριο ασκεί αρµοδιότητες οι οποίες στις έννοµες τάξεις των κρατών µελών κατανέµονται µεταξύ διαφόρων δικαστηρίων. Έτσι, το ∆ικαστήριο λειτουργεί ως συνταγµατικό δικαστήριο όταν εκδικάζει διαφορές µεταξύ των οργάνων της Ένωσης και ελέγχει τη νοµιµότητα της νοµοθεσίας της Ένωσης, ως διοικητικό δικαστήριο όταν ελέγχει τις διοικητικές πράξεις που εκδίδει η Επιτροπή ή, εµµέσως, οι αρχές των κρατών µελών (βάσει του δικαίου της Ένωσης), ως εργατοδικείο και δικαστήριο διαφορών κοινωνικής ασφάλισης όταν εκδικάζει ζητήµατα που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία και την κοινωνική ασφάλιση των εργαζοµένων καθώς και την ίση µεταχείριση ανδρών και γυναικών στην εργασία, ως φορολογικό δικαστήριο όταν εξετάζει ζητήµατα που αφορούν το κύρος και την ερµηνεία των διατάξεων των οδηγιών επί φορολογικών και τελωνειακών θεµάτων, αλλά και ως αστικό δικαστήριο όταν εκδικάζει αγωγές αποζηµιώσεως και όταν ερµηνεύει τις διατάξεις περί αναγνώρισης και εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων επί αστικών και εµπορικών διαφορών.
Το Γενικό ∆ικαστήριο
Ο φόρτος εργασίας του ∆ικαστηρίου αυξάνεται σταθερά µε την πάροδο του χρόνου. Θα εξακολουθήσει δε να αυξάνεται αν αναλογιστεί κανείς το δυναµικό συγκρούσεων που έχει δηµιουργηθεί από τις πολυάριθµες οδηγίες που έχουν εκδοθεί για την πραγµάτωση της εσωτερικής αγοράς και έχουν µεταφερθεί στα εθνικά δίκαια. Άλλα αµφισβητούµενα θέµατα που χρήζουν της απάντησης του ∆ικαστηρίου προδιαγράφονται ήδη σε σχέση µε τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για τον λόγο αυτό δηµιουργήθηκε ήδη το 1988 ένα ακόµη δικαστήριο.
Σύνθεση
επί του παρόντος 44 δικαστές µε κάθε κράτος µέλος να αποστέλλει τουλάχιστον έναν δικαστή που διορίζονται µε κοινή συµφωνία από τις κυβερνήσεις των κρατών µελών
για περίοδο έξι ετών
Είδη διαδικασιών
Προσφυγές ακύρωσης και προσφυγές λόγω παραλείψεως από φυσικά ή νοµικά πρόσωπα κατά παράνοµης πράξης ή παράλειψης ενωσιακού οργάνου Προσφυγές των κρατών µελών κατά της Επιτροπής και/ή του Συµβουλίου που αφορούν τους τοµείς των κρατικών ενισχύσεων, του αντιντάµπινγκ και των εκτελεστικών αρµοδιοτήτων (άρθρα 263 και 265 ΣΛΕΕ)
Αγωγές αποζηµίωσης λόγω συµβατικής ή εξωσυµβατικής ευθύνης (άρθρο 268 και άρθρο 340 παράγραφοι 1 και 2 ΣΛΕΕ)
Το Γενικό ∆ικαστήριο δεν είναι νέο όργανο της Ένωσης, αλλά µέρος του θεσµού του ∆ικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγχρόνως, όµως, είναι ανεξάρτητο και οργανωτικά αυτόνοµο σε σχέση µε το ∆ικαστήριο. ∆ιαθέτει δική του γραµµατεία και διέπεται από δικό του κανονισµό διαδικασίας. Για λόγους διάκρισης προτάσσεται το γράµµα «T» (Tribunal) για τις υποθέσεις του Γενικού ∆ικαστηρίου (π.χ. T-1/99) και το γράµµα «C» (Cour) για τις υποθέσεις του ∆ικαστηρίου (π.χ. C-1/99).
Αρχικά το Γενικό ∆ικαστήριο ήταν αρµόδιο για περιορισµένο κύκλο υποθέσεων. Σήµερα οι αρµοδιότητές του είναι οι εξής:
- Σε πρώτο βαθµό, ήτοι υπό τον έλεγχο του ∆ικαστηρίου, το Γενικό ∆ικαστήριο είναι αρµόδιο για προσφυγές ακύρωσης ή λόγω παράλειψης που ασκούνται από φυσικά ή νοµικά πρόσωπα κατά οργάνων της Ένωσης, προσφυγές των κρατών µελών κατά της Επιτροπής και/ή του Συµβουλίου που αφορούν τους τοµείς των κρατικών ενισχύσεων, του αντιντάµπινγκ και των εκτελεστικών αρµοδιοτήτων, αποφάσεις βάσει ρήτρας διαιτησίας που έχει περιληφθεί σε σύµβαση συναφθείσα από την ΕΕ ή για λογαριασµό της, καθώς και για αγωγές αποζηµίωσης κατά της ΕΕ.
- Επίσης, προβλέπεται ότι στο Γενικό ∆ικαστήριο δύναται να µεταβιβαστεί αρµοδιότητα για την έκδοση προδικαστικών αποφάσεων σε ορισµένους τοµείς, ωστόσο µέχρι σήµερα δεν έχει γίνει χρήση της δυνατότητας αυτής.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (άρθρα 129 και 130 ΣΛΕΕ)
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει την έδρα της στη Φρανκφούρτη και βρίσκεται στο κέντρο της οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης. Είναι υπεύθυνη για τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού νοµίσµατος «ευρώ» και ελέγχει την προσφορά χρήµατος σε αυτό το νόµισµα (άρθρο 128 ΣΛΕΕ).
Για την εκτέλεση της αποστολής της η ΕΚΤ απολαύει ανεξαρτησίας, η οποία κατοχυρώνεται µε πολυάριθµες διατάξεις. Κατά την άσκηση των εξουσιών και την εκτέλεση των καθηκόντων και υποχρεώσεών τους, ούτε η ΕΚΤ ούτε οι εθνικές κεντρικές τράπεζες δέχονται υποδείξεις από όργανα της ΕΕ, από κυβερνήσεις των κρατών µελών ή από άλλους οργανισµούς. Τα όργανα της ΕΕ και οι κυβερνήσεις των κρατών µελών απέχουν από κάθε προσπάθεια άσκησης επιρροής (άρθρο 130 ΣΛΕΕ).
Το Ευρωπαϊκό Σύστηµα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) αποτελείται από την ΕΚΤ και τις κεντρικές τράπεζες των κρατών µελών (άρθρο 129 ΣΛΕΕ). Το ΕΣΚΤ έχει ως αποστολή να χαράσσει και να εφαρµόζει τη νοµισµατική πολιτική της Ένωσης και το αποκλειστικό δικαίωµα να επιτρέπει την έκδοση τραπεζογραµµατίων και την κοπή κερµάτων εντός της Ένωσης. Επίσης το ΕΣΚΤ διαχειρίζεται τα επίσηµα συναλλαγµατικά διαθέσιµα των κρατών µελών και µεριµνά για την οµαλή λειτουργία των συστηµάτων πληρωµών εντός της Ένωσης (άρθρο 127 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ).
Το Ελεγκτικό Συνέδριο (άρθρα 285 και 286 ΣΛΕΕ)
Το Ελεγκτικό Συνέδριο ιδρύθηκε στις 22 Ιουλίου 1975 και άρχισε να λειτουργεί τον Οκτώβριο του 1997 στο Λουξεµβούργο. Ήδη αναγνωρίζεται ως θεσµικό όργανο της ΕΕ (άρθρο 13 ΣΕΕ). Αποτελείται —κατ’ αντιστοιχία του σηµερινού αριθµού των κρατών µελών— από 28 µέλη που διορίζονται από το Συµβούλιο, το οποίο, ύστερα από διαβούλευση µε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εγκρίνει µε ειδική πλειοψηφία τον κατάλογο των µελών που καταρτίζεται σύµφωνα µε τις προτάσεις που υποβάλλει κάθε κράτος µέλος (άρθρο 286 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ). Ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκλέγεται από τους κόλπους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για περίοδο τριών ετών. Η επανεκλογή του επιτρέπεται.
Αρµοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι να ελέγχει τη νοµιµότητα και την κανονικότητα των εσόδων και εξόδων της ΕΕ και να εξακριβώνει τη χρηστή δηµοσιονοµική διαχείριση. Ουσιαστικά, το µόνο µέσο πίεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι η δηµοσιότητα. Κατά το κλείσιµο κάθε οικονοµικής χρήσης τα αποτελέσµατα του ελέγχου καταγράφονται σε ετήσια έκθεση, η οποία δηµοσιεύεται στην Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται στη διάθεση του ευρωπαϊκού κοινού. Εκτός αυτού, το Ελεγκτικό Συνέδριο µπορεί να τοποθετηθεί ανά πάσα στιγµή επί συγκεκριµένων θεµάτων µε ειδικές εκθέσεις, οι οποίες επίσης δηµοσιεύονται στην Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επικουρικά όργανα
Η Ευρωπαϊκή Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή (άρθρο 301 ΣΛΕΕ)
Η Ευρωπαϊκή Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) αποτελεί τη θεσµική εκπροσώπηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση των διάφορων οµάδων της οικονοµικής και κοινωνικής ζωής, όπως είναι ιδίως οι εργοδότες και οι εργαζόµενοι, οι αγρότες, οι µεταφορείς, οι έµποροι, οι βιοτέχνες, οι ελεύθεροι επαγγελµατίες και οι µικροµεσαίοι επιχειρηµατίες. Οι καταναλωτές, οι ενώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και τα σωµατεία εκπροσωπούνται επίσης στην Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή.
Η επιτροπή αποτελείται από 350 µέλη (συµβούλους), τα οποία προέρχονται από τις πλέον αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των κρατών µελών. Τα µέλη διορίζονται για πέντε έτη από το Συµβούλιο της ΕΕ, το οποίο για τον σκοπό αυτό εγκρίνει τον κατάλογο των µελών, που καταρτίζεται σύµφωνα µε τις προτάσεις που υποβάλλει κάθε κράτος µέλος.
Η κατανοµή των µελών της ΟΚΕ µεταξύ των κρατών έχει ως εξής:
Αριθµός των µελών της Ευρωπαϊκής Οικονοµικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Επιτροπής των Περιφερειών ανά κράτος µέλος | |
---|---|
Γερµανία, Γαλλία, Ιταλία, Ηνωµένο Βασίλειο | 24 |
Πολωνία, Ισπανία | 21 |
Ρουµανία | 15 |
Βέλγιο, Βουλγαρία, Ελλάδα, Κάτω Χώρες, Αυστρία, Πορτογαλία, Σουηδία, Τσεχική ∆ηµοκρατία, Ουγγαρία | 12 |
∆ανία, Φινλανδία, Ιρλανδία, Κροατία, Λιθουανία, Σλοβακία | 9 |
Λετονία, Σλοβενία | 7 |
Εσθονία | 6 |
Λουξεµβούργο, Μάλτα, Κύπρος | 5 |
Οι σύµβουλοι διαχωρίζονται σε τρεις οµάδες (εργοδότες, µισθωτοί, διάφορες δραστηριότητες). Η επεξεργασία των γνωµοδοτήσεων που θα εκδώσει η ολοµέλεια γίνεται από «εξειδικευµένες οµάδες εργασίας». Εκτός αυτού, η ΕΟΚΕ συνεργάζεται στενά µε τις κοινοβουλευτικές επιτροπές και τις οµάδες εργασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Σε ορισµένες περιπτώσεις, η ΕΟΚΕ µετέχει στη νοµοθετική διαδικασία. Μπορεί επίσης να γνωµοδοτεί µε δική της πρωτοβουλία. Οι γνωµοδοτήσεις αυτές αποτελούν σύνθεση απόψεων που πολλές φορές διαφέρουν σηµαντικά µεταξύ τους. Είναι δε ιδιαιτέρως χρήσιµες για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συµβούλιο της ΕΕ επειδή επιτρέπουν στα όργανα αυτά να πληροφορούνται ποιες τροποποιήσεις επιθυµούν οι κοινωνικές οµάδες τις οποίες επηρεάζει άµεσα µια πρόταση.
Η Επιτροπή των Περιφερειών (άρθρο 305 ΣΛΕΕ)
Η Επιτροπή των Περιφερειών συστάθηκε από τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Συνθήκη του Μάαστριχτ) ως νέο συµβουλευτικό όργανο πέραν της ήδη υπάρχουσας Ευρωπαϊκής Οικονοµικής και Κοινωνικής Επιτροπής. Όπως και η Ευρωπαϊκή Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή, η Επιτροπή των Περιφερειών δεν αποτελεί κατά κυριολεξία όργανο της ΕΕ, καθώς ασκεί µόνο συµβουλευτικές αρµοδιότητες. ∆εν εκτελεί κατά τρόπο νοµικά δεσµευτικό καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στην ΕΕ, όπως συµβαίνει µε τα όργανα της ΕΕ (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Ευρωπαϊκό Συµβούλιο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ∆ικαστήριο, Ελεγκτικό Συνέδριο, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα).
Η Επιτροπή των Περιφερειών αποτελείται, όπως και η Ευρωπαϊκή Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή, από 350 µέλη. Τα µέλη της Επιτροπής των Περιφερειών είναι αντιπρόσωποι των δηµοτικών ή περιφερειακών αρχών των κρατών µελών, οι οποίοι κατέχουν κάποιο αιρετό αξίωµα ή λογοδοτούν πολιτικά απέναντι σε µια αιρετή συνέλευση.
Η γνώµη της Επιτροπής των Περιφερειών πρέπει να ζητείται υποχρεωτικά από το Συµβούλιο ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε ορισµένες περιπτώσεις (υποχρεωτική γνωµοδότηση), σε τοµείς όπως η παιδεία, ο πολιτισµός, η δηµόσια υγεία, τα διευρωπαϊκά δίκτυα, οι υποδοµές µεταφορών, τηλεπικοινωνιών και ενέργειας, η οικονοµική και κοινωνική συνοχή, η πολιτική απασχόλησης και η κοινωνική νοµοθεσία. Επίσης, το Συµβούλιο, ακόµη και χωρίς να έχει υποχρέωση, ζητεί τακτικά τη γνώµη της Επιτροπής των Περιφερειών επί διαφόρων σχεδίων νοµοθετικών πράξεων (προαιρετική γνωµοδότηση).
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (άρθρο 308 ΣΛΕΕ)
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, µε έδρα το Λουξεµβούργο, αποτελεί χρηµατοδοτικό ίδρυµα της ΕΕ που έχει ως αποστολή να συµβάλλει στην ισόρροπη και απρόσκοπτη ανάπτυξή της. Σκοπός της είναι να παρέχει δάνεια και εγγυήσεις σε όλους τους τοµείς της οικονοµίας, ιδίως για την αξιοποίηση των λιγότερο ανεπτυγµένων περιοχών, τον εκσυγχρονισµό ή τη µετατροπή επιχειρήσεων ή τη δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας, καθώς και για σχέδια κοινού ενδιαφέροντος για περισσότερα κράτη µέλη.
Η ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Το «σύνταγµα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιγράφεται στις προηγούµενες ενότητες, και ιδίως οι θεµελιώδεις αξίες του, εκφράζονται καταρχήν κατά τρόπο αρκετά αφηρηµένο και χρήζουν περαιτέρω συγκεκριµενοποίησης στο πλαίσιο της έννοµης τάξης της ΕΕ. Γι’ αυτό και η Ένωση αποτελεί φαινόµενο του δικαίου από δύο απόψεις: είναι δηµιούργηµα του δικαίου και αποτελεί ένωση µέσω του δικαίου.
Η ΕΕ ως δηµιούργηµα του δικαίου και ως ένωση µέσω του δικαίου
Το καθοριστικό νέο γνώρισµα που διαχωρίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση από προηγούµενες προσπάθειες ενοποίησης της Ευρώπης είναι ότι δεν χρησιµοποιούνται ως µέσα η βία και η υποταγή, αλλά η δύναµη του δικαίου. Γιατί µόνο η ενότητα που βασίζεται σε ελεύθερη απόφαση έχει προοπτική ύπαρξης· µια ενότητα που έχει ως υπόβαθρο θεµελιώδεις αξίες, όπως η ελευθερία και η ισότητα, και διαφυλάσσεται και πραγµατώνεται µέσω του δικαίου. Στο σκεπτικό αυτό βασίζονται οι ιδρυτικές Συνθήκες µέσα από τις οποίες γεννήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι όµως µόνο δηµιούργηµα του δικαίου, αλλά συγχρόνως επιδιώκει τους σκοπούς της αποκλειστικά µε τα µέσα του δικαίου. Αποτελεί ένωση µέσω του δικαίου. ∆εν είναι η δύναµη της εξουσίας που ρυθµίζει την οικονοµική και κοινωνική συµβίωση των λαών των κρατών µελών, αλλά το δίκαιο της Ένωσης. Αυτό αποτελεί τη βάση του θεσµικού συστήµατος. Καθορίζει τις διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων εκ µέρους των οργάνων της Ένωσης και ρυθµίζει τις µεταξύ τους σχέσεις. Με τους κανονισµούς, τις οδηγίες και τις αποφάσεις, το δίκαιο της Ένωσης παρέχει στα όργανά της δυνατότητες δράσης για την έκδοση νοµοθετικών πράξεων µε δεσµευτική ισχύ για τα κράτη µέλη και τους πολίτες τους. Έτσι, µετατρέπει το άτοµο σε φορέα της Ένωσης. Η έννοµη τάξη της επηρεάζει άµεσα την καθηµερινή του ζωή ολοένα και περισσότερο. Του παραχωρεί δικαιώµατα και του επιβάλλει υποχρεώσεις, ούτως ώστε ως πολίτης µιας χώρας και ως πολίτης της Ένωσης να υπόκειται σε έννοµες τάξεις διαφόρων βαθµίδων, µε τον τρόπο που ισχύει για τα συντάγµατα των οµοσπονδιακών κρατών. Όπως κάθε άλλη έννοµη τάξη, έτσι και η έννοµη τάξη της Ένωσης παρέχει ένα κλειστό σύστηµα έννοµης προστασίας για τις διαφορές περί το δίκαιο της Ένωσης και την επιβολή του. Το δίκαιο της Ένωσης καθορίζει επίσης τη σχέση µεταξύ της Ένωσης και των κρατών µελών. Τα κράτη µέλη οφείλουν να λαµβάνουν όλα τα κατάλληλα µέτρα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή τις πράξεις των οργάνων της Ένωσης. Σε αυτά εναπόκειται να διευκολύνουν τη δράση της και να απέχουν από κάθε ενέργεια που θα µπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την πραγµατοποίηση των σκοπών των Συνθηκών. Τα κράτη µέλη ευθύνονται έναντι των πολιτών της Ένωσης για οποιαδήποτε ζηµία προκληθεί λόγω της παραβίασης του δικαίου της.
Οι πηγές του δικαίου της Ένωσης
Ο όρος «πηγή δικαίου» έχει διττή έννοια: Κατ’ αρχάς περιγράφει τον λόγο της γένεσης του δικαίου, δηλαδή τα κίνητρα για τη θέσπισή του. Υπό την έννοια αυτή, πηγή του δικαίου της Ένωσης είναι η επιθυµία να περιφρουρηθεί η ειρήνη και να οικοδοµηθεί µια καλύτερη Ευρώπη µέσω στενότερων οικονοµικών δεσµών, δύο επιδιώξεις στις οποίες οφείλει την ύπαρξή της η Ένωση. Αντίθετα, υπό νοµικούς όρους, µε την έννοια «πηγή δικαίου» νοείται η προέλευση και η θεµελίωση του δικαίου.
Οι ιδρυτικές Συνθήκες της ΕΕ ως πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης
Ως πρωταρχική πηγή δικαίου πρέπει να αναφερθούν οι ιδρυτικές Συνθήκες της ΕΕ, συµπεριλαµβανοµένων των παραρτηµάτων, των προσθηκών και των πρωτοκόλλων τους, καθώς και οι µετέπειτα συµπληρώσεις και τροποποιήσεις τους. Οι ιδρυτικές Συνθήκες, καθώς και οι τροποποιήσεις και οι συµπληρώσεις τους, ιδίως υπό τη µορφή των Συνθηκών του Μάαστριχτ, του Άµστερνταµ, της Νίκαιας και της Λισαβόνας καθώς και των διαφόρων συνθηκών προσχώρησης, περιλαµβάνουν τις θεµελιώδεις διατάξεις όσον αφορά τους στόχους, την οργάνωση και τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και ορισµένα τµήµατα του οικονοµικού δικαίου. Αυτό ισχύει και για τον Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος µετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας έχει το ίδιο νοµικό κύρος µε τις Συνθήκες (άρθρο 6 παράγραφος 1 ΣΕΕ). Κατ’ αυτόν τον τρόπο χαράσσουν το συνταγµατικό πλαίσιο της Ένωσης εντός του οποίου οφείλουν να ενεργούν προς το συµφέρον της τα όργανα της Ένωσης, τα οποία για τον σκοπό αυτό είναι εξοπλισµένα µε νοµοθετικές και διοικητικές αρµοδιότητες. Ως δίκαιο το οποίο παράγεται άµεσα από τα κράτη µέλη, οι διατάξεις αυτές αναφέρονται στον νοµικό λόγο ως πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης.
Οι πράξεις της ΕΕ ως παράγωγο δίκαιο της Ένωσης
Το δίκαιο που παράγεται από τα όργανα της ΕΕ κατά την άσκηση των εξουσιών που τους έχουν µεταβιβαστεί ονοµάζεται παράγωγο δίκαιο της Ένωσης και αποτελεί τη δεύτερη σηµαντική πηγή δικαίου της ΕΕ.
Αποτελείται από νοµικές πράξεις µε χαρακτήρα νόµου (νοµοθετικές πράξεις), νοµικές πράξεις χωρίς χαρακτήρα νόµου (απλές νοµικές πράξεις, πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, εκτελεστικές πράξεις), µη δεσµευτικές νοµικές πράξεις (γνωµοδοτήσεις, συστάσεις), καθώς και άλλου είδους πράξεις που δεν συνιστούν νοµικές πράξεις (π.χ. διοργανικές συµφωνίες, ψηφίσµατα, ανακοινώσεις, προγράµµατα δράσης). Ως νοµοθετικές πράξεις νοούνται εν προκειµένω οι πράξεις οι οποίες εκδίδονται κατά τη συνήθη ή ειδική νοµοθετική διαδικασία (άρθρο 289 ΣΛΕΕ). Οι πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση (άρθρο 290 ΣΛΕΕ) είναι πράξεις µη νοµοθετικού χαρακτήρα, οι οποίες ωστόσο έχουν καθολική και δεσµευτική ισχύ και µε τις οποίες τροποποιούνται ή συµπληρώνονται ορισµένες µη ουσιώδεις διατάξεις µιας νοµοθετικής πράξης. Αυτό γίνεται από την Επιτροπή, η οποία θα πρέπει να είναι ρητά εξουσιοδοτηµένη προς τούτο µε νοµοθετική πράξη. Στην περίπτωση που για την υλοποίηση µιας νοµικά δεσµευτικής πράξης της ΕΕ απαιτείται ο καθορισµός ενιαίων προϋποθέσεων, αυτός γίνεται µε εκτελεστική πράξη, την οποία κατά κανόνα εκδίδει η Επιτροπή ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το Συµβούλιο (άρθρο 291 ΣΛΕΕ). Τα όργανα της Ένωσης µπορούν να εκδίδουν συστάσεις και γνώµες υπό µορφή µη δεσµευτικών πράξεων. Τέλος, υπάρχει µια σειρά «πράξεων που δεν συνιστούν νοµικές πράξεις» οι οποίες επιτρέπουν στα όργανα της ΕΕ να εκφράζουν µη δεσµευτικές γνώµες και προθέσεις ή ρυθµίζουν την εσωτερική λειτουργία της ΕΕ ή των οργάνων της, όπως στην περίπτωση των από κοινού συµφωνούµενων κανόνων, των διοργανικών συµφωνιών ή των εσωτερικών κανονισµών των οργάνων.
Οι νοµικές πράξεις, είτε έχουν νοµοθετικό χαρακτήρα είτε όχι, µπορούν να λαµβάνουν διάφορες µορφές. Οι βασικότερες εξ αυτών απαριθµούνται και ορίζονται σε σχετικό κατάλογο (άρθρο 288 ΣΛΕΕ). Ως νοµικά δεσµευτικές νοµικές πράξεις περιλαµβάνει τους κανονισµούς, τις οδηγίες και τις αποφάσεις. Ως νοµικά µη δεσµευτικές πράξεις, ο εν λόγω κατάλογος περιλαµβάνει τις συστάσεις και τις γνώµες. Ωστόσο, ο κατάλογος δεν περιέχει εξαντλητική απαρίθµηση. Υπάρχει σειρά άλλων µορφών πράξεων οι οποίες δεν µπορούν να ταξινοµηθούν µεταξύ των προβλεπόµενων στον κατάλογο πράξεων. Πρόκειται, για παράδειγµα, για ψηφίσµατα, δηλώσεις, προγράµµατα δράσης και λευκές ή πράσινες βίβλους. Οι διαφορές µεταξύ των διαφόρων µορφών πράξεων όσον αφορά τη διαδικασία έκδοσης, το έννοµο αποτέλεσµα και τον κύκλο των αποδεκτών τους είναι σηµαντικές και θα εξεταστούν παρακάτω σε χωριστό κεφάλαιο αφιερωµένο στα «µέσα παρέµβασης».
Η δηµιουργία του παράγωγου ενωσιακού δικαίου είναι συνεχής. Χάρη σε αυτό αποκτά περιεχόµενο το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης που δηµιουργείται από τις ιδρυτικές Συνθήκες, και υλοποιείται και ολοκληρώνεται σταδιακά η ευρωπαϊκή έννοµη τάξη.
∆ιεθνείς συµφωνίες της ΕΕ
Η τρίτη πηγή δικαίου συναρτάται µε τον ρόλο της ΕΕ σε διεθνές επίπεδο. Ως παγκόσµιος πόλος έλξης, η Ευρώπη δεν µπορεί να ασχολείται αποκλειστικά και µόνο µε τις δικές της εσωτερικές υποθέσεις, αλλά οφείλει να καταβάλλει προσπάθειες για να προάγει τις οικονοµικές, κοινωνικές και πολιτικές της σχέσεις µε άλλες χώρες ανά τον κόσµο. Για τον σκοπό αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνάπτει µε «κράτη µη µέλη της ΕΕ» (τις λεγόµενες «τρίτες χώρες») και άλλους διεθνείς οργανισµούς διεθνείς συµφωνίες, εκ των οποίων οι παρακάτω χρήζουν ειδικής µνείας:
Συµφωνίες σύνδεσης
Η σύνδεση υπερβαίνει κατά πολύ την απλή εµπορική συµφωνία και περιλαµβάνει στενή οικονοµική συνεργασία µε τη συνδεδεµένη χώρα, καθώς και ευρεία χρηµατοδοτική υποστήριξή της από την ΕΕ (άρθρο 217 ΣΛΕΕ). ∆ιακρίνονται τρεις µορφές συµφωνιών σύνδεσης:
Συµφωνίες για τη διατήρηση των ιδιαίτερων δεσµών ορισµένων κρατών µελών µε τρίτες χώρες
Αφορµή για τη δηµιουργία του θεσµού της συµφωνίας σύνδεσης αποτέλεσαν κυρίως οι υπερπόντιες χώρες και εδάφη που διατηρούσαν ιδιαίτερα στενές οικονοµικές σχέσεις µε το Βέλγιο, τη ∆ανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τις Κάτω Χώρες και το Ηνωµένο Βασίλειο λόγω του προηγούµενου αποικιοκρατικού καθεστώτος. ∆εδοµένου ότι η εφαρµογή κοινού εξωτερικού δασµολογίου της ΕΕ θα παρεµπόδιζε σε µεγάλο βαθµό τις εµπορικές συναλλαγές µε τις χώρες αυτές, κρίθηκε αναγκαία η θέσπιση ειδικών ρυθµίσεων. Σκοπός της σύνδεσης των χωρών και εδαφών αυτών είναι η προώθηση της οικονοµικής και κοινωνικής τους ανάπτυξης και η ανάπτυξη στενών οικονοµικών σχέσεων µε ολόκληρη την Ένωση (άρθρο 198 ΣΛΕΕ). Έτσι, υφίσταται µια σειρά προνοµιακών καθεστώτων που επιτρέπουν την εισαγωγή αγαθών από τις εν λόγω χώρες και τα εδάφη µε µειωµένους ή χωρίς καθόλου τελωνειακούς δασµούς. Η οικονοµική και τεχνική βοήθεια της ΕΕ παρέχεται µέσω του Ευρωπαϊκού Ταµείου Ανάπτυξης. Η σηµαντικότερη µε διαφορά συµφωνία είναι στην πράξη η συµφωνία εταιρικής σχέσης ΕΕ-ΑΚΕ, που συνδέει την ΕΕ µε 70 χώρες της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού. Η εν λόγω συµφωνία µεταφέρεται τον καιρό αυτό σε µία σειρά περιφερειακά διαρθρωµένων οικονοµικών εταιρικών συµφωνιών µε τις οποίες παρέχεται στις χώρες ΑΚΕ σταδιακά ελεύθερη πρόσβαση στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά.

Η Νορβηγία (άποψη του Geirangerfjord, επαρχία Møre og Romsdal) ανήκει στον Ευρωπαϊκό Οικονοµικό Χώρο, στον οποίο ανήκουν επίσης η Ισλανδία και το Λιχτενστάιν καθώς και τα 28 κράτη µέλη της Ένωσης. Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Οικονοµικού Χώρου εφαρµόζονται οι τέσσερις ελευθερίες που αφορούν την κυκλοφορία εµπορευµάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων.
Συµφωνίες για την προετοιµασία ενδεχόµενης ένταξης και για τη δηµιουργία τελωνειακής ένωσης
Εκτός αυτού, η σύνδεση µπορεί να έχει επίσης ως στόχο την προετοιµασία ενδεχόµενης ένταξης µιας χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι κατά κάποιον τρόπο ένα προκαταρκτικό στάδιο της ένταξης, κατά το οποίο επιδιώκεται η προσέγγιση εκ µέρους της υποψήφιας προς ένταξη χώρας των οικονοµικών όρων της ΕΕ. Η ίδια στρατηγική ακολουθείται σήµερα και για τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων (Αλβανία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Σερβία, Μαυροβούνιο, Κοσσυφοπέδιο). Εν προκειµένω, η διαδικασία προσχώρησης, πλαισιωµένη από τη διευρυµένη ∆ιαδικασία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης (∆ΣΣ), διαµορφώνει την προσέγγιση των δυτικοβαλκανικών χωρών στην ΕΕ καθ’ όλη την περίοδο µέχρι την ενδεχόµενη ένταξή τους. Η ∆ΣΣ επιδιώκει τρεις σκοπούς: 1. σταθερότητα και γρήγορη µετάβαση σε µία λειτουργούσα οικονοµία της αγοράς, 2. προώθηση της περιφερειακής συνεργασίας και 3. προοπτική ένταξης στην ΕΕ. Η ∆ΣΣ βασίζεται στην προοδευτική εταιρική σχέση, στο πλαίσιο της οποίας η Ένωση προσφέρει εµπορικές παραχωρήσεις, οικονοµική και χρηµατοδοτική συνδροµή και συµβατικές σχέσεις µέσω συµφωνιών σταθεροποίησης και σύνδεσης. Στο πλαίσιο της ∆ΣΣ κάθε χώρα οφείλει να επιδεικνύει συγκεκριµένη πρόοδο, προκειµένου να εκπληρώσει τις προϋποθέσεις ενδεχόµενης ένταξής της στην ΕΕ. Η πρόοδος των δυτικοβαλκανικών χωρών προς την κατεύθυνση µιας ενδεχόµενης ένταξης στην ΕΕ αξιολογείται σε ετήσιες εκθέσεις.
Η Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ)
Η Συµφωνία ΕΟΧ παρέχει στις εναποµείνασες χώρες της ΕΖΕΣ (Ισλανδία, Λιχτενστάιν, Νορβηγία) πρόσβαση στην εσωτερική αγορά της ΕΕ και αποτελεί ασφαλή βάση για πιθανή µελλοντική προσχώρηση των χωρών αυτών στην ΕΕ, καθώς προβλέπει την αποδοχή σχεδόν των δύο τρίτων του δικαίου της Ένωσης. Σκοπός της Συµφωνίας ΕΟΧ είναι να πραγµατωθεί στη βάση µιας σειράς κανόνων του πρωτογενούς και του παράγωγου δικαίου της Ένωσης (ενωσιακού κεκτηµένου) η ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, να καθιερωθεί ένα ενιαίο καθεστώς ανταγωνισµού και επιδοτήσεων, και να ενισχυθεί η συνεργασία στον τοµέα των οριζόντιων και συνοδευτικών πολιτικών (π.χ. περιβάλλον, έρευνα και ανάπτυξη, εκπαίδευση).
Συµφωνίες συνεργασίας
Οι συµφωνίες συνεργασίας δεν έχουν τόσο ευρεία έκταση όσο οι συµφωνίες σύνδεσης, αλλά αποβλέπουν αποκλειστικά στην εντατική οικονοµική συνεργασία. Συµφωνίες αυτού του είδους η Ένωση έχει συνάψει, µεταξύ άλλων, µε τις χώρες του Μαγκρέµπ (Αλγερία, Μαρόκο και Τυνησία), τις χώρες του Μασρέκ (Αίγυπτο, Ιορδανία, Λίβανο και Συρία) και µε το Ισραήλ.
Εµπορικές συµφωνίες
Τέλος, η Ένωση έχει συνάψει πολυάριθµες εµπορικές συµφωνίες µε µεµονωµένες τρίτες χώρες, µε οµάδες τρίτων χωρών ή στο πλαίσιο διεθνών εµπορικών οργανισµών µε αντικείµενο τους δασµούς και το εµπόριο. Οι σηµαντικότερες διεθνείς εµπορικές συµφωνίες είναι η Συµφωνία για την ίδρυση του Παγκόσµιου Οργανισµού Εµπορίου (ΠΟΕ) και οι πολυµερείς εµπορικές συµφωνίες που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο αυτής, µε σηµαντικότερες τη Γενική Συµφωνία ∆ασµών και Εµπορίου (General Agreement on Tariffs and Trade — GATT 1994), τον Κώδικα επιδοτήσεων και αντιντάµπινγκ, τη Γενική συµφωνία για τις συναλλαγές στον τοµέα των υπηρεσιών (GATS), τη Συµφωνία για τις εµπορικές πτυχές των δικαιωµάτων πνευµατικής ιδιοκτησίας (TRIPS) καθώς και τη Συµφωνία για τους κανόνες και διαδικασίες που εφαρµόζονται κατά την επίλυση των διαφορών. Πέραν αυτών, το τελευταίο διάστηµα κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος οι διµερείς συµφωνίες ελεύθερων συναλλαγών έναντι των πολυµερών συµφωνιών. Λόγω των τεράστιων δυσχερειών σύναψης πολυµερών συµφωνιών ελευθέρωσης στο πλαίσιο του ΠΟΕ, τα σηµαντικότερα εµπορικά κράτη του κόσµου, µεταξύ των οποίων και η ΕΕ, έχουν στραφεί στη σύναψη διµερών συµφωνιών ελεύθερων συναλλαγών. Πλέον πρόσφατα παραδείγµατα είναι η επιτυχής ολοκλήρωση των διαπραγµατεύσεων µε τον Καναδά (CETA — Comprehensive Economic and Trade Agreement — Συνολική Οικονοµική και Εµπορική Συµφωνία) και τη Σιγκαπούρη, καθώς και οι τρέχουσες διαπραγµατεύσεις µε τις ΗΠΑ (TTIP — Transatlantik Trade and Investment Partnership — ∆ιατλαντική Εµπορική και Επενδυτική Εταιρική Σχέση) και την Ιαπωνία.
Άγραφες πηγές δικαίου
Οι πηγές δικαίου της Ένωσης που περιγράφηκαν έως τώρα έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι αποτελούν γραπτό δίκαιο. Όµως, όπως όλες οι έννοµες τάξεις, έτσι και η έννοµη τάξη της ΕΕ δεν µπορεί να αποτελείται αποκλειστικά από γραπτούς κανόνες, διότι κάθε έννοµη τάξη εµφανίζει κενά τα οποία συµπληρώνονται από άγραφους κανόνες δικαίου.
Γενικές αρχές
Τη βασικότερη άγραφη πηγή του δικαίου της Ένωσης αποτελούν οι γενικές αρχές. Πρόκειται για κανόνες οι οποίοι εκφράζουν τις στοιχειώδεις αντιλήψεις περί δικαίου και δικαιοσύνης που δεσµεύουν κάθε έννοµη τάξη. Επειδή το γραπτό δίκαιο της Ένωσης ρυθµίζει κατ’ ουσία µόνο οικονοµικά και κοινωνικά θέµατα και, ως εκ τούτου, δεν µπορεί να ανταποκριθεί πλήρως στην απαίτηση αυτή, οι γενικές αρχές αποτελούν µια από τις σηµαντικότερες πηγές του δικαίου της Ένωσης. Πληρούν τα υφιστάµενα κενά ή εξελίσσουν περαιτέρω το υφιστάµενο δίκαιο, µέσω ερµηνείας µε γνώµονα την αρχή της δικαιοσύνης.
Οι γενικές αρχές του δικαίου υλοποιούνται διά της εφαρµογής του δικαίου, ιδίως µέσω της νοµολογίας του ∆ικαστηρίου στο πλαίσιο της αρµοδιότητάς του «να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερµηνεία και την εφαρµογή των Συνθηκών». Σηµεία αναφοράς για την παραγωγή των γενικών αρχών του δικαίου είναι προπαντός οι γενικές αρχές του δικαίου οι οποίες είναι κοινές στις έννοµες τάξεις των κρατών µελών. Αυτές παρέχουν την πρώτη ύλη για να διαµορφωθεί στο επίπεδο της Ένωσης ο κανόνας δικαίου που είναι αναγκαίος για την επίλυση ενός προβλήµατος.
Εκτός από τις συνταγµατικές αρχές της αυτονοµίας, της άµεσης εφαρµογής και της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, στις γενικές αρχές του δικαίου περιλαµβάνονται επίσης η εγγύηση των θεµελιωδών δικαιωµάτων (τουλάχιστον για την Πολωνία και το Ηνωµένο Βασίλειο, δεδοµένου ότι οι εν λόγω χώρες, κάνοντας χρήση του opting out, δεν υπόκεινται στο καθεστώς του Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων), η αρχή της αναλογικότητας (η οποία εν τω µεταξύ έχει λάβει τη µορφή θετικής-νοµικής ρύθµισης στο άρθρο 5 παράγραφος 4 ΣΕΕ), η αρχή της προστασίας της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης, το δικαίωµα ακροάσεως και η θεµελιώδης αρχή της ευθύνης των κρατών µελών σε περίπτωση παράβασης του δικαίου της Ένωσης
Εθιµικό δίκαιο
Το άγραφο δίκαιο της ΕΕ περιλαµβάνει επίσης τους εθιµικούς κανόνες. Ως τέτοιοι νοούνται οι κανόνες οι οποίοι παράγονται από µακρόχρονες πρακτικές και πεποιθήσεις δικαίου και συµπληρώνουν ή τροποποιούν το πρωτογενές ή το παράγωγο δίκαιο. Η ύπαρξή τους στο πεδίο του δικαίου της Ένωσης αναγνωρίζεται κατ’ αρχήν. Ωστόσο, στην πράξη η διάπλασή τους υπόκειται σε στενούς περιορισµούς. Ένα πρώτο εµπόδιο αποτελεί η ύπαρξη ειδικής διαδικασίας για την τροποποίηση των Συνθηκών (άρθρο 54 ΣΕΕ). Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποκλείεται µεν απολύτως η παραγωγή εθιµικών κανόνων, αλλά καθίσταται δυσχερέστερη η ικανοποίηση των απαιτήσεων για την απόδειξη ύπαρξης «εθίµου», δηλαδή µιας µακρόχρονης πρακτικής και της αντίστοιχης πεποίθησης δικαίου. Η παραγωγή εθιµικών κανόνων δυσχεραίνεται επίσης από το γεγονός ότι η ισχύς κάθε πράξεως οργάνου της ΕΕ πηγάζει αποκλειστικά από τις Συνθήκες και όχι από την πρακτική και την αντίστοιχη βούληση παραγωγής έννοµων συνεπειών. Αυτό σηµαίνει ότι σε καµιά περίπτωση δεν µπορούν να παραχθούν εθιµικοί κανόνες σε επίπεδο Συνθηκών από τα όργανα της Ένωσης, παρά µόνο από τα κράτη µέλη και υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν. Ωστόσο, η µακρόχρονη πρακτική και η πεποίθηση δικαίου των οργάνων της Ένωσης µπορούν να συναχθούν στο πλαίσιο της ερµηνείας των διατάξεων που αυτά εκδίδουν, οι οποίες ενδέχεται κατά περίπτωση να µεταβάλλουν το νοµικό και πραγµατικό πεδίο εφαρµογής της οικείας νοµικής πράξης. Πρέπει όµως και εδώ να λαµβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις και τα όρια που θέτει το πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ.
Συµφωνίες και συµβάσεις µεταξύ των κρατών µελών της ΕΕ
Ως τελευταία πηγή δικαίου της ΕΕ αναφέρονται οι συµφωνίες µεταξύ των κρατών µελών. Αυτές συνάπτονται, αφενός, όταν πρόκειται για ρύθµιση θεµάτων που έχουν µεν στενή σχέση µε τη δραστηριότητα της ΕΕ, δεν έχουν όµως µεταβιβαστεί σχετικές αρµοδιότητες στα όργανα της ΕΕ (παράδειγµα: Συνθήκη για τη σταθερότητα, τον συντονισµό και τη διακυβέρνηση στην Οικονοµική και Νοµισµατική Ένωση, «δέσµη φορολογικών µέτρων 2012», η οποία καταρτίστηκε χωρίς τη συµµετοχή του Ηνωµένου Βασιλείου και της Τσεχικής ∆ηµοκρατίας). Αφετέρου, υπάρχουν γνήσιες συµφωνίες διεθνούς δικαίου µεταξύ των κρατών µελών, των οποίων σκοπός είναι ειδικότερα να ξεπεραστεί ο εδαφικός περιορισµός των εθνικών ρυθµίσεων και να δηµιουργηθεί ενιαίο δίκαιο σε επίπεδο ΕΕ. Αυτό είναι ιδιαίτερα σηµαντικό στον τοµέα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου [παράδειγµα: σύµβαση για το εφαρµοστέο δίκαιο στις συµβατικές ενοχές (1980)].
Τα µέσα παρέµβασης της ΕΕ
Το σύστηµα των νοµικών πράξεων της Ένωσης χρειάστηκε να «εφευρεθεί» εκ νέου κατά την ίδρυση της ΕΕ. Τότε είχε τεθεί κυρίως το ερώτηµα τι είδους έπρεπε να είναι οι εν λόγω πράξεις και ποιες έννοµες συνέπειες θα έπρεπε να έχουν. Έπρεπε επίσης να ληφθεί υπόψη ότι τα όργανα θα έπρεπε αφενός να είναι σε θέση να εξισορροπήσουν τις διαφορετικές και άνισες οικονοµικές, κοινωνικές, ακόµη και οικολογικές συνθήκες που επικρατούσαν στα κράτη µέλη µε τρόπο αποτελεσµατικό, δηλαδή χωρίς να εξαρτώνται από την καλή θέληση των κρατών µελών, προκειµένου να δηµιουργηθούν για όλους τους πολίτες της Ένωσης οι βέλτιστες δυνατές συνθήκες ζωής. Αφετέρου, όµως, δεν θα έπρεπε να παρεµβαίνουν στις έννοµες τάξεις των κρατών µελών πέραν του αναγκαίου βαθµού. Εποµένως, ολόκληρο το δικαιοπρακτικό και νοµοθετικό σύστηµα της ΕΕ διέπεται από τη θεµελιώδη αρχή ότι οι εθνικές διατάξεις αντικαθίστανται από διατάξεις της ΕΕ εκεί όπου απαιτείται αυστηρά κοινή ρύθµιση για όλα τα κράτη µέλη, ενώ αντίθετα, όπου δεν υφίσταται αυτή η ανάγκη, γίνονται δεόντως σεβαστές οι ισχύουσες έννοµες τάξεις των κρατών µελών.
Στο πλαίσιο αυτό αναπτύχθηκαν µέσα παρέµβασης τα οποία επιτρέπουν στα όργανα της ΕΕ να παρεµβαίνουν στις εθνικές έννοµες τάξεις µε διαφορετική κάθε φορά ένταση. Η εντονότερη µορφή παρέµβασης είναι η εκτόπιση των εθνικών διατάξεων από κανόνες δικαίου της Ένωσης. Ακολουθούν οι κανόνες της Ένωσης µε τους οποίους όργανά της παρεµβαίνουν έµµεσα µόνο στις έννοµες τάξεις των κρατών µελών. Περαιτέρω, προβλέπεται η δυνατότητα ρύθµισης συγκεκριµένων ατοµικών περιπτώσεων µε την έκδοση πράξεων των οποίων ο αποδέκτης κατονοµάζεται ή µπορεί να οριστεί. Τέλος, προβλέπονται επίσης νοµικές πράξεις οι οποίες δεν περιέχουν δεσµευτικές διατάξεις έναντι των κρατών µελών ή των πολιτών της Ένωσης.
Εξετάζοντας τις νοµικές πράξεις των οργάνων της ΕΕ µε κριτήριο τον αποδέκτη τους και τα έννοµα αποτελέσµατα που επιφέρουν στα κράτη µέλη, το σύστηµα των µέσων παρέµβασης της ΕΕ µε βάση το άρθρο 288 ΣΛΕΕ συνοψίζεται ως εξής:
Οι κανονισµοί ως «νόµοι της Ένωσης»
Οι νοµοθετικές πράξεις µε τις οποίες τα όργανα της Ένωσης µπορούν να παρέµβουν δραστικότερα στις εθνικές έννοµες τάξεις είναι οι κανονισµοί. Χαρακτηρίζονται από δύο γνωρίσµατα εξαιρετικά ασυνήθιστα στο διεθνές δίκαιο:
- Τον ενωσιακό χαρακτήρα τους, δηλαδή την ιδιαιτερότητά τους να θεσπίζουν τους ίδιους κανόνες δικαίου στο σύνολο της Ένωσης, ανεξάρτητα από εθνικά σύνορα, και να ισχύουν πλήρως και ενιαία σε όλα τα κράτη µέλη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο απαγορεύεται στα κράτη µέλη να εφαρµόζουν ελλιπώς ή επιλεκτικά τις διατάξεις ενός κανονισµού προκειµένου να αποκλείσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο ρυθµίσεις στις οποίες έχουν ήδη αντιταχθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων ή οι οποίες είναι αντίθετες προς ορισµένα εθνικά συµφέροντα. Οµοίως, το κράτος µέλος δεν µπορεί να αποφύγει τη δέσµευση από τις διατάξεις κανονισµού παραπέµποντας σε ρυθµίσεις και πρακτικές του εθνικού δικαίου.
- Την άµεση ισχύ τους· αυτό σηµαίνει ότι οι κανονισµοί θεσπίζουν τους ίδιους κανόνες δικαίου και παρέχουν άµεσα δικαιώµατα ή επιβάλλουν υποχρεώσεις στους πολίτες της Ένωσης χωρίς να απαιτείται η έκδοση ιδιαίτερης πράξης εφαρµογής από το κράτος µέλος. Τα κράτη µέλη, τα όργανά τους, τα δικαστήρια και οι αρχές, καθώς και όλα τα πρόσωπα που εµπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρµογής του κανονισµού δεσµεύονται άµεσα από το δίκαιο της Ένωσης και οφείλουν να το τηρούν όπως τηρούν το εθνικό δίκαιο.
Οι οµοιότητες αυτών των νοµικών πράξεων µε τους νόµους του εθνικού δικαίου είναι αναµφισβήτητες. Όταν για την έκδοσή τους συναποφασίζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (στο πλαίσιο της λεγόµενης συνήθους νοµοθετικής διαδικασίας —βλ. αναλυτικά στο επόµενο κεφάλαιο), µπορούν να χαρακτηριστούν νοµοθετικές πράξεις. Στις περιπτώσεις που οι κανονισµοί εκδίδονται αποκλειστικά από το Συµβούλιο της ΕΕ ή την Επιτροπή, λείπει το στοιχείο της κοινοβουλευτικής συνυπευθυνότητας οπότε, τυπικά τουλάχιστον, δεν πληρούν όλα τα κριτήρια για να χαρακτηριστούν νόµοι.

Η οδηγία 2012/27/ΕΕ της 25ης Οκτωβρίου 2012 (οδηγία για την ενεργειακή απόδοση) περιλαµβάνει µια δέσµη δεσµευτικών µέτρων µε σκοπό την επίτευξη του στόχου εξοικονόµησης της κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας στην Ένωση κατά 20 % έως το 2020. Τα κράτη µέλη της Ένωσης υπείχαν υποχρέωση µεταφοράς της οδηγίας στα εθνικά τους δίκαια έως την 5η Ιουνίου 2014.
Οδηγίες
Η οδηγία αποτελεί µαζί µε τον κανονισµό το σπουδαιότερο νοµικό µέσο παρέµβασης της ΕΕ. Προσπαθεί να συνδυάσει την επίτευξη του αναγκαίου ενιαίου χαρακτήρα του δικαίου της Ένωσης αφενός και τη διαφύλαξη της ποικιλοµορφίας των εθνικών ιδιαιτεροτήτων αφετέρου. Ως εκ τούτου, κύριος στόχος δεν είναι —όπως ισχύει για τον κανονισµό— η θέσπιση ενιαίων κανόνων δικαίου αλλά η προσέγγιση των νοµοθεσιών. Μέσω της προσέγγισης των νοµοθεσιών επιδιώκεται η κατάργηση των αντιθέσεων µεταξύ των εθνικών διατάξεων και η σταδιακή άρση των διαφορών, έτσι ώστε να ισχύουν κατ’ ουσίαν όσο το δυνατόν οι ίδιοι όροι για τα κράτη µέλη. Η οδηγία αποτελεί εποµένως ένα από τα βασικά µέσα υλοποίησης της εσωτερικής αγοράς.
Η οδηγία δεν δεσµεύει τα κράτη µέλη παρά µόνο όσον αφορά το επιδιωκόµενο αποτέλεσµα, αφήνοντας όµως σε αυτά την επιλογή της µορφής και των µέσων υλοποίησης των στόχων της Ένωσης στο πλαίσιο της εσωτερικής έννοµης τάξης τους. Αυτή η σύµπραξη των κρατών µελών αντανακλά την πρόθεση να καταστούν ηπιότερες οι παρεµβάσεις στα εσωτερικά δικαιικά και διοικητικά συστήµατα. Έτσι, τα κράτη µέλη έχουν τη δυνατότητα, κατά την υλοποίηση των στόχων της νοµοθεσίας της Ένωσης, να συνυπολογίζουν τις εθνικές ιδιαιτερότητες. Προς τούτο, οι διατάξεις µιας οδηγίας δεν αντικαθιστούν αυτόµατα τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, αλλά τα κράτη µέλη υποχρεώνονται να προσαρµόζουν το εθνικό τους δίκαιο στις διατάξεις αυτές. Αυτό, κατά κανόνα, προϋποθέτει µια νοµοθετική διαδικασία σε δύο στάδια:
Στο πρώτο στάδιο καθορίζεται κατά τρόπο δεσµευτικό σε επίπεδο ΕΕ το αποτέλεσµα το οποίο επιδιώκει η οδηγία όσον αφορά τον συγκεκριµένο αποδέκτη, ο οποίος µπορεί να είναι όλα ή ορισµένα από τα κράτη µέλη, και ορίζεται η προθεσµία εντός της οποίας το αποτέλεσµα αυτό πρέπει να επιτευχθεί. Τα όργανα της Ένωσης µπορούν να προκαθορίσουν το αποτέλεσµα αυτό µε ρυθµίσεις τόσο λεπτοµερείς ώστε τα κράτη µέλη να µην έχουν πλέον περιθώριο να προβούν σε ουσιαστικές προσαρµογές. Η δυνατότητα αυτή αξιοποιείται προπαντός στον τοµέα των τεχνικών προδιαγραφών και της προστασίας του περιβάλλοντος.
Στο δεύτερο στάδιο, σε εθνικό επίπεδο, το αποτέλεσµα που καθορίζεται σε επίπεδο ΕΕ πραγµατοποιείται ουσιαστικά στο δίκαιο των κρατών µελών. Παρά το γεγονός ότι τα κράτη µέλη είναι κατ’ αρχήν ελεύθερα να επιλέξουν τη µορφή και τα µέσα µεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, το κατά πόσο οι εν λόγω ρυθµίσεις έχουν πράγµατι µεταφερθεί σύµφωνα µε το δίκαιο της Ένωσης ελέγχεται µε κριτήρια που καθορίζονται από την ΕΕ. Εν προκειµένω ισχύει η γενική αρχή ότι η προκύπτουσα από τη µεταφορά έννοµη κατάσταση πρέπει να επιτρέπει να διακρίνονται µε επαρκώς σαφή και ακριβή τρόπο τα δικαιώµατα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις µιας οδηγίας ώστε ο πολίτης της Ένωσης να έχει τη δυνατότητα να τα επικαλεστεί ή να τα προσβάλει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Προς τούτο απαιτείται κατά κανόνα η έκδοση δεσµευτικών εθνικών νοµικών πράξεων ή η κατάργηση ή τροποποίηση ισχυόντων κανόνων δικαίου και διοικητικών διατάξεων. Η απλή διοικητική πρακτική δεν επαρκεί, καθώς από τη φύση της µπορεί να µεταβληθεί ελεύθερα από τη διοίκηση και δεν υποβάλλεται στη δέουσα δηµοσιότητα.
Κατά κανόνα, η οδηγία δεν δηµιουργεί άµεσα δικαιώµατα και υποχρεώσεις για τους πολίτες της Ένωσης· απευθύνεται ρητά µόνο στα κράτη µέλη. Αντίθετα, για τους πολίτες της Ένωσης συνεπάγεται δικαιώµατα και υποχρεώσεις µόνο διά των πράξεων µεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών µελών. Αυτό δεν έχει συνέπειες για τους πολίτες της ΕΕ στον βαθµό που τα κράτη µέλη εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τις νοµικές πράξεις της Ένωσης. Μειονεκτήµατα για τον πολίτη της Ένωσης µπορεί να υπάρξουν στην περίπτωση που δεν έχουν εκδοθεί οι απαραίτητες πράξεις µεταφοράς στο εθνικό δίκαιο ή έχουν εκδοθεί κατά τρόπο ελλιπή, ενώ η πραγµατοποίηση του στόχου που ορίζεται στην οδηγία ήταν προς το συµφέρον του. Για να περιορίσει κατά το δυνατόν τέτοια ενδεχόµενα µειονεκτήµατα, το ∆ικαστήριο δέχεται µε πάγια νοµολογία του ότι ο πολίτης της Ένωσης µπορεί, υπό ορισµένες προϋποθέσεις, να επικαλεστεί άµεσα τις διατάξεις οδηγίας για να διεκδικήσει τα δικαιώµατα που του αναγνωρίζονται από αυτήν και, ενδεχοµένως, να επιτύχει την επιβολή τους, προσφεύγοντας στα εθνικά δικαστήρια. Σύµφωνα µε το ∆ικαστήριο, οι προϋποθέσεις αυτού του άµεσου αποτελέσµατος είναι οι ακόλουθες:
- οι διατάξεις της οδηγίας πρέπει να καθορίζουν τα δικαιώµατα των πολιτών ή των επιχειρήσεων της ΕΕ µε επαρκώς σαφή και ακριβή τρόπο,
- η επίκληση του δικαιώµατος δεν πρέπει να εξαρτάται από όρο ή προϋπόθεση,
- ο εθνικός νοµοθέτης δεν πρέπει να διαθέτει κανένα περιθώριο εκτίµησης ως προς τη διαµόρφωση του περιεχοµένου του δικαιώµατος και
- πρέπει να έχει ήδη παρέλθει η προθεσµία για τη µεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.
Η νοµολογία αυτή του ∆ικαστηρίου σχετικά µε το άµεσο αποτέλεσµα των οδηγιών στηρίζεται κατά βάση στη σκέψη ότι το κράτος µέλος αντιδρά κατά τρόπο αντιφατικό και καταχρηστικό όταν εφαρµόζει το εθνικό του δίκαιο ενώ θα έπρεπε να το έχει προσαρµόσει στις διατάξεις της οδηγίας. Η αποδοχή του άµεσου αποτελέσµατος µιας οδηγίας έρχεται να αποτρέψει την ανεπίτρεπτη ενάσκηση δικαιώµατος ενός κράτους µέλους, µε την έννοια ότι εµποδίζει το συγκεκριµένο κράτος µέλος να αντλεί οποιοδήποτε όφελος από τη µη τήρηση του δικαίου της Ένωσης. Υπό την έννοια αυτή, το άµεσο αποτέλεσµα των οδηγιών αποκτά χαρακτήρα κύρωσης. Με το δεδοµένο αυτό είναι άλλωστε λογικό να δέχεται το ∆ικαστήριο µέχρι σήµερα το άµεσο αποτέλεσµα των οδηγιών µόνο στις σχέσεις µεταξύ ιδιωτών και κράτους µέλους, και αυτό µόνο όταν το άµεσο αποτέλεσµα αποβαίνει προς όφελος του πολίτη και όχι εις βάρος του, δηλαδή µόνο στις περιπτώσεις που η ρύθµιση της Ένωσης είναι ευνοϊκότερη για τον πολίτη απ’ ό,τι το µη προσαρµοσµένο εθνικό δίκαιο (το λεγόµενο «κάθετο άµεσο αποτέλεσµα»).
Αντιθέτως, το ∆ικαστήριο δεν δέχθηκε την ύπαρξη άµεσου αποτελέσµατος των οδηγιών στις σχέσεις των ιδιωτών µεταξύ τους (το λεγόµενο «οριζόντιο άµεσο αποτέλεσµα»). Ο χαρακτήρας κύρωσης του άµεσου αποτελέσµατος οδήγησε το ∆ικαστήριο στη διαπίστωση ότι το αποτέλεσµα αυτό δεν ισχύει στις σχέσεις µεταξύ ιδιωτών επειδή αυτοί δεν µπορούν να καταστούν υπεύθυνοι για τις παραλείψεις των κρατών µελών. Επιπλέον, λειτουργούν υπέρ των ιδιωτών οι γενικές αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης. Οι πολίτες της Ένωσης πρέπει να µπορούν να είναι βέβαιοι ότι τα έννοµα αποτελέσµατα µιας οδηγίας µπορούν να τους αντιταχθούν µόνο εντός των ορίων των εθνικών µέτρων µεταφοράς. Ωστόσο, το ∆ικαστήριο ανέπτυξε µια γενική αρχή πρωτογενούς δικαίου κατά την οποία το περιεχόµενο µιας οδηγίας τυγχάνει εφαρµογής και στις σχέσεις µεταξύ ιδιωτών εφόσον υλοποιεί τη γενική αρχή περί απαγόρευσης των διακρίσεων. Το µόρφωµα αυτό του ∆ικαστηρίου κινείται πέρα από την απαγόρευση των διακρίσεων, η οποία στο πλαίσιο της υλοποίησής της από την εκάστοτε οδηγία υποχρεώνει τις κρατικές υπηρεσίες και εν προκειµένω ιδίως τα εθνικά δικαστήρια να διασφαλίζουν στο πλαίσιο της αρµοδιότητάς τους την παροχή έννοµης προστασίας που απορρέει για τον ιδιώτη από το δίκαιο της ΕΕ και να διασφαλίζουν την αποτελεσµατικότητα του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλοντας τη µη εφαρµογή, εν ανάγκη, οποιασδήποτε διάταξης του εθνικού δικαίου παραβιάζει την εν λόγω απαγόρευση. Κατά συνέπεια και ενόψει της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων όπως διαµορφώνεται στο πλαίσιο της εκάστοτε οδηγίας υπερισχύει τυχόν αντίθετων διατάξεων του εθνικού δικαίου. Με τον τρόπο αυτόν, το ∆ικαστήριο δεν αναιρεί µεν τη νοµολογία του για τη µη ύπαρξη οριζόντιου αποτελέσµατος των οδηγιών, ωστόσο, σε σχέση µε την απαγόρευση των διακρίσεων, καταλήγει εν τοις πράγµασι στο ίδιο αποτέλεσµα σε όλες τις περιπτώσεις όπου η εν λόγω αρχή πραγµατώνεται στο πλαίσιο οδηγίας. Το ∆ικαστήριο έχει µέχρι σήµερα αναγνωρίσει µια τέτοιου είδους πραγµάτωση για οδηγίες που είχαν ως αντικείµενο τις κλασικές διακρίσεις βάσει ιθαγένειας ή φύλου ή ακόµα και βάσει ηλικίας. Το ίδιο ισχύει θεωρητικά για όλες τις οδηγίες που µε την έκδοσή τους επιδιώκεται η καταπολέµηση των αναφερόµενων στο άρθρο 19 ΣΛΕΕ λόγων διάκρισης.
Το άµεσο αποτέλεσµα µιας οδηγίας δεν προϋποθέτει απαραίτητα ότι µια διάταξή της απονέµει δικαιώµατα στο άτοµο. Αντιθέτως, οι διατάξεις µιας οδηγίας µπορούν να αναπτύσσουν αποτέλεσµα εξ αντικειµένου. Για την αποδοχή αυτού του αποτελέσµατος ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις όπως και για το άµεσο αποτέλεσµα, µε τη µόνη διαφορά ότι στη θέση του σαφούς και επακριβώς προσδιορισµένου δικαιώµατος του πολίτη ή της επιχείρησης της Ένωσης υπάρχει µια σαφής και επακριβώς προσδιορισµένη υποχρέωση του κράτους µέλους. Στην περίπτωση αυτή, όλα τα όργανα, ήτοι ο νοµοθέτης, η διοίκηση και τα δικαστήρια των κρατών µελών, δεσµεύονται από την οδηγία και οφείλουν να την τηρούν και να την εφαρµόζουν «αυτεπαγγέλτως» λόγω της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, από την υποχρέωση αυτή απορρέει η υποχρέωση ερµηνείας του εθνικού δικαίου σύµφωνα µε την οδηγία (η λεγόµενη «σύµφωνη µε το δίκαιο της Ένωσης ερµηνεία») ή της κατά προτεραιότητα εφαρµογής της επίµαχης διάταξης της οδηγίας έναντι αντίθετων διατάξεων του εθνικού δικαίου. Εξάλλου, οι οδηγίες αναπτύσσουν ορισµένους περιορισµούς έναντι των κρατών µελών και πριν από την παρέλευση της προθεσµίας µεταφοράς. Ενόψει του δεσµευτικού χαρακτήρα των στόχων µιας οδηγίας και κατ’ εφαρµογή της αρχής της πίστης προς την Ένωση (άρθρο 4 ΣΕΕ), τα κράτη µέλη οφείλουν ήδη πριν από την παρέλευση της προθεσµίας µεταφοράς µιας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο να µην προβαίνουν σε ενέργειες οι οποίες θα µπορούσαν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη των στόχων που επιδιώκει η οδηγία αυτή.
Τέλος, στις αποφάσεις που εξέδωσε το 1991 στις υποθέσεις Francovich και Bonifaci, το ∆ικαστήριο δέχθηκε ότι τα κράτη µέλη οφείλουν να επανορθώνουν ζηµίες που προκαλούνται από την παράλειψη µεταφοράς ή από την πληµµελή µεταφορά οδηγίας. Στις υποθέσεις αυτές επρόκειτο για την ενδεχόµενη ευθύνη του ιταλικού κράτους λόγω της µη εµπρόθεσµης µεταφοράς της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συµβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, σχετικά µε την προστασία των µισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη. Η οδηγία αφορά τη διασφάλιση των µισθολογικών απαιτήσεων των εργαζοµένων κατά τη διάρκεια ορισµένης χρονικής περιόδου πριν από την έναρξη της αδυναµίας πληρωµής του εργοδότη ή, ενδεχοµένως, την απόλυσή τους για τον λόγο αυτό. Προς τον σκοπό αυτό έπρεπε να συσταθούν οργανισµοί εγγύησης µε πόρους προερχόµενους από τους εργοδότες και/ή το κράτος, κατά των οποίων δεν θα µπορούσαν να στραφούν άλλοι δανειστές του εργοδότη. Το ∆ικαστήριο βρέθηκε εν προκειµένω προ του εξής προβλήµατος: η συγκεκριµένη οδηγία είχε βεβαίως σκοπό να αναγνωρίσει στους εργαζοµένους δικαίωµα να συνεχίσουν να λαµβάνουν τον µισθό τους από το εγγυητικό κεφάλαιο που έπρεπε να συσταθεί· ωστόσο, αυτό το δικαίωµα δεν ίσχυε άµεσα, δηλαδή δεν ήταν δυνατή η επίκλησή του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, επειδή λόγω της µη µεταφοράς της εν λόγω οδηγίας δεν είχε συσταθεί ο οργανισµός εγγύησης και, εποµένως, δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί ποιος ήταν ο υπόχρεος της καταβολής των ποσών δεδοµένης της αφερεγγυότητας του εργοδότη. Στη συγκεκριµένη υπόθεση, το ∆ικαστήριο αποφάσισε ότι το ιταλικό κράτος, µη µεταφέροντας την οδηγία, στέρησε από τους εργαζοµένους το δικαίωµα που τους παρείχε η εν λόγω οδηγία και, εποµένως, όφειλε να επανορθώσει τη ζηµία που υπέστησαν εξ αυτού του λόγου. Η υποχρέωση αποζηµίωσης, αν και δεν προβλέπεται ρητά στο δίκαιο της Ένωσης, αποτελεί, σύµφωνα µε το ∆ικαστήριο, αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο της έννοµης τάξης της ΕΕ, λόγω του ότι εάν οι πολίτες της ΕΕ δεν είχαν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν αποζηµίωση σε περίπτωση βλάβης των δικαιωµάτων τους από ενέργεια των κρατών µελών αντίθετη προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό θα παρακώλυε την αποτελεσµατικότητα της έννοµης τάξης της και θα µείωνε την προστασία των δικαιωµάτων που παράγει (4).
Αποφάσεις
Με τη θεσµοθέτηση των «αποφάσεων» στη Συνθήκη της Λισαβόνας προστέθηκε µία νέα µορφή νοµικών πράξεων στον ήδη υπάρχοντα οικείο κατάλογο. ∆ιακρίνονται δύο κατηγορίες αποφάσεων: Αποφάσεις που απευθύνονται σε συγκεκριµένους αποδέκτες και γενικές αποφάσεις που δεν ορίζουν συγκεκριµένους αποδέκτες (βλ. άρθρο 288 εδάφιο 4 ΣΛΕΕ). Ενώ οι απευθυνόµενες προς συγκεκριµένους αποδέκτες αποφάσεις αντικατέστησαν τις προηγούµενες «αποφάσεις» για τη ρύθµιση ατοµικών περιπτώσεων, οι γενικές αποφάσεις, οι οποίες δεν ορίζουν συγκεκριµένο αποδέκτη, περιλαµβάνουν πληθώρα τρόπων ρύθµισης µε κοινό χαρακτηριστικό το ότι δεν στοχεύουν τη ρύθµιση ατοµικών περιπτώσεων. Ωστόσο, η ενιαία αυτή ονοµασία για δύο εντελώς διαφορετικές µορφές νοµικών πράξεων είναι ιδιαιτέρως ατυχής, δεδοµένου ότι λόγω των αναπόφευκτων δυσχερειών διάκρισης µεταξύ των δυο εννοιών προκαλείται τεράστια ανασφάλεια δικαίου. Προτιµότερο θα ήταν να διατηρηθεί ο όρος «απόφαση» που χρησιµοποιούνταν παλαιότερα για µέτρα που στόχευαν στη ρύθµιση ατοµικών περιπτώσεων µε νοµική ισχύ προς τα έξω και να χρησιµοποιείται ένας επιπλέον, διαφορετικός όρος για τις λοιπές δεσµευτικές νοµικές πράξεις.
Οι αποφάσεις που απευθύνονται σε συγκεκριµένους αποδέκτες, συνιστούν τυπικές νοµικές πράξεις, διά των οποίων τα όργανα της ΕΕ (ιδίως το Συµβούλιο και η Επιτροπή) ασκούν την εκτελεστική τους αρµοδιότητα. Με την έκδοση µιας τέτοιας απόφασης τα όργανα της Ένωσης µπορούν να ζητήσουν από κράτος µέλος, επιχείρηση ή πολίτη της Ένωσης να προβεί σε πράξη ή παράλειψη, να του απονείµουν δικαιώµατα ή να του επιβάλουν υποχρεώσεις. Πρόκειται για κάτι αντίστοιχο µε αυτό που συµβαίνει στις εθνικές έννοµες τάξεις. Και σε αυτές καθορίζονται από τις διοικητικές αρχές κατά τρόπο δεσµευτικό, και ειδικότερα µε την έκδοση διοικητικής πράξης, οι συνέπειες που έχει κατά περίπτωση στους πολίτες η εφαρµογή π.χ. ενός νόµου.
Τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της απόφασης αυτής της µορφής είναι τα ακόλουθα:
- Η απόφαση έχει ατοµική ισχύ, και κατά τούτο διαφέρει από τον κανονισµό. Οι αποδέκτες µιας απόφασης πρέπει να ορίζονται ατοµικά και δεσµεύονται επίσης µόνο ατοµικά. Προς τον σκοπό αυτό, αρκεί να µπορούν να προσδιοριστούν κατά τη χρονική στιγµή της έκδοσης της απόφασης τα πρόσωπα τα οποία αυτή αφορά και να µην είναι δυνατή η µεταγενέστερη διεύρυνση του κύκλου των προσώπων αυτών. Κρίσιµο είναι εν προκειµένω ιδίως το περιεχόµενο της απόφασης, το οποίο πρέπει να είναι κατάλληλο να επηρεάσει εξατοµικευµένα και άµεσα τη νοµική κατάσταση των υποκειµένων του δικαίου. Υπό την έννοια αυτή, η απόφαση µπορεί να αφορά ατοµικά και τρίτους, στο µέτρο που αυτοί θίγονται λόγω ιδιαίτερων προσωπικών χαρακτηριστικών ή ειδικών συνθηκών που τους διαφοροποιούν από όλα τα άλλα πρόσωπα και, ως εκ τούτου, µπορούν να εξατοµικευτούν κατά τον ίδιο τρόπο όπως ο ίδιος ο αποδέκτης.
- Η απόφαση είναι δεσµευτική ως προς όλα τα στοιχεία της και κατά τούτο διαφέρει από την οδηγία, η οποία είναι δεσµευτική µόνο ως προς τον επιδιωκόµενο σκοπό.
- Η απόφαση δεσµεύει τους αποδέκτες της άµεσα. Απόφαση απευθυνόµενη σε κράτος µέλος µπορεί, εξάλλου, να παραγάγει άµεσα έννοµα αποτελέσµατα και για τους πολίτες της Ένωσης υπό τις ίδιες προϋποθέσεις όπως µια οδηγία.
Οι γενικές αποφάσεις που δεν έχουν συγκεκριµένο αποδέκτη είναι δεσµευτικές ως προς όλα τα στοιχεία τους, χωρίς ωστόσο να προκύπτει ρητά ποιους δεσµεύουν. Αυτό µπορεί να διαπιστωθεί ουσιαστικά µόνο µε βάση το περιεχόµενο της εκάστοτε απόφασης. Οι γενικές αποφάσεις διακρίνονται στους εξής τύπους, ανάλογα µε τη ρύθµιση που επιδιώκουν:
- Αποφάσεις για την τροποποίηση διατάξεων των Συνθηκών: Οι αποφάσεις αυτές ισχύουν γενικά και αφηρηµένα, µε την έννοια ότι δεσµεύουν όλα τα θεσµικά και λοιπά όργανα και οργανισµούς της ΕΕ, καθώς και τα κράτη µέλη. Ενδεικτικά αναφέρονται οι αποφάσεις για την απλοποίηση διαδικασιών θέσπισης µέτρων [άρθρο 81 παράγραφος 3, άρθρο 192 παράγραφος 2 στοιχείο γ) ΣΛΕΕ] ή για την απλούστευση των απαιτήσεων για το σχηµατισµό πλειοψηφίας (άρθρο 312 παράγραφος 2, άρθρο 333 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ).
- Αποφάσεις για την ερµηνεία των Συνθηκών: Οι εν λόγω αποφάσεις αναπτύσσουν δεσµευτική ισχύ για το σύνολο της ΕΕ ή για τα αντίστοιχα θεσµικά και λοιπά όργανα και οργανισµούς της ΕΕ, εφόσον η απόφαση ορίζει τα σχετικά µε τη σύνθεσή τους, ενώ δεν αναπτύσσουν αποτελέσµατα για τους ιδιώτες.
- Αποφάσεις για τη θέσπιση κανόνων ενδοοργανικών και διοργανικών κανόνων δικαίου: Οι εν λόγω αποφάσεις δεσµεύουν τα ενδιαφερόµενα και συµµετέχοντα θεσµικά και λοιπά όργανα και οργανισµούς της ΕΕ. Σχετικά παραδείγµατα αποτελούν οι εσωτερικοί κανονισµοί των οργάνων της ΕΕ καθώς και οι διοργανικές συµφωνίες που συνάπτονται µεταξύ αυτών.
- Αποφάσεις στο πλαίσιο της οργανωτικής εξουσίας: Οι αποφάσεις αυτές (π.χ. διορισµοί, αµοιβές) δεσµεύουν τους αντίστοιχους λειτουργούς ή τα µέλη των οργάνων.
- Αποφάσεις για τη χάραξη πολιτικής: Οι εν λόγω αποφάσεις ανταγωνίζονται τους κανονισµούς και τις οδηγίες, χωρίς ωστόσο να στοχεύουν στην παραγωγή δεσµευτικών αποτελεσµάτων για τους πολίτες. Κατά κανόνα, η δεσµευτική τους ισχύς περιορίζεται στα όργανα που συµµετέχουν στην έκδοσή τους, ιδίως όταν πρόκειται για τον προσανατολισµό ή τις κατευθυντήριες γραµµές µελλοντικών πολιτικών. Μόνο κατ’ εξαίρεση παράγουν γενικά και αφηρηµένα έννοµα αποτελέσµατα ή συνεπάγονται οικονοµικές επιπτώσεις.
- Αποφάσεις στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας: Οι αποφάσεις αυτές αναπτύσσουν δεσµευτική νοµική ισχύ για την ΕΕ. Έναντι των κρατών µελών η δεσµευτική ισχύς περιορίζεται µε ειδικές διατάξεις (π.χ. άρθρο 28 παράγραφοι 2 και 5, άρθρο 31 παράγραφος 1 ΣΕΕ). ∆εν υπόκεινται στον έλεγχο του ∆ικαστηρίου.
Συστάσεις και γνώµες
Την τελευταία κατηγορία νοµικών πράξεων που προβλέπεται ρητά στις Συνθήκες της ΕΕ συνιστούν οι συστάσεις και οι γνώµες. Μέσω αυτών παρέχεται στα όργανα της Ένωσης η δυνατότητα να εκφράσουν απόψεις προς τα κράτη µέλη ή, σε ορισµένες περιπτώσεις, και προς τους πολίτες της ΕΕ, κατά τρόπο µη δεσµευτικό, δηλαδή χωρίς να δηµιουργούν νοµικές υποχρεώσεις για τους αποδέκτες.
Με τις συστάσεις συνιστάται στον αποδέκτη µια ορισµένη συµπεριφορά χωρίς να επιβάλλεται αντίστοιχη νοµική υποχρέωση. Στις περιπτώσεις π.χ. που η θέσπιση ή η τροποποίηση νοµοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης ενδέχεται να προκαλέσει στρέβλωση των όρων του ανταγωνισµού εντός της εσωτερικής αγοράς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή µπορεί να συστήσει στο ενδιαφερόµενο κράτος τα κατάλληλα µέτρα για την αποφυγή της στρέβλωσης αυτής (βλ. άρθρο 117 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος ΣΛΕΕ).
Αντίθετα, γνώµες υποβάλλονται από τα όργανα της Ένωσης όταν πρόκειται να εκτιµηθεί η τρέχουσα κατάσταση ή ορισµένα συµβάντα στην Ένωση ή στα κράτη µέλη. Εν µέρει χρησιµοποιούνται και στην κατάρτιση µελλοντικών δεσµευτικών νοµικών πράξεων ή αποτελούν προϋπόθεση σε διαδικασίες ενώπιον του ∆ικαστηρίου (βλ. άρθρα 258 και 259 ΣΛΕΕ).
Η σηµασία των συστάσεων και των γνωµών είναι κυρίως πολιτική και ηθική. Προβλέποντας αυτούς τους τύπους πράξεων, οι συντάκτες των Συνθηκών είχαν την προσδοκία ότι οι ενδιαφερόµενοι, λόγω του µεγάλου κύρους των οργάνων της Ένωσης, της ευρείας εποπτείας των πραγµάτων, η οποία υπερβαίνει τα εθνικά πλαίσια, θα ακολουθούσαν οικειοθελώς µια σύσταση ή θα συνήγαγαν τα αναγκαία συµπεράσµατα από την εκτίµηση ορισµένης κατάστασης. Πάντως, οι συστάσεις και οι γνώµες µπορούν επίσης να αναπτύξουν έµµεσα έννοµα αποτελέσµατα, και δη στην περίπτωση που δηµιουργούν τις προϋποθέσεις για µεταγενέστερες δεσµευτικές ρυθµιστικές πράξεις ή όταν το όργανο που τις εκδίδει αυτοδεσµεύεται, µε αποτέλεσµα να δηµιουργεί υπό ορισµένες προϋποθέσεις συνθήκες δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης.
Ψηφίσµατα, δηλώσεις και προγράµµατα δράσης
Εκτός από τις πράξεις που αναφέρονται στις Συνθήκες της ΕΕ, τα όργανα της Ένωσης έχουν στη διάθεσή τους και ποικίλες άλλες δυνατότητες παρέµβασης για να δώσουν σχήµα και µορφή στην Ένωση. Στην πρακτική της Ένωσης τη µεγαλύτερη σηµασία έχουν εν προκειµένω τα ψηφίσµατα, οι δηλώσεις και τα προγράµµατα δράσης.
Ψηφίσµατα: Τα ψηφίσµατα εκδίδονται από το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο, το Συµβούλιο της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τα ψηφίσµατα εκφράζουν κοινές απόψεις και προθέσεις σε σχέση µε τη συνολική πορεία της ολοκλήρωσης, καθώς και για συγκεκριµένα καθήκοντα εντός και εκτός της Ένωσης. Για παράδειγµα, τα ψηφίσµατα που αφορούν την εσωτερική λειτουργία της Ένωσης έχουν ως αντικείµενο θεµελιώδη ζητήµατα που αφορούν την πολιτική ένωση, την περιφερειακή πολιτική, την ενέργεια και την οικονοµική και νοµισµατική ένωση, ιδίως δε την εγκαθίδρυση του Ευρωπαϊκού Νοµισµατικού Συστήµατος. Τα ψηφίσµατα αυτά έχουν προπαντός πολιτική σηµασία επειδή χαράσσουν κατευθυντήριες γραµµές για τις µελλοντικές εργασίες του Συµβουλίου της ΕΕ. Ως εκφράσεις κοινής πολιτικής βούλησης, τα ψηφίσµατα διευκολύνουν σηµαντικά την επίτευξη συναίνεσης στο Συµβούλιο. Εξάλλου, τα ψηφίσµατα εγγυώνται ένα ελάχιστο επίπεδο σύµπτωσης απόψεων µεταξύ των φορέων λήψης αποφάσεων των κρατών µελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη λειτουργία αυτή πρέπει να ανταποκρίνεται και η νοµική τους αξιολόγηση, που σηµαίνει ότι ο θεσµός του ψηφίσµατος θα πρέπει να παραµείνει ευέλικτος και να µην επιβαρυνθεί υπέρµετρα µε νοµικές προϋποθέσεις και δεσµεύσεις.
∆ηλώσεις: Υπάρχουν δύο τύποι δηλώσεων: εκείνες που αφορούν τη µελλοντική εξέλιξη της Ένωσης, όπως π.χ. οι δηλώσεις για την ΕΕ, για τη δηµοκρατία ή για τα θεµελιώδη δικαιώµατα, που ουσιαστικά ως προς τη σηµασία τους προσοµοιάζουν µε ψηφίσµατα. ∆ηλώσεις αυτού του τύπου εκδίδονται προπαντός όταν επιδιώκεται η επικοινωνία µε το ευρύ κοινό ή µε ορισµένο κύκλο αποδεκτών. Επίσης, εκδίδονται δηλώσεις οι οποίες αφορούν τη λήψη αποφάσεων του Συµβουλίου της ΕΕ. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για δηλώσεις οι οποίες περιλαµβάνουν τις απόψεις όλων ή ορισµένων κρατών µελών και αφορούν την ερµηνεία των αποφάσεων του Συµβουλίου. Αυτού του τύπου οι ερµηνευτικές δηλώσεις αποτελούν πάγια πρακτική στο Συµβούλιο της ΕΕ και αναγκαίο µέσο για την επίτευξη συµβιβασµών. Η νοµική σηµασία αυτών των δηλώσεων πρέπει να αξιολογηθεί βάσει των γενικών ερµηνευτικών αρχών. Σύµφωνα µε αυτές, η ερµηνεία µιας διάταξης καθορίζεται σε µεγάλο βαθµό από τη βούληση του συντάκτη της. Ωστόσο, η γενική αυτή αρχή ισχύει µόνο εφόσον η ερµηνευτική δήλωση έχει λάβει την απαιτούµενη δηµοσιότητα, καθώς η δηµιουργία περιορισµών π.χ. σε πράξεις του παράγωγου δικαίου µε τις οποίες χορηγούνται άµεσα δικαιώµατα σε πρόσωπα, δεν µπορεί να βασίζεται σε µη δηµοσιευµένες παρεπόµενες συµφωνίες.
Προγράµµατα δράσης: Τα προγράµµατα αυτά καταρτίζονται από το Συµβούλιο της ΕΕ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, µε ιδία πρωτοβουλία ή ύστερα από πρόταση του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου, και συγκεκριµενοποιούν τα νοµοθετικά προγράµµατα και τους γενικούς στόχους που προβλέπονται στις Συνθήκες της ΕΕ. Όταν τα προγράµµατα αυτά προβλέπονται ρητά στις Συνθήκες, οι σχετικές διατάξεις δεσµεύουν τα όργανα της Ένωσης. Αντίθετα, άλλα προγράµµατα γίνονται αντιληπτά στην πράξη ως απλές κατευθυντήριες γραµµές που δεν έχουν νοµικά δεσµευτικό χαρακτήρα, αλλά περιορίζονται στο να εκφράσουν την πρόθεση των οργάνων της Ένωσης να δρουν σύµφωνα µε το περιεχόµενό τους.
Εξάλλου, ιδιαίτερη σηµασία έχουν στην πρακτική της Ένωσης οι «λευκές βίβλοι» και οι «πράσινες βίβλοι». Οι «λευκές βίβλοι», που δηµοσιεύονται από την Επιτροπή, περιλαµβάνουν συγκεκριµένες προτάσεις για µέτρα της ΕΕ σε συγκεκριµένους τοµείς πολιτικής. Εάν µια λευκή βίβλος τύχει θετικής αποδοχής από το Συµβούλιο, µπορεί να αποτελέσει τη βάση για πρόγραµµα δράσης της Ένωσης. Σχετικά παραδείγµατα αποτελούν οι λευκές βίβλοι σχετικά µε τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (2004), για µια ευρωπαϊκή πολιτική επικοινωνίας (2006) ή για το µέλλον της Ευρώπης (2017). Οι «πράσινες βίβλοι» έχουν σκοπό να προσφέρουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο ερεθίσµατα για προβληµατισµό σε συγκεκριµένα ζητήµατα και αποτελούν τη βάση για διαβούλευση και διάλογο πάνω στα θέµατα που θίγει η πράσινη βίβλος. Σε ορισµένες περιπτώσεις αποτελούν το έναυσµα για την επεξεργασία νοµοθετικών διατάξεων, οι οποίες στη συνέχεια ερµηνεύονται στις λευκές βίβλους.
∆ηµοσιεύσεις και κοινοποιήσεις
Οι πράξεις νοµοθετικού χαρακτήρα δηµοσιεύονται στην Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά L [«Νοµοθεσία» (L — Législation)]. Τίθενται σε ισχύ είτε κατά την ηµεροµηνία που προβλέπουν οι ίδιες ή, άλλως, την εικοστή ηµέρα από τη δηµοσίευσή τους.
Οι πράξεις µη νοµοθετικού χαρακτήρα υπογράφονται από τον πρόεδρο του οργάνου που τις εκδίδει. ∆ηµοσιεύονται στην Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C [«Ανακοινώσεις και Πληροφορίες» (C — Communication)].
Οι νοµικές πράξεις που απευθύνονται σε συγκεκριµένο αποδέκτη κοινοποιούνται σε αυτόν για τον οποίον προορίζονται και η ισχύς τους άρχεται από την κοινοποίηση.
Οι µη δεσµευτικές νοµικές πράξεις δεν υπόκεινται σε υποχρεωτική δηµοσίευση ή κοινοποίηση. Ωστόσο, κατά κανόνα δηµοσιεύονται επίσης στην Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C («Ανακοινώσεις και Πληροφορίες»).
Η νοµοθετική διαδικασία στην ΕΕ
Σε αντίθεση µε τα εθνικά συστήµατα, όπου η πολιτειακή βούληση διαµορφώνεται στο κοινοβούλιο, η διαµόρφωση της βούλησης στην Ένωση για µεγάλο διάστηµα επηρεάστηκε καθοριστικά από τους εκπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών µελών που αποτελούν το Συµβούλιο της ΕΕ. Ο λόγος ήταν απλός: η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν προέρχεται από έναν «ευρωπαϊκό λαό», αλλά οφείλει την ύπαρξη και τη δοµή της στα κράτη µέλη. Τα κράτη µέλη δέχτηκαν να παραχωρήσουν ορισµένα από τα κυριαρχικά τους δικαιώµατα στην Ένωση όχι εν λευκώ, αλλά µε δεδοµένο τον ισχυρό ρόλο τους στη διαδικασία λήψης των αποφάσεών της. Παρά ταύτα, κατά τη διάρκεια της εξέλιξης και της εµβάθυνσης της έννοµης τάξης της ΕΕ, αυτή η κατανοµή αρµοδιοτήτων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, η οποία αρχικά εξυπηρετούσε µονοµερώς τα συµφέροντα των κρατών µελών, παραχώρησε τη θέση της σε ένα πολύ πιο ισόρροπο σύστηµα χάρη στη συνεχή αναβάθµιση της θέσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Έτσι, στην προβλεπόµενη αρχικά διαβούλευση µε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προστέθηκε η συνεργασία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου µε το Συµβούλιο και, τέλος, η συναπόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά τη νοµοθετική διαδικασία της ΕΕ.
Οι νοµοθετικές διαδικασίες στο πλαίσιο της Ένωσης αναθεωρήθηκαν και αναµορφώθηκαν µε τη Συνθήκη της Λισαβόνας. ∆ιακρίνονται: 1. για την έκδοση νοµοθετικών πράξεων, η συνήθης νοµοθετική διαδικασία (άρθρο 289 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ), η οποία κατ’ ουσίαν αντιστοιχεί στην παλαιότερη διαδικασία συναπόφασης και συνιστά την κατά κανόνα ακολουθούµενη νοµοθετική διαδικασία σε επίπεδο ΕΕ (άρθρο 289 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ), στο πλαίσιο της οποίας οι νοµοθετικές πράξεις εγκρίνονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο µε τη συµµετοχή του Συµβουλίου ή από το Συµβούλιο µε τη συµµετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. 2. Ορισµένες νοµικές πράξεις πρέπει να υποβληθούν σε διαδικασία έγκρισης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πριν τεθούν σε ισχύ. 3. Οι νοµικές πράξεις µη νοµοθετικού χαρακτήρα εκδίδονται µε απλουστευµένη διαδικασία. 4. Για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων προβλέπονται ειδικές διαδικασίες.
Διαδικασία έκδοσης νομοθετικών πράξεων
Συνήθης νομοθετική διαδικασία
(άρθρο 294 ΣΛΕΕ)
Τρόπος εφαρµογής της διαδικασίας
Στάδιο δηµιουργίας της πρότασης
Η διαδικασία κινείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία εκπονεί πρόταση για το µέτρο που εισηγείται (δικαίωµα πρωτοβουλίας). Αυτό γίνεται µε ευθύνη της υπηρεσίας της Επιτροπής που είναι αρµόδια για τον τοµέα της οικονοµίας τον οποίο αφορά η ρύθµιση, ενώ συµπράττουν συχνά µε γνωµοδοτικό ρόλο και εθνικοί εµπειρογνώµονες. Η διαβούλευση µε τους εθνικούς εµπειρογνώµονες διεξάγεται ορισµένες φορές σε επιτροπές που συστήνονται ειδικά για τον σκοπό αυτό ή µε τη µορφή ad hoc διαδικασίας, η οποία διεξάγεται από τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν είναι υποχρεωµένη να ακολουθήσει τη γνώµη των εθνικών εµπειρογνωµόνων κατά την επεξεργασία της πρότασής της. Το σχέδιο που εκπονείται από την Επιτροπή και το οποίο ορίζει λεπτοµερώς το περιεχόµενο και τη µορφή των µέτρων που πρέπει να ληφθούν συζητείται από τα µέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και, τελικά, εγκρίνεται µε απλή πλειοψηφία. Στη συνέχεια, διαβιβάζεται συγχρόνως στο Συµβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενδεχοµένως και στην Ευρωπαϊκή Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή, ως πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συνοδευόµενο από λεπτοµερή αιτιολογική έκθεση.
Πρώτη ανάγνωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συµβούλιο
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διαβιβάζει την πρόταση στην αρµόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς επεξεργασία. Τα πορίσµατα των εργασιών της κοινοβουλευτικής επιτροπής εξετάζονται από την ολοµέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία αποφασίζει την έγκριση ή την απόρριψη του σχεδίου ή, ενδεχοµένως, την πρόταση τροπολογιών. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διαβιβάζει τη θέση του στο Συµβούλιο.
Το Συµβούλιο προβαίνει επίσης σε πρώτη ανάγνωση κατά την οποία:
- Εάν το Συµβούλιο εγκρίνει τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκδίδεται η σχετική πράξη µε τη διατύπωση που αποδίδει τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η διαδικασία ολοκληρώνεται. Στην πράξη έχει εν τω µεταξύ γίνει κανόνας η νοµοθετική διαδικασία να ολοκληρώνεται ήδη κατά την πρώτη ανάγνωση. Για τον σκοπό αυτό διεξάγεται ένας «ανεπίσηµος τριµερής διάλογος», κατά τον οποίο οι εκπρόσωποι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συµβουλίου και της Επιτροπής κάθονται σε ένα τραπέζι αναζητώντας ήδη στο αρχικό αυτό στάδιο της νοµοθετικής διαδικασίας συµβιβαστική συµφωνία.
- Εάν το Συµβούλιο δεν εγκρίνει τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθορίζει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση και τη διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Το Συµβούλιο ενηµερώνει αναλυτικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τους λόγους που το οδήγησαν να καθορίσει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση. Η Επιτροπή ενηµερώνει αναλυτικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη θέση της.
∆εύτερη ανάγνωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συµβούλιο
Κατά τη δεύτερη ανάγνωση, η οποία πραγµατοποιείται εντός τριών µηνών από τη διαβίβαση της θέσης του Συµβουλίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διαθέτει τρεις δυνατότητες:
- Να εγκρίνει τη θέση του Συµβουλίου ή να µη διατυπώσει θέση. Στην περίπτωση αυτή, η σχετική πράξη θεωρείται ότι εκδόθηκε µε τη διατύπωση που αποδίδει τη θέση του Συµβουλίου.
- Να απορρίψει µε πλειοψηφία των µελών του τη θέση του Συµβουλίου. Στην περίπτωση αυτή, η σχετική πράξη θεωρείται ότι δεν εκδόθηκε και η διαδικασία περατώνεται.
- Να προτείνει µε πλειοψηφία των µελών του τροπολογίες επί της θέσης του Συµβουλίου. Στην περίπτωση αυτή, το τροποποιηµένο κείµενο διαβιβάζεται στο Συµβούλιο και στην Επιτροπή, η οποία γνωµοδοτεί για τις τροπολογίες αυτές.
Το Συµβούλιο συζητά τις τροπολογίες και για διάστηµα τριών µηνών από την παραλαβή των τροπολογιών του Κοινοβουλίου έχει τις ακόλουθες επιλογές:
- Το Συµβούλιο δύναται να εγκρίνει όλες τις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στην περίπτωση αυτή, η σχετική πράξη θεωρείται ότι εκδόθηκε. Εν προκειµένω, αρκεί ειδική πλειοψηφία εφόσον η Επιτροπή συµφωνεί οµοίως µε τις τροπολογίες, ενώ σε αντίθετη περίπτωση το Συµβούλιο µπορεί να εγκρίνει τις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου µόνο οµόφωνα.
- Ενδέχεται το Συµβούλιο να µην εγκρίνει όλες τις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή να µην επιτευχθεί η προς τούτο απαιτούµενη πλειοψηφία. Στην περίπτωση αυτή, ακολουθεί η διαδικασία συνδιαλλαγής.
∆ιαδικασία συνδιαλλαγής
Η διαδικασία συνδιαλλαγής κινείται από τον πρόεδρο του Συµβουλίου σε συµφωνία µε τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Για τον σκοπό αυτό συγκροτείται επιτροπή συνδιαλλαγής, η οποία αποτελείται επί του παρόντος από 28 ισότιµους εκπροσώπους του Συµβουλίου και ισάριθµους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η επιτροπή συνδιαλλαγής έχει ως αποστολή την επίτευξη συµφωνίας επί κοινού σχεδίου µε ειδική πλειοψηφία, εντός έξι εβδοµάδων από τη σύγκλησή της, βάσει των θέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου σε δεύτερη ανάγνωση. Πρόκειται για συµβιβαστική λύση, η οποία είναι αναγκαίο να εξευρεθεί βάσει «ελέγχου όλων των πτυχών της διαφωνίας». Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση πρόκειται για συµβιβασµό µεταξύ των διιστάµενων απόψεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου. Κατά τη διαδικασία αυτή µπορεί να γίνει χρήση νέων στοιχείων που διευκολύνουν τον συµβιβασµό, εφόσον συνάδουν µε το συνολικό αποτέλεσµα της δεύτερης ανάγνωσης. Αντιθέτως, δεν είναι δυνατή η επιστροφή σε τροπολογίες που κατά τη δεύτερη ανάγνωση δεν συγκέντρωσαν την απαιτούµενη πλειοψηφία.
Η Επιτροπή συµµετέχει στις εργασίες της επιτροπής συνδιαλλαγής και αναλαµβάνει όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες µε σκοπό την προσέγγιση των θέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου.
Εάν εντός έξι εβδοµάδων από τη σύγκλησή της η επιτροπή συνδιαλλαγής δεν εγκρίνει κοινό σχέδιο, θεωρείται ότι η προτεινόµενη πράξη δεν εκδόθηκε.
Τρίτη ανάγνωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συµβούλιο
Εάν εντός της προθεσµίας των έξι εβδοµάδων η επιτροπή συνδιαλλαγής εγκρίνει κοινό σχέδιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συµβούλιο διαθέτουν έκαστο προθεσµία έξι εβδοµάδων από την έγκριση αυτή για να εκδώσουν την οικεία πράξη σύµφωνα µε το εν λόγω σχέδιο. Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απαιτείται πλειοψηφία των ψηφισάντων, ενώ η έγκριση από το Συµβούλιο προϋποθέτει ειδική πλειοψηφία. Σε αντίθετη περίπτωση, θεωρείται ότι η προτεινόµενη πράξη δεν εκδόθηκε και περατώνεται η νοµοθετική διαδικασία.
∆ηµοσιότητα
Η εκδοθείσα νοµοθετική πράξη συντάσσεται στην τελική της µορφή στις 24 επί του παρόντος επίσηµες γλώσσες, ήτοι βουλγαρικά, δανικά, γερµανικά, αγγλικά, εσθονικά, φινλανδικά, ελληνικά, ιρλανδικά, ιταλικά, γαλλικά, κροατικά, λετονικά, λιθουανικά, µαλτέζικα, ολλανδικά, πολωνικά, πορτογαλικά, ρουµανικά, σουηδικά, σλοβακικά, σλοβενικά, ισπανικά, τσεχικά και ουγγρικά, υπογράφεται από τους προέδρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου και στη συνέχεια δηµοσιεύεται στην Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, σε περίπτωση που η πράξη έχει συγκεκριµένο αποδέκτη, κοινοποιείται στον αποδέκτη της.
Η διαδικασία συναπόφασης αποτελεί για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρόκληση και συγχρόνως ευκαιρία. Παρότι η αποτελεσµατικότητά της προϋποθέτει την επίτευξη συµφωνίας στην επιτροπή συνδιαλλαγής, ωστόσο αλλάζει ριζικά τις σχέσεις µεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου. Τα δύο όργανα αντιµετωπίζονται από τη νοµοθεσία ως ισότιµα. Εναπόκειται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συµβούλιο να επιδεικνύουν πολιτική διαλλακτικότητα και να καταλήγουν σε ένα όσο το δυνατόν κοινό σχέδιο στο πλαίσιο της επιτροπής συνδιαλλαγής.
Ειδική νοµοθετική διαδικασία
Η ειδική νοµοθετική διαδικασία χαρακτηρίζεται κατά κανόνα από το ότι το Συµβούλιο αποφασίζει οµόφωνα ύστερα από πρόταση της Επιτροπής και από διαβούλευση µε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (παράδειγµα: άρθρο 308 ΣΛΕΕ: καταστατικό της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων) ή από το ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκδίδει πράξεις ύστερα από έγκριση του Συµβουλίου (παραδείγµατα: άρθρο 226 εδάφιο 3 ΣΛΕΕ: άσκηση του δικαιώµατος εξέτασης των πραγµάτων από κοινοβουλευτική εξεταστική επιτροπή· άρθρο 228 παράγραφος 4 ΣΛΕΕ: όροι για την άσκηση των καθηκόντων του Ευρωπαίου ∆ιαµεσολαβητή).
Παράλληλα, υπάρχουν και άλλες µορφές που αποκλίνουν από τις παραπάνω συνήθεις περιπτώσεις, εντούτοις υπάγονται στην ειδική νοµοθετική διαδικασία:
- Λήψη απόφασης για τον προϋπολογισµό (άρθρο 314 ΣΛΕΕ): η διαδικασία ρυθµίζεται λεπτοµερώς και παρουσιάζει µεγάλες οµοιότητες µε τη συνήθη νοµοθετική διαδικασία.
- Το Συµβούλιο αποφασίζει κατά πλειοψηφία ύστερα από πρόταση της Επιτροπής και από διαβούλευση µε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (κατά περίπτωση και άλλων θεσµικών και επικουρικών οργάνων της Ένωσης). Πρόκειται για την αρχική διαδικασία διαβούλευσης, η οποία αποτελούσε άλλοτε τη συνήθη νοµοθετική διαδικασία σε επίπεδο ΕΕ, πλέον όµως ακολουθείται ως ειδική νοµοθετική διαδικασία επί ορισµένων µόνο θεµάτων (παραδείγµατα: άρθρο 140 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ: παρεκκλίσεις στο πλαίσιο της Οικονοµικής και Νοµισµατικής Ένωσης· άρθρο 128 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ: κοπή κερµάτων).
- Το Συµβούλιο αποφασίζει χωρίς τη συµµετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Πρόκειται ωστόσο για σπάνια εξαίρεση και, εκτός από τον τοµέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, όπου όµως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενηµερώνεται για τις αποφάσεις του Συµβουλίου (άρθρο 36 ΣΕΕ), πλέον απαντάται σε ελάχιστες περιπτώσεις (παραδείγµατα: (άρθρο 31 ΣΛΕΕ: καθορισµός του κοινού δασµολογίου· άρθρο 301 εδάφιο 2 ΣΛΕΕ: σύνθεση της Ευρωπαϊκής Οικονοµικής και Κοινωνικής Επιτροπής).
Τοµείς της πολιτικής για τους οποίους προβλέπεται ειδική νοµοθετική διαδικασία µπορούν να υπάγονται στη συνήθη νοµοθετική διαδικασία µέσω των λεγόµενων «µεταβατικών ρητρών» ή η οµοφωνία στο Συµβούλιο να αντικαθίσταται από ειδική πλειοψηφία. ∆ιακρίνονται δύο είδη µεταβατικών ρητρών: η γενική µεταβατική ρήτρα που ισχύει για όλους τους τοµείς πολιτικής και για την εφαρµογή της οποίας απαιτείται οµόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου, και οι ειδικές µεταβατικές ρήτρες που ισχύουν για συγκεκριµένους τοµείς πολιτικής (π.χ. πολυετές δηµοσιονοµικό πλαίσιο —άρθρο 312 ΣΛΕΕ· δικαστική συνεργασία στον τοµέα του οικογενειακού δικαίου —άρθρο 81 ΣΛΕΕ· ενισχυµένη συνεργασία —άρθρο 333 ΣΛΕΕ· κοινωνικός τοµέας —άρθρο 153 ΣΛΕΕ και τοµέας του περιβάλλοντος —άρθρο 192 ΣΛΕΕ). Οι εν λόγω ρήτρες διαφέρουν από τις γενικές µεταβατικές ρήτρες κατά το ότι τα εθνικά κοινοβούλια συνήθως δεν έχουν δικαίωµα αρνησικυρίας και το ότι η απόφαση µπορεί να λαµβάνεται και από το Συµβούλιο και όχι κατ’ ανάγκη από το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο.
∆ιαδικασία έγκρισης
Μια άλλη ισχυρή µορφή συµµετοχής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στα νοµοθετικά δρώµενα της ΕΕ είναι η διαδικασία έγκρισης. Βάσει αυτής, µια νοµοθετική πράξη µπορεί να εκδοθεί µόνον εάν έχει λάβει την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή δεν παρέχει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο άµεσα διαπλαστικά περιθώρια. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν µπορεί, για παράδειγµα, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής να προτείνει ή να επιβάλει τροπολογίες, αλλά περιορίζεται στο να αποδεχθεί ή να απορρίψει την υποβαλλόµενη πράξη. Για παράδειγµα, η διαδικασία αυτή προβλέπεται για τη σύναψη διεθνών συµφωνιών [άρθρο 218 παράγραφος 6 στοιχείο α) ΣΛΕΕ], τις ενισχυµένες συνεργασίες (άρθρο 329 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ) ή για την άσκηση της επικουρικά παρεχόµενης εξουσιοδότησης (άρθρο 352 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ). Η διαδικασία έγκρισης µπορεί να συνιστά στοιχείο τόσο ειδικής νοµοθετικής διαδικασίας για την έκδοση νοµοθετικών πράξεων όσο και στοιχείο της απλής νοµοθετικής διαδικασίας για την έκδοση δεσµευτικών νοµικών πράξεων µη νοµοθετικού χαρακτήρα.
∆ιαδικασία έκδοσης νοµικών πράξεων µη νοµοθετικού χαρακτήρα
Οι νοµικές πράξεις µη νοµοθετικού χαρακτήρα εκδίδονται µε απλή διαδικασία, ήτοι από όργανο της Ένωσης ή άλλο οργανισµό που τις εκδίδει στο πλαίσιο της αρµοδιότητάς του. Η σχετική εξουσία απορρέει από την αντίστοιχη βάση αρµοδιότητας που κατοχυρώνεται στις Συνθήκες της Ένωσης.
Η διαδικασία αυτή ισχύει αρχικά για τις (απλές) δεσµευτικές νοµικές πράξεις που εκδίδονται από όργανο της ΕΕ στο πλαίσιο της αρµοδιότητάς του (παράδειγµα: απόφαση της Επιτροπής σε υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων, άρθρο 108 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ).
Η απλή διαδικασία ακολουθείται επίσης για τις νοµικές πράξεις µη δεσµευτικού χαρακτήρα, ιδίως τις συστάσεις και τις γνώµες των θεσµικών και των επικουρικών οργάνων της Ένωσης.
∆ιαδικασία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και εκτελεστικών πράξεων
Η ανάθεση από το Συµβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο νοµοθετικών και εκτελεστικών εξουσιών στην Επιτροπή αποτελεί από ετών συνήθη πρακτική. Στο παρελθόν, η άσκηση των ανατιθέµενων εξουσιών γινόταν µε την παρέµβαση επιτροπών επιτροπολογίας, ενώ η επιρροή της Επιτροπής, του Συµβουλίου και των κρατών µελών καθώς και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε αυτές διαφοροποιούνταν ανάλογα µε την περίπτωση. Ωστόσο, δεν είχε γίνει εισέτι σαφής διαχωρισµός µεταξύ της ανάθεσης νοµοθετικών αρµοδιοτήτων (νοµοθετική εξουσία) και της ανάθεσης εκτελεστικών αρµοδιοτήτων (εκτελεστική εξουσία). Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας επήλθε πλέον στο πρωτογενές δίκαιο η επί µακρόν εκκρεµούσα και αναγκαία διάκριση νοµοθετικών και εκτελεστικών καθηκόντων (άρθρα 290 και 291 ΣΛΕΕ).
Η έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης από την Επιτροπή γίνεται δυνάµει ειδικής εξουσιοδότησης που παρέχεται µε νοµοθετική πράξη η οποία εκδίδεται από το Συµβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (άρθρο 290 ΣΛΕΕ). Αντικείµενο ανάθεσης µπορεί να αποτελεί µόνο η τροποποίηση συγκεκριµένων, µη ουσιωδών διατάξεων κάποιας νοµοθετικής πράξης, ενώ αντιθέτως αποκλείεται η µεταβίβαση αρµοδιότητας για ουσιώδεις πτυχές κάποιου τοµέα. Τούτο έχει την έννοια ότι οι ρυθµίσεις των βασικών ζητηµάτων γίνονται από τη νοµοθετική εξουσία και δεν είναι δυνατή η ανάθεσή τους στην εκτελεστική εξουσία. Αυτό επιτάσσουν οι αρχές της δηµοκρατίας και της διάκρισης των εξουσιών. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συµβούλιο οφείλουν να ασκούν την πρωταρχική νοµοθετική αρµοδιότητά τους άµεσα εφόσον πρόκειται για τη λήψη πολιτικά σηµαντικών αποφάσεων. Αυτό ισχύει ιδίως για τους πολιτικούς στόχους της νοµοθετικής δράσης, την επιλογή των µέσων για την επίτευξή των στόχων, καθώς και την πιθανή εµβέλεια των ρυθµίσεων για φυσικά και νοµικά πρόσωπα. Επιπλέον, οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις µπορούν να τροποποιούν ή να συµπληρώνουν νοµοθετική πράξη, όχι όµως και να επεµβαίνουν στον σκοπό που επιδιώκεται µε αυτήν. Τέλος, οι υπό τροποποίηση ή συµπλήρωση διατάξεις πρέπει να προσδιορίζονται σαφώς στη νοµοθετική πράξη. Ως εκ τούτου, η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη µπορεί να αφορά την προσαρµογή της νοµοθεσίας σε µελλοντικές εξελίξεις, όπως π.χ. µεταβολές των τεχνικών προδιαγραφών, προσαρµογή σε προβλεπόµενες τροποποιήσεις άλλων νοµοθετικών διατάξεων ή διασφάλιση της εφαρµογής των διατάξεων της πράξης ακόµα και αν συντρέχουν ειδικές συνθήκες ή προκύψουν νεότερα στοιχεία. Η ανάθεση της αρµοδιότητας µπορεί να γίνεται για ορισµένο χρόνο ή, εφόσον γίνεται για αόριστο χρόνο, να υπόκειται σε ανάκληση. Παράλληλα µε τη δυνατότητα ανάκλησης της ανάθεσης της αρµοδιότητας, µπορεί να προβλέπεται και δυνατότητα αντιρρήσεων από το Συµβούλιο ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά της έναρξης της ισχύος πράξεων της Επιτροπής που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση. Εφόσον το Συµβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναθέσουν τη νοµοθετική αρµοδιότητα στην Επιτροπή, η τελευταία µπορεί να προβεί σε έκδοση της οικείας πράξης. Στο πρωτογενές δίκαιο δεν προβλέπεται η συµµετοχή και άλλων οργάνων. Ωστόσο, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να συµβουλεύεται ιδίως εθνικούς εµπειρογνώµονες, γεγονός που συνιστά στην πράξη τον κανόνα.
Η έκδοση εκτελεστικών πράξεων από την Επιτροπή (άρθρο 291 ΣΛΕΕ) έχει θεσπιστεί ως εξαίρεση από την αρχή της αρµοδιότητας των κρατών µελών για τη διοικητική εκτέλεση του δικαίου της Ένωσης (άρθρο 289 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ) και συνακόλουθα υπόκειται στον έλεγχο των κρατών µελών. Πρόκειται για σηµαντική παρέκκλιση από τη µέχρι τούδε επικρατούσα νοµική κατάσταση, κατά την οποία το Συµβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχαν στο πλαίσιο της διαδικασίας της επιτροπολογίας δικαίωµα συµµετοχής στην έκδοση εκτελεστικών µέτρων. Η αλλαγή αυτή είναι απόρροια του γεγονότος ότι µε τον σαφή διαχωρισµό των κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδόµενων και των εκτελεστικών πράξεων έπρεπε επίσης να αναδιαµορφωθούν αντίστοιχα τα δικαιώµατα ελέγχου και συµµετοχής: Ενώ το Συµβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ως νοµοθέτες της Ένωσης, έχουν πρόσβαση στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, στην περίπτωση των εκτελεστικών πράξεων υπεύθυνα είναι τα κράτη µέλη στο πλαίσιο της πρωτότυπης αρµοδιότητάς τους για τη διοικητική εκτέλεση του ενωσιακού δικαίου. Στο πλαίσιο της νοµοθετικής του εντολής, ο νοµοθέτης της Ένωσης (ήτοι το Συµβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) θέσπισε στον κανονισµό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 (αποκαλούµενο και «κανονισµό επιτροπολογίας») γενικούς κανόνες και αρχές σχετικά µε την άσκηση του ελέγχου εφαρµογής. Ο κανονισµός επιτροπολογίας µειώνει τον αριθµό των οικείων διαδικασιών σε δύο: τη συµβουλευτική διαδικασία και τη διαδικασία εξέτασης. Η επιλογή της εκάστοτε διαδικασίας γίνεται βάσει συγκεκριµένων επιταγών.
Κατά τη συµβουλευτική διαδικασία η συµβουλευτική επιτροπή διατυπώνει γνώµες που συµφωνούνται µε απλή πλειοψηφία και καταγράφονται στα πρακτικά. Η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να τις λάβει υπόψη, χωρίς ωστόσο να είναι υποχρεωµένη προς τούτο.
Κατά τη διαδικασία εξέτασης το σχέδιο της Επιτροπής που αφορά τα εκτελεστικά µέτρα εγκρίνεται µε ειδική πλειοψηφία από επιτροπή επιτροπολογίας, αποτελούµενη από εκπροσώπους των κρατών µελών. Σε περίπτωση έγκρισης, η Επιτροπή εκδίδει τα µέτρα µε βάση την πρόταση που υποβλήθηκε. Εάν λόγω έλλειψης απαρτίας δεν καταστεί δυνατή η λήψη απόφασης, η Επιτροπή έχει κατά κανόνα τη δυνατότητα να επικυρώσει το δικό της σχέδιο. Σε περίπτωση που η γνώµη της επιτροπής επιτροπολογίας είναι αρνητική ή δεν υπάρξει έγκριση, η Επιτροπή δύναται να υποβάλει στην επιτροπή ελέγχου νέο σχέδιο ή να προσφύγει στην επιτροπή προσφυγών µε το αρχικό σχέδιο.
Η επιτροπή προσφυγών αποτελεί τον δεύτερο βαθµό της διαδικασίας ελέγχου. Η προσφυγή στην επιτροπή προσφυγών στοχεύει στην εξεύρεση συµβιβαστικής λύσης µεταξύ της Επιτροπής και των εκπροσώπων των κρατών µελών, σε περίπτωση που η διαδικασία στην επιτροπή εξέτασης αποβεί ατελέσφορη. Εάν η επιτροπή προσφυγών διατυπώσει θετική γνώµη, η Επιτροπή εκδίδει την εκτελεστική πράξη. Το ίδιο δύναται να πράξει και σε περίπτωση που η επιτροπή προσφυγών δεν προχωρήσει σε διατύπωση γνώµης.

Στην υπόθεση Jégo-Quéré, η εν λόγω εταιρεία αλιείας ζήτησε την ακύρωση τµηµάτων του κανονισµού που αφορούσαν την προστασία ιχθυδίων µπακαλιάρου. Ειδικότερα, απαγορευόταν στην Jégo-Quéré να χρησιµοποιεί δίχτυα αλιείας µε µέγεθος µατιού µικρότερο των 8 εκ. Προκειµένου να διασφαλιστεί αποτελεσµατική έννοµη προστασία, το Γενικό ∆ικαστήριο προέβη σε ευρεία ερµηνεία της προϋπόθεσης να αφορά η επίµαχη πράξη τον προσφεύγοντα ατοµικά και έκρινε παραδεκτή την προσφυγή. Το ∆ικαστήριο διαφώνησε. Κατά την εκτίµησή του, η άµεση επιβάρυνση που απορρέει από κανονισµό γενικής ισχύος δεν µπορεί να ταυτιστεί µε την έννοια «το αφορούν ατοµικά».
Το σύστηµα έννοµης προστασίας της ΕΕ
Μια ένωση που προβάλλεται ως κοινότητα δικαίου πρέπει να προσφέρει στους πολίτες της ένα ολοκληρωµένο και αποτελεσµατικό σύστηµα έννοµης προστασίας. Το σύστηµα έννοµης προστασίας της ΕΕ ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή. Αναγνωρίζει το δικαίωµα του ατόµου για αποτελεσµατική δικαστική προστασία των δικαιωµάτων που απορρέουν από την έννοµη τάξη της ΕΕ. Η προστασία αυτή, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων, αποτελεί µια από τις γενικές αρχές του δικαίου που συνάγονται από τις κοινές συνταγµατικές παραδόσεις των κρατών µελών και την Ευρωπαϊκή Σύµβαση ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου (άρθρα 6 και 13 ΕΣ∆Α) Τελεί υπό την εγγύηση της δικαιοδοσίας της ΕΕ (η οποία ασκείται διά του ∆ικαστηρίου και του Γενικού ∆ικαστηρίου) (άρθρο 19 παράγραφος 1 ΣΕΕ). Στο πλαίσιο αυτό προβλέπεται σειρά διαδικασιών, οι οποίες συνοψίζονται παρακάτω.
∆ιαδικασία λόγω παράβασης των Συνθηκών (άρθρο 258 ΣΛΕΕ)
Σκοπός αυτής της διαδικασίας είναι να διαπιστωθεί εάν ένα κράτος µέλος έχει παραβεί υποχρέωση που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης. Η διαδικασία ανήκει στην αποκλειστική αρµοδιότητα του ∆ικαστηρίου. Όµως, προτού επιληφθεί το ∆ικαστήριο, πρέπει, λόγω της σοβαρότητας της αιτιάσεως, να τηρηθεί προδικασία κατά την οποία παρέχεται η δυνατότητα στο ενδιαφερόµενο κράτος µέλος να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του. Εάν η εν λόγω διαδικασία δεν οδηγήσει σε διευκρίνιση των επίµαχων ζητηµάτων, µπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του ∆ικαστηρίου είτε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (άρθρο 258 ΣΛΕΕ) είτε από κράτος µέλος (άρθρο 259 ΣΛΕΕ). Στην πράξη, την πρωτοβουλία αυτή λαµβάνει συνήθως η Επιτροπή. Το ∆ικαστήριο επιλαµβάνεται της διαφοράς και διαπιστώνει εάν υπάρχει παράβαση των Συνθηκών ή όχι. Εάν διαπιστωθεί παράβαση, το ενδιαφερόµενο κράτος µέλος οφείλει αµελλητί να θέσει τέλος στην παράβαση. Εάν το οικείο κράτος µέλος δεν συµµορφωθεί προς την απόφαση, η Επιτροπή δύναται να προσφύγει εκ νέου κατά του εν λόγω κράτους µέλους, το οποίο έχει αγνοήσει ήδη µια απόφαση του ∆ικαστηρίου, προκειµένου να εκδοθεί δεύτερη απόφαση καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού ή επιβολής χρηµατικής ποινής (άρθρο 260 ΣΛΕΕ). Ως εκ τούτου, η διαρκής µη συµµόρφωση µπορεί να έχει σηµαντικές οικονοµικές συνέπειες για το παραβιάζον κράτος µέλος.
Προσφυγή ακύρωσης (άρθρο 263 ΣΛΕΕ)
Η προσφυγή ακύρωσης (λεγόµενη και ακυρωτική προσφυγή) παρέχει τη δυνατότητα αντικειµενικού δικαστικού ελέγχου των πράξεων των οργάνων της Ένωσης (αφηρηµένος έλεγχος) και επιτρέπει στο άτοµο πρόσβαση στη δικαιοδοσία της ΕΕ (εγγύηση ατοµικής έννοµης προστασίας), έστω και µε ορισµένους περιορισµούς.
Με προσφυγή προσβάλλονται όλες οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης οι οποίες παράγουν δεσµευτικά έννοµα αποτελέσµατα που θίγουν τα συµφέροντα του προσφεύγοντος παρεµβαίνοντας στη νοµική του κατάσταση. Προσφεύγοντες µπορεί να είναι τα κράτη µέλη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συµβούλιο της ΕΕ και η Επιτροπή, καθώς και το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Επιτροπή των Περιφερειών στον βαθµό που επικαλούνται παραβίαση των προνοµίων που τους έχουν παραχωρηθεί.
Αντιθέτως, οι πολίτες της Ένωσης και οι επιχειρήσεις µπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακύρωσης µόνο κατά των αποφάσεων οι οποίες απευθύνονται στους ίδιους, καθώς και κατά αποφάσεων οι οποίες, αν και απευθύνονται σε άλλα πρόσωπα, τους αφορούν άµεσα και ατοµικά. Σύµφωνα µε τη νοµολογία του ∆ικαστηρίου, ένα πρόσωπο θίγεται ατοµικά µόνον εάν εξατοµικεύεται µε τέτοιο τρόπο ώστε να διακρίνεται από τον ευρύτερο κύκλο των λοιπών οικονοµικών φορέων. Με το κριτήριο της «αµεσότητας» διασφαλίζεται ότι µια υπόθεση άγεται ενώπιον του ∆ικαστηρίου ή του Γενικού ∆ικαστηρίου µόνον εφόσον διαπιστώνεται µε βεβαιότητα τόσο το είδος της προσβολής της νοµικής κατάστασης του προσφεύγοντος όσο και η πραγµάτωσή της. Το κριτήριο της «εξατοµίκευσης» τίθεται για να αποκλείσει το ενδεχόµενο της λεγόµενης «actio popularis».
Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας εισήχθη επιπλέον και µία περαιτέρω κατηγορία πράξεων κατά των οποίων είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής ακύρωσης απευθείας και από φυσικά και νοµικά πρόσωπα. Ειδικότερα, προβλέφθηκε δυνατότητα προσφυγής για φυσικά ή νοµικά πρόσωπα και κατά των «κανονιστικών πράξεων» που «αφορούν άµεσα χωρίς να περιλαµβάνουν εκτελεστικά µέτρα» τον προσφεύγοντα. Με τη νέα αυτή κατηγορία καλύπτεται ένα «κενό έννοµης προστασίας» που είχε αναδειχθεί από το Γενικό ∆ικαστήριο στην υπόθεση Jégo-Quéré, δεδοµένου ότι µέχρι τότε δεν διασφαλιζόταν η παροχή δικαστικής προστασίας για περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας οικονοµικός φορέας υφίστατο µεν άµεσα επιπτώσεις από νοµική πράξη της ΕΕ, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να ζητήσει έλεγχο νοµιµότητας της πράξης µε τα παρεχόµενα ένδικα βοηθήµατα: Η ακύρωση που ζητείτο µέχρι τότε στο πλαίσιο προσφυγής ακύρωσης (άρθρο 263 ΣΛΕΕ) απορριπτόταν για τον λόγο ότι δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση το πρόσωπο να θίγεται ατοµικά. Η εφαρµογή της διαδικασίας έκδοσης προδικαστικής απόφασης (άρθρο 267 ΣΛΕΕ) επίσης δεν ήταν δυνατή, καθώς δεν υφίστατο εθνικό εκτελεστικό µέτρο (εκτός από την περίπτωση τυχόν ποινικής διαδικασίας λόγω µη τήρησης από τον οικονοµικό φορέα υποχρεώσεων που επέβαλε το ενωσιακό δίκαιο, ενδεχόµενο που δεν θα πρέπει ωστόσο να συνυπολογιστεί καθώς δεν µπορεί να απαιτηθεί από τον οικονοµικό φορέα να παρανοµήσει προκειµένου να προκαλέσει έλεγχο νοµιµότητας). Τέλος, ούτε η αγωγή αποζηµίωσης θα µπορούσε να οδηγήσει άνευ ετέρου σε ικανοποιητική για τα συµφέροντα του διοικουµένου λύση, δεδοµένου ότι στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας δεν δύναται να εξαφανιστεί η παράνοµη πράξη από την ενωσιακή έννοµη τάξη.
Μέρος αυτού του κενού καλύπτεται πλέον από το γεγονός ότι, για την ακύρωση πράξης κανονιστικού χαρακτήρα, το άρθρο 263 εδάφιο 4 ΣΛΕΕ δεν απαιτεί να αφορά η πράξη το οικείο πρόσωπο ατοµικά, αρκεί να το αφορά άµεσα και να µην υπάρχουν εθνικά εκτελεστικά µέτρα.
Εντούτοις, προβληµατισµός δηµιουργείται ως προς το περιεχόµενο της έννοιας «κανονιστικές πράξεις». Ακολουθώντας την συσταλτική ερµηνεία, στην έννοια αυτή εµπίπτουν µόνο οι πράξεις µε καθολική ισχύ οι οποίες δεν συνιστούν νοµοθετικές πράξεις, ενώ αντίθετα, σύµφωνα µε τη διασταλτική ερµηνεία, η εν λόγω έννοια περιλαµβάνει όλες τις πράξεις καθολικής ισχύος, εποµένως και τις νοµοθετικές πράξεις. Στην υπόθεση Inuit Tapiriit Kanatami το ∆ικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς µε αµφότερες τις προσεγγίσεις και βάσει γραµµατικής, ιστορικής και τελολογικής ερµηνείας κατέληξε στο συµπέρασµα ότι ως «κανονιστικές πράξεις» νοούνται µόνο πράξεις µε καθολική ισχύ οι οποίες δεν αποτελούν νοµοθετικές πράξεις. Εκτός από τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις (βλ. άρθρο 290 ΣΛΕΕ) και τις εκτελεστικές πράξεις (βλ. άρθρο 291 ΣΛΕΕ), στην κατηγορία αυτή εµπίπτουν και οι οδηγίες που κατά τη νοµολογία ισχύουν άµεσα καθώς και οι αποφάσεις µε γενικό και αφηρηµένο περιεχόµενο, µε την προϋπόθεση ότι δεν έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο της νοµοθετικής διαδικασίας. Με το σκεπτικό αυτό, το ∆ικαστήριο προφανώς ακολουθεί τη στενή ερµηνεία του κανονιστικού χαρακτήρα. Το αποτέλεσµα αυτό επικύρωσε το ∆ικαστήριο µε απόφασή του επί αιτήσεως αναιρέσεως το έτος 2013. Από την άποψη της εξασφάλισης αποτελεσµατικής έννοµης προστασίας, η κρίση αυτή φαίνεται µάλλον ατυχής, δεδοµένου ότι µε την περιοριστική προσέγγιση το κενό έννοµης προστασίας που διαπιστώθηκε καλύπτεται µόνον εν µέρει.
Πλέον, ακόµα και πράξεις των µη θεσµικών οργάνων και οργανισµών της ΕΕ, ιδίως της πληθώρας των οργανισµών που έχουν δηµιουργηθεί, µπορούν να ελεγχθούν ως προς τη νοµιµότητά τους (άρθρο 263 εδάφιο 5 ΣΛΕΕ). Με τον τρόπο αυτόν έχει καλυφθεί ένα κενό έννοµης προστασίας που µέχρι τώρα αντιµετωπιζόταν από τη νοµολογία µόνον αποσπασµατικά, ενώ επιβεβαιώθηκε και σε επίπεδο πρωτογενούς δικαίου ότι οι οργανισµοί αυτοί έχουν εξοπλιστεί ως έναν βαθµό µε αρµοδιότητες που τους επιτρέπουν να εκδίδουν πράξεις οι οποίες αναπτύσσουν έννοµα αποτελέσµατα έναντι τρίτων, µε αποτέλεσµα να καθίσταται αναγκαία η παροχή της δυνατότητας προσφυγής στη δικαιοσύνη και όσον αφορά τις πράξεις αυτές, ώστε να διασφαλίζεται ένα πλήρες σύστηµα έννοµης προστασίας.
Εάν η προσφυγή είναι βάσιµη, το ∆ικαστήριο ή το Γενικό ∆ικαστήριο ακυρώνει αναδροµικά την προσβαλλόµενη πράξη. Σε ορισµένες περιπτώσεις το ∆ικαστήριο ή το Γενικό ∆ικαστήριο µπορεί να περιορίσει την ακυρότητα µόνο στη χρονική περίοδο µετά τη δηµοσίευση της απόφασης. Προκειµένου να προστατευθούν τα δικαιώµατα και τα συµφέροντα των προσφευγόντων, αυτοί εξαιρούνται από τον περιορισµό των αποτελεσµάτων ακυρωτικής απόφασης.
Προσφυγή κατά παράλειψης (άρθρο 265 ΣΛΕΕ)
Η προσφυγή αυτή συµπληρώνει την έννοµη προστασία έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου, του Συµβουλίου της ΕΕ, της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, υπό την έννοια ότι µπορεί να προσβληθεί ενώπιον του ∆ικαστηρίου και η παράνοµη παράλειψη νοµικής πράξης της Ένωσης. Λόγω της σοβαρότητας των αιτιάσεων, η προσφυγή αυτή είναι παραδεκτή µόνο αν το οικείο όργανο κληθεί προηγουµένως να ενεργήσει. Αντικείµενο της προσφυγής που ασκείται από θεσµικό φορέα είναι το αίτηµα να διαπιστωθεί ότι το όργανο ή ο οργανισµός κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή παρέλειψε, κατά παράβαση των Συνθηκών, να εκδώσει νοµική πράξη. Εξάλλου, όταν προσφεύγων είναι φυσικό ή νοµικό πρόσωπο της Ένωσης, το αντικείµενο της προσφυγής κατά παράλειψης περιορίζεται αναγκαστικά στο αίτηµα να διαπιστωθεί ότι ένα όργανο της Ένωσης παρέλειψε, κατά παράβαση των Συνθηκών, να απευθύνει στον προσφεύγοντα νοµική πράξη, δηλ. απόφαση µε αποδέκτη τον προσφεύγοντα. Με την τελική απόφαση διαπιστώνεται µόνο ο παράνοµος χαρακτήρας συγκεκριµένης παράλειψης, ενώ το ∆ικαστήριο ή το Γενικό ∆ικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να διατάξει το όργανο να εκδώσει τη ζητούµενη πράξη. Ο ηττηθείς διάδικος οφείλει απλώς να λάβει τα µέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του ∆ικαστηρίου ή του Γενικού ∆ικαστηρίου (άρθρο 266 ΣΛΕΕ).
Αγωγή αποζηµίωσης (άρθρο 268 και άρθρο 340 εδάφιο 2 ΣΛΕΕ)
Το ένδικο αυτό βοήθηµα παρέχει στους πολίτες της Ένωσης και στις επιχειρήσεις, αλλά και στα κράτη µέλη που υπέστησαν ζηµία µε υπαιτιότητα υπαλλήλων της ΕΕ, τη δυνατότητα να διεκδικήσουν αποζηµίωση ενώπιον του ∆ικαστηρίου. Οι Συνθήκες περιλαµβάνουν ατελή µόνο ρύθµιση των προϋποθέσεων ευθύνης της ΕΕ, οι οποίες διέπονται, κατά τα λοιπά, από τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στις έννοµες τάξεις των κρατών µελών. Οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης της ΕΕ προς αποζηµίωση προκύπτουν από τη νοµολογία του ∆ικαστηρίου και είναι οι εξής: 1. Παράνοµη συµπεριφορά οργάνου ή υπαλλήλου της ΕΕ κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Παράνοµη συµπεριφορά υπάρχει όταν παραβιάζεται κατά τρόπο διακεκριµένο κανόνας του δικαίου της Ένωσης ο οποίος παρέχει στο άτοµο, στην επιχείρηση ή στο κράτος µέλος δικαιώµατα ή ο οποίος εκδόθηκε για την προστασία των δικαιωµάτων αυτών. Χαρακτήρα προστατευτικών κανόνων έχουν ιδίως τα θεµελιώδη δικαιώµατα και οι θεµελιώδεις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς και οι γενικές αρχές της προστασίας της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης και της αναλογικότητας, καθώς και κάθε άλλος άµεσα εφαρµοστέος κανόνας δικαίου που παρέχει δικαιώµατα στον πολίτη της Ένωσης.∆ιακεκριµένη είναι η παραβίαση όταν το όργανο που ενεργεί υπερβαίνει σαφώς και σε σηµαντικό βαθµό την εξουσία του. Το ∆ικαστήριο προσδίδει σηµασία ιδίως στον περιορισµένο αριθµό των προσώπων που θίγονται από το παράνοµο µέτρο και στη βαρύτητα της ζηµίας που αυτά υπέστησαν, η οποία πρέπει να υπερβαίνει τους συνήθης οικονοµικούς κινδύνους του εκάστοτε τοµέα οικονοµικής δραστηριότητας. 2. Ύπαρξη ζηµίας. 3. ∆ιαπίστωση αιτιώδους συνάφειας µεταξύ της προκληθείσας ζηµίας και της ενέργειας της Ένωσης. 4. ∆εν απαιτείται να συντρέχει το στοιχείο της υπαιτιότητας στο πρόσωπο των ενεργούντων οργάνων της Ένωσης.
Προσφυγές υπαλλήλων (άρθρο 270 ΣΛΕΕ)
Στην αρµοδιότητα του ∆ικαστηρίου υπάγονται επίσης οι διαφορές που ανακύπτουν στο πλαίσιο της υπηρεσιακής σχέσης µεταξύ ΕΕ και των υπαλλήλων της ή των κληρονόµων τους. Αρµόδιο για τις εν λόγω προσφυγές είναι το Γενικό ∆ικαστήριο.
∆ιαδικασία ένδικων µέσων (άρθρο 256 ΣΛΕΕ)
Η σχέση µεταξύ ∆ικαστηρίου και Γενικού ∆ικαστηρίου ρυθµίζεται κατά τρόπο ώστε όλες οι αποφάσεις του Γενικού ∆ικαστηρίου να µπορούν να προσβληθούν ενώπιον του ∆ικαστηρίου µε ένδικο µέσο για νοµικούς λόγους. Το συγκεκριµένο ένδικο µέσο (αναίρεση) µπορεί να στηριχθεί στους λόγους της αναρµοδιότητας του Γενικού ∆ικαστηρίου, του σφάλµατος κατά τη διαδικασία που ενδέχεται να επηρεάσει το συµφέρον του αναιρεσείοντος καθώς και της παραβίασης του δικαίου της ΕΕ εκ µέρους του Γενικού ∆ικαστηρίου. Εάν η αίτηση γίνει δεκτή ως παραδεκτή και βάσιµη, το ∆ικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού ∆ικαστηρίου. Εφόσον η υπόθεση έχει ωριµάσει, το ∆ικαστήριο µπορεί να προβεί στην εκδίκασή της και να εκδώσει απόφαση, ενώ διαφορετικά αναπέµπει την υπόθεση στο Γενικό ∆ικαστήριο, το οποίο επί των νοµικών ζητηµάτων δεσµεύεται από την κρίση του ∆ικαστηρίου.
Προσωρινή δικαστική προστασία (άρθρο 278 και άρθρο 279 ΣΛΕΕ)
Οι προσφυγές που ασκούνται ενώπιον του ∆ικαστηρίου και του Γενικού ∆ικαστηρίου, καθώς και οι αιτήσεις αναίρεσης κατά αποφάσεων του Γενικού ∆ικαστηρίου ενώπιον του ∆ικαστηρίου, δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσµα. Υπάρχει όµως η δυνατότητα υποβολής ενώπιον του ∆ικαστηρίου ή του Γενικού ∆ικαστηρίου αίτησης αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόµενης πράξης (άρθρο 278 ΣΛΕΕ) ή διαταγής προσωρινών µέτρων (άρθρο 279 ΣΛΕΕ).
Το βάσιµο της αίτησης προσωρινών µέτρων κρίνεται, κατά τη νοµολογιακή πρακτική, µε βάση τα ακόλουθα τρία κριτήρια: 1. Πιθανότητες ευδοκίµησης της προσφυγής στην κύρια δίκη (fumus boni juris): αυτές εκτιµώνται µε συνοπτική προεξέταση των περιστατικών που επικαλείται ο αιτών. 2. Επείγων χαρακτήρας του µέτρου: εξετάζεται κατά πόσον η έκδοση του αιτούµενου προσωρινού µέτρου είναι αναγκαία για την αποτροπή βαριάς και ανεπανόρθωτης βλάβης του αιτούντος. Κριτήρια για να εκτιµηθεί η συνδροµή αυτής της προϋπόθεσης είναι η φύση και η βαρύτητα της προσβολής του δικαιώµατος, καθώς και οι συγκεκριµένες και οριστικές ζηµιογόνες συνέπειές της επί της περιουσίας και των άλλων εννόµων αγαθών του αιτούντος. Κατά γενική αρχή, η οικονοµική ζηµία τότε µόνο χαρακτηρίζεται ως βαριά και ανεπανόρθωτη βλάβη, όταν δεν µπορεί να επανορθωθεί πλήρως, ακόµη και στην περίπτωση που ο αιτών νικήσει στην κύρια δίκη. 3. Στάθµιση συµφερόντων: διενεργείται στάθµιση µεταξύ αφενός της πιθανής βλάβης του αιτούντος εάν απορριφθεί η αίτησή του και αφετέρου του συµφέροντος της Ένωσης για άµεση εκτέλεση της προσβαλλόµενης πράξης, καθώς και της ενδεχόµενης βλάβης στα συµφέροντα τρίτων στην περίπτωση που διαταχθεί το αιτούµενο προσωρινό µέτρο.
∆ιαδικασία έκδοσης προδικαστικής απόφασης (άρθρο 267 ΣΛΕΕ)
Η διαδικασία έκδοσης προδικαστικής απόφασης επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να απευθύνονται στο ∆ικαστήριο. Το εθνικό δικαστήριο µπορεί, όταν πρέπει να εφαρµόσει διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο εκκρεµούσας ενώπιόν του δίκης, να αναστείλει τη διαδικασία αυτή και να απευθύνει στο ∆ικαστήριο ερώτηµα σχετικά µε το κύρος µιας πράξης και/ή την ερµηνεία πράξης ή συνθήκης της ΕΕ. Στο νοµικό ερώτηµα που διατυπώνει ο εθνικός δικαστής, το ∆ικαστήριο απαντά µε τη µορφή δικαστικής απόφασης και όχι µε τη µορφή γνωµοδότησης, γεγονός που καταδεικνύει τον δεσµευτικό χαρακτήρα της απόφασης του ∆ικαστηρίου. Εντούτοις, η διαδικασία έκδοσης προδικαστικής απόφασης, σε αντίθεση µε τις άλλες διαδικασίες που παρουσιάστηκαν, δεν αποτελεί κατ’ αντιµωλία διαδικασία για την επίλυση διαφοράς, αλλά συνιστά τµήµα µόνο µιας συνολικής διαδικασίας, η οποία ξεκινά και τελειώνει σε εθνικό δικαστήριο.
Σκοπός αυτής της διαδικασίας είναι, πρωτίστως, να διασφαλιστεί η ενιαία ερµηνεία του δικαίου της Ένωσης και, κατά συνέπεια, ο ενιαίος χαρακτήρας της έννοµης τάξης της ΕΕ. Πέραν αυτής της λειτουργίας, η εν λόγω διαδικασία είναι σηµαντική και για την έννοµη προστασία των ατόµων. Τα εθνικά δικαστήρια µπορούν να εξετάζουν τη συµβατότητα των εθνικών διατάξεων µε το δίκαιο της Ένωσης και, σε περίπτωση σύγκρουσης, να εφαρµόζουν το δίκαιο της Ένωσης του οποίου οι διατάξεις υπερισχύουν και έχουν άµεση εφαρµογή µόνο εφόσον προκύπτει µε επαρκή σαφήνεια το περιεχόµενο και το κύρος των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Η απαιτούµενη σαφήνεια προκύπτει κατά κανόνα µόνο από προδικαστική απόφαση του ∆ικαστηρίου, έτσι ώστε µε τον τρόπο αυτό να παρέχεται στον πολίτη της Ένωσης η δυνατότητα να αµυνθεί κατά πράξης της χώρας του η οποία είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, επιτυγχάνοντας την εφαρµογή του δικαίου αυτού ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Επιτελώντας αυτή τη διττή λειτουργία, η διαδικασία έκδοσης προδικαστικής απόφασης αποτελεί εν µέρει αντιστάθµισµα στην περιορισµένη πρόσβαση των ιδιωτών στο ∆ικαστήριο και αποκτά έτσι κεντρική σηµασία για την έννοµη προστασία του ατόµου. Η επιτυχία της διαδικασίας αυτής εξαρτάται όµως τελικά από τη «διάθεση» των εθνικών δικαστών για την υποβολή προδικαστικών ερωτηµάτων.
Αντικείµενο της αίτησης έκδοσης προδικαστικής απόφασης: το ∆ικαστήριο, αφενός, αποφαίνεται επί της ερµηνείας του δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, ελέγχει το κύρος των νοµικών πράξεων των οργάνων της Ένωσης. ∆ιατάξεις του εθνικού δικαίου δεν µπορούν να αποτελέσουν αντικείµενο προδικαστικής απόφασης. Στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας, το ∆ικαστήριο δεν έχει αρµοδιότητα ούτε να ερµηνεύει διατάξεις του εθνικού δικαίου ούτε να αποφαίνεται για τη συµβατότητά τους µε το δίκαιο της Ένωσης. Κατά την υποβολή προδικαστικών ζητηµάτων στο ∆ικαστήριο η πτυχή αυτή συχνά αγνοείται, µε αποτέλεσµα να υποβάλλονται ερωτήµατα µε αντικείµενο τη συµφωνία διάταξης του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ένωσης ή σχετικά µε τον βαθµό εφαρµογής συγκεκριµένης διάταξης του δικαίου της Ένωσης σε επίδικη υπόθεση η οποία εκκρεµεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Όταν επιλαµβάνεται ερωτηµάτων µε τέτοιο αντικείµενο, τα οποία καθαυτά είναι απαράδεκτα, το ∆ικαστήριο δεν περιορίζεται να τα αναπέµψει στο δικαστήριο που τα υπέβαλε· αντιθέτως, τα ερµηνεύει και τα επαναδιατυπώνει, θεωρώντας ότι το αιτούν δικαστήριο αναζητεί κατά βάση ή κατ’ ουσία κριτήρια ερµηνείας της κρίσιµης διάταξης του δικαίου της Ένωσης ώστε τελικά να µπορέσει το ίδιο να αποφανθεί για τη συµφωνία της διάταξης του εθνικού δικαίου µε το δίκαιο της Ένωσης, η οποία συµφωνία επηρεάζει σηµαντικά την έκβαση της δίκης. Προς τον σκοπό αυτό, το ∆ικαστήριο αποµονώνει από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου που του απέστειλε το εθνικό δικαστήριο, και ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις της απόφασης παραποµπής, τα ζητήµατα του δικαίου της Ένωσης τα οποία πρέπει να ερµηνευθούν ενόψει του αντικειµένου της διαφοράς.
∆ικαίωµα παραποµπής: κάθε δικαστήριο κράτους µέλους δύναται να απευθύνει προδικαστικό ερώτηµα στο ∆ικαστήριο. Η έννοια του «δικαστηρίου» ερµηνεύεται υπό το φως του δικαίου της Ένωσης και αναφέρεται όχι στην ονοµασία αλλά στη λειτουργία και στη νοµική θέση του οικείου οργάνου στο πλαίσιο του εθνικού συστήµατος έννοµης προστασίας. Υπό την έννοια αυτή, δικαστήριο είναι κάθε ανεξάρτητο, δηλαδή µη υποκείµενο σε οδηγίες, όργανο το οποίο έχει αρµοδιότητα να επιλύει διαφορές, εκδίδοντας αποφάσεις µε ισχύ δεδικασµένου και ακολουθώντας διαδικασίες οργανωµένες βάσει των αρχών του κράτους δικαίου. Εποµένως, τα συνταγµατικά δικαστήρια των κρατών µελών, καθώς και τα όργανα επίλυσης διαφορών που βρίσκονται εκτός του κρατικού δικαιοδοτικού συστήµατος, µπορούν καταρχήν και αυτά να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήµατα, όχι όµως και τα ιδιωτικά διαιτητικά δικαστήρια. Η απόφαση εθνικού δικαστή να κάνει χρήση της δυνατότητας υποβολής προδικαστικού ερωτήµατος προϋποθέτει ότι τα ζητήµατα του δικαίου της Ένωσης είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, κάτι για το οποίο αποφασίζουν οι ίδιοι οι εθνικοί δικαστές. Οι διάδικοι µπορούν µόνο να υποβάλουν σχετικό αίτηµα. Το ∆ικαστήριο εξετάζει εάν τα ζητήµατα της παραποµπής έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης µόνο για να βεβαιωθεί αφενός ότι είναι παραδεκτά, δηλαδή ότι πράγµατι αφορούν την ερµηνεία των Συνθηκών ή το κύρος πράξης οργάνου της Ένωσης, και αφετέρου ότι πράγµατι υπάρχει εκκρεµής υπόθεση, δηλαδή ότι τα ερωτήµατα δεν είναι υποθετικά ή κατασκευασµένα µε σκοπό να αποσπαστεί γνωµάτευση του ∆ικαστηρίου µέσω της διαδικασίας υποβολής προδικαστικού ερωτήµατος. Η απόρριψη της εξέτασης των προδικαστικών ερωτηµάτων από το ∆ικαστήριο αποτελεί βέβαια εξαίρεση, αφού το ∆ικαστήριο, λόγω της ιδιαίτερης σηµασίας της δικαστικής συνεργασίας, επιδεικνύει κάποια ελαστικότητα στην εφαρµογή αυτών των δύο κριτηρίων. Ωστόσο, η πρόσφατη νοµολογία δείχνει ότι το ∆ικαστήριο εξετάζει πλέον αυστηρότερα τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της προδικαστικής παραποµπής, δεδοµένου ότι εφαρµόζει κατά γράµµα την προαναφερθείσα απαίτηση να περιλαµβάνει η απόφαση της παραποµπής επαρκώς σαφή και λυσιτελή έκθεση των νοµικών και πραγµατικών ζητηµάτων της κύριας δίκης· εάν αυτό δεν συµβαίνει, το ∆ικαστήριο δηλώνει ότι βρίσκεται σε αδυναµία να παράσχει κατάλληλη ερµηνεία του δικαίου της Ένωσης και απορρίπτει ως απαράδεκτη την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης.
Υποχρέωση παραποµπής: σε υποβολή προδικαστικού ερωτήµατος υποχρεούται κάθε δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται πλέον σε ένδικα µέσα του εθνικού δικαίου. Η έννοια του ένδικου µέσου περιλαµβάνει όλα τα µέσα έννοµης προστασίας µε τα οποία µία δικαστική απόφαση υπόκειται σε έλεγχο από ανώτερο δικαστήριο τόσο για πραγµατικούς όσο και για νοµικούς λόγους (π.χ. έφεση) ή µόνο για νοµικούς λόγους (π.χ. αναίρεση). ∆εν περιλαµβάνει, αντίθετα, τα τακτικά ένδικα βοηθήµατα µε περιορισµένα και ειδικά αποτελέσµατα (π.χ. αναθεώρηση, συνταγµατική προσφυγή). ∆ικαστήριο το οποίο υποχρεούται σε παραποµπή µπορεί να την παραλείψει µόνο όταν το ζήτηµα που ανέκυψε δεν επηρεάζει την έκβαση της δίκης, όταν υπάρχει ήδη σχετική απόφαση του ∆ικαστηρίου ή όταν δεν είναι δυνατόν να υπάρχει εύλογη αµφιβολία σχετικά µε την ερµηνεία της σχετικής διάταξης του δικαίου της Ένωσης. Αντιθέτως, υπάρχει απόλυτη υποχρέωση υποβολής προδικαστικού ερωτήµατος όταν το εθνικό δικαστήριο επιθυµεί να αποδεχθεί ως δεδοµένο ότι νοµική πράξη της Ένωσης είναι ανίσχυρη. Το ∆ικαστήριο έχει καταστήσει σαφές ότι διαθέτει την αποκλειστική αρµοδιότητα να κηρύσσει ανίσχυρη παράνοµη πράξη της Ένωσης. Εποµένως, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εφαρµόζουν τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και να συµµορφώνονται προς αυτές εφόσον δεν έχουν κηρυχθεί ανίσχυρες µε απόφαση του ∆ικαστηρίου. Ιδιαίτερη ρύθµιση ισχύει για τα δικαστήρια που αποφαίνονται στο πλαίσιο της παροχής προσωρινής έννοµης προστασίας. Σύµφωνα µε την πρόσφατη νοµολογία του ∆ικαστηρίου, τα δικαστήρια αυτά µπορούν, υπό ορισµένες προϋποθέσεις, να αναστείλουν την εκτέλεση διοικητικής πράξης που εκδόθηκε από τις αρχές κράτους µέλους και στηρίζεται σε κανονισµό της Ένωσης· οµοίως, µπορούν να διατάξουν µέτρα για την προσωρινή ρύθµιση επίδικων έννοµων καταστάσεων και σχέσεων, χωρίς να λαµβάνουν υπόψη υφιστάµενη διάταξη του δικαίου της Ένωσης.
Η µη συµµόρφωση προς την υποχρέωση παραποµπής αποτελεί συγχρόνως παράβαση των Συνθηκών της Ένωσης, η οποία προσάπτεται στο οικείο κράτος µέλος και µπορεί να επισύρει κυρώσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παράβασης των Συνθηκών. Ωστόσο, τα πρακτικά αποτελέσµατα µιας τέτοιας διαδικασίας είναι περιορισµένα, αφού η κυβέρνηση του ενδιαφερόµενου κράτους µέλους δεν µπορεί, λόγω της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και της διάκρισης των εξουσιών, να απευθύνει διαταγές προς τα εθνικά δικαστήρια και, εποµένως, θα βρεθεί σε αδυναµία να συµµορφωθεί προς ενδεχόµενη καταδίκη από το ∆ικαστήριο. Από τότε που γίνεται δεκτή η ευθύνη των κρατών µελών για παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (βλ. σχετικά το επόµενο κεφάλαιο), έχουν αυξηθεί οι πιθανότητες του ατόµου να απαιτήσει και να πετύχει την επανόρθωση από το οικείο κράτος µέλος ζηµίας που υπέστη λόγω παραβίασης της υποχρέωσης υποβολής αιτήµατος για την έκδοση προδικαστικής απόφασης.
Αποτέλεσµα της προδικαστικής απόφασης: η απάντηση επί του προδικαστικού ερωτήµατος, η οποία έχει τη µορφή δικαστικής απόφασης, δεσµεύει το αιτούν δικαστήριο και όλα τα άλλα δικαστήρια τα οποία έχουν επιληφθεί της σχετικής διαφοράς. Πέραν αυτού, οι προδικαστικές αποφάσεις του ∆ικαστηρίου αποτελούν στην πράξη προηγούµενο και για άλλες παρόµοιες υποθέσεις.
Η ευθύνη των κρατών µελών για παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης
Η ευθύνη των κρατών µελών για ζηµίες τις οποίες υπέστησαν ιδιώτες λόγω παραβίασης του δικαίου της Ένωσης καταλογιζόµενης σε αυτά έγινε καταρχήν δεκτή µε την απόφαση του ∆ικαστηρίου, της 5ης Μαρτίου 1996, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93, Brasserie du pêcheur, και C-48/93, Factortame. Η απόφαση αυτή περί ευθύνης είναι θεµελιώδους σηµασίας, αντίστοιχης µε αυτήν των παλαιότερων αποφάσεων του ∆ικαστηρίου σχετικά µε την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης, το άµεσο αποτέλεσµα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης και την αναγνώριση θεµελιωδών δικαιωµάτων της Ένωσης. Χαρακτηρίζεται από το ίδιο το ∆ικαστήριο ως «αναγκαίο επακολούθηµα του αµέσου αποτελέσµατος που αναγνωρίζεται στις κοινοτικές διατάξεις στην παράβαση των οποίων οφείλεται η προξενηθείσα ζηµία» και ενισχύει σηµαντικά τις δυνατότητες των ιδιωτών να απαιτούν από τα κρατικά όργανα όλων των εξουσιών (εκτελεστικής, νοµοθετικής, αλλά και δικαστικής) την τήρηση και εφαρµογή του δικαίου της Ένωσης. Η απόφαση αποτελεί επέκταση της νοµολογίας που ξεκίνησε µε τις αποφάσεις Francovich και Bonifaci. Ενώ µε βάση τις αποφάσεις αυτές η ευθύνη των κρατών µελών περιοριζόταν σε περιπτώσεις στις οποίες οι ιδιώτες έχουν υποστεί ζηµία λόγω της µη έγκαιρης µεταφοράς µιας οδηγίας που τους παρέχει δικαιώµατα χωρίς να αναπτύσσει άµεσο αποτέλεσµα, η νεώτερη παραπάνω απόφαση δέχεται την ύπαρξη µιας γενικής ευθύνης η οποία καλύπτει όλες τις παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης που καταλογίζονται στο κράτος.
Η ευθύνη των κρατών µελών για παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης υπόκειται στη συνδροµή τριών προϋποθέσεων, οι οποίες κατά βάση συµπίπτουν µε τις προϋποθέσεις ευθύνης της Ένωσης σε ανάλογη περίπτωση:
- Ο παραβιαζόµενος κανόνας του δικαίου της Ένωσης πρέπει να αποσκοπεί στην απονοµή δικαιωµάτων στα άτοµα.
- Η παράβαση πρέπει να είναι διακεκριµένη, δηλαδή το κράτος µέλος να έχει υπερβεί προδήλως και σε σηµαντικό βαθµό τα όρια που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια. Η σχετική κρίση ανήκει στα εθνικά δικαστήρια, τα οποία είναι τα µόνα αρµόδια να εξακριβώνουν τα πραγµατικά περιστατικά και να προβαίνουν στη νοµική υπαγωγή των εκάστοτε παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης. Ωστόσο, η απόφαση του ∆ικαστηρίου παρέχει στα εθνικά δικαστήρια ορισµένες κατευθυντήριες γραµµές. Όπως αναφέρει,
[…] µεταξύ των στοιχείων που ίσως χρειαστεί να συνεκτιµήσει το αρµόδιο δικαστήριο πρέπει να επισηµανθεί ο βαθµός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιαζόµενου κανόνα, το εύρος των περιθωρίων εκτιµήσεως που αφήνει ο παραβιαζόµενος κανόνας στις εθνικές ή τις [ενωσιακές] αρχές, ο ηθεληµένος ή ακούσιος χαρακτήρας της διαπραχθείσης παραβάσεως ή της προκληθείσης ζηµίας, το συγγνωστόν ή ασύγγνωστον ενδεχοµένης νοµικής πλάνης, το γεγονός ότι η συµπεριφορά ενός [ενωσιακού] οργάνου µπορεί να συνετέλεσε στην παράλειψη, τη θέσπιση ή τη διατήρηση αντίθετων προς το [ενωσιακό] δίκαιο εθνικών µέτρων ή πρακτικής. Εν πάση περιπτώσει, µια παράβαση του [ενωσιακού] δικαίου είναι πρόδηλη, όταν συνεχίζεται παρά την έκδοση δικαστικής αποφάσεως που διαπιστώνει την προσαπτόµενη παράβαση ή προδικαστικής αποφάσεως ή πάγιας σχετικής νοµολογίας του ∆ικαστηρίου, από όπου προκύπτει ότι η επίµαχη συµπεριφορά στοιχειοθετεί παράβαση.»
- Ύπαρξη άµεσης αιτιώδους συνάφειας µεταξύ της παραβίασης της υποχρέωσης του κράτους µέλους και της βλάβης την οποία υπέστησαν οι ζηµιωθέντες. ∆εν απαιτείται υπαιτιότητα (δόλος ή αµέλεια) πέραν της αρκούντως διακεκριµένης παράβασης του δικαίου της Ένωσης.
Το ∆ικαστήριο έχει καταστήσει σαφές ότι οι γενικές αρχές που διέπουν την ευθύνη λόγω παραβίασης του δικαίου της Ένωσης ισχύουν επίσης για την τρίτη εξουσία, δηλαδή τα δικαστήρια. Οι αποφάσεις τους δεν ελέγχονται πλέον µόνον µετά την άσκηση ενδίκων µέσων, αλλά —εφόσον αυτές έχουν εκδοθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη ή κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης— και από τα δικαστήρια των κρατών µελών που είναι αρµόδια να εκδικάζουν αγωγές αποζηµίωσης. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, προκειµένου να διαπιστωθεί εάν η επίµαχη απόφαση παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να επανεξεταστούν και τα ουσιαστικά ζητήµατα που αφορούν το δίκαιο αυτό, χωρίς το επιληφθέν δικαστήριο να δεσµεύεται από την απόφαση του καθ’ ύλην αρµόδιου δικαστηρίου. Τα αρµόδια εθνικά δικαστήρια οφείλουν να απευθυνθούν για οποιοδήποτε ζήτηµα ερµηνείας ή κύρους των επίµαχων κανόνων της Ένωσης, ή ακόµη και για το ζήτηµα της συµφωνίας των εθνικών ρυθµίσεων περί ευθύνης µε τις Συνθήκες, και πάλι στο ∆ικαστήριο, το οποίο µπορεί να επιληφθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως (άρθρο 267 ΣΛΕΕ). Ωστόσο, η ευθύνη για παράνοµες αποφάσεις δικαστηρίων παραµένει η εξαίρεση. Λόγω των αυστηρών προϋποθέσεών της, τέτοια ευθύνη ουσιαστικά γεννάται µόνο στην περίπτωση που το δικαστήριο παραβίασε µε πρόθεση το ισχύον δίκαιο της Ένωσης ή, όπως συνέβη στην υπόθεση Köbler, που δικαστήριο τελευταίου βαθµού, κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης, επικύρωσε τελεσίδικα δυσµενή για πολίτη απόφαση χωρίς να έχει ζητήσει προηγουµένως από το ∆ικαστήριο την αποσαφήνιση του νοµικού καθεστώτος της ΕΕ το οποίο είναι καθοριστικής σηµασίας για την κρίση του. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η προστασία των δικαιωµάτων του πολίτη της Ένωσης ο οποίος επικαλείται δικαιώµατα απορρέοντα από το δίκαιο της ΕΕ επιτάσσει την αναγνώριση δικαιώµατος αποζηµίωσης για τη ζηµία που ο πολίτης της Ένωσης υπέστη λόγω της συµπεριφοράς του δικαστηρίου που δίκασε σε τελευταίο βαθµό.
ΕΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ∆ΙΚΑΙΟΥ
Ύστερα από όσα µάθαµε για τη διάρθρωση της ΕΕ και την έννοµη τάξη της, δεν είναι και τόσο απλό να καθοριστεί η θέση του δικαίου της Ένωσης µέσα στο συνολικό σύστηµα δικαίου και η οριοθέτησή του σε σχέση µε άλλες έννοµες τάξεις. ∆ύο προσεγγίσεις θα πρέπει να αποκλειστούν εξαρχής: Το δίκαιο της Ένωσης δεν µπορεί να αντιµετωπιστεί ούτε ως απλή δέσµη διακρατικών συµφωνιών ούτε ως τµήµα ή παρακολούθηµα εθνικών έννοµων τάξεων.
Η αυτονοµία της έννοµης τάξης της ΕΕ
Με την ίδρυση της Ένωσης, τα κράτη µέλη περιόρισαν τη νοµοθετική κυριαρχία τους και δηµιούργησαν ένα αυτοτελές σύστηµα κανόνων δικαίου, υποχρεωτικό για τα ίδια και τους πολίτες τους, το οποίο οφείλουν να εφαρµόζουν τα δικαστήριά τους.
Στις διαπιστώσεις αυτές προέβη το ∆ικαστήριο το 1964 στη γνωστή απόφαση Costa/ENEL, στην οποία έχει γίνει ήδη αναφορά σε προηγούµενη ενότητα. Στη συγκεκριµένη υπόθεση, ο Flaminio Costa προσέβαλε την κρατικοποίηση της παραγωγής και διανοµής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ιταλία και τη συνδεδεµένη µε αυτήν µεταβίβαση των εγκαταστάσεων των εταιριών ηλεκτρισµού στην επιχείρηση ENEL.
Η αυτονοµία της έννοµης τάξης της ΕΕ είναι θεµελιώδους σηµασίας για την ύπαρξη της Ένωσης, καθώς είναι αυτή που εµποδίζει την υπονόµευση του δικαίου της Ένωσης από το εθνικό δίκαιο και εξασφαλίζει την ενιαία εφαρµογή του σε όλα τα κράτη µέλη. Λόγω της αυτονοµίας της έννοµης τάξης της ΕΕ, οι έννοιες του δικαίου της Ένωσης καθορίζονται σε συνάρτηση µε τις ανάγκες της έννοµης τάξης και τους στόχους της Ένωσης. Ένας τέτοιος ξεχωριστός προσδιορισµός των εννοιών είναι αναγκαίος διότι αν τα ίδια τα κράτη µέλη καθόριζαν το περιεχόµενο και το πεδίο εφαρµογής των ελευθεριών που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης, θα µπορούσαν να τεθούν σε κίνδυνο τα δικαιώµατα που αυτό εγγυάται. Ενδεικτικά µπορεί να αναφερθεί η έννοια του «εργαζοµένου», η οποία καθορίζει την έκταση εφαρµογής του δικαιώµατος ελεύθερης κυκλοφορίας. Η έννοια του εργαζοµένου, µε το περιεχόµενο που της δίνει το δίκαιο της Ένωσης, µπορεί να είναι σαφώς διαφορετική από εκείνη που γνωρίζουν και χρησιµοποιούν οι εθνικές έννοµες τάξεις. Εξάλλου, οι νοµοθετικές πράξεις της Ένωσης κρίνονται αποκλειστικά βάσει του ίδιου του δικαίου της Ένωσης και όχι βάσει της εθνικής νοµοθεσίας ή του εθνικού συντάγµατος.
Πώς όµως, δεδοµένης της αυτονοµίας της έννοµης τάξης της ΕΕ, θα µπορούσε να περιγραφεί η σχέση µεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου;
Μολονότι το δίκαιο της ΕΕ αποτελεί αυτοτελή έννοµη τάξη έναντι των έννοµων τάξεων των κρατών µελών, δεν πρέπει να φανταστούµε ότι η έννοµη τάξη της ΕΕ και οι έννοµες τάξεις των κρατών µελών αλληλεπικαλύπτονται σαν στοιβάδες πετρωµάτων. Μια τόσο αυστηρή οριοθέτηση δεν συµβιβάζεται µε το γεγονός ότι οι έννοµες αυτές τάξεις αφορούν τους ίδιους ανθρώπους που είναι συγχρόνως πολίτες κράτους µέλους και πολίτες της Ένωσης. Επίσης, δεν λαµβάνει υπόψη ότι το δίκαιο της Ένωσης αποκτά σάρκα και οστά µόνο εφόσον ενταχθεί στις έννοµες τάξεις των κρατών µελών. Στην πραγµατικότητα, η έννοµη τάξη της ΕΕ και οι εθνικές έννοµες τάξεις είναι αλληλένδετες µεταξύ τους και βρίσκονται σε αµοιβαία εξάρτηση.
Η συνύπαρξη του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου
Η πτυχή αυτή της σχέσης µεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου περιλαµβάνει τα σηµεία στα οποία τα δύο δίκαια αλληλοσυµπληρώνονται. Το άρθρο 4 παράγραφος 3 ΣΕΕ την περιγράφει πολύ παραστατικά:
Σύµφωνα µε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η Ένωση και τα κράτη µέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αµοιβαίου σεβασµού και αµοιβαίας συνεργασίας. Τα κράτη µέλη λαµβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό µέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από πράξεις των θεσµικών οργάνων της Ένωσης. Τα κράτη µέλη διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε µέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την πραγµατοποίηση των στόχων της Ένωσης.»
Κατά τη διατύπωση της γενικής αυτής αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, οι συντάκτες της Συνθήκης είχαν στο νου τους ότι η έννοµη τάξη της Ένωσης δεν είναι σε θέση να πραγµατοποιήσει από µόνη τους σκοπούς που επιδιώκονται µε τη δηµιουργία της Ένωσης. Σε αντίθεση µε τις εθνικές έννοµες τάξεις, η έννοµη τάξη της Ένωσης δεν αποτελεί κλειστό σύστηµα, αλλά έχει ανάγκη από τη στήριξη των εθνικών έννοµων τάξεων προκειµένου να εφαρµοστεί. Όλα τα κρατικά όργανα —νοµοθετική εξουσία, κυβέρνηση (συµπεριλαµβανόµενης της διοίκησης), δικαστήρια— πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η έννοµη τάξη της Ένωσης δεν είναι «εξωτερική» ή «ξένη», αλλά ότι τα κράτη µέλη και τα όργανα της Ένωσης αποτελούν ένα αδιάσπαστο και αλληλέγγυο σύνολο για την πραγµατοποίηση των κοινών σκοπών. Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι απλά µια κοινότητα συµφερόντων, αλλά προπαντός µια κοινότητα αλληλεγγύης. Κατά συνέπεια, οι Συνθήκες της Ένωσης και οι διατάξεις δικαίου που έχουν εκδοθεί από τα όργανά της σε εκτέλεση των Συνθηκών πρέπει όχι µόνο να τηρούνται αλλά και να υλοποιούνται από τις αρχές των κρατών µελών, ώστε να αποκτούν ζωή. Οι πολυάριθµες πτυχές αυτής της συνύπαρξης του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου µπορούν να γίνουν αντιληπτές µόνο µέσα από µερικά σηµαντικά παραδείγµατα.
Έκφραση της στενής σχέσης και της αλληλοσυµπλήρωσης µεταξύ της έννοµης τάξης της Ένωσης και των εθνικών εννόµων τάξεων αποτελεί πρωτίστως το σύστηµα της οδηγίας, το οποίο συναντήσαµε ήδη στην ενότητα που αφορούσε τις νοµικές πράξεις. Ενώ η οδηγία αυτή καθεαυτή καθορίζει µόνο το επιδιωκόµενο αποτέλεσµα κατά τρόπο δεσµευτικό για τα κράτη µέλη, η επιλογή του τύπου και των µέσων πραγµατοποίησης αυτού του αποτελέσµατος επαφίεται στην αρµοδιότητα των εθνικών κρατικών αρχών, δηλαδή του εθνικού δικαίου. Στον τοµέα των δικαιοδοσιών διαµορφώνεται στενή σχέση µέσω της διαδικασίας έκδοσης προδικαστικής απόφασης σύµφωνα µε το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Κατά τη διαδικασία αυτή, τα εθνικά δικαστήρια µπορούν, και καµιά φορά οφείλουν, να υποβάλουν στο ∆ικαστήριο προδικαστικά ερωτήµατα σχετικά µε το κύρος και την ερµηνεία των πράξεων του δικαίου της Ένωσης, τα οποία µπορεί να είναι αναγκαία για να εκδώσουν απόφαση επί διαφοράς που εκκρεµεί ενώπιόν τους. Η διαδικασία έκδοσης προδικαστικής απόφασης καταδεικνύει, αφενός, ότι τα δικαστήρια των κρατών µελών οφείλουν και αυτά να συµµορφώνονται προς το δίκαιο της Ένωσης και να το εφαρµόζουν και, αφετέρου, ότι η ερµηνεία και η εκτίµηση του κύρους του δικαίου της Ένωσης εµπίπτει στην αποκλειστική αρµοδιότητα του ∆ικαστηρίου. Τέλος, η αλληλεξάρτηση της έννοµης τάξης της Ένωσης και των εθνικών έννοµων τάξεων καταδεικνύεται και κατά την πλήρωση των κενών της έννοµης τάξης της ΕΕ. Αυτό συµβαίνει για παράδειγµα όταν το δίκαιο της Ένωσης παραπέµπει για την πλήρωση των κενών του σε ισχύουσες διατάξεις των έννοµων τάξεων των κρατών µελών. Συνεπώς, η τύχη ενός κανόνα δικαίου της ΕΕ εξαρτάται από ένα ορισµένο σηµείο και µετά από εθνικούς κανόνες. Αυτό ισχύει γενικά όσον αφορά την εκτέλεση των διατάξεων του δικαίου της ΕΕ, στο µέτρο που το δίκαιο αυτό δεν περιλαµβάνει δικούς του κανόνες εκτέλεσης. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι εθνικές αρχές εκτελούν τους κανόνες του δικαίου της ΕΕ σύµφωνα µε τις διατάξεις του εθνικού δικαίου. Είναι αυτονόητο ότι αυτή η γενική αρχή εφαρµόζεται µόνο στο µέτρο που δεν τίθεται σε κίνδυνο η αποτελεσµατικότητα της ρύθµισης της ΕΕ και, ταυτόχρονα, λαµβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις ενιαίας εφαρµογής του δικαίου της Ένωσης, αφού σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποφεύγεται το ενδεχόµενο να αντιµετωπίζονται οι οικονοµικοί φορείς µε κριτήρια διαφορετικά και, κατά συνέπεια, άδικα.
Σύγκρουση µεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου
Η σχέση µεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου χαρακτηρίζεται όµως και από το γεγονός ότι η έννοµη τάξη της Ένωσης και η εκάστοτε εθνική έννοµη τάξη διάκεινται ορισµένες φορές «εχθρικά» η µια απέναντι στην άλλη. Στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για σύγκρουση ανάµεσα στο δίκαιο της Ένωσης και το εθνικό δίκαιο. Μια τέτοια κατάσταση εµφανίζεται κάθε φορά που διάταξη του δικαίου της Ένωσης που κατοχυρώνει άµεσα δικαιώµατα και υποχρεώσεις για τους πολίτες της Ένωσης βρίσκεται σε αντίθεση προς το περιεχόµενο κανόνων του εθνικού δικαίου. Πίσω από αυτή τη φαινοµενικά απλή προβληµατική κρύβονται δύο θεµελιώδη ζητήµατα σχετικά µε τη δοµή της ΕΕ, τα οποία πρέπει να αποτελέσουν το µέτρο για την αξιολόγηση της ύπαρξης της έννοµης τάξης της ΕΕ: το ζήτηµα της άµεσης εφαρµογής του δικαίου της Ένωσης και το ζήτηµα της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έναντι αντίθετων εθνικών διατάξεων.
Η άµεση ισχύς του δικαίου της Ένωσης στο εθνικό δίκαιο
Η άµεση ισχύς του δικαίου της Ένωσης έχει την έννοια ότι το δίκαιο της ΕΕ παρέχει δικαιώµατα και επιβάλλει υποχρεώσεις άµεσα όχι µόνο στα όργανα της Ένωσης και τα κράτη µέλη αλλά και στους πολίτες της Ένωσης.
Ένα από τα σηµαντικότερα επιτεύγµατα του ∆ικαστηρίου είναι ότι επέβαλε την άµεση ισχύ των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης παρά την αρχική αντίδραση ορισµένων κρατών µελών και έτσι εξασφάλισε την ύπαρξη της έννοµης τάξης της ΕΕ. Αφετηρία αυτής της εξέλιξης ήταν η αναφερθείσα και σε προηγούµενο σηµείο υπόθεση της ολλανδικής επιχείρησης µεταφορών Van Gend & Loos, η οποία προσέβαλε ενώπιον ολλανδικού δικαστηρίου την αύξηση των ολλανδικών δασµών για την εισαγωγή ενός χηµικού προϊόντος από την Οµοσπονδιακή ∆ηµοκρατία της Γερµανίας. Η έκβαση της δίκης θα κρινόταν ουσιαστικά από την απάντηση στο ερώτηµα αν και ιδιώτης, προσφεύγοντας κατά της αύξησης των δασµών, µπορούσε να επικαλεστεί το τότε ισχύον άρθρο 12 της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο απαγόρευε ρητά στα κράτη µέλη τη θέσπιση νέων και την αύξηση υφιστάµενων δασµών στην κοινή αγορά. Το ∆ικαστήριο, παρά την αντίθετη άποψη πολλών κυβερνήσεων και του γενικού εισαγγελέα του, αποφάνθηκε ότι, λόγω της φύσεως και των σκοπών της Ένωσης, οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης έχουν καταρχήν άµεση εφαρµογή. Στο σκεπτικό της απόφασης το ∆ικαστήριο αναφέρει:
[…] η Κοινότητα αποτελεί νέα έννοµη τάξη […] της οποίας υποκείµενα είναι όχι µόνο τα κράτη µέλη, αλλά επίσης και οι υπήκοοί τους. Εποµένως, όπως το κοινοτικό δίκαιο, που είναι ανεξάρτητο από τη νοµοθεσία των κρατών µελών, δηµιουργεί υποχρεώσεις στους ιδιώτες, πρέπει επίσης να γεννά και δικαιώµατα υπέρ αυτών. Τα δικαιώµατα αυτά γεννώνται όχι µόνο όταν τούτο προβλέπεται ρητά στη Συνθήκη, αλλά επίσης λόγω σαφών υποχρεώσεων που επιβάλλει η Συνθήκη τόσο στους ιδιώτες όσο και στα κράτη µέλη και τα κοινοτικά όργανα.»
Βέβαια, η διαπίστωση αυτή δεν επαρκεί, καθώς αφήνει αναπάντητο το ερώτηµα ποιες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης έχουν άµεση εφαρµογή. Το ∆ικαστήριο εξέτασε το ερώτηµα αυτό αρχικά σε σχέση µε τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης και δέχθηκε ότι µπορούν να έχουν άµεση εφαρµογή στους ιδιώτες οι κανόνες δικαίου των ιδρυτικών Συνθηκών οι οποίοι, πρώτον, διατυπώνονται ανεπιφύλακτα, δεύτερον, είναι καθαυτοί πλήρεις και νοµικώς άρτιοι και εποµένως, κατά τρίτον, προκειµένου να εκτελεστούν ή να παραγάγουν αποτελέσµατα, δεν χρειάζονται περαιτέρω ενέργειες των κρατών µελών ή των οργάνων της Ένωσης.
Το ∆ικαστήριο δέχτηκε ότι το άρθρο 12 της Συνθήκης ΕΟΚ πληρούσε αυτές τις προϋποθέσεις και ότι, εποµένως, η επιχείρηση Van Gend & Loos µπορούσε να επικαλεστεί δικαιώµατα από τη διάταξη αυτή, τα οποία το ολλανδικό δικαστήριο όφειλε να διαφυλάξει. Κατά συνέπεια, το ∆ικαστήριο έκρινε ότι οι δασµοί ήταν άκυροι διότι ήταν αντίθετοι µε τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ. Σε συνέχεια αυτής της νοµολογίας, το ∆ικαστήριο δέχθηκε ότι µπορούν να έχουν άµεση εφαρµογή και άλλες διατάξεις των Συνθηκών, πολύ σηµαντικότερες για τον πολίτη από ό,τι αυτή του άρθρου 12 της Συνθήκης ΕΟΚ. Εν προκειµένω αξίζει να γίνει ιδιαίτερη µνεία στις αποφάσεις που αφορούν την άµεση εφαρµογή των διατάξεων για την ελεύθερη κυκλοφορία (άρθρο 45 ΣΛΕΕ), την ελευθερία εγκατάστασης (άρθρο 49 ΣΛΕΕ) και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών άρθρο 56 ΣΛΕΕ).
Όσον αφορά τις εγγυήσεις της ελεύθερης κυκλοφορίας, το ∆ικαστήριο έκανε δεκτή τη δυνατότητα άµεσης εφαρµογής στην απόφασή του στην υπόθεση van Duyn. Τα πραγµατικά περιστατικά αυτής της υπόθεσης είχαν ως εξής: τον Μάιο του 1973, οι αρχές του Ηνωµένου Βασιλείου αρνήθηκαν την άδεια εισόδου στην Ολλανδή van Duyn επειδή ήθελε να εργαστεί ως γραµµατέας στην Church of Scientology, σχολή την οποία το βρετανικό Υπουργείο Εσωτερικών θεωρούσε «κοινωνικά επικίνδυνη». Η van Duyn προσέφυγε ενώπιον του High Court επικαλούµενη τις διατάξεις της Ένωσης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζοµένων. Ζήτησε από το High Court να αναγνωρίσει ότι έχει δικαίωµα να διαµένει στο Ηνωµένο Βασίλειο για να ασκεί µισθωτή δραστηριότητα και ότι δικαιούται να λάβει άδεια εισόδου στο Ηνωµένο Βασίλειο. Απαντώντας στο σχετικό ερώτηµα που του υπέβαλε το High Court, το ∆ικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΟΚ (άρθρο 45 ΣΛΕΕ) έχει άµεση εφαρµογή και, εποµένως, παρέχει στους ιδιώτες δικαίωµα το οποίο µπορούν να επικαλεστούν ενώπιον των δικαστηρίων οποιουδήποτε κράτους µέλους.
Το ζήτηµα της άµεσης εφαρµογής του δικαιώµατος ελεύθερης εγκατάστασης τέθηκε στο ∆ικαστήριο από το βελγικό Conseil d’État. Το δικαστήριο του Βελγίου καλείτο να αποφανθεί επί προσφυγής του Ολλανδού δικηγόρου J. Reyners στην οποία αυτός επικαλούνταν τα δικαιώµατά του βάσει του άρθρου 52 της Συνθήκης ΕΟΚ (άρθρο 49 ΣΛΕΕ) Ο J. Reyners αναγκάστηκε να προσφύγει στη δικαιοσύνη επειδή του είχαν αρνηθεί τον διορισµό του ως δικηγόρου στο Βέλγιο, µε την αιτιολογία ότι ήταν αλλοδαπός, παρόλο που είχε υποβληθεί επιτυχώς στις απαιτούµενες εξετάσεις στο Βέλγιο. Στην απόφασή του της 21ης Ιουλίου 1974, το ∆ικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν µπορεί να διατηρηθεί πλέον η άνιση µεταχείριση ανάµεσα σε ηµεδαπούς και αλλοδαπούς ως προς την εγκατάσταση, επειδή το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ έχει άµεση εφαρµογή µετά την εκπνοή της µεταβατικής περιόδου και παρέχει στους πολίτες της Ένωσης το δικαίωµα να αναλαµβάνουν και να ασκούν επαγγελµατική δραστηριότητα σε άλλο κράτος µέλος όπως και οι ηµεδαποί. Βάσει αυτής της απόφασης, ο J. Reyners έγινε δεκτός ως δικηγόρος στο Βέλγιο.
Η υπόθεση Van Binsbergen έδωσε στο ∆ικαστήριο την ευκαιρία να αναγνωρίσει ρητά την άµεση εφαρµογή της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών. Στην υπόθεση αυτή τέθηκε, µεταξύ άλλων, το ερώτηµα εάν ολλανδική διάταξη δικαίου, σύµφωνα µε την οποία ενώπιον εφετείου µπορούν να παρίστανται ως πληρεξούσιοι µόνον πρόσωπα εγκατεστηµένα στις Κάτω Χώρες, συµβιβάζεται µε τις ενωσιακές διατάξεις περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Το ∆ικαστήριο απάντησε αρνητικά στο ερώτηµα, µε την αιτιολογία ότι όλοι οι περιορισµοί στους οποίους υποβάλλεται πολίτης της ΕΕ λόγω ιθαγένειας ή διαµονής προσκρούουν στο άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΟΚ (άρθρο 56 ΣΛΕΕ) και, ως εκ τούτου, είναι άκυροι.
Τέλος, µεγάλης πρακτικής σηµασίας είναι η αναγνώριση της άµεσης εφαρµογής των διατάξεων για την ελεύθερη κυκλοφορία των εµπορευµάτων (άρθρο 41 ΣΛΕΕ), της γενικής αρχής της ισότητας της αµοιβής µεταξύ ανδρών και γυναικών (άρθρο 157 ΣΛΕΕ), της γενικής απαγόρευσης των διακρίσεων (άρθρο 25 ΣΛΕΕ) και του ελεύθερου ανταγωνισµού (άρθρο 101 ΣΛΕΕ).
Στον χώρο του παράγωγου δικαίου το ζήτηµα της άµεσης ισχύος τίθεται µόνο ως προς τις οδηγίες και ως προς τις αποφάσεις που απευθύνονται προς τα κράτη µέλη, αφού η άµεση ισχύς των κανονισµών και των αποφάσεων που απευθύνονται προς τους πολίτες απορρέει ευθέως από τις Συνθήκες της ΕΕ (άρθρο 288 εδάφια 2 και 4 ΣΛΕΕ). Από το 1970, το ∆ικαστήριο έχει επεκτείνει τις γενικές αρχές που διέπουν την άµεση ισχύ του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης τόσο στις οδηγίες όσο και στις αποφάσεις που απευθύνονται στα κράτη µέλη.
Η πρακτική σηµασία του άµεσου αποτελέσµατος του δικαίου της ΕΕ, όπως δηµιουργήθηκε και αναπτύχθηκε από το ∆ικαστήριο, είναι εξαιρετική: βελτιώνει τη νοµική θέση του ιδιώτη, µεταπλάσσοντας τις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς σε δικαιώµατα τα οποία αυτός µπορεί να επικαλείται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Έτσι, η άµεση ισχύς του δικαίου της ΕΕ γίνεται, ταυτόχρονα, ένας από τους πυλώνες της έννοµης τάξης της Ένωσης.
Η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι του εθνικού δικαίου
Η άµεση εφαρµογή µιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης οδηγεί σε ένα δεύτερο, εξίσου θεµελιώδες, ερώτηµα: Τι συµβαίνει όταν µια διάταξη του δικαίου της Ένωσης γεννά άµεσα δικαιώµατα και υποχρεώσεις για τους πολίτες της Ένωσης, ενώ ως προς το περιεχόµενό της έρχεται σε αντίθεση µε κανόνα του εθνικού δικαίου;
Μια τέτοια σύγκρουση µεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου µπορεί να αρθεί µόνον εάν ένα από τα δύο υπερισχύσει. Το γραπτό δίκαιο της Ένωσης δεν περιέχει ρητή σχετική ρύθµιση. Σε καµία από τις Συνθήκες της Ένωσης δεν υπάρχει π.χ. διάταξη που να προβλέπει ότι το δίκαιο της Ένωσης υπερισχύει του εθνικού δικαίου ή το αντίθετο. Εντούτοις, η σύγκρουση µπορεί να αρθεί µόνον εάν αναγνωριστεί στο δίκαιο της Ένωσης υπέρτερη ισχύς έναντι του εθνικού δικαίου, µε αποτέλεσµα όλες οι εθνικές διατάξεις οι οποίες είναι αντίθετες σε διάταξη του δικαίου της Ένωσης να καθίστανται ανεφάρµοστες και να υποκαθίστανται από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές διατάξεις. ∆ιότι τι θα απέµενε από την έννοµη τάξη της Ένωσης εάν οι κανόνες της ήταν υποδεέστεροι από τους εθνικούς; Σχεδόν τίποτα! Οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης θα µπορούσαν να καταργηθούν κατά βούληση µε οποιονδήποτε εθνικό νόµο. ∆εν θα µπορούσε πλέον να γίνει λόγος για ενιαία και οµοιόµορφη ισχύ του δικαίου της Ένωσης σε όλα τα κράτη µέλη. Επίσης, θα ήταν αδύνατον για την ΕΕ να εκπληρώσει τα καθήκοντα που της ανέθεσαν τα κράτη µέλη. Η ικανότητα λειτουργίας της Ένωσης θα αµφισβητούνταν και το οικοδόµηµα µιας ευρωπαϊκής κοινότητας δικαίου, η οποία συνδέθηκε µε µεγάλες ελπίδες, θα κατέρρεε.
Στη σχέση µεταξύ διεθνούς και εθνικού δικαίου δεν ανακύπτει παρόµοιο πρόβληµα: επειδή το διεθνές δίκαιο καθίσταται µέρος των έννοµων τάξεων των κρατών µόνο διά της πράξης ενσωµάτωσης ή µεταφοράς του, το ζήτηµα της υπεροχής επιλύεται αποκλειστικά και µόνο βάσει των κανόνων του εθνικού δικαίου. Ανάλογα µε την τυπική ισχύ την οποία του αναγνωρίζει το δίκαιο του κράτους στο πλαίσιο της εθνικής έννοµης τάξης, το διεθνές δίκαιο µπορεί να υπερισχύει του συντάγµατος ή να είναι υποδεέστερο του συντάγµατος αλλά να υπερισχύει του κοινού νόµου ή, ακόµη, να είναι τυπικώς ισοδύναµο µε τον κοινό νόµο. Η σχέση µεταξύ των εθνικών κανόνων δικαίου και των τυπικώς ισοδυνάµων κανόνων του διεθνούς δικαίου οι οποίοι έχουν ενσωµατωθεί ή µεταφερθεί διέπεται από την αρχή της υπεροχής του νεότερου κανόνα έναντι του χρονικά πρότερου, αντίθετου κανόνα (lex posterior derogat legi priori). Ωστόσο, οι αρχές αυτές εθνικού δικαίου για τη σύγκρουση κανόνων δικαίου δεν µπορούν να εφαρµοστούν στη σχέση µεταξύ δικαίου της Ένωσης και εθνικού δικαίου, επειδή το δίκαιο της Ένωσης δεν αποτελεί µέρος των εθνικών εννόµων τάξεων. Για τον λόγο αυτόν, σύγκρουση µεταξύ διατάξεων της Ένωσης και εθνικών διατάξεων µπορεί να επιλυθεί µόνο βάσει της ενωσιακής έννοµης τάξης.
Και πάλι το ∆ικαστήριο, έχοντας συνείδηση αυτών των συνεπειών, επέβαλε, παρά την αντίσταση µερικών κρατών µελών, την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, η οποία είναι αναγκαία για την ύπαρξη της έννοµης τάξης της ΕΕ. Με την αρχή αυτή, το ∆ικαστήριο δηµιούργησε για την έννοµη τάξη της ΕΕ, µαζί µε την άµεση εφαρµογή, τον δεύτερο πυλώνα που της επέτρεψε τελικά να γίνει ένα σταθερό οικοδόµηµα.
Στην προαναφερθείσα απόφαση Costa κατά ENEL το ∆ικαστήριο προέβη σε δύο διαπιστώσεις που είναι σηµαντικές για τη σχέση του δικαίου της Ένωσης προς το εθνικό δίκαιο:
- Πρώτον: η µεταβίβαση κυριαρχικών δικαιωµάτων από τα κράτη προς την Ένωση, την οποία αυτά δηµιούργησαν, έχει οριστικό χαρακτήρα και δεν µπορεί να αναιρεθεί µε µεταγενέστερες µονοµερείς πράξεις οι οποίες δεν συνάδουν µε το σύστηµα του δικαίου της Ένωσης.
- ∆εύτερον: κατά γενική αρχή της Συνθήκης, κανένα κράτος µέλος δεν µπορεί να θίξει την ιδιαιτερότητα του δικαίου της Ένωσης να ισχύει πλήρως και ενιαία σε ολόκληρη την επικράτειά της.
Από όλα αυτά συνάγεται ότι: το δίκαιο της Ένωσης, το οποίο θεσπίστηκε βάσει των εξουσιών που παρέχουν οι Συνθήκες, υπερισχύει των αντίθετων εθνικών διατάξεων, προγενέστερων αλλά και µεταγενέστερων, έναντι δε των τελευταίων αναπτύσσει ανασχετικό αποτέλεσµα.
Συµπερασµατικά, στην απόφαση Costa κατά ENEL, το ∆ικαστήριο δεν έθεσε µεν υπό αµφισβήτηση την απόφαση για την κρατικοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής στην Ιταλία, επιβεβαίωσε ωστόσο αποφασιστικά την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι του εθνικού δικαίου.
Έννοµη συνέπεια της προαναφερόµενης αρχής είναι ότι, αφενός, εθνικές διατάξεις αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης καθίστανται ανίσχυρες και, αφετέρου, ο εθνικός νοµοθέτης κωλύεται να εκδώσει νέους κανόνες δικαίου οι οποίοι θα είναι αντίθετοι προς το δίκαιο της Ένωσης.
Έκτοτε το ∆ικαστήριο εδραίωσε µε πάγια νοµολογία την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης. Βεβαίως, την ανέπτυξε ελεύθερα ως ένα σηµείο. Ενώ στην προαναφερθείσα απόφαση είχε να ασχοληθεί µόνο µε το ζήτηµα της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έναντι του κοινού εθνικού δικαίου, σε άλλη υπόθεση δέχθηκε επίσης την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης ακόµη και έναντι των εθνικών συνταγµάτων. Τα εθνικά δικαστήρια, µετά τους αρχικούς δισταγµούς, συντάχθηκαν καταρχήν µε αυτή τη νοµολογία του ∆ικαστηρίου. Στις Κάτω Χώρες ούτως ή άλλως δεν θα υπήρχαν δυσκολίες, επειδή το ολλανδικό σύνταγµα αναγνωρίζει ρητώς την υπεροχή του δικαίου των Συνθηκών έναντι των κοινών εθνικών νόµων (άρθρα 65 έως 67). Στα άλλα κράτη µέλη η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έναντι των κοινών εθνικών νόµων έχει επίσης αναγνωριστεί από τα εθνικά δικαστήρια. Αντιθέτως, η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι των εθνικών συνταγµατικών διατάξεων, ιδίως εκείνων που περιλαµβάνουν εγγυήσεις θεµελιωδών δικαιωµάτων, αποκρούστηκε αρχικά από τα συνταγµατικά δικαστήρια της Γερµανίας και της Ιταλίας. Οι αντιστάσεις αυτές κάµφθηκαν µόνο όταν η προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων στην έννοµη τάξη της Ένωσης έφθασε σε επίπεδο ουσιαστικά αντίστοιχο µε αυτό των εθνικών συνταγµάτων. Ωστόσο, το γερµανικό συνταγµατικό δικαστήριο διατηρεί επιφυλάξεις ως προς τη συνεχιζόµενη ολοκλήρωση, τις οποίες εξέφρασε για τελευταία φορά ρητά στις αποφάσεις του για τις Συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισαβόνας.

Η σύµφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερµηνεία του εθνικού δικαίου
Για την αποφυγή σύγκρουσης κανόνων δικαίου, η οποία θα πρέπει να επιλυθεί µε εφαρµογή του κανόνα της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, τα κρατικά όργανα που εφαρµόζουν ή εκτελούν κανόνες δικαίου οφείλουν να προβούν καταρχάς σε σύµφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερµηνεία του εθνικού δικαίου.
Η λειτουργία της σύµφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερµηνείας αναγνωρίστηκε από το ∆ικαστήριο και εισήχθη στην έννοµη τάξη της ΕΕ σχετικά αργά. Ενώ το ∆ικαστήριο αρχικά απλώς απαντούσε σε ερωτήµατα εθνικών δικαστηρίων ότι θεωρεί «σκόπιµο» να «διασφαλίζεται» η οµοιόµορφη ερµηνεία των εθνικών διατάξεων που αφορούν την εφαρµογή οδηγιών, αργότερα, και συγκεκριµένα το 1984 στην υπόθεση Von Colson και Kamann, έκρινε ότι υπάρχει υποχρέωση για σύµφωνη προς την οδηγία ερµηνεία. Αντικείµενο της συγκεκριµένης υπόθεσης ήταν ο καθορισµός του ύψους της αποζηµίωσης λόγω δυσµενούς διακριτικής µεταχείρισης γυναικών κατά την πρόσληψη. Ενώ η οικεία γερµανική ρύθµιση προέβλεπε µόνο αποζηµίωση λόγω διάρρηξης της εµπιστοσύνης (δηλαδή, απόδοση κυρίως των εξόδων που συνδέονταν µε την αίτηση), η οδηγία 76/207/ΕΟΚ απαιτούσε να προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο αποτελεσµατικές κυρώσεις ως µέσα για την επιβολή των ίσων ευκαιριών κατά την πρόσβαση στο επάγγελµα. Επειδή όµως η οδηγία δεν καθόριζε περαιτέρω την κύρωση, δεν µπορούσε να θεωρηθεί ως άµεσα ισχύουσα στο σηµείο αυτό, µε συνέπεια να υπάρχει περίπτωση έκδοσης απόφασης µε την οποία θα διαπιστωνόταν µεν η αντίθεση του εθνικού νόµου προς το δίκαιο της ΕΕ, δεν θα παρεχόταν όµως στο εθνικό δικαστήριο κάποια νοµική βάση που θα του επέτρεπε να µην εφαρµόσει την εθνική διάταξη. Για τον λόγο αυτό, το ∆ικαστήριο έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια είναι υποχρεωµένα να ερµηνεύουν και να εφαρµόζουν τις εθνικές διατάξεις του αστικού δικαίου κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η επιβολή αποτελεσµατικής κύρωσης σε περίπτωση δυσµενούς διάκρισης λόγω φύλου. Όπως έκρινε το ∆ικαστήριο, η καταδίκη σε συµβολική µόνο αποζηµίωση δεν θα ανταποκρινόταν στην ανάγκη για αποτελεσµατική εφαρµογή της οδηγίας.
Τη νοµική βάση για τη σύµφωνη µε το δίκαιο της Ένωσης ερµηνεία αποτελεί κατά το ∆ικαστήριο η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας (άρθρο 4 παράγραφος 3 Συνθήκης ΕΕ). Σύµφωνα µε την αρχή αυτή, τα κράτη µέλη οφείλουν να λαµβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό µέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από πράξεις των θεσµικών οργάνων της Ένωσης. Μεταξύ αυτών είναι και η υποχρέωση των εθνικών αρχών να εφαρµόζουν και να ερµηνεύουν το εθνικό δίκαιο που συνδέεται µε τη µεταφορά δικαίου της Ένωσης κατά τρόπο που να συνάδει µε το γράµµα και τον σκοπό του δικαίου της Ένωσης (υποχρέωση πίστης προς την ΕΕ — υπόθεση Pfeiffer). Όσον αφορά τα εθνικά δικαστήρια, αυτό αντικατοπτρίζει παράλληλα και τον ρόλο τους ως ευρωπαϊκών δικαστηρίων υπό την έννοια του θεµατοφύλακα της ορθής εφαρµογής και τήρησης του δικαίου της Ένωσης.
Ειδική έκφανση της σύµφωνης µε το δίκαιο της Ένωσης ερµηνείας αποτελεί η σύµφωνη µε την οδηγία ερµηνεία. Σύµφωνα µε αυτήν, τα κράτη µέλη υποχρεούνται να µεταφέρουν τις οδηγίες στο εθνικό δίκαιο. Τα όργανα που εφαρµόζουν το δίκαιο αλλά και τα δικαστήρια οφείλουν να συµβάλλουν µέσω της σύµφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερµηνείας στην εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής των κρατών µελών. Η σύµφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερµηνεία διασφαλίζει τη συµµόρφωση προς τις οδηγίες σε επίπεδο εφαρµογής του δικαίου και, κατά συνέπεια, την οµοιόµορφη ερµηνεία και εφαρµογή των εθνικών εκτελεστικών διατάξεων σε όλα τα κράτη µέλη. Αποτρέπει το ενδεχόµενο να διασπαστεί σε εθνικό επίπεδο αυτό που µόλις ενοποιήθηκε σε επίπεδο Ένωσης µέσω της οδηγίας.
Η σύµφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερµηνεία περιορίζεται από την τυχόν σαφήνεια της διατύπωσης της εθνικής διάταξης σε επίπεδο που δεν αφήνει περιθώριο άλλης ερµηνείας της, καθώς, ακόµη και µε δεδοµένη την υποχρέωση που επιβάλλει το δίκαιο της ΕΕ για σύµφωνη µε τις Συνθήκες ερµηνεία, το εθνικό δίκαιο δεν µπορεί να ερµηνευθεί contra legem. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση ρητής άρνησης του εθνικού νοµοθέτη να µεταφέρει οδηγία στο εθνικό δίκαιο. Η σύγκρουση µεταξύ δικαίου της Ένωσης και εθνικού δικαίου που θα προκύψει σε µια τέτοια περίπτωση µπορεί να επιλυθεί µόνο στο πλαίσιο διαδικασίας προσφυγής λόγω παραβίασης των Συνθηκών (άρθρα 258 και 259 ΣΛΕΕ).
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ποια γενική εικόνα σχηµατίζει κανείς για την έννοµη τάξη της Ένωσης;
Η έννοµη τάξη της Ένωσης είναι το πραγµατικό θεµέλιο που προσδίδει στην ΕΕ τον χαρακτήρα κοινότητας δικαίου. Μόνο µε τη δηµιουργία νέου δικαίου και τη διατήρησή του µπορούν να πραγµατοποιηθούν οι στόχοι που επιδιώκονται µε την ίδρυση της ΕΕ. Η έννοµη τάξη της Ένωσης έχει ήδη προσφέρει πολλά προς την κατεύθυνση αυτή. Σε αυτή τη νέα έννοµη τάξη οφείλεται καταρχάς ότι τα ανοιχτά σύνορα, η αυξανόµενη ανταλλαγή εµπορευµάτων και υπηρεσιών, η διακίνηση των εργαζοµένων και ο µεγάλος αριθµός των διεθνών δεσµών µεταξύ επιχειρήσεων έχουν καταστήσει την εσωτερική αγορά καθηµερινή πραγµατικότητα για σχεδόν 510 εκατοµµύρια ανθρώπους. Ένα άλλο, σήµερα ήδη ιστορικό, χαρακτηριστικό της έννοµης τάξης της Ένωσης είναι η συµβολή της στην ειρήνη. ∆ιαπνεόµενη από τον σκοπό να διαφυλάξει την ειρήνη και την ελευθερία, αντικαθιστά τη βία ως µέσο για την επίλυση των διαφορών µε κανόνες δικαίου, οι οποίοι ενώνουν τόσο τα άτοµα όσο και τα κράτη µέλη σε µια κοινότητα αλληλεγγύης. Έτσι, η έννοµη τάξη της Ένωσης γίνεται σηµαντικό µέσο για την επικράτηση και τη διατήρηση της ειρήνης.
Η έννοµη τάξη της ΕΕ και η εγκαθιδρυόµενη από αυτήν κοινότητα δικαίου προϋποθέτουν τον σεβασµό και την προάσπιση της έννοµης τάξης. Την εγγύηση αυτή παρέχουν οι δύο ακρογωνιαίοι λίθοι της έννοµης τάξης της Ένωσης: η άµεση εφαρµογή του δικαίου της Ένωσης και η υπεροχή του έναντι του εθνικού δικαίου. Οι δύο αυτές θεµελιώδεις αρχές, για την ύπαρξη και διαφύλαξη των οποίων µεριµνά µε αποφασιστικότητα το ∆ικαστήριο, εγγυώνται την οµοιόµορφη και κατά προτεραιότητα εφαρµογή του δικαίου της Ένωσης σε όλα τα κράτη µέλη.
Παρ’ όλες τις ατέλειες που ασφαλώς την χαρακτηρίζουν, η συµβολή της έννοµης τάξης της Ένωσης στην επίλυση των πολιτικών, οικονοµικών και κοινωνικών προβληµάτων των κρατών µελών της ΕΕ είναι ανεκτίµητη.
ΠΑΡΑΤΙΘΕΜΕΝΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Όλες οι αποφάσεις του ∆ικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατίθενται διαδικτυακά στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.eur-lex.europa.eu. Επιπλέον, η πύλη EUR-Lex παρέχει δωρεάν πρόσβαση, και στις 24 επίσηµες γλώσσες της ΕΕ,
- στο δίκαιο της ΕΕ (Συνθήκες, οδηγίες, κανονισµοί, αποφάσεις, ενοποιηµένη νοµοθεσία κ.λπ.),
- σε προπαρασκευαστικές πράξεις (νοµοθετικές προτάσεις, εκθέσεις, πράσινες και λευκές βίβλοι κ.λπ.),
- σε διεθνείς συµφωνίες,
- σε απλουστευµένη σύνοψη της νοµοθεσίας της ΕΕ, µε την οποία ορισµένες νοµικές πράξεις εντάσσονται σε ένα πλαίσιο πολιτικής.
Νοµική φύση και υπεροχή του δικαίου της Ένωσης
Υπόθεση 26/62, Van Gend & Loos, EU:C:1963:1 (νοµική φύση και υπεροχή του δικαίου της Ένωσης, δικαιώµατα και υποχρεώσεις του ατόµου)
Υπόθεση 6/64, Costa/ENEL, EU:C:1964:66 (νοµική φύση του δικαίου της Ένωσης, άµεση ισχύς, υπεροχή του δικαίου της Ένωσης)
Υπόθεση 14/83, Von Colson και Kamann, EU:C:1984:153 (σύµφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερµηνεία του εθνικού δικαίου)
Υπόθεση C-213/89, Factortame, EU:C:1990:257 (άµεση ισχύς και υπεροχή του δικαίου της Ένωσης)
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 και C-9/90, Francovich και Bonifaci, EU:C:1991:428 (ισχύς του δικαίου της Ένωσης, ευθύνη των κρατών µελών για παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, εδώ: παράλειψη µεταφοράς οδηγίας στο εθνικό δίκαιο)
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, Brasserie du pêcheur και Factortame, EU:C:1996:79 (ισχύς του δικαίου της Ένωσης, γενική ευθύνη των κρατών µελών για παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης)
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-397/01 έως C-403/01, Pfeiffer κ.λπ., EU:C:2004:584 (σύµφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερµηνεία του εθνικού δικαίου)
Αρµοδιότητες της ΕΕ
Υπόθεση 6/76, Kramer, EU:C:1976:114 (εξωτερικές σχέσεις, υποχρεώσεις διεθνούς δικαίου, αρµοδιότητα της ΕΕ)
Γνωµοδότηση 2/91, EU:C:1993:106 (κατανοµή αρµοδιοτήτων µεταξύ ΕΕ και κρατών µελών)
Γνωµοδότηση 2/94, EU:C:1996:140 (προσχώρηση της ΕΚ στην ΕΣ∆Α — έλλειψη αρµοδιότητας)
Γνωµοδότηση 2/13, EU:C:2014:2454 (ασυµβατότητα του σχεδίου προσχώρησης της ΕΕ στην ΕΣ∆Α µε το δίκαιο της Ένωσης)
Αποτελέσµατα των πράξεων
Υπόθεση 2/74, Reyners, EU:C:1974:68 (άµεση ισχύς, δικαίωµα ελεύθερης εγκατάστασης)
Υπόθεση 33/74, Van Binsbergen, EU:C:1974:131 (άµεση ισχύς, κυκλοφορία υπηρεσιών)
Υπόθεση 41/74, Van Duyn, EU:C:1974:133 (άµεση ισχύς, ελεύθερη κυκλοφορία)
Θεµελιώδη δικαιώµατα
Υπόθεση 29/69, Stauder, EU:C:1969:57 (θεµελιώδη δικαιώµατα, γενικές αρχές του δικαίου)
Υπόθεση C-112/00, Eugen Schmidberger, EU:C:2003:333 (ελεύθερη κυκλοφορία εµπορευµάτων, θεµελιώδη δικαιώµατα)
Νοµική προστασία
Υπόθεση T-177/01, Jégo-Quéré et Cie κατά Επιτροπής, EU:T:2002:112 (κενό έννοµης προστασίας επί πράξεων µε άµεσο αποτέλεσµα αλλά που δεν αφορούν ατοµικά συγκεκριµένο πρόσωπο), αντίθετα ∆ΕΕ στην απόφαση επί αιτήσεως αναιρέσεως C-263/02 P, Επιτροπή κατά Jégo-Quéré et Cie, EU:C:2004:210
Υπόθεση T-18/10, Inuit Tapiriit Kanatami, EU:T:2011:419 (ορισµός της πράξης «κανονιστικού χαρακτήρα»), επιβεβαιώθηκε από το ∆ΕΕ στην απόφασή του επί αιτήσεως αναιρέσεως της 3.10.2013, C-583/11 P, EU:C:2013:625
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1) Σύμφωνα με το καθεστώς που ορίζει η απόφαση 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
(2) Η παραίτηση της «Επιτροπής Santer» το 1999 είχε ως αιτία την άρνηση της απαλλαγής από την ευθύνη για τη διαχείριση του προϋπολογισμού. Η σχετική πρόταση δυσπιστίας που είχε υποβληθεί απέτυχε, αν και σχετικά οριακά.
(3) Λόγω του δημοψηφίσματος για το Brexit, το Ηνωμένο Βασίλειο παραιτήθηκε από την προεδρία του Συμβουλίου για το δεύτερο εξάμηνο του 2017.
(4) Βλ. για περισσότερες λεπτομέρειες το κεφάλαιο περί ευθύνης των κρατών μελών για παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
«Το αλφάβητο του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης» είναι δηµοσιευµένο στο διαδίκτυο, στη διεύθυνση www.op.europa.eu/el/web/general-publications/publications
Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Γενική ∆ιεύθυνση Επικοινωνίας
Ενηµέρωση των πολιτών
1049 Βρυξέλλες
ΒΕΛΓΙΟ
Το χειρόγραφο ολοκληρώθηκε τον ∆εκέµβριο του 2016.
Λουξεµβούργο: Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2017
Το περιεχόµενο της παρούσας έκδοσης δεν αντανακλά οπωσδήποτε την επίσηµη γνώµη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μόνος υπεύθυνος για τις πληροφορίες και απόψεις που περιέχονται σε αυτήν είναι ο συντάκτης της.
Φωτογραφίες







NA-07-16-024-EL-C | ISBN 978-92-79-63683-7 | doi:10.2775/41699 | |
NA-07-16-024-EL-N | ISBN 978-92-79-63646-2 | doi:10.2775/938276 | |
EPUB | NA-07-16-024-EL-E | ISBN 978-92-79-63677-6 | doi:10.2775/713835 |
HTML | NA-07-16-024-EL-Q | ISBN 978-92-79-71679-9 | doi:10.2775/308171 |
© Ευρωπαϊκή Ένωση, 2017
Επιτρέπεται η αναδηµοσίευση. Για τη χρήση ή αναπαραγωγή των επιµέρους φωτογραφιών απαιτείται η χορήγηση άδειας απευθείας από τους κατόχους των δικαιωµάτων πνευµατικής ιδιοκτησίας.